Οι Άνθρωποι από πολύ κοντά/ part 3

Ο Παναγιώτης προσπαθώντας να φανεί ψύχραιμος, ψαχούλεψε στην τσέπη του για το κινητό του τηλέφωνο. Δεν είχε ιδέα πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση του ανθρώπου, επομένως η μόνη λύση που διαφαινόταν στον ορίζοντα, ήταν να καλέσει ασθενοφόρο, καθώς είχε φοβηθεί για πιθανή απώλεια μνήμης από το χτύπημα και τυχόν κακώσεις. Όση ώρα το καρτερούσε, οι σκέψεις του γύριζαν στην προηγούμενη τρελή του ενέργεια. Ήταν έτοιμος να τερματίσει τη ζωή του. Δεν είχε το κουράγιο να το παλέψει άλλο. Κοίταξε πλαγίως τον νεαρό. Είχε τα χάλια του. Μπορεί ακόμη χειρότερα να μην είχε σώας τας φρένας ή η οικογένειά του να τον παράτησε, όπως άλλωστε και τον ίδιο. Κάποια ψυχική πληγή τον είχε οδηγήσει και εκείνον, σε αυτή τη θλιβερή κατάσταση. Έπρεπε να φανεί δυνατός. Τα καστανά του μάτια έπεσαν στη γη, ωστόσο ο ερχομός του ασθενοφόρου, τον τίναξε από τις ζοφερές του σκέψεις. Δύο νεαροί άνδρες πλησίασαν τον Ορλάντο που διατηρούσε κλειστά τα μάτια του και απαλά τον μετέφεραν στο εσωτερικό για την διακομιδή του στο νοσοκομείο.

«Είστε συγγενής;» τον ρώτησε ο ένας και αρχικά τον είδε να διστάζει.

«Είναι καλός μου φίλος. Είχαμε υποσχεθεί να συναντηθούμε για να πάμε σε ένα φεστιβάλ φαντασίας και τον βρήκα τελικά σε αυτήν την κατάσταση. Μάλλον έπεσε και τραυματίστηκε σοβαρά. Δεν θα ήθελα να τον αφήσω μόνο του»

«Καλώς. Μπορείτε να μας ακολουθήσετε και εσείς. Μπείτε μαζί του»

Την ώρα που ανέβαινε μαζί με τον άγνωστο στο ασθενοφόρο, ένιωσε μια κρυφή ευγνωμοσύνη. Αν δεν τον είχε συναντήσει, πιθανότατα να είχε προχωρήσει στο απονενοημένο διάβημα. Στο νοσοκομείο, οι γιατροί κατάλαβαν αμέσως πως είχε υποστεί τραυματισμό στο στέρνο από δυνατό χτύπημα ή από πτώση. Για τον λόγο ετούτο, κρίθηκε απαραίτητο να του χορηγηθεί, μία γενναία δόση ενδοφλέβιου παυσίπονου. Ο Παναγιώτης περίμενε καρτερικά έξω από το δωμάτιο, όταν ο γιατρός άνοιξε επιτέλους την πόρτα. Φαινόταν χλομός και βυθισμένος σε δικές του σκέψεις.

«Όλα καλά ;»ρώτησε ο νεαρός σχεδόν έκπληκτος.

«Μπορείς να έρθεις για λίγο στο γραφείο μου;» του απάντησε με ερώτηση βγάζοντας τη λευκή του ρόμπα και σκουπίζοντας με ένα μαντήλι το μέτωπό του.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ξανά ο νεαρός ανυπόμονα καθώς τον ακολουθούσε «Μην μου πείτε πως θα πεθάνει;»

«Κοίτα νεαρέ μου, δεν ξέρουμε σε ποια ακριβώς ανακάλυψη είμαστε μπροστά, εντούτοις επειδή ήσουν ο μόνος μάρτυρας, θα σε παρακαλούσαμε να κρατήσεις μία τυπική εχεμύθεια απέναντι στο περιστατικό. Μολαταύτα, θα επιθυμούσαμε να μας δώσεις περισσότερες λεπτομέρειες προσωπικά, όπως για παράδειγμα, το αν πρόσεξες κάτι περίεργο, κάποια εξωκοσμική αντίδραση εκ μέρους του πλάσματος ας πούμε» τελείωσε με τον Παναγιώτη να παλεύει να φανεί σοβαρός.

Τότε, προσπάθησε για λίγο να σκεφτεί, αν είχε όντως παρατηρήσει κάτι ασυνήθιστο, όταν στο μυαλό του ήρθε η γλώσσα στην οποία του είχε αρχικά απευθυνθεί ο νεαρός. Είχε για την ακρίβεια μουρμουρίσει λέξεις, προτού του απαντήσει στα ελληνικά. Η αρχική γλώσσα, ήταν δυσνόητη, με πολλά σύμφωνα και σίγουρα δεν φαινόταν να ανήκει στον ανθρώπινο κόσμο. Ωστόσο, θέλησε να αποσιωπήσει το περιστατικό για ευνόητους λόγους.

«Δεν σας καταλαβαίνω, υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τον άνθρωπο; Σας ρωτώ, γιατί πραγματικά αν εξαιρέσεις τα ρούχα, δεν υπάρχει τίποτε το παράξενο. Πηγαίναμε σε ένα φεστιβάλ φαντασίας εξάλλου».

«Μάλιστα» απάντησε απλώς ο γιατρός.

Ένα αχνό χαμόγελο ειρωνείας στόλισε το βλέμμα του Παναγιώτη.

«Κοιτάξτε, μπορεί να φαίνομαι απλά ως ένας έφηβος στα δικά σας μάτια, ωστόσο δεν αντιλαμβάνομαι πού το πάτε» του απάντησε έχοντας χάσει μέρος της υπομονής του.

Ο γιατρός με μία αργή κίνηση, κατέβασε τα γυαλιά του και τον κοίταξε πολύ προσεκτικά.

«Δεν είσαι του κλάδου της ιατρικής νεαρέ μου. Το μόνο που απαιτούμε από εσένα, είναι εχεμύθεια. Οι εξετάσεις αίματός του, έδειξαν τιμές πέραν των ανθρώπινων ορίων. Εσύ ωστόσο, είπες πως ήταν φίλος σου»

«Μα δεν γνωρίζω εγώ τις τιμές των εξετάσεών του! Θα μπορούσε να έγινε λάθος»

«Θα μπορούσε πράγματι και γι' αυτό θα επαναληφθούν σε ένα τέταρτο»

«Θα μπορούσα απλώς να τον δω;»

«Θαρρώ πως δεν υπάρχει πρόβλημα. Εξάλλου, ήσασταν φίλοι»

Ο τόνος του άνδρα δεν του άρεσε καθόλου και ο Παναγιώτης, είχε μάθει να αφουγκράζεται όλα τα κρυφά μηνύματα πίσω από την κάθε λέξη. Έπρεπε να φύγει και φυσικά, θα έπαιρνε μαζί του και τον νεαρό. Κάτι δεν πήγαινε καλά και το είχε καταλάβει, μα όφειλε να σκεφτεί προτού πραγματοποιήσει την επόμενη κίνησή του. Μία βόλτα στο μοναχικό παρκάκι με το ξεχαρβαλωμένο παγκάκι, ήταν στα σίγουρα μία αρχή. Το Φθινόπωρο δημιουργούσε ένα μελαγχολικό χαλί στη φρέσκια γη. Για λίγο κάθισε στην άκρη του ξύλινου καθίσματος.

΄΄Δε μου φάνηκε επικίνδυνος...΄΄μονολόγησε. ΄΄Χάρη σε αυτόν τον άγνωστο η σκέψη μου αποσπάστηκε από τα προβλήματα και γλίτωσα ίσως τη ζωή μου. Δεν μπορώ να τον αφήσω ολομόναχο. Ξέρω τί σημαίνει να μην έχεις κανέναν στο πλάι σου΄΄σκέφτηκε και άρπαξε το κινητό στο χέρι του παρακαλώντας σιωπηλά τον Μιχαήλ να το σηκώσει.

Ένας ψίθυρος ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής και ο Παναγιώτης ήταν σχεδόν βέβαιος πως ο φίλος του είχε μπλέξει σε περιπέτειες.

«Σε έχω ανοιχτή ακρόαση, είμαι με το Θοδωρή και...ε...ψάχνουμε να βρούμε στο σπίτι του θείου του τα κλειδιά του Αστεροσκοπείου» ακούστηκε βραχνά η φωνή του.

«Μα, για ποιον λόγο τα ψάχνετε; Τελοσπάντων, αφήστε τα τώρα αυτά. Έχω μία υπόθεση που τρέχει και είναι άμεση ανάγκη να σας δω!» τους φώναξε ο Παναγιώτης.

«Πες μας απλά αν είσαι καλά και πού έχεις μπλέξει» απάντησε από μέσα ο Θοδωρής κοφτά.

«Είμαι μία χαρά εγώ, ωστόσο νομίζω πως κάποιος χρειάζεται τη βοήθειά μας» απάντησε ενώ σιωπή απλώθηκε από την άλλη άκρη της γραμμής.

«Κάποιος;» ρώτησε ο Μιχαήλ.

«Δεν τον γνωρίζω, μα τον βρήκα βαριά χτυπημένο στη μέση του δρόμου. Μήτε το όνομά του δεν θυμάται. Σας στέλνω το όνομα του νοσοκομείου και...»

Η γραμμή έκλεισε.

΄΄Οι κλασσικοί φόβοι του Μιχάλη΄΄ συλλογίστηκε και το επόμενο όνομα που βρέθηκε στη λίστα του, ήταν το δικό μου. Μόλις άκουσε τη φωνή μου, το μόνο που μου είπε ήταν΄΄σε χρειάζομαι΄΄ και καθώς γνωρίζω πως η ψυχολογία του φίλου μου περνά από διάφορες διακυμάνσεις, το μόνο που τον ρώτησα ήταν η διεύθυνση του μέρους στο οποίο βρισκόταν. Με ένα ταξί, παρατώντας στην κυριολεξία ό,τι έκανα, έφτασα στο κέντρο της πρωτεύουσας όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ο Παναγιώτης με περίμενε καρτερικά έξω από το νοσοκομείο και η όψη του ήταν χλομή. Δεν ήξερα τον λόγο, μα πάντα ανησυχούσα για εκείνον. Φοβόμουν πως μία μέρα η ψυχή του θα κλείδωνε για πάντα και πως ίσως δεν τον ξανάβλεπα ποτέ.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησα με αγωνία καθώς τον πλησίαζα λαχανιασμένη με βήμα ταχύ.

Εκείνος άπλωσε τρυφερά το χέρι του, χαϊδεύοντάς μου ελαφρά τον ώμο. Με αγαπούσε σαν αδερφή του και λάτρευα τις ελάχιστες στιγμές που ξεδίπλωνε την τρυφερή του πλευρά.

«Μην ανησυχείς για μένα Αυγούλα. Στο έχω ζητήσει σαν χάρη πολλές φορές. Ξέρω πως με νοιάζεσαι, ωστόσο βρίσκομαι εδώ γιατί νιώθω πως κάποιος έχει πέσει θύμα της ιατρικής ή και γενικότερα» μου είπε και ξεκίνησε να μου αφηγείται την ιστορία, κρύβοντάς μου τη βασικότατη λεπτομέρεια, πως η τυχαία εμφάνιση του αγνώστου, του είχε σώσει τη ζωή.

Του είχα αδυναμία και το γνώριζε και αυτός ήταν και ο λόγος που αποφάσισε να μην με ανησυχήσει περισσότερο.

«Παναγιώτη, πιστεύω πως ίσως και να φτάσουμε στο σημείο να επέμβει η ασφάλεια. Καλύτερα να πηγαίνουμε. Δεν τον ξέρεις, μπορεί να είναι πράγματι επικίνδυνος» του απάντησα.

Δύσκολους καιρούς διανύαμε, δεν είχα την όρεξη να βρεθούμε μπλεγμένοι από το πουθενά.

«Μιλάς σαν τον Μιχαήλ. Εγώ θα μείνω εδώ μέχρι να τον βοηθήσω, καθώς γνωρίζω πως δεν είναι επικίνδυνος, μα ολομόναχος» πρόφερε και ήμουν βέβαιη πως όποιο επιχείρημα και αν χρησιμοποιούσα δεν θα του άλλαζα την γνώμη με τίποτε. Ήταν πάντοτε προστατευτικός αν έκρινε πως κάποιος βρισκόταν σε κίνδυνο. «Σαν εμένα» ολοκλήρωσε την πικρή του σκέψη.

Αποφασίζοντας να τον εμπιστευθώ, θα έμενα στο πλάι του μέχρι να κατορθώναμε να βγάλουμε άκρη. Από τα λεγόμενά του είχα αντιληφθεί πως πιθανότατα κάποιος νεαρός με διαταραχές, είχε χτυπήσει άσχημα και αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που κανένας συγγενής ως τώρα δεν είχε προστρέξει πλάι του. Με μια βαθιά ανάσα σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος και ανταποκρίθηκα στο πείσμα του. Το τηλέφωνό μου χτύπησε και μία σιγανή φωνή ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής.

«Αν σε πάρει ο Παναγιώτης μην το σηκώσεις. Πάλι έχει περιπέτειες..» πρόφερε ο Μιχαήλ ψιθυριστά.

«Πολύ αργά, είμαι ήδη μαζί του. Λοιπόν, σας περιμένουμε» του απάντησα κοφτά μην αφήνοντας το παραμικρό περιθώριο αντιλόγου και καθώς το έκλεινα θα ορκιζόμουν πως τον άκουσα να ξεροκαταπίνει.

Η παρέα μας συγκεντρώθηκε τελικά αργά το βράδυ. Καθώς εμείς δεν είχαμε υπάρξει μάρτυρες του περιστατικού, θα μπορούσαμε να μπούμε στο νοσοκομείο προτού γίνει η μεταφορά του άγνωστου σε τυχόν διαφορετικό, καθώς αν κρίναμε από την αναστάτωση που επικρατούσε, μία τέτοια περίπτωση κρυφής μετακίνησης, βρισκόταν σίγουρα στα σκαριά. Περνώντας μπροστά από τις σκάλες που οδηγούσαν στον πρώτο όροφο, τα μάτια του Θοδωρή έλαμψαν. Έπρεπε οπωσδήποτε να μπούμε στο δωμάτιο του άγνωστου και μάλιστα, όχι απαρατήρητοι. Στην τελική ήμασταν φίλοι του Παναγιώτη, άρα και του αγνώστου. Δεν υπήρχε τίποτε το κακό σε αυτό. Ο φίλος μας μας έδειξε το δωμάτιο και εμείς απλώς εισήλθαμε, σαν να ήταν δικός μας άνθρωπος.

Μπαίνοντας, τα μάτια μας άνοιξαν διάπλατα. Ο άγνωστος άνδρας, ήταν ξαπλωμένος και ημίγυμνος, καθώς τα πλευρά του ήταν δεμένα. Στην καρέκλα ήταν ακουμπισμένο ένα δερμάτινο πανωφόρι, που έμοιαζε βγαλμένο από μία άλλη εποχή. Τα πλούσια, μακριά μαλλιά του έλαμπαν, ενώ ο Θοδωρής τα ψηλάφιζε για να βεβαιωθεί πως του ανήκαν. Το πρόσωπό του ήταν αψεγάδιαστο, ενώ τα αυτιά του διέθεταν ένα αλλόκοσμο, εξωκοσμικό σχήμα. Κοιταχτήκαμε για μερικά δευτερόλεπτα, όταν παρατήρησα πως το πλάσμα έσφιγγε τη γροθιά του με δύναμη. Τον πλησίασα ακόμη λίγο, αβέβαιη για το αν έπραττα καλά, μέχρι που άξαφνα τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Είχαν ένα υπέροχο, κυανό χρώμα, εντούτοις το αίσθημα του θυμού ελλόχευε μέσα τους.

«Σε παρακαλώ μείνε ακίνητος θα μας καταλάβουν...» προσπάθησα να τον συμβουλέψω με τρεμάμενη φωνή.

Εκείνος ωστόσο, σαν να μην είχε ακούσει τίποτε, τράβηξε με δύναμη όλα τα καλώδια με τα οποία ήταν συνδεδεμένος και προσπάθησε να σταθεί όρθιος. Ωστόσο, ο πόνος από τα τραυματισμένα του πλευρά, και το τραύμα στο κεφάλι του, του προκαλούσαν ζαλάδες κάνοντάς τον να γονατίσει στο πάτωμα.

Οι δυο μας μείναμε να τον κοιτάζουμε με τρόμο, ανίκανοι να πάρουμε την οποιαδήποτε απόφαση άμεσης δράσης. Ο ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπό του, καθώς ο πόνος του ήταν ανυπόφορος.

«Σε παρακαλώ κάνε ησυχία, θα έρθουν εδώ...θα σε πάρουμε από εδώ. Είμαστε με το μέρος σου» κατάφερε να συλλαβίσει ο Θοδωρής και αυτό φάνηκε να καθησυχάζει προσωρινά τον άγνωστο ο οποίος εξακολουθούσε να μας κοιτά με οργή.

Του έδωσα το χέρι μου για να σηκωθεί, ωστόσο αρνήθηκε, παλεύοντας μονάχος του να βρει τις ισορροπίες του. Το βλέμμα μας αντάμωσε για λίγα δευτερόλεπτα, μα σύντομα το τράβηξε μακριά μου ξανά. Με πολύ κόπο, τον βάλαμε να καθίσει για λίγο στο κρεβάτι, ενώ εκείνος προσπαθούσε μετά βίας να ανασάνει.

«Πως σε λένε;» τον ρώτησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να ανοίξω διάλογο.

Ο ξένος ύψωσε αργά τη ματιά του προς το μέρος μου. Με κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα και κατόπιν χαμήλωσε και πάλι το κεφάλι του απαντώντας κοφτά:

«Ορλάντο».

Ο Θοδωρής με κοίταξε ανήσυχα.

«Μια χαρά θυμάται την ταυτότητά του και από ό,τι φαίνεται διόλου συνηθισμένος δεν είναι στην ανθρώπινη παρουσία» ψιθύρισε.

Τη στιγμή εκείνη, ακούστηκαν γοργά βήματα από τον διάδρομο του νοσοκομείου.

«Ξάπλωσε και μην κουνηθείς» τον παρακάλεσα.

«Αυτό ξέχνα το!» μου απάντησε επιθετικά «Θέλω να φύγω εδώ και τώρα! Με κρατάτε αιχμάλωτο παρά τη θέλησή μου» μούγκρισε απειλητικά.

«Σε παρακαλώ. Είναι ο μόνος τρόπος για να φύγουμε όλοι μαζί» πάλεψα να του εξηγήσω.

«Εσείς οι άνθρωποι, είστε ανάξιοι εμπιστοσύνης. Όλο αυτό μπορεί κάλλιστα να είναι μία καλοστημένη πλεκτάνη» συνέχισε και ειλικρινά είχα αρχίσει να απελπίζομαι, καθώς φαινόταν πως οι εμπειρίες του με τους ανθρώπους είχαν υπάρξει τραυματικές, κάτι που δυσχέραινε ακόμη περισσότερο την ήδη δύσκολη κατάσταση. Μα ποιος ήταν επιτέλους; Άστεγος που ζούσε στα πάρκα μακριά από τον κόσμο; Και γιατί αναφερόταν στους ανθρώπους σαν να μην ανήκε στο είδος; Ήταν σίγουρα τρελός και όλο αυτό ξεκινούσε να με φοβίζει.

Ο Θοδωρής ξεφυσώντας του απάντησε:

«H δράση μας είναι εντελώς αυθόρμητη. Να σκεφτείς πως ούτε δεύτερο σχέδιο δεν υπάρχει στα σκαριά, σε περίπτωση που αποτύχουμε με το πρώτο. Τώρα ξάπλωσε που να πάρει, γιατί μας βλέπω να παγιδευόμαστε όλοι εδώ!»

Ο ξένος υπάκουσε απρόθυμα με το οργισμένο του βλέμμα, πάντα στραμμένο επάνω μας.

Ένας χτύπος ακούστηκε και νοσοκόμες μπήκαν στο δωμάτιο χαμογελαστές.

«Όλα καλά εδώ;»ρώτησαν καλοσυνάτα.

Οι δυο μας κουνήσαμε καταφατικά το κεφάλι παραμένοντας σιωπηλοί σε μία προσπάθεια να αποτραπεί ο οποιοσδήποτε μελλοντικός διάλογος.

«Να ξέρετε πως σε μία ώρα ίσως χρειαστεί μεταφορά του φίλου σας»

Ένιωσα το αίμα μου να παγώνει. Τι πραγματικά συνέβαινε που να απαιτούσε μεταφορά; Μόλις επικράτησε και πάλι ησυχία, ο Ορλάντο σηκώθηκε επάνω με όση δύναμη του είχε απομείνει.

«Η συμφωνία είναι συμφωνία» μας είπε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top