Οι Άνθρωποι από πολύ κοντά/ part 2
Στη φωτο ο Όθωνας πριν την κατάρα
Μοίρα
Ο Όθωνας ήξερε πως δεν υπήρχε επιλογή, μα ακόμη και αν υπήρχε, θα έκανε ξανά την ίδια. Ήξερε ποια ήταν η καρδιά του Σούλφους και φοβόταν για το χέρι που είχε σηκωθεί για να σκοτώσει την Καλντέρα. Ο ναός της Σελήνης έστεκε εκεί ανάμεσα στα ερείπια, αλλά δεν επιθυμούσε να γνωρίζει τίποτε απολύτως. Στον Τζίλτα δεν είχε καμία εμπιστοσύνη, ενώ η επιλογή του Σούλφους, είχε κοστίσει την εμφάνιση, τόσο στον ίδιο όσο και σε όσα ακόμη ξωτικά της Σελήνης είχαν ταχθεί με το μέρος του Χειμώνα. Εξόριστοι από την ίδια τους τη γη που ακόμη άχνιζε, με τα καρβουνιασμένα ερείπια να ψιθυρίζουν το δράμα των παλαιών καιρών, ήξερε πως το μονοπάτι του ήταν ένα. Το βασίλειο της Μοίρας. Αργά, εκείνος και αρκετά από τα ξωτικά της Σελήνης, ακολούθησαν τον δρόμο της επιλογής, τον δρόμο της εκδίκησης, για μία Ιεροσυλία και μία δολοφονία της πιο αθώας ψυχής. Βάρκες τους μετέφεραν μέχρι το απόκοσμο πια βασίλειο, τις οποίες οδηγούσαν οι ίδιοι καθώς κανένας δεν επιθυμούσε δοσοληψίες μαζί τους.
Ο Σούλφους βημάτιζε αργά, έχοντας ένα ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Είχε ακούσει τα βήματά τους, ήξερε πως έρχονταν για εκείνον. Η πίκρα και το σκοτάδι, είχαν μεταμορφώσει τη μαγεία του, όπως και του Τζίλτα. Σιγα-σιγά τα ξόρκια γίνονταν σκοτεινά αν και παντοδύναμα.
«Είμαστε σχεδόν ό,τι απέμεινε από την πρώτη αρχαία φυλή» του είπε ο Όθωνας. «Οι Άρχοντες φρόντισαν να μας απομονώσουν από τον κόσμο. Μας παραμόρφωσαν και μας καταράστηκαν να τρώμε την ίδια μας την σάρκα» είπε και τα κίτρινα μάτια του καρφώθηκαν στο Σούλφους.
«Πιστέ μου υπηρέτη, πρέπει να κάνεις υπομονή, καθώς τώρα ξεκινούν όλα. Κάθε φλέβα τους θα νιώσει τον πόνο που μου προκάλεσαν. Ο πρώτος στόχος μου, είναι να βρεθεί κάτω από το χώμα η θλιβερή φυλή του Ήλιου και το βασίλειο του Έλυον του Φωτεινού. Επίσης, άκουσα πως στο Άβατο, οι δαίμονες επαναστάτησαν. Ο αρχηγός τους o Βελφεγκόρ ή αλλιώς η Πλημμύρα, αποτίναξε το ζυγό και εγκατέλειψε το βασίλειο. Ίσως είναι η ευκαιρία μας να τον καλέσουμε. Το μέγεθός του και μόνο, είναι αρκετό για να προξενήσει ζημιά» σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Θεός.
Η σκοτεινή φιγούρα τον κοίταξε με ένα σατανικό μειδίαμα να διαγράφεται στο πρόσωπό της.
«O Έλυον έχει έναν υιό. Αυτός θα είναι ο διάδοχος του θρόνου. Βλέπεις, ο βασιλιάς θεωρεί ατύχημα το θάνατο της γυναίκας του. Χωρίς όμως το γιο του θα είναι αδύναμος. Όσο για τον δαίμονα Άρχοντά μου, τον αναζητήσαμε τη στιγμή που πληροφορηθήκαμε πως απέδρασε. Εντούτοις, στάθηκε αδύνατον να τον εντοπίσουμε» τελείωσε.
Ο Σούλφους κάγχασε.
«Όθωνα, πάντα σε θεωρούσα εκλεκτό. Μην με απογοητεύσεις» τελείωσε και χάιδεψε τη ράβδο του σε σχήμα έχιδνας.
Κατόπιν, προχώρησε προς τα υπόγεια της Μοίρας. Εκεί, μέσα από τη λάβα, ο Σούλφους κατασκεύαζε την πιο ισχυρή πανοπλία που θα τον προστάτευε από το μοιραίο χτύπημα στην καρδιά. Αλυσίδες ακούστηκαν, που σέρνονταν βαριά. Ήταν οι Νόρμες.
«Σούλφους, μη δηλητηριάζεις άλλο την καρδιά σου. Η ψυχή της Καλντέρας θα δακρύζει» του είπε το Παρελθόν.
«Πάψε. Δεν έχω πια καρδιά. Ένα τέρας είμαι και το μαρτυρά και η απαίσια όψη μου. Μήπως επιθυμείς να καταντήσω ένας καημένος σκλάβος, όπως εσείς και να δεχτώ στωικά τη μοίρα που άλλοι μου όρισαν; Ποτέ!» της απάντησε ο Σούλφους φτύνοντας με μανία στο πάτωμα « Εμπρός! Μίλησέ μου τώρα για τους ανθρώπους της παράλληλης διάστασης. Τι βλέπεις; Ποια είναι για εκείνους η πιο ισχυρή προσωπικότητα;»
Σιωπή απλώθηκε. Εντούτοις, οι Νόρμες ήξεραν την απάντηση. Μετακινούμενες προς το κέντρο της αίθουσας, βούτηξαν τα ισχνά χέρια τους σε μία πέτρινη λεκάνη και κατόπιν κοίταξαν προσεκτικά στο εσωτερικό της.
«Δεν είναι άνθρωπος, δεν αποτελείται από σάρκα και οστά. Ονομάζεται χρήμα και όποιος στα χέρια το κρατά, τότε εξουσιάζει και όλες τις ανθρώπινες ψυχές, αφού για εκείνο ζουν και πολεμούν αναμεταξύ τους. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αρκετό. Χρειάζεσαι μία μορφή. Μια μορφή που στον κόσμο των ανθρώπων εξουσιάζει το χρήμα» απάντησε το Μέλλον γελώντας.
Ο Σούλφους μόρφασε. Όλα θα έρχονταν στον καιρό τους. Για την ώρα η σκέψη του γυρνούσε γύρω από το Λευκό Βασίλειο. Ίσως θα ήταν ευκολότερο αν απλώς έβγαζε από τη μέση τον Βασιλιά και τον Πρίγκιπα.
Λευκό Βασίλειο
Ο ύπνος του ήταν ανήσυχος και ταραγμένος. Κατακλυζόταν από ατελείωτους εφιάλτες, τους οποίους αδυνατούσε να εξηγήσει. Έβλεπε τη μητέρα του να ψυχορραγεί και το σώμα της να τρέμει από τους σπασμούς, τη στιγμή που το δηλητήριο άρχιζε να ρέει στο αίμα της. Με το στομάχι του σφιγμένο, σηκώθηκε λουσμένος στον ιδρώτα και κοίταξε γύρω του το σκοτάδι που απλωνόταν. Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας και ενώ είχε σηκωθεί πια, βαδίζοντας με προσοχή στο δωμάτιό του, ένιωσε έναν αδιευκρίνιστο φόβο, ενώ ένας ήχος σαν σιγανό σφύριγμα, τον έκανε να αναπηδήσει. Υπήρχε μία παράξενη ενέργεια γύρω του, την ένιωθε βαριά σαν την ανάσα του θανάτου.Ήταν τότε που παρατήρησε δύο λαμπερά, κίτρινα μάτια να τον κοιτάζουν, στρυμωγμένα σε μία γωνία του δωματίου του. Ο Ορλάντο ευθύς άρπαξε το σπαθί του, το οποίο είχε πάντοτε δίπλα του για ώρα ανάγκης και με την βοήθεια της μαγείας των ξωτικών της φυλής του, φώτισε με το χέρι του το δωμάτιο. Το θέαμα που είχε μπροστά του ήταν απόκοσμο και αποκρουστικό. Ένα τεράστιο φίδι είχε καταφέρει να εισχωρήσει στον χώρο του, σχεδόν αθόρυβα, από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του.
Το ερπετό στη θέα του, σηκώθηκε όρθιο και άνοιξε το στόμα του απειλητικά, αποκαλύπτοντας μία σειρά από δηλητηριώδη δόντια. Δίχως προειδοποίηση, το τεράστιο κορμί έγειρε μπροστά, επιτιθέμενο με μανία, γκρεμίζοντας τελείως τον τοίχο του δωματίου. Καθώς ο θόρυβος απλωνόταν λίγο λίγο σε όλο το βασίλειο, οπλισμένα ξωτικά άρχισαν να ανεβαίνουν προς τις βασιλικές κρεβατοκάμαρες, με τον Έλυον να κρατά στα χέρια του τη ΄΄Φλόγα΄΄, το πιο ισχυρό σπαθί που φτιάχτηκε ποτέ από τον Θεό Tζίλτα. Ο μύθος των Κληρονόμων, δεν ήταν απλώς μία φήμη. Είχε σάρκα και οστά, μονάχα που κανείς δεν μιλούσε. Η Φλόγα, αθόρυβα είχε εισέλθει στο βασίλειο και φυλασσόταν σε μία αίθουσα, με την απόλυτη διαταγή να κρατηθεί εντός των τειχών του.
Ο Ορλάντο με έναν ελιγμό, απέφυγε την επίθεση, ωστόσο το χτύπημα που δέχτηκε λίγα λεπτά αργότερα από την ουρά του φιδιού, του έκοψε την αναπνοή. Ταυτόχρονα, τα ξωτικά εισέβαλαν στο δωμάτιο με τα φλογερά, μακριά μαλλιά τους να ανεμίζουν, καρφώνοντας τα σπαθιά τους βαθιά στο δέρμα του ερπετού, το οποίο χτυπιόταν, σκοτώνοντας με τη δύναμη του σώματός του αρκετούς πολεμιστές. Ο Έλυον, κατάφερε με δυσκολία να καρφώσει ένα σπαθί στην στοματική κοιλότητα του εξαγριωμένου ζώου, προσπαθώντας να αποτρέψει μία νέα επίθεση. Ο Ορλάντο από την άλλη, καθώς σύρθηκε στο σκοτάδι πίσω ακριβώς από το σώμα του φιδιού, φώναξε με όση δύναμη του έμενε στον πατέρα του να του πετάξει τη Φλόγα. Ο Έλυον με δυσκολία κατάφερε να ρίξει το σπαθί προς το μέρος του Ορλάντο, καθώς το ερπετό τον είχε στριμώξει στη γωνία, ενώ το σώμα του πίεζε το στήθος του ξωτικού προκαλώντας του αφόρητους πόνους.
Ο Ορλάντο κραδαίνοντας στα χέρια του το σπαθί, σκαρφάλωσε στη ράχη του ερπετού και τρέχοντας προς τη μεριά του κεφαλιού, το κάρφωσε ακριβώς στη μέση του κρανίου. Ουρλιαχτά ακούστηκαν, καθώς το φίδι άφηνε την τελευταία του πνοή. Όταν πλέον το σώμα του σωριάστηκε άψυχο στο έδαφος κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο, ευθύς άναψαν όλα τα φώτα. Ο Έλυον κοίταξε τρομοκρατημένος το νεκρό πλάσμα με τα τεράστια, κίτρινα μάτια και το λαμπερό καφέ δέρμα του που γυαλοκοπούσε.
« Εχιδνα...! Το σημάδι του Σούλφους» φώναξε και γύρισε απότομα προς το μέρος του Ορλάντο που πάλευε να ανασάνει, καθώς τα πλευρά του πονούσαν φρικτά. Έπειτα έτρεξε προς τη μεριά των παραθύρων, αντικρίζοντας αυτό ακριβώς που απευχόταν. Τρεις ακόμη έχιδνες, γλιστρούσαν και σέρνονταν πάνω στα τείχη, υποκινούμενες από τη μυρωδιά του αίματος των ξωτικών. «Το ένστικτό μου, μου λέει πως έρχονται για εσένα. Ο Σούλφους θέλει να αφανίσει τη φυλή μας ξεκινώντας από τον κληρονόμο αυτού του θρόνου» του φώναξε ο Έλυον.
«Δεν πρόκειται να φύγω πατέρα. Δεν πάω πουθενά. Η θέση μου είναι η υπεράσπιση του βασιλείου μου»
Τη στιγμή που τελείωνε τη φράση του, ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε και τα ερπετά εισέβαλαν στο Λευκό Βασίλειο συνθλίβοντας τα πάντα γύρω τους.Ο στρατός ξεχύθηκε να πολεμήσει, με τον Έλυον να κραδαίνει τη Φλόγα. Ο Ορλάντο βαστώντας το δικό του σπαθί, πήδηξε από το παράθυρο και αρπάζοντας τα κλαδιά ενός δέντρου, προσπάθησε να φτάσει στον κήπο του βασιλείου γρηγορότερα. Τη στιγμή εκείνη μέσα από τις φυλλωσιές, ένιωσε έναν αλλόκοτο άνεμο και ένα σατανικό γέλιο να τον συνοδεύει.
«Πρίγκιπα...»ψιθύρισε η φωνή γελώντας.
Ο Ορλάντο, προσπαθούσε μάταια να συγκεντρώσει την προσοχή του στη μεριά από όπου ερχόταν αυτός ο σατανικός ψίθυρος. Δύο μαύρες τρύπες τον κοιτούσαν και ένα απόκοσμο χαμόγελο τις συνόδευε. Μπροστά του, αιωρούνταν μία σατανική μάσκα, μίας φρικτής φιγούρας, έτοιμη να τον καταπιεί. Λόγια, λόγια σκοτεινής μαγείας πλανήθηκαν στον αέρα κάνοντας την Πύλη να εμφανιστεί και τυφλώνοντας το ξωτικό. Ο Ορλάντο έχασε την ισορροπία του, πέφτοντας μέσα στο κενό του χωροχρόνου. Παρά το γεγονός πως το ταξίδι διήρκησε λίγα λεπτά μονάχα, εκείνου του φάνηκαν αιώνας. Μακριά από τον τόπο του και τραυματισμένος, έμοιαζε αβοήθητος. Ίσως ο μοναδικός κληρονόμος του θρόνου, να είχε χαθεί για πάντα.
Ελλάδα
Το βήμα του ήταν αργό. Τα χέρια του τον πονούσαν και ένιωθε να βουλιάζει στην απελπισία. Ο Παναγιώτης είχε στήσει όλους εμάς για ακόμη μία φορά σημειώνοντας απουσία και παλεύοντας με τη θλίψη της ψυχής του σιωπηλά, δίχως συμμάχους. Η γλυκιά μυρωδιά των γιασεμιών από τις αυλές των σπιτιών, λειτουργούσε σαν ένα προσωρινό αγχολυτικό. Τριγύρω του, έβλεπε σκόρπιες παρέες παιδιών να παίζουν και να γελούν, ενώ του ίδιου η παιδική ηλικία παρέμενε ένα άγνωστο και ανεξερεύνητο πεδίο. Ποτέ του δεν έζησε τα ανέμελα και ξέγνοιαστα χρόνια, που θεωρούνται απαραίτητα για τη σωστή ψυχική ανάπτυξη ενός παιδιού. Αντιθέτως, είχε χρειαστεί να μεγαλώσει απότομα και να γίνει ο προστάτης της μητέρας του, αντί να απλώσει εκείνη τη φτερούγα της και να κρύψει το εφτάχρονο παιδί της, προστατεύοντάς το από τη βία και τη μανία του τυράννου πατέρα. Για χρόνια ζούσε με τον φόβο και το άγχος, για το τι θα του συνέβαινε την επόμενη μέρα. Όταν εμείς ως παιδιά μετρούσαμε ΄΄πέντε, δέκα, δεκαπέντε΄΄ για να παίξουμε κρυφτό, εκείνος μετρούσε συνέχεια ως το εκατό για να διώξει το άγχος του. Αυτόν τον τρόπο είχε εφεύρει.
Παρά το γεγονός, πως τα τελευταία χρόνια είχε μετακομίσει στο σπίτι της γιαγιάς του, οι εφιάλτες του παρελθόντος αναβίωναν με την πρώτη ευκαιρία. Ένα τυχαίο πέρασμα από το πατρικό του και οι θύμισες ξεκινούσαν τον προκλητικό τους χορό στην ταραγμένη του ψυχή. Η ημέρα εκείνη λοιπόν, έμελλε να είναι καθοριστική, καθώς ο ίδιος είχε πάρει τη βαριά απόφαση να βάλει ένα τέλος σε όλο αυτό το μαρτύριο που τον είχε τραβήξει μαζί του στην κατάθλιψη. Αυτό ήταν ένα γεγονός που δεν σήκωνε την παραμικρή αμφισβήτηση, καθώς μία φευγαλέα ματιά στο δικό του μόνιμα κατεβασμένο βλέμμα, ήταν αρκετή για να διαπιστώσει κανείς το μέγεθος του τραύματος. Ήξερε καλά πως οι φίλοι του είχαν παλέψει για εκείνον, μονάχα που ο ίδιος δεν είχε πια τη θέληση να συνεχίσει. Είχε κουραστεί.
Το απόγευμα λοιπόν, πήρε το πρώτο λεωφορείο που πέρασε από μπροστά του, μην έχοντας κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Κάθισε όσο πιο αναπαυτικά μπορούσε, σε ένα ξεκοιλιασμένο κάθισμα και ξεκίνησε να παρατηρεί τον κόσμο που έμπαινε ή και που έβγαινε. Ήταν σίγουρα μία από τις αγαπημένες του συνήθειες, καθώς πάντοτε αναρωτιόταν ΄΄πόσοι άραγε από τους επιβάτες, που ενώ μοιάζουν με απλούς, καθημερινούς και ξέγνοιαστους ανθρώπους, αντιμετωπίζουν προβλήματα παρόμοια με τα δικά μου;΄΄ και πάντοτε ένα τηλεφώνημα που τύχαινε να ακούσει, τον επιβεβαίωνε για τα προβλήματα που κουβαλούσε ο κόσμος γύρω του.
Ωστόσο, την ημέρα εκείνη, ο χρόνος είχε παγώσει και όλα έμοιαζαν να κινούνται σε πιο αργούς ρυθμούς. Οι εκφράσεις, τα γέλια και οι φωνές, όλα έμοιαζαν μακρινά και άπιαστα. Βουτηγμένος στην απόγνωση και με την καρδιά του να χτυπά σε γρήγορους ρυθμούς, πάτησε το κουμπί για να κατέβει σε μία στάση κοντά στη γέφυρα ενός αυτοκινητόδρομου. Την είχε δει πολλές φορές εκείνη τη γέφυρα. Θα ανέβαινε πάνω και μετρώντας ίσως για τελευταία φορά το ΄΄πέντε, δέκα, δεκαπέντε΄΄ θα κρυβόταν για πάντα από τον κόσμο και την άσχημη ζωή που του είχε γυρίσει από πολύ νωρίς την πλάτη.
Ήταν σούρουπο όταν έφτασε πλέον στην άκρη της. Τα όμορφα, ροδαλά χρώματα που στόλιζαν τον ορίζοντα, δεν αρκούσαν για να του αλλάξουν γνώμη και να καταπραΰνουν τη θλίψη του, παρά το γεγονός πως μία τέτοια κίνηση, εκτός από απελπισία, απαιτούσε και θάρρος, το οποίο δεν διέθετε. Κοίταξε το κενό, νιώθοντας ταυτόχρονα μία αυτολύπηση. Έπρεπε να πάψει να τον φοβίζει το κενό, καθώς το ίδιο, ίσως και πιο τρομακτικό ακόμη, βρισκόταν καλά βολεμένο για χρόνια στην ψυχή του. Τα μάτια του είχαν γεμίσει βουβά δάκρυα, τα οποία ξεχύθηκαν αβίαστα στα μάγουλά του. Ήταν έτοιμος να πραγματοποιήσει ένα ακόμη βήμα πιο κοντά στην άκρη, μα κάτι του τράβηξε την προσοχή την τελευταία στιγμή. Ήταν οι πονεμένες κραυγές, ενός ανθρώπου που βρισκόταν πεσμένος στο παρκάκι ακριβώς απέναντι. Χρειαζόταν στα σίγουρα τη βοήθειά του και για λίγο, το μυαλό του αποσπάστηκε επιτέλους από τις μαύρες σκέψεις.
΄΄Ίσως και να είναι η δικαιολογία που αναζητούσες. Αφού είσαι δειλός΄΄
Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί περισσότερο.Αναβάλλοντας επ' αορίστου τον τερματισμό της ζωής του, κατέβηκε και έτρεξε προς το μέρος του τραυματισμένου νεαρού. Το θέαμα έμοιαζε αλλόκοτο και δεν ήξερε πραγματικά τι έπρεπε να σκεφτεί. Μπροστά του βρισκόταν ένας άνδρας με πυρόξανθα, μακριά μαλλιά και μία περίεργη στολή. Το αναμφισβήτητα επιβλητικό του παρουσιαστικό, ερχόταν σε αντίθεση με την ευάλωτη θέση στην οποία είχε, πιθανότατα ακουσίως, περιέλθει. Ο Παναγιώτης έντρομος, αποφάσισε πως θα ήταν ίσως πιο φρόνιμο να φύγει, αλλά η βαριά ανάσα του άνδρα και τα βογκητά πόνου, του άλλαξαν τη γνώμη. Άπλωσε το χέρι του ακουμπώντας το επάνω στον ώμο του άγνωστου, σαν να ήθελε με κάποιον μαγικό τρόπο, να τραβήξει τον πόνο από το κορμί του.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε, καρτερώντας με αγωνία μία απάντηση από τον άνθρωπο που θεωρούσε μάλλον ψυχικά ασταθή, για να περιφέρεται στους δρόμους ντυμένος πολεμιστής του Μεσαίωνα.
Ο άνδρας μετά βίας άνοιξε τα μάτια του, ρίχνοντάς του ένα ξέπνοο βλέμμα και ψιθυρίζοντάς, του μίλησε σε μία ακατανόητη διάλεκτο. Ο Παναγιώτης επανέλαβε την ερώτηση με τον Ορλάντο να πασχίζει να κάνει τη μετάφραση μέσα στο μυαλό του. Τα ξωτικά διέθεταν μαγεία και η μαγεία άνοιγε δρόμους πολλούς όπως και τη γνώση των ξένων γλωσσών.
« Εσύ ποιος είσαι;Πού είμαι; Πονάω πολύ...» ψέλλισε τελικά ενώ ιδρώτας κυλούσε διαρκώς από τομέτωπό του. Για την ώρα, η αιφνίδια πτώση και η αλλαγή του περιβάλλοντος τονείχαν σοκάρει. Η γη του Άβατου διακατεχόταν από μία γαλήνη, σε αντίθεση με τηνπολύβουη Αθήνα. Ήταν πολλά τα νέα ερεθίσματα, όλα τους τρομακτικά. Το βλέμματου πότε-πότε θόλωνε, ενώ πάσχιζε να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top