Οι Άνθρωποι από πολύ κοντά/part 1

Η ώρα ήταν περασμένη και ο Ορλάντο γνώριζε πως η Δημόσια Βιβλιοθήκη πιθανότατα να είχε κλείσει. Καθώς όμως ήταν ο Πρίγκιπας, ίσως ο επιστάτης να αποφάσιζε να κάνει μία εξαίρεση. Τα δάση τα βράδια έμοιαζαν σκοτεινά και απόκοσμα, ιδιαίτερα όσα πλαισίωναν το δικό του Βασίλειο. Εκείνα που έκρυβαν στα σπλάχνα τους το θηριώδες οικοδόμημα των Γραμμάτων και των Τεχνών του Άβατου, φωτίζονταν από τις πυγολαμπίδες που κατά χιλιάδες κρύβονταν στον πυρήνα των λουλουδιών. Το θέαμα του όμορφου νεαρού, με τα πυρόξανθα μαλλιά και τα κυανά μάτια, αρμονικά αγκάλιαζε τη φαντασία κάθε ζωγράφου του κόσμου αυτού. Στην είσοδο του κάστρου της βιβλιοθήκης, ο γέρος-επιστάτης έριξε το αρρωστημένο φως του φαναριού που βαστούσε στο πρόσωπό του.

«Άρχοντα, μα τι κάνετε εδώ τέτοια ώρα;»

«Με ξέρεις πια Έριλιν...Διψάω για γνώση και οι απορίες είναι πολλές»

«Δεν βρήκατε ακόμη τον νεαρό σας φίλο; Αναφέρομαι σε εκείνο το ξωτικό της Σελήνης, το παράξενο αυτό πλάσμα που κάποτε, παραβίασε όλους τους κανόνες για να διδαχθεί πλάι στη φυλή του Ήλιου»

«Όχι, δεν τον είδα ποτέ ξανά. Σαν να άνοιξε η γη και να τον κατάπιε. Όπως και να έχει, αναζητώ απαντήσεις που αφορούν τα παλαιά, τα πρώτα χρόνια του Άβατου» πρόφερε ο Ορλάντο.

«Δεν θα τις βρεις, Πρίγκιπα. Εξαρτάται πάντα από ποιον γράφεται η ιστορία. Μονάχα οι Θεοί έχουν τις απαντήσεις και εκείνοι ακόμη, δεν περπατούν πια στη γη. Βρίσκονται απομονωμένοι στο Βασίλειό τους»

Η ζώνη που αφορούσε την ιστορία, ήταν βυθισμένη στο μισοσκόταδο.Τα βαριά, δερματόδετα βιβλία, αναφέρονταν στον εμφύλιο των ξωτικών και σε ένα γεγονός ακόμη που λίγοι γνώριζαν. Στην σελίδα αποτυπωνόταν το δέντρο της ζωής με τα τέσσερα κλαδιά του. Αλληγορικά, συμβόλιζε τη Γη του Άβατου καθώς και τις τέσσερις δυνάμεις που εκ φύσεως διέθετε ο Μέγας Δημιουργός.

΄΄Τιμιότητα, Ταπεινοφροσύνη, Δύναμη, Αγάπη΄΄ διάβασε ο Ορλάντο, προτού οδηγηθεί σε ένα κεφάλαιο που αναφερόταν στους...Κληρονόμους. Τα μάτια του γούρλωσαν μην μπορώντας να καταλάβει, όταν από μακριά ακούστηκε η αυστηρή φωνή του πατέρα του.

«Ορλάντο!» ο Έλυον ερχόταν προς το μέρος του βαστώντας μία δάδα. Πίσω του λαχανιασμένος, έτρεχε ο επιστάτης. Άπαντες σέβονταν τον Άρχοντα της φυλής του Ήλιου και ο οποίος τώρα κοιτούσε τον γιο του συνοφρυωμένος «Θα έπρεπε να έχεις επιστρέψει ήδη στο Βασίλειο. Σου έχω πει χιλιάδες φορές να μην τριγυρίζεις τα βράδια σε τόσο απομακρυσμένες περιοχές. Δεν υπάρχει πια ασφάλεια»

«Πατέρα, έχω εκπαιδευτεί μέσα σε αυτούς τους τοίχους. Χειρίζομαι άψογα το τόξο και το σπαθί»

«Αν ποτέ σου πέσεις επάνω στον ίδιο τον Μαύρο Θεό, θαρρώ πως αυτά τα δύο δεν θα αρκέσουν για να σου σώσουν τη ζωή» πήρε μία ανάσα «Ήθελες να αποφύγεις την νέα κοπέλα που μας ήρθε στο Βασίλειο; Είναι από πολύ καλή οικογένεια εμπόρων διάσημων....»

«Σταμάτα!» του φώναξε και το φαναράκι κόντεψε να πέσει από τα χέρια του επιστάτη.

Κανείς και ποτέ δεν είχε τολμήσει να μιλήσει έτσι στον βασιλιά.

«Πάμε να φύγουμε από εδώ. Εξάλλου αυτός ο τομέας, περιέχει βιβλία αμφίβολης ιστορικής ορθότητας. Γνωρίζω πως θέλεις να ενημερωθείς σχετικά με την Πύλη που ολοένα και συχνότερα εμφανίζεται. Μείνε μακριά της. Τίποτε καλό δεν κρύβεται πίσω της» τελείωσε και του έκανε νόημα να προχωρήσει. Τα δάση τέτοια ώρα τραγουδούσαν δικούς τους σκοπούς. Ο νεαρός Ορλάντο χάζευε τα νυχτερινά πλάσματα, σχεδόν σιγοτραγουδώντας.

Άξαφνα σοβάρεψε και κάρφωσε το βλέμμα του στον πατέρα του που προπορευόταν αμίλητος

« Η Μοίρα κινείται και μαζί της ο έκπτωτος Θεός. Λένε πως η μορφή του είναι τόσο απόκοσμη και ζοφερή που σχεδόν κανένας δεν τολμά να τον κοιτάξει στα μάτια. Νομίζω πως ετοιμάζεται να εκδικηθεί για τον χαμό εκείνης. Της αγαπημένης του και ως έναν βαθμό μπορώ να τον καταλάβω» τελείωσε ο Ορλάντο.

Ο Έλυον συνοφρυώθηκε. Ίσως βαθιά μέσα του να μπορούσε και εκείνος. Είχε χάσει εξάλλου και το δικό του ταίρι άδικα. Ο χαμός της γυναίκας του τον είχε αλλάξει.

«Πάμε πίσω στο Λευκό Βασίλειο. Πρέπει να σου αφηγηθώ μία ιστορία, η οποία δεν περιγράφεται στο βιβλίο που κοιτούσες, ούτε και σε κανένα άλλο, πίστεψέ με»

Τα δύο ξωτικά εισήλθαν στον κήπο του βασιλείου, με τα αμέτρητα, λευκά τριαντάφυλλα, τις λεβάντες και χιλιάδες άλλα εποχιακά άνθη. Ήταν το αγαπημένο μέρος των γονιών του Ορλάντο, καθώς στη μέση ετούτου του κήπου, ο Έλυον ζήτησε κάποτε από την Αία, να ενώσουν τις ζωές τους για πάντα. Εντούτοις, το νήμα της ζωής της μητέρας του, κόπηκε απότομα, όταν αρρώστησε βαριά από το δηλητήριο ενός φιδιού. Είχε βγει έξω στο δάσος για την καθιερωμένη της βόλτα, όταν δέχτηκε την επίθεση του ερπετού που την άφησε αρχικά παράλυτη. Όταν τη βρήκαν τα ξωτικά, ήταν πλέον αργά, καθώς το δηλητήριο είχε εισχωρήσει στον οργανισμό της, διακόπτοντας απότομα τη λειτουργία της καρδιάς της. Από την ημέρα εκείνη, ο Έλυον δημιούργησε τον αμύθητης ομορφιάς κήπο με τα λευκά τριαντάφυλλα να κυριαρχούν, καθώς ήταν το αγαπημένο της χρώμα. Στην μέση ακριβώς, υπήρχε λαξευμένο το άγαλμά της, στα χέρια του οποίου εναπόθετε κάθε μέρα, από ένα μπουκέτο των αγαπημένων της λουλουδιών. Καθώς το κοιτούσε, έκανε σήμα στον υιό του να καθίσει δίπλα του.

«Από την ημέρα που έχασα τη μητέρα σου, κατάλαβα πολύ καλά τι σημαίνει να βιώνεις την απώλεια ενός πολύ αγαπημένου προσώπου. Πόσο μάλλον αυτό το πρόσωπο να δολοφονείται. Ο έκπτωτος Θεός έχασε τα πάντα. Τη γυναίκα του, καθώς και τα δύο παιδιά του. Όποια Ιεροσυλία και αν διέπραξε, δεν του άξιζε όλο αυτό. Σε κανέναν δεν αξίζει. Έχασα τη μητέρα σου και μαζί της χάθηκε και ένα κομμάτι από την καρδιά μου. Το μίσος του λοιπόν για οτιδήποτε όμορφο, κοχλάζει μέσα στην ψυχή του και θα ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή σκεπάζοντας όλον τον κόσμο. Ας μην ξεχνάμε επίσης, πως ο Μέγας Δημιουργός του έδωσε σάρκα από τη σάρκα του και ίσως το μεγαλύτερο και πιο ευλογημένο προσόν από όλους. Το χάρισμα να θεραπεύει. Εντούτοις, αν το χρησιμοποιήσει με δόλιο σκοπό, τότε θα είναι αήττητος. Οι πληγές του θα είναι άμεσα θεραπεύσιμες, με αποτέλεσμα να πρέπει ο εχθρός του να τον σημαδέψει στην καρδιά. Ορισμένα από τα ξωτικά της αρχαίας, πρώτης φυλής της Σελήνης, θα σταθούν στο πλευρό του και πλέον όσοι αποφασίσουν να τον ακολουθήσουν, θα ζουν καταραμένοι από τους Θεούς να σέρνουν τα κορμιά τους στους βάλτους για την εναντίωσή τους στους Αρχαίους Άρχοντες. Εμείς του Ήλιου, καλούμαστε να μείνουμε για την ώρα ουδέτεροι. Το ίδιο ακριβώς θα κάνει και η ανθρώπινη φυλή, με την οποία έχουμε κόψει κάθε επαφή από τότε που εκμεταλλεύτηκαν τους προγόνους μας. Εσύ δεν θέλω να έχεις καμία απολύτως σχέση με τα ξωτικά της αρχαίας φυλής, στο έχω πει χιλιάδες φορές, αλλά στο παρελθόν με παράκουσες. Δεν θέλουμε να εξοργίσουμε περισσότερο τους Θεούς και να δοκιμάσουμε τα όρια της υπομονής τους. Έχουμε ανάγκη την εύνοιά τους» τελείωσε ο Έλυον.

«Πατέρα, επίτρεψέ μου να διαφωνήσω. Δε θα πετύχουμε τίποτε απολύτως απομονώνοντας τα ξωτικά της αρχαίας φυλής. Δεν είναι όλοι δολοφόνοι ή σύμμαχοι του κακού και δε διαφέρουν καθόλου από μας. Αντιθέτως, είχαν έναν πολιτισμό αξιοθαύμαστο. Ακόμη και τα κουφάρια των παλατιών τους μαρτυρούν μέχρι και σήμερα την αλλοτινή δύναμη και σοφία τους. Όσο για την ανθρώπινη φυλή, όλοι γνωρίζουμε πόσο βάρβαρη είναι» μουρμούρισε ο Ορλάντο.

«Σκέψου λοιπόν έναν κόσμο, αποτελούμενο μονάχα από ανθρώπους, των οποίων η τεχνολογία έχει προχωρήσει τόσο, που διαθέτουν τα πιο επικίνδυνα όπλα. Από έναν τέτοιον κόσμο προσπάθησε να μας προστατέψει ο Μέγας Δημιουργός και τώρα ο Σούλφους ετοιμάζεται να του επιτεθεί, για άγνωστο μέχρι στιγμής λόγο. Όσο για αυτό που είπες, δε σηκώνω καμία κουβέντα. Για όσο είμαι εγώ βασιλιάς, αυτή η τακτική επιβάλλεται. Τα ξωτικά της αρχαίας φυλής θα παραμείνουν απομονωμένα» πρόφερε θυμωμένα.

« Κάποια μέρα, θα μετανιώσεις για αυτή σου την απόφαση. Ο πόλεμος μας θέλει ενωμένους και όχι διαιρεμένους. Όσο για τους ανθρώπους, αν είναι τόσο εξελιγμένοι και επικίνδυνοι όσο λες, τότε δε θα μπορέσει να τους νικήσει. Δε γνωρίζει τίποτε για τον τρόπο ζωής τους ή τη χρήση των όπλων τους» αντέτεινε ο Ορλάντο.

«Τους παρακολουθεί εδώ και καιρό για να μπορέσει να αφομοιωθεί από εκείνους. Να τους κάνει να πιστέψουν σε αυτόν και ύστερα να τους καταστρέψει. Η ανθρώπινη φυλή γιε μου, περιλαμβάνει πολλά πάθη. Αναζητούν εξουσία και μία κατάμεστη αίθουσα από κόλακες. Όσο εξελιγμένοι και να είναι, η φύση τους παραμένει ίδια ανά τους αιώνες. Εγώ προσωπικά δε θέλω απολύτως καμία επαφή μαζί τους. Το βασίλειό τους βρίσκεται ευτυχώς αρκετά μακριά, πέρα από τους αμπελώνες των Κένταυρων, στη νότια κοιλάδα. Ευτυχώς για εκείνους, το κλίμα είναι ήπιο εκεί και αυτή η συνθήκη είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή, καθώς δε φημίζονται για τις αντοχές τους στο κρύο» απάντησε κοφτά ο Έλυον.

« Ίσως θα έπρεπε κάποιος να τους προειδοποιήσει. Αναφέρομαι στους ανθρώπους της δεύτερης διάστασης» του είπε ο γιος του.

«Όχι. Δεν είναι κάτι που μας αφορά για την ώρα. Ανήκουν σε έναν άλλο κόσμο και εκεί θα παραμείνουν. Εμείς θα κοιτάξουμε να προστατεύσουμε τη δική μας γη. Δεν θέλω να ακούσω ξανά μήτε για εκείνους, μήτε για το βασιλιά τους. Λοιπόν Ορλάντο, θα σε περιμένω αύριο στο πρωινό. Έχεις φτάσει σε μία ηλικία που θα πρέπει πια να συζητήσουμε την ανάληψη της βασιλείας από εσένα και γι' αυτό χρειάζεσαι μία σύντροφο, η οποία αδίκως μας επισκέφθηκε σήμερα. Το βασίλειό μας έχει πολλές, άξιες γυναίκες για να σταθούν δίπλα σου στο θρόνο. Θα σε περιμένω» του είπε και αποχώρησε για τη βασιλική αίθουσα της μεγάλης κεντρικής τραπεζαρίας.

Η σελήνη είχε ανατείλει, φωτεινή, απαστράπτουσα, φορώντας τον ασημένιο της χιτώνα. Ο Ορλάντο, στεκόταν μονάχος του στον λευκό κήπο, προσπαθώντας να αδειάσει το μυαλό του από σκέψεις που τον έπνιγαν. Δεν ήταν ένας πρίγκιπας όπως όλοι οι άλλοι. Ο ατίθασος χαρακτήρας του, έμπαινε συχνά εμπόδιο στα βασιλικά καθήκοντα του πατέρα του. Η φλόγα που σιγόκαιγε μέσα στην ψυχή του, του ψιθύριζε να μην υποταχθεί σε κανέναν κανόνα και να ακολουθήσει το δρόμο της καρδιάς του. Εκεί που τον οδηγούσε η μοίρα του. Δε θα είχε δίπλα του κάποια που ο ίδιος δεν είχε επιλέξει από έρωτα και αγάπη αγνή. Ωστόσο, δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για τέτοιες σκέψεις. Η εικόνα της ουράνιας πύλης τον βασάνιζε, καθώς βαθιά μέσα του φοβόταν, πως αν τελικά ο Έκπτωτος Θεός έβγαινε νικητής στη μάχη του με τους ανθρώπους, θα ακολουθούσε και ο δικός του κόσμος. Τότε όλα θα ήταν αργά. Έπρεπε να δράσει. Το κεντρικό, πέτρινο ρολόι του βασιλείου έδειχνε δώδεκα, το σκοτάδι είχε ρίξει το πέπλο του και η κεντρική αίθουσα του Βασιλείου είχε φωτιστεί, καθώς το δείπνο ήταν έτοιμο να σερβιριστεί αποκλειστικά για εκείνον. Θα ήταν απών ωστόσο για ακόμη μία φορά.

Προσπερνώντας τηναίθουσα της τραπεζαρίας, προτίμησε να περάσει τη νύχτα του στο δωμάτιό του, τοοποίο βρισκόταν στον τελευταίο όροφο του βασιλείου και είχε θέα το απέραντοδάσος. Το κρεβάτι του ήταν τεράστιο, με σιδερένια φύλλα να κοσμούν την κεφαλήτου. Ξάπλωσε κατάκοπος και αποκοιμήθηκε στο λεπτό. Ωστόσο, το κακό τριγυρνούσεαθόρυβα εκεί έξω, καραδοκώντας να σβήσει και το τελευταίο φως.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top