Η Γένεσις/ part4

Τα χρόνια κυλούσαν με λεπτές ισορροπίες και τα έφηβα αγόρια είχαν πλέον εξελιχθεί σε όμορφους, νεαρούς άνδρες, έτοιμους να αναλάβουν πλήρως τα καθήκοντά τους. Εντούτοις, είχε ήδη ξεκινήσει να διαφαίνεται ένα ρήγμα στις σχέσεις τους. Ο Σούλφους άρχισε να διαχωρίζει τη θέση του απέναντι στους άλλους τρεις Θεούς, ενώ ο Τζίλτα οργιζόταν πολλές φορές μαζί του, καθώς τα ξεσπάσματά του γίνονταν όλο και πιο συχνά, δίχως να εκφράζει τα συναισθήματά του ή τους λόγους που τον οδηγούσαν εκεί. Στον κόσμο του Άβατου, επικρατούσε πάντοτε μία ισορροπία. Τα αρνητικά συναισθήματα ωστόσο του Τζίλτα για τον αδερφό του, είχαν ξεκινήσει να αλλάζουν τις ρίζες των δυνάμεών του. Η Άνοιξη, δεν ήταν το μοναδικό χαρακτηριστικό του, είχε αρχίσει να εισχωρεί το σκοτάδι. Η Εποχή του Χειμώνα βρισκόταν προ των Πυλών και ο Σούλφους θα διαδεχόταν τον Ρίβερ Σέιν σε ένα μοναδικό τελετουργικό. Έπρεπε να ρυθμίσει τον καιρό με τέτοιον τρόπο, ώστε ο Χειμώνας να μην εισβάλει απότομα στη γη. Ο Θεός, με τα στιλπνά, εβένινα μαλλιά και την αύρα της αρχοντιάς, τοποθέτησε τα χέρια του στη γη, σχηματίζοντας ένα λεπτό στρώμα πάχνης. Κατόπιν, τα ύψωσε στον αέρα, καλώντας τον Βοριά. Ο άνεμος γλίστρησε απαλά μέσα από τα ολόλευκα δάχτυλά του και ο Ρίβερ Σέιν έμεινε να παρατηρεί την δεξιοτεχνία του χειρισμού της πιο δύσκολης εποχής από όλες.

«Είναι μαγεία» ακούστηκε η φωνή του Φθινοπώρου «Τα πάντα σε αυτόν τον κόσμο, διακρίνονται από μία λογική...»

«Εκτός από τον Τζίλτα που έχει το ακαταλόγιστο» μούγκρισε ο Σούλφους.

«Έχω δει πως μεταξύ σας, υπάρχει ένα ρήγμα, μία ψυχρότητα. Γιατί;» ρώτησε τόσο ψιθυριστά, σαν να μην επιθυμούσε να λάβει στην ουσία την απάντηση.

«Ο Τζίλτα δεν με βλέπει σαν αδερφό, μα σαν ανταγωνιστή. Θεωρεί πως με κάποιον τρόπο, του κλέβω τη θέση και την προσοχή του Πατέρα»

«Ο καθένας μας, είναι ξεχωριστός. Έχει τα δικά του προσόντα» ανταπάντησε ο Ρίβερ Σέιν.

«Δεν είμαι εγώ αυτός που το αγνοεί» κάγχασε ο Σούλφους και κοντοστάθηκε μιας και είδε τον Ρίβερ Σέιν να χαμογελά, θέλοντας να αλλάξει το θέμα «Πες μου. Είναι ολοφάνερο πως κάτι θέλεις να με ρωτήσεις»

«Πώς μοιάζει το συναίσθημα του έρωτα;» ρώτησε πιο απότομα από όσο είχε υπολογίσει. Ο Σούλφους ξαφνιάστηκε. Ο έρωτας; Τι συναίσθημα ήταν; Πόσο έντονο; Έμοιαζε με εκείνο που αισθανόταν όταν αντίκριζε την Καλντέρα; Ήταν σωστό; Με την νεαρή Νύμφη του Παρόντος είχαν μεγαλώσει μαζί από παιδιά. Ίσως δεν έπρεπε να αισθάνεται έτσι, ίσως ήταν λάθος.

«Γιατί με ρωτάς;» ψέλλισε τελικά.

«Αρχικά, γιατί εμείς οι δύο είμαστε κοντά και έπειτα, σε βλέπω πώς την κοιτάζεις. Σας παρακολουθώ κάποτε να κάνετε βόλτες μαζί, δείχνετε ευτυχισμένοι και χαίρομαι γι' αυτό» πρόφερε ο Ρίβερ Σέιν.

«Αν πράγματι το συναίσθημα του έρωτα είναι αυτό που νιώθω κάθε φορά που την κοιτάζω, τότε...είναι υπέροχο. Είναι σαν το ρόδο που στέκει όρθιο μέσα στην χιονοθύελλα»

Τα λόγια του Σούλφους, έκαναν τον Ρίβερ Σέιν να χαμογελάσει πλατιά. Το χέρι του χάιδεψε τον ώμο του αδερφού του και αποχώρησε με προορισμό το κεντρικό παλάτι. Τα γκρίζα μάτια του Χειμώνα, ατένισαν για λίγο τον γλαυκό ορίζοντα. Όλα έβαιναν καλώς. Η εποχή θα ξεκινούσε αργά και μεθοδευμένα, όπως θα έπρεπε.

Αποχώρησε και εκείνος, ωστόσο το κεντρικό παλάτι τον έπνιγε. Ανεβαίνοντας τις μαρμάρινες σκάλες των κήπων, στάθηκε στο κέντρο τους. Ένα ερυθρό αστέρι φώτιζε το πάτωμα, ζωγραφιά από ικτερό, ένα άνθος άλικο που φύτρωνε κοντά σε λίμνες και ποτάμια. Συνέχισε την πορεία του, βαδίζοντας σε ένα μονοπάτι, το οποίο βρισκόταν στο πλάι των ανακτόρων. Ο ήχος των νερών από τους καταρράκτες, έκανε την καρδιά του να χτυπήσει δυνατά. Τα μακριά μαλλιά του αφέθηκαν έρμαιο στην ανάσα των υδάτων. Ήταν τότε που πήρε την απόφασή του. Θα εγκατέλειπε το Βασίλειο. Θα δημιουργούσε έναν κόσμο δικό του, φτιαγμένο μέσα από τα όνειρα και τις ελπίδες του. Έναν κόσμο που θα χωρούσε μονάχα εκείνον και ακόμη ένα πλάσμα. Τη νεαρή Καλντέρα.

Ο Τζίλτα από την άλλη, μανιωδώς αναζητούσε τρόπους να υποβαθμίσει την αξία του Χειμώνα. Ο καιρός ολοένα τον έβαφε με χρώματα σκοτεινά. Χαμογελώντας σαρδόνια, στάθηκε και εκείνος με τη σειρά του στην κεντρική σκάλα, στο σημείο ακριβώς που στεκόταν πριν από λίγη ώρα ο Σούλφους.

΄΄Κανείς δεν έχει ανάγκη την εποχή σου΄΄ ψιθύρισε και ο καιρός ξεκίνησε να αλλάζει απότομα. Πρώτα η χαλαζόπτωση, έπειτα οι ισχυρές χιονοθύελλες που διέλυαν τα πάντα. Ο Σούλφους ευθύς αντιλήφθηκε την αλλαγή, μα όταν προσπάθησε να ελέγξει τον καιρό, συνειδητοποίησε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Υπήρχαν μάγια σκοτεινά που τον εμπόδιζαν.

΄΄Ανάθεμα!΄΄ σκέφτηκε, όταν ξεκίνησε να βαδίζει γοργά προς το παλάτι.

Οι άνεμοι λυσσομανούσαν, το χαλάζι κόντευε να διαλύσει τις κωνικές στέγες και ο Σούλφους ήταν ένα βήμα πριν τον πανικό. Δεν είχε ιδέα τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που είδε, ήταν τα τρία του αδέρφια να προσπαθούν με απόγνωση να ελέγξουν έναν καιρό, που έμοιαζε με δολοφονική μανία.

«Σούλφους! Τι στο ανάθεμα έκανες;» του ούρλιαξε ο Τζίλτα.

«Τίποτε! Ήταν όλα ρυθμισμένα! Τα είχα υπό έλεγχο» πάλεψε να του εξηγήσει.

«Είσαι επικίνδυνος! Τέτοιου είδους δυνάμεις δεν θα έπρεπε να βρίσκονται στα χέρια σου» ξεκίνησε την ροή του δηλητηρίου ο Τζίλτα.

«Σου ορκίζομαι πως δεν έκανα τίποτε!» προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του ο Σούλφους.

«Λέει την αλήθεια» τον υποστήριξε Ρίβερ Σέιν «Ήμουν μαζί του. Πάντοτε έτσι γίνεται όταν αλλάζουν οι εποχές. Ο ένας δίνει τη σκυτάλη στον άλλο»

«Του ξέφυγε τότε. Θα θρηνήσουμε θύματα αν δεν κάνεις κάτι! Ανεύθυνε!»

«Σκάσε!» ούρλιαξε ο Σούλφους και τα γκρίζα του μάτια γυάλισαν. Ήταν η πρώτη φορά που το πρόσωπό του αλλοιωνόταν εξαιτίας της οργής, κάτι όμως που δυσχέραινε περισσότερο το ήδη φορτισμένο κλίμα του καιρού.

΄΄Καλντέρα...΄΄ σκέφτηκε ο Θεός με τρόμο. Η κοπέλα θα κινδύνευε. Ήταν έρμαιο της μανίας της ίδιας του της Εποχής.

Τα πόδια του απέκτησαν φτερά. Παρά την οργή του καιρού, οι άνεμοι ήταν με το μέρος του και εκείνος, ο αιώνιος Καβαλάρης τους. Οι Νύμφες, έντρομες, ούρλιαζαν εξαιτίας της χαλαζόπτωσης. Η ορατότητα στα δάση είχε μειωθεί και ο Σούλφους καλούσε τις κοπέλες, μονάχα που η φωνή του σχεδόν δεν έφτανε στα αφτιά τους. Το φθονερό χαλάζι ετοιμάστηκε να τον χτυπήσει, μα εκείνος το έλιωσε προτού φτάσει να σημαδέψει το πρόσωπό του. Το βήμα του, τον οδήγησε στο ξέφωτο όπου συχνά συναντιούνταν με την κοπέλα.

«Καλντέρα!» την αναζήτησε, όταν άκουσε το χλιμίντρισμα του Λόρδου. Ακολουθώντας τον ήχο, βρέθηκε μπροστά στο θέαμα μίας κοπέλας λιπόθυμης και χτυπημένης.

Τα όμορφα, ξανθά μαλλιά της, μούσκευε το αίμα και ο Θεός έτρεξε πάνω από το κορμί της, τοποθετώντας το δικό του ως ασπίδα. Η φύση γύρω του έμοιαζε με απειλητική Κόλαση, με μία μαύρη τρύπα. Η ισορροπία είχε διαταραχθεί, η μαύρη μαγεία κυλούσε πια στα ιερά χώματα του Άβατου. Αρπάζοντας την Νύμφη, έτρεξε μακριά. Τα δέντρα έγερναν σαν σπασμένα σπιρτόξυλα, μικρές εστίες πυρκαγιάς έκαναν την εμφάνισή τους εξαιτίας των κεραυνών. Μονάχα ένας μπορούσε να σταματήσει την καταστροφή. Ο Μέγας Δημιουργός, εμφανώς ταραγμένος, κατόρθωσε με την δική του ισχυρή μαγεία, να βάλει ένα τέλος στην τραγωδία. Άξαφνα, τα πάντα πάγωσαν σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος. Ο Σούλφους, έσφιξε την Καλντέρα στην αγκαλιά του ενστικτωδώς. Τα γκρίζα του μάτια ατένισαν το αποτέλεσμα του μοχθηρού προσώπου της εποχής του. Η γη έμοιαζε με ηφαίστειο ανενεργό πια, αφού είχε παγώσει επάνω του η γλώσσα της λάβας. Τα δέντρα είχαν ξεριζωθεί, το έδαφος μύριζε καμένο, ενώ λάκκοι είχαν σκαφτεί παντού. Το χιόνι και το χαλάζι είχαν χτυπήσει πολλά πλάσματα θανατηφόρα και τώρα πτώματα βρίσκονταν θαμμένα κάτω από τις λάσπες και τη χιονισμένη Γη.

«Σούλφους;» η αδύναμη φωνή της Νύμφης τον πέταξε από τον εφιάλτη που ζούσε.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε εμφανώς ταραγμένος, βοηθώντας την παράλληλα να σταθεί στα πόδια της. Το χέρι του κινήθηκε στο ματωμένο της μέτωπο. Με ένα μόνο άγγιγμα, η πληγή εξαφανίστηκε.

«Τι συνέβη; Τι έγινε; Φοβάμαι...» ψέλλισε βουρκωμένη.

«Δεν έχω ιδέα, ειλικρινά. Σήμερα πραγματοποιούνταν η αλλαγή των εποχών. Ο Ρίβερ Σέιν μου έδωσε τη σκυτάλη για τον ήπιο ερχομό του Χειμώνα. Όλα έβαιναν καλώς, όταν άξαφνα ο καιρός άλλαξε και έπειτα....δεν μπορούσα να το σταματήσω, απλά δεν μπορούσα» η φωνή του έτρεμε.

Πίσω τους, έκανε την εμφάνισή της μία φιγούρα. Ο Μέγας Δημιουργός τον κοιτούσε οργισμένος. Η Καλντέρα στεκόταν δίπλα στον Σούλφους και ήταν λες και νοητά είχαν δημιουργηθεί δύο άτυπα στρατόπεδα. Οι αδερφές της, βρίσκονταν απέναντι, πλάι στους τρεις Θεούς. Το Παρελθόν την πλησίασε και την έσφιξε στην αγκαλιά του.

«Κοντέψαμε να τρελαθούμε! Νομίζαμε πως έπαθες κάποιο κακό!»

Η Καλντέρα σχεδόν δεν άντεχε να την κοιτάξει στα μάτια. Τα δικά της είχαν βουρκώσει, μα για ένα πράγμα ήταν βέβαιη. Πως δίπλα στον Σούλφους αισθανόταν ασφάλεια.

«Είχα μαζί μου τον Χειμώνα. Κανένα κακό δεν θα μπορούσε να μου συμβεί» απάντησε με μία ξαφνική αυτοπεποίθηση. Το μελαγχολικό βλέμμα του Σούλφους καρφώθηκε στο δικό της. Τα χείλη του σχημάτισαν την λέξη ΄΄ευχαριστώ΄΄

«Εκείνος είναι το κακό» μουρμούρησε ο Τζίλτα, όταν είδαν τον Μέγα Δημιουργό να χτυπά στην παλαιά του ράβδο στο έδαφος.

«Τζίλτα! Η θέση σου δεν βρίσκεται πλάι στη μομφή του αδερφού σου! Δεν έχεις το δικαίωμα να τον κρίνεις, μονάχα εγώ»

«Συγγνώμη Πατέρα» απολογήθηκε ο Θεός της Άνοιξης, μα ακόμη και μέσα σε αυτήν την απολογία υπήρχε μία χροιά κάλπικη. Ο Μέγας Δημιουργός πλησίασε τον Σούλφους και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.

«Πες μου γιε μου. Τι συνέβη; Γιατί σου ξέφυγε η εποχή;»

«Πατέρα, με όλο το σεβασμό. Η σκυτάλη της αλλαγής δόθηκε κανονικά. Ήταν μαζί μου ο Ρίβερ Σέιν. Η είσοδος του Χειμώνα πραγματοποιήθηκε ως όφειλε. Από εκεί και πέρα, δεν γνωρίζω ειλικρινά τι συνέβη και το χειρότερο ήταν, πως δεν μπορούσα να σταματήσω τη μανία της ίδιας μου της εποχής» ένιωσε ντροπή. Η Καλντέρα βαθιά μέσα στην ψυχή της είχε μία ανησυχία. Φοβόταν πως κάτι θα πήγαινε στραβά, κάποια σκιά θα σκέπαζε την χρυσή λάμψη των κωνικών στεγών αυτού του βασιλείου. Το ένστικτό της δεν την πρόδωσε. Είδε τον Τζίλτα να κάνει ένα βήμα μπροστά, καρφώνοντας τον Σούλφους με ένα βλέμμα που την τρομοκράτησε. Όχι. Η καρδιά της ήταν παρθένα απέναντι σε κάθε κακό συναίσθημα. Ήταν μίσος λοιπόν αυτό που είδε να καθρεφτίζεται στα μάτια του Θεού της Άνοιξης;

«Πατέρα, ήλπιζα ο αδερφός μου να σε σεβαστεί. Να σεβαστεί πως τον δημιούργησες ξεχωριστά, πως του χάρισες απλόχερα κομμάτι από τη σάρκα σου. Λυπάμαι που φτάνουμε ως εδώ, ωστόσο δες και μόνος σου. Άγγιξε το έδαφος. Μυρίζει δηλητήριο, μαύρη μαγεία. Αυτός είναι και ο λόγος που κανένας από εμάς δεν μπόρεσε να σταματήσει την επέλαση τη βίαιη του Χειμώνα»

Άπαντες κλονίστηκαν. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε στα σίγουρα σκάνδαλο. Οι Νόρμες, όπως είχαν ονομαστεί οι τρεις Νύμφες του Χρόνου, μόρφασαν με πόνο.

«Μου ακούγεται υπερβολικό κάτι τέτοιο» ξεκίνησε το Μέλλον.

«Και εμένα...»ψιθύρισε διστακτικά το Παρελθόν.

«Γίνεσαι βλάσφημος!» του γρύλισε η Καλντέρα, μα τα ψυχρά χαρακτηριστικά του Τζίλτα, παρέμειναν ανέκφραστα.

Ο Μέγας Δημιουργός, λύγισε αργά το κορμί του και ακούμπησε απαλά την παλάμη του χεριού του στο χώμα. Η πικρή γεύση του δηλητηρίου, σχεδόν τον έπνιξε. Με τη δύναμη της δικής του μαγείας, απορρόφησε από αυτόν τον τόπο την κακή ενέργεια που είχε ξεχυθεί. Κάτι τέτοιο απαιτούσε πολύ δύναμη και η αναπνοή του σχεδόν κόπηκε. Τα πόδια του λύγισαν απότομα και σφάλισε τα βλέφαρά του . Όταν το οξυγόνο επανήλθε, τα μάτια του έκρυβαν μέσα τους θυμό και πόνο. Ο Σούλφους ήταν η αδυναμία του, δεν θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι τέτοιο. Τον ήξερε, ήταν κομμάτι του και είχε δει τις ευαισθησίες του. Ο Λόρδος τον λάτρευε. Όμως είχε αμαρτήσει. Ποιοι λογισμοί άραγε είχαν τρυπώσει στην καρδιά του; Οι αψιμαχίες με τον Τζίλτα; Η έπαρση;

«Πατέρα..» άκουσε τη φωνή του.

«Απόψε θα βρεθείς στο κελί. Θα παραμείνεις μία εβδομάδα εκεί. Θέλω να σκεφτείς πολύ καλά όσα ειπώθηκαν, μα και όσα διέπραξες»

«Αυτό είναι άδικο! Με κρίνεις γιατί είμαι απλώς διαφορετικός, έτσι δεν είναι; Γιατί δεν έχω την λάμψη της Άνοιξης, μα την ένταση του Χειμώνα. Γιατί αγαπώ τη μοναξιά και αυτό δεν είναι αποδεκτό. Ωστόσο, απόψε δεν είμαι εγώ αυτός που οφείλει να σκεφτεί. Είμαι σάρκα από τη σάρκα σου και γι' αυτόν τον λόγο, θα έπρεπε να γνωρίζεις καλύτερα την ψυχή μου και όχι να με δικάζεις με αβάσιμες κατηγορίες!»

«Σιωπή!» η οργή του Μέγα Δημιουργού, έμοιασε με αστραπή στο γλαυκό ουρανό.

«Όχι!» ούρλιαξε η Καλντέρα μα ήταν αργά.

Ο Σούλφους της έκανε νόημα να μην ανακατευτεί. Θα δεχόταν την τιμωρία, ίσως με τη σκέψη της ανακάλυψης του αληθινού ένοχου. Τον Τζίλτα δεν τον ένιωσε ποτέ σαν αδερφό του. Αισθανόταν ως τώρα για εκείνον περιφρόνηση και απαξίωση. Αυτό που φοβόταν ωστόσο περισσότερο, ήταν μήπως μία μέρα όλα αυτά μετατραπούν σε μίσος. Και το μίσος ζητά απεγνωσμένα την εκδίκηση και η εκδίκηση σε ρίχνει μονομιάς στον γκρεμό δίχως επιστροφή.

Τα κελιά του Άβατου ήταν υπόγεια. Ο Σούλφους οδηγήθηκε εκεί, απολύτως σιωπηλός. Εναπόθεσε το κορμί του στο κρύο πάτωμα και έμεινε να παλεύει να αποδιώξει τον θυμό. Η σκέψη της Καλντέρας ήταν η μόνη του λύση. Εκείνης και του ανακτόρου που θα έχτιζε στον τόπο των ονείρων του. Έπρεπε να αποφύγει το αίσθημα του μίσους, έπρεπε να το ξεγελάσει με τη φυγή του, να βρει τη διέξοδο στην αγκαλιά των καταρρακτών. Το ίδιο ωστόσο έκανε και η Καλντέρα που είχε παραδοθεί στην θέρμη της ψυχής του Λόρδου, του λευκού μονόκερου.

«Εσύ είμαι βέβαιη πως γνωρίζεις την αλήθεια. Γνωρίζεις πως ο Σούλφους είναι αθώος»

΄΄Ναι κυρά των Δασών. Πιστεύω στον Θεό του Χειμώνα, πιστεύω στην αγνότητα μίας ψυχής που με αγκάλιασε με ζέση από την πρώτη στιγμή΄΄

«Θέλω να τον δω. Μου λείπει ήδη»

΄΄Θα περάσει η εβδομάδα Κυρά μου χρυσομαλλούσα΄΄

Η εβδομάδα πράγματι πέρασε και ο Σούλφους απομονώθηκε ακόμη περισσότερο. Οι τρεις Νύμφες του Χρόνου, αποφάσισαν να δημιουργήσουν το δικό τους Βασίλειο που το ονόμασαν Μοίρα. Θα μεταμορφωνόταν σε έναν επίγειο Παράδεισο χρωμάτων και ζωής. Στα νερά του θα καθρεπτίζονταν αλλόκοσμα όμορφες εικόνες. Οι Νύμφες θα μεταμόρφωναν την Μοίρα σε όνειρο ζηλευτό με γεύσεις γλυκιές και μυρωδιές ανοιξιάτικες.

Ο Σούλφους από την άλλη, είχε προσπαθήσει να εμφυσήσει στη δημιουργία του ανακτόρου του, κάθε ομορφιά εφάμιλλη της Καλντέρας. Παρά το γεγονός πως δεν της το είχε ζητήσει ακόμη και επιπλέον διόλου σίγουρος δεν ήταν πως η ίδια θα δεχόταν, ονειρευόταν την ημέρα που θα συγκατοικούσαν μαζί σαν ζευγάρι. Εκείνη να είναι η γυναίκα της ζωής του και εκείνος να στέκει δίπλα της πραγματοποιώντας όλα της τα όνειρα. Έτσι λοιπόν, φρόντισε να μεταφέρει κομμάτια της μαγείας της φύσης στο εσωτερικό του παλατιού, ξεκινώντας από την τοποθεσία του ακριβώς δίπλα από τους καταρράκτες, ώστε η Νύμφη να ακούει κάθε μέρα τον ήχο του παφλασμού των δροσερών υδάτων που τόσο πολύ αγαπούσε.

Στην κεντρική αίθουσα θα επικρατούσαν τα χρώματα της γης, με τη χιονονιφάδα να δεσπόζει ως σύμβολο της Εποχής του στο μαρμάρινο δάπεδο. Το ανοιχτό καφέ και το χρυσοκίτρινο, θα μπλέκονταν αρμονικά με το πράσινο των φύλλων και των ανοιξιάτικων κάμπων, θα χρωμάτιζαν το υπόλοιπο παλάτι νοτίζοντάς το με εικόνες γλυκές. Τα όνειρα του Σούλφους τώρα ξεπηδούσαν και έπαιρναν σάρκα και οστά. Αδημονούσε να της τα δείξει όλα, αδημονούσε να την προσκαλέσει στο μελλοντικό τους σπιτικό. Όλα θα γίνονταν αργά δίχως βιάση. Τα χέρια του τινάχτηκαν μπροστά και λάμψεις ξεπήδησαν σχηματίζοντας αργά τις κουπαστές μίας κεντρικής σκάλας. Μεταλλικά κλαδιά δέντρων, μπλέχτηκαν φιδογυριστά μεταξύ τους, μεταφέροντας στο παλάτι την αίσθηση των δασών. Φύλλα εξείχαν από τα κλαδιά τους, βαμμένα στο χρώμα του χαλκού για να θυμίζουν το Φθινόπωρο. Ο Σούλφους είχε αδυναμία στον Ρίβερ Σέιν, παρά το γεγονός πως λόγω της εσωστρέφειας του χαρακτήρα του, δεν του το είχε εκφράσει ποτέ.

Στο κέντρο της αίθουσας του δικού του θρόνου, τοποθετήθηκε μια τεράστια, γυάλινη τραπεζαρία, η οποία στηριζόταν σε δύο χρυσούς, κομμένους κορμούς δέντρων. Στο βάθος της, βρίσκονταν οι θρόνοι, τυλιγμένοι με τον μανδύα της μεγαλοπρέπειας και φτιαγμένοι κατάλληλα για δύο. Ο Σούλφους είχε χαράξει το αρχικό του δικού του ονόματος και της Καλντέρας, ακριβώς πάνω από το σημείο των κεφαλών των βασιλέων. Σαν αναπαραστάσεις στους τοίχους, είχε ζωγραφίσει εκείνη και τον ίδιο στην νεανική τους ηλικία. Τότε που είχε απιθώσει απαλά το κεφάλι του στην αγκαλιά της, δηλώνοντας πλήρη υποταγή και εκείνη με τρυφερότητα είχε περάσει τα λεπτοκαμωμένα της δάχτυλα μέσα από τα εβένινα μαλλιά του. Οι υπόλοιποι τοίχοι παρέμεναν εσκεμμένα λευκοί. Μαζί θα ζωγράφιζαν την ιστορία τους, μαζί θα πρόφεραν τις λέξεις του μέλλοντός τους αν ήταν γραφτό.

Με καρδιά που χτυπούσε δυνατά, πήρε τον δρόμο του μονοπατιού. Η Καλντέρα θα τον καρτερούσε στην αρχή του και μαζί θα βάδιζαν μέχρι την είσοδο του νέου του ανακτόρου. Σαν τον είδε, έπεσε στην αγκαλιά του δακρυσμένη. Τα χέρια του απαλά απόδιωξαν την υγρή της λύπη, που αργά κατρακυλούσε στα ροδαλά της μάγουλα. Για πρώτη φορά, τα χείλη του ακούμπησαν στο μέτωπό της.

«Μου έλειψες. Είχα τη σκέψη σου κάθε μέρα» πρόφερε εκείνη.

«Δεν θέλω να ανησυχείς για εμένα» έκανε παύση σαν είδε το αυστηρό της βλέμμα «Ξέρω πως σου ζητώ πολλά, μα έχε μου εμπιστοσύνη»

«Έχω σε εσένα. Για άλλους όμως δεν γνωρίζω» απάντησε η κοπέλα.

«Καλντέρα, άσε τις έγνοιες των άλλων στην άκρη για λίγο μόνο. Σου έχω μία έκπληξη. Έκανα επιτέλους το όνειρό μου πραγματικότητα. Θα φύγω από το κεντρικό παλάτι. Πλέον έχω το δικό μου σπιτικό, στο οποίο βεβαίως είσαι ευπρόσδεκτη»

Οι δυο τους βάδισαν πλάι στον καταρράκτη, μέχρι που έφτασαν μπροστά στη μεγαλόπρεπη είσοδο του Χειμώνα. Λευκή, ολόλευκη η πόρτα και η χιονονιφάδα μοιρασμένη στα δύο της φύλλα. Το σχήμα της ήταν πολύπλοκο, όσο και η κατασκευή της από την ίδια τη φύση. Δίνοντας ώθηση, η Καλντέρα βρέθηκε στο εσωτερικό του, στην κεντρική αίθουσα. Τα μάτια της καρφώθηκαν ευθύς στην τοιχογραφία που απεικόνιζε εκείνους. Ένιωσε τον Σούλφους να κοκκινίζει ολόκληρος. Τόσον καιρό δεν της είχε μιλήσει ποτέ ανοιχτά για τα αισθήματά του. Εκείνη, σιωπηλή πήρε το χέρι του, καθοδηγώντας τον στο κέντρο. Μία μελωδία απλώθηκε. Ήταν δική τους, των σκέψεών τους. Γιατί οι σκέψεις μεταμορφώνονται σε αύρα, σε μουσική, λαμβάνουν σάρκα και οστά. Είναι εκείνες οι επιθυμίες που εκφράζονται μέσα από τα βάθη της καρδιάς. Τα χέρια της πέρασαν γύρω από τον λαιμό του, τα μέτωπά τους ήρθαν κοντά, τα μάτια του ατένισαν τα ζουμερά της χείλη. Η έλξη που αισθανόταν ήταν ακαταμάχητη. Αδυνατούσε να την υπερνικήσει, ή ίσως δεν ήθελε. Αργά, έσκυψε μπροστά κλείνοντας το ελάχιστο κενό που απέμενε να τους χωρίζει. Τα χείλη του την εκλιπαρούσαν να τον προσκαλέσει να την γευτεί με ορμή. Τα χέρια του την έσφιξαν επάνω του. Μία λάμψη τους τύλιξε και ευθύς κατευθύνθηκε στους τοίχους τους λευκούς. Χρώματα ξεπηδούσαν, εκείνα των συναισθημάτων τους. Σαν χωρίστηκαν τα σώματά τους, μία στιγμή είχε απομείνει να απεικονίζεται στη θέση του αλλοτινού λευκού τοίχου. Εκείνη ενός όμορφου νεαρού και μίας κοπέλας στον πρώτο τους χορό. Το βιβλίο της ζωής τους είχε ανοίξει και η πένα είχε ξεκινήσει να καταγράφει όνειρα, που θα έμεναν ανεξίτηλα στο μέλλον. 

τέλος του πρώτου κεφαλαίου και ελπίζω η πρώτη γεύση να είναι γλυκιά!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top