Η Γένεσις/ part3

Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα, γαλήνια σε έναν τόπο παρθένο και τα τέσσερα έφηβα αγόρια περνούσαν αρκετό χρόνο μαζί, μαθαίνοντας παράλληλα ο καθένας τα καθήκοντά του. Ο Ρόουεν και ο Ρίβερ Σέιν, συγκεντρώνονταν κάθε μέρα στην αίθουσα του θρόνου, παρακαλώντας τον Πατέρα τους να τους διδάξει όσα περισσότερα μπορούσε. Η συγκεκριμένη αίθουσα, πέραν του αδαμάντινου θρόνου δεν διέθετε κανένα άλλο έπιπλο, μονάχα ζωγραφιές των πρώτων ημερών αυτού του κόσμου. Οι δύο Θεοί χαρακτηρίζονταν από αδελφοσύνη και πραότητα. Ήταν εντυπωσιακοί, σαβανωμένοι ο καθένας με την αύρα και την λάμψη του. Ο Ρόουεν είχε την μυρωδιά του ιωδίου της θάλασσας και μορφή που προσομοίαζε με εκείνη του Ποσειδώνα. Ο Ρίβερ Σέιν κουβαλούσε την αίσθηση της πρώτης βροχής, με τα μακριά, χάλκινα μαλλιά του να χύνονται σαν καταρράκτες στους ώμους του.

Ήθελαν να γίνουν πάνσοφοι, διατηρώντας την ταπεινοφροσύνη τους, ώστε να μπορέσουν κάποια μέρα, να διοικήσουν τον κόσμο όσο πιο δίκαια γινόταν. Ο Τζίλτα όμως, με τον αέρα του πρωτότοκου και αγαπημένου υιού που πίστευε πως είχε, σπαταλούσε άσκοπα το χρόνο του κατασκοπεύοντας τις κινήσεις του μικρού του αδερφού. Γνώριζε τη συμπάθεια που έτρεφαν για εκείνον οι άλλοι δύο και δεν μπορούσε να κατανοήσει το λόγο που η καρδιά του Σούλφους, παρέμενε αδιάφορη και κλειστή απέναντί του. Δεν μπορούσε να διακρίνει την ιδιαιτερότητά του και την προτίμησή του στη μοναχική ζωή.

Για την ακρίβεια, ο έφηβος Σούλφους έχοντας το σαράκι της περιέργειας φυτεμένο βαθιά μέσα του, ακολουθούσε καθημερινά μία διαδρομή μέσα από τα δάση, που τον οδηγούσε σε ένα ξέφωτο. Πλησιάζοντας μία μέρα διστακτικά, αντίκρισε μία σχετικά μικρή λίμνη, της οποίας τη γαλήνη των νερών, τάραζε ένας κρυστάλλινος καταρράκτης που ξεπηδούσε από την καρδιά του βουνού. Η επιφάνεια της λίμνης, θαρρείς και ήταν πασπαλισμένη με ασημόσκονη, λαμποκοπούσε αντανακλώντας τις πρωινές ηλιαχτίδες. Τα γκρίζα του μάτια, του συννεφιασμένου ουρανού έκλεισαν μέσα τους εκείνη τη λάμψη. Η ομορφιά του νέου αυτού ήταν απαράμιλλη και ταυτόχρονα αδάμαστη. Πλησιάζοντας σιμά της, ακούμπησε διστακτικά το χέρι του στην επιφάνεια των κρυστάλλινων υδάτων. Ήταν τότε που πρόσεξε πως ακριβώς δίπλα του, καθρεφτίστηκε η εικόνα ενός λευκού πουλαριού. Τη στιγμή που ο Θεός γύρισε το κεφάλι του για να το κοιτάξει, εκείνο εξαφανίστηκε τρέχοντας προς τη μεριά του δάσους. Ένα χαμόγελο γλυκό αυλάκωσε το πρόσωπό του.

Για να το δελεάσει, ξεκίνησε να δημιουργεί μικρές, κρυστάλλινες χιονονιφάδες, κεντρίζοντας έτσι την περιέργεια του ζώου, το οποίο εμφάνισε τη μουσούδα του παιχνιδιάρικα μέσα από τις πυκνές φυλλωσιές. Το πουλάρι ξεκίνησε να οσφραίνεται τον αέρα πλησιάζοντάς τον αργά και διστακτικά. Ο Σούλφους άπλωσε το χέρι του και το μικρό ζώο ακούμπησε τη μουσούδα του τρυφερά. Τότε, ο Θεός παρατήρησε πως το δεξί του ποδαράκι ήταν ελαφρώς τραυματισμένο.

«Μη φοβάσαι, όλα καλά θα πάνε» του είπε σιγανά και ακουμπώντας απαλά το δάχτυλό του στο σημείο του τραύματος, το εξαφάνισε με μία μονάχα κίνηση «Είδες; Δεν ήταν και τόσο φοβερό τελικά» του είπε όταν στο μυαλό του άκουσε μία φωνή.

«Σε ευχαριστώ Άρχοντα του Χειμώνα. Με λένε Λόρδο» άκουσε μία παιδική φωνή.

«Μπορείς και μιλάς;» ρώτησε ο Σούλφους έκπληκτα.

«Μονάχα σε όσους επιθυμώ και εσύ κέρδισες επάξια την εμπιστοσύνη μου, Άρχοντα. Ξέρεις, το χάρισμα της θεραπείας είναι μοναδικό, δεν δίνεται εύκολα» πρόφερε ο μικρός μονόκερος.

«Γεννήθηκα με αυτό και αγάπησα το χάρισμα από την πρώτη στιγμή. Μπορούσε να πάρει μακριά τον πόνο»

«Πηγάζει από την αγάπη και την ανιδιοτέλεια. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό» ήταν και η τελευταία κουβέντα του ζώου, προτού το δει να απομακρύνεται και να εξαφανίζεται στο σκιώδες δασύλλιο.

Από την ημέρα εκείνη, ο νεαρός πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα στο δάσος. Μάλιστα, στην τελευταία του επίσκεψη, συνειδητοποίησε πως όλες αυτές τις φορές, δεν ήταν μόνος. Μια νεαρή κοπέλα, με λαμπερά, χρυσά μαλλιά, τον παρακολουθούσε από απόσταση, διστάζοντας να πλησιάσει. Ωστόσο, είχε δει τη δύναμή του. Τη δύναμη που είχε να θεραπεύει τις πληγές και τα τραύματα. Όταν ο Σούλφους κατάλαβε πως εκείνη κρυβόταν από ντροπή, την πλησίασε πρώτος και της χαμογέλασε. Από εκείνη τη στιγμή, η κοπέλα δεν μπόρεσε ποτέ της να ξεχάσει το λαμπερό του χαμόγελο και τα απίστευτα, ζεστά, γκρίζα μάτια που κοιτούσαν ίσια μέσα στην ψυχή της. Ήταν μία από τις τρεις Κόρες του Χρόνου, μονάχα που από την πρώτη στιγμή, αποφάσισε να υιοθετήσει ένα δικό της όνομα, ένα όνομα πέραν του χρόνου που όριζε, του Παρόντος. Διάλεξε το Καλντέρα.

Είχε ακούσει πολλά για τον Χειμώνα. Για τον κλειστό του χαρακτήρα που σου πάγωνε την καρδιά, για την σκληρότητά του. Εκείνη όμως, το μόνο που διέκρινε μέσα στα μάτια του, ήταν μελαγχολία, μοναξιά. Επέλεξε λοιπόν, να τον συνοδεύει στις εξορμήσεις του, δίχως να ενημερώνει τις άλλες δύο αδερφές της. Εκείνος, της έμαθε πώς να πλησιάζει τα άλλα πλάσματα και ιδιαίτερα τον Λόρδο. Τον μονόκερο που έκρυβε μέσα του όλη τη μαγεία και τη σοφία του κόσμου, ήδη από την ημέρα της δημιουργίας του. Οι τρεις τους ήταν αχώριστοι, με το άλογο να ακολουθεί πιστά την κοπέλα, της οποίας μόνιμη σχεδόν κατοικία ήταν τα δάση του Άβατου.

Ένα βράδυ, καθώς η χρυσομαλλούσα Νύμφη επέστρεφε από έναν ακόμη περίπατο με τον Σούλφους, αντίκρισε τις αδερφές της να την καρτερούν ανταριασμένες με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος τους μπροστά.

«Θαρρώ πως είναι επικίνδυνο για μια κοπέλα να τριγυρνά μονάχη της στα σκοτάδια του δάσους» ακούστηκε επιτακτικά η φωνή της μιας της αδερφής, του Μέλλοντος.

«Ο Σούλφους ήταν μαζί μου» απάντησε κοφτά η μικρή Καλντέρα.

«Τόσο πολύ τον εμπιστεύεσαι; Γιατί εμάς, μας προκαλεί φόβο. Δεν διαθέτει τα φωτεινά χαρακτηριστικά των αδερφών του, την ακτινοβολία του Τζίλτα. Εκείνος έχει μαύρα σαν τον έβενο μαλλιά και γκρίζα συννεφιασμένα μάτια. Δεν μιλά πολύ και δεν ανοίγει την κλειδωμένη του καρδιά» συνέχισε η αδερφή της.

«Η ψυχή του όμως είναι μάλαμα και νομίζω πως του αρέσει η παρέα μου» απάντησε η Καλντέρα κοκκινίζοντας.

«Εσύ πως νιώθεις κοντά του;» ρώτησε το Μέλλον.

«Μετρώ τις ώρες της νύχτας, ώσπου να ξημερώσει πάλι και να μπορέσω να τον δω. Έχετε δίκιο πάντως. Δεν μοιάζει στον Τζίλτα. Εκείνος μπορεί να είναι φωτεινός, μα είναι και αλαζόνας. Το φως του δεν έχει τη ζωηράδα της καλοσύνης και της ταπεινότητας. Είναι θαμπό. Τον αγαπώ πολύ τον Τζίλτα, μα δεν νιώθω πως τον γνωρίζω καλά» τελείωσε η Καλντέρα.

«Αν ο Σούλφους τρέφει αισθήματα ειλικρινή για εσένα, τότε και εμείς τον αγαπούμε» της είπαν και οι δύο μαζί.

Η Καλντέρα τις φίλησε μία μία, με ένα χαμόγελο γεμάτο αληθινή ευτυχία.

Ο Μέγας Δημιουργός ωστόσο, τους επιτηρούσε διαρκώς. Ανησυχούσε αρκετά για την ψυχή του μικρού Σούλφους, ωστόσο ζεσταινόταν η καρδιά του κάθε φορά που τον παρακολουθούσε στις ατέλειωτες εξορμήσεις του. Ο νεαρός τριγυρνούσε για ώρες στο δάσος, αναζητώντας το άνθος εκείνο που θα εντυπωσίαζε τη μικρή, ξανθομαλλούσα Νύμφη, καθώς γνώριζε πως είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα λουλούδια. Μία ημέρα, κοντοστάθηκε μπροστά σε έναν θάμνο από νυχτολούλουδα. Ήταν νωρίς το πρωί και τα μπουμπούκια τους παρέμεναν ερμητικά κλειστά. Ο νεαρός έσκυψε, πήρε προσεκτικά ένα άνθος στα χέρια του και το φίλησε απαλά. Εκείνο ευθύς άνοιξε, αποκαλύπτοντας το ζωηρό μαβί του χρώμα. Ένα σιγανό χαχανητό έκανε την καρδιά του να σκιρτήσει. Πίσω από τον κορμό μιας μικρούλας αμυγδαλιάς, προεξείχαν μερικές ξανθές μπουκλίτσες. Ο Σούλφους χαμογέλασε και φύσηξε το άνθος προς το μέρος του κοριτσιού που το καρτερούσε με αγωνία.

Παρά τη φαινομενικά αδιάφορη προς τους άλλους συμπεριφορά του, ο Θεός του Χειμώνα, έτρεφε πάντοτε ένα κρυφό ενδιαφέρον για τα αδέρφια του. Ένα πρωινό στο παρελθόν, καθώς έτρεχαν όλα τα αδέρφια μαζί, ο Ρόουεν τραυματίστηκε σκοντάφτοντας σε έναν κοφτερό βράχο και σκίζοντας το ένα του πόδι. Ο Σούλφους, ο οποίος σπανίως συμμετείχε στα παιχνίδια τους, κατευθύνθηκε προς το μέρος του τραυματισμένου Ρόουεν. Ευθύς ακούμπησε το χέρι του επάνω στο τραύμα, επουλώνοντάς το πλήρως. Τα υπόλοιπα παιδιά τον κοίταξαν παραξενεμένα. Όλα εκτός από τον Τζίλτα. Εκείνος ήξερε πως ο εσωστρεφής αδερφός του, είχε πάρει κάποια χαρακτηριστικά του Πατέρα τους και αυτό ήταν κάτι που ορισμένες φορές τον προβλημάτιζε, παρά το γεγονός πως ο Σούλφους χρησιμοποιούσε με ιδιαίτερη σύνεση το χάρισμα του θεραπευτή και προς όφελος όλων.

Ο Μέγας Δημιουργός ωστόσο, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά την ιδιαιτερότητά του, και παρατηρώντας το χάρισμά του, τον όρισε θεραπευτή όλης της φύσης. Αισθανόταν ιδιαίτερα περήφανος, όταν έμαθε πως ο Χειμώνας είχε για προστάτη του τον Λόρδο. Είχε εμπιστοσύνη στη σοφία της αρχαίας ψυχής του αλόγου. Είχε επιλέξει τον Σούλφους γιατί είχε διαβάσει την καρδιά του. Η αγνότητα ήταν αυτή που έλκυε το νεαρό ζώο. Ωστόσο ο Σούλφους, δίχως τον παραμικρό μορφασμό χαράς, υποκλίθηκε μπρος στην ανακοίνωση του Μέγα Δημιουργού και σιωπηλά αποχώρησε. Δεν ήταν σαν τα αδέρφια του και δε διψούσε για εξουσία. Αντιμετώπιζε το χάρισμά του σαν κάτι το απολύτως φυσιολογικό, με τη βοήθεια του οποίου θα μπορούσε να στηρίζει οποιονδήποτε το είχε ανάγκη.

«Αλαζόνας» σχολίασε ο Τζίλτα ψιθυριστά στον Ρίβερ Σέιν.

«Γιατί;» τον ρώτησε και ο Τζίλτα ένιωσε μία παράξενη πικρία να σκαρφαλώνει στο στόμα του.

«Δεν έδειξε την παραμικρή χαρά μπρος στην τιμή του Πατέρα. Σας το είχα πει και θα το ξαναπώ. Οφείλετε να τον προσέχετε»

Οι άλλοι δύο Θεοί τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι.

«Υπάρχει κάποια κατηγορία εναντίον του αδερφού μας; Έχεις αποδείξεις;» τον ρώτησε ο Ρόουεν.

΄΄Θα τις βρω΄΄ σκέφτηκε χαιρέκακα.

Ο ιδιόμορφος και εσωστρεφής χαρακτήρας του νεαρού Σούλφους, αποτελούσε συχνή αιτία διαφωνιών, πράγμα που τον οδηγούσε μακριά από το Άβατο, στην καρδιά του σκιερού δάσους, όπου κατοικούσαν οι τρεις Νύμφες. Ο Πατέρας τις αποκαλούσε Νόρμες και εκείνος αρεσκόταν να περνά το χρόνο του με την Καλντέρα, τη χρυσομαλλούσα νύμφη με τα μάτια που καθρέφτιζαν τα ατίθασα νερά του καταρράκτη.

Ήταν η παιδική του φίλη και μαζί έκαναν τα πάντα. Κοντά της δεν βίωνε μήτε απόρριψη, μήτε κριτική. Τον δεχόταν όπως ακριβώς ήταν και αυτό της το χαρακτηριστικό, τον έκανε να μη θέλει να την αποχωρίζεται ούτε λεπτό. Δεχόταν τη συχνή σιωπή του, δίχως να τη θεωρεί πρόβλημα και αυτό τον ανακούφιζε και τον ξεκούραζε απίστευτα. Με τη σειρά της η νεαρή κοπέλα, είχε αναπτύξει έναν ιδιαίτερο δεσμό μαζί του. Τον αγαπούσε και τον νοιαζόταν, ενώ άπειρες φορές είχε προσπαθήσει να του εκμαιεύσει κάποιες μύχιες σκέψεις και προβληματισμούς του. Ωστόσο ο Σούλφους κρατούσε το στόμα του ερμητικά κλειστό, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τη σχέση του με τον Τζίλτα, δίχως αυτό να σήμαινε πως δεν την εμπιστευόταν. Απλώς δεν ήθελε να της φορτώνει τα βάρη που κουβαλούσε η ψυχή του και να χαλά την όμορφη ατμόσφαιρα που δημιουργείτο κάθε φορά που συναντιούνταν.

Η Καλντέρα ως Νύμφη της φύσης, είχε τη δυνατότητα να επικοινωνεί με όλα τα πλάσματά της. Ο Σούλφους την είχε επίσης βοηθήσει σε αυτό. Για εκείνη η γλώσσα των ζώων, διόλου ακαταλαβίστικη δεν ήταν. Την πλησίαζαν όλων των λογιών τα πλάσματα, από περήφανους αετούς, μέχρι αρκούδες, καθώς και μικρόσωμα φυτοφάγα και σαρκοφάγα ζώα. Ο Σούλφους την είχε δει πολλές φορές περιτριγυρισμένη από ομάδες ζώων που την καρτερούσαν στωικά, είτε για βοήθεια, είτε για χάδια και τροφή. Ήταν ένα μαγικό και σπάνιο θέαμα, όπως και το φαινόμενο της δημιουργίας νερού τις καλοκαιρινές μέρες της ανομβρίας. Αυτοί ήταν και οι λόγοι που θεωρούσε τα δάση το καταλληλότερο σπίτι για εκείνη.

Ωστόσο ο Τζιλτα, δεν μπορούσε να μη λάβει σοβαρά υπόψιν του, το γεγονός πως ο Σούλφους είχε στην κατοχή του ένα εξαιρετικά πολύτιμο αντικείμενο. Το μενταγιόν της Τιμιότητας. Δώρο απευθείας από τα σπλάχνα του Μέγα Πατέρα. Εντούτοις, φοβόταν πως στα χέρια του αδερφού του, αργά ή γρήγορα θα μετατρεπόταν σε φονικό εργαλείο. Έτσι μία μέρα τον πλησίασε για να τον ρωτήσει με ποιόν  τρόπο ήταν διατεθειμένος να το χρησιμοποιήσει. Κατά βάθος, επιθυμούσε μάλλον να τον φέρει στα άκρα, αναμοχλεύοντας παρελθοντικές τους διαφωνίες. Εκείνο το βράδυ, εισερχόμενος στο κεντρικό παλάτι, βρήκε τον Σούλφους να επεξεργάζεται τις τοιχογραφίες που απεικόνιζαν την πρώτη μέρα της Δημιουργίας. Σαν κατάλαβε την εμφάνιση του Τζίλτα, μόρφασε.

«Μπορείς να μου διαθέσεις μερικά λεπτά για να μιλήσουμε;» τον ρώτησε.

Στην ερώτησή του αυτή, το σώμα του Σούλφους δεν φάνηκε να αλλάζει στάση, μήτε να στρέφεται προς την μεριά του. Συνέχισε να χαζεύει τις όμορφες ζωγραφιές αμίλητος, μέχρι που τελικά κοντοστάθηκε και έστρεψε ελάχιστα το κεφάλι του, ίσα για να μπορεί να τον βλέπει.

«Εξαρτάται πόσο άσημα θεωρούνται για εμένα τα λεπτά της ώρας που ζητάς» του απάντησε φτύνοντας σχεδόν τις λέξεις σαν βρισιές.

Ο Τζίλτα αναστέναξε.

«Είμαστε αδέρφια και καλό θα ήταν να έχουμε πιο συχνές επαφές» του είπε κάνοντας προσπάθεια να χαμογελάσει.

«Αργά το θυμήθηκες, παρά το γεγονός πως εγώ δεν τις επιθυμώ. Ίσως κάποτε να τις είχα ανάγκη, μα όχι πια. Παρόλα αυτά, είμαι διατεθειμένος να ακούσω αυτά που έχεις να μου πεις. Να είσαι σύντομος» συνέχισε σε τόνο κοφτό ο Σούλφους.

«Πολύ καλά. Τι σκοπεύεις να κάνεις με το μενταγιόν του Πατέρα;»

«Φοβάσαι Τζίλτα; Καθώς διακρίνω ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στη φωνή σου. Μήπως θεωρείς βαθιά μέσα σου, πως είμαι καλύτερός σου; Καλύτερος όλων; Έχεις απόλυτο δίκιο ωστόσο, γιατί έτσι ακριβώς είναι» απάντησε ο Σούλφους καγχάζοντας.

Ο Τζίλτα τον κοίταξε με μίσος, παλεύοντας παράλληλα να φανεί ψύχραιμος. Η εικόνα του ηθικού και ώριμου αδερφού κρεμόταν από μία κλωστή, έτοιμη να κοπεί ανά πάσα στιγμή.

« Έπεσε η μάσκα σου, αδερφέ. Αυτό είσαι, ένας αλαζόνας. Κάνεις λάθος όμως για τη δύναμη. Ο χρόνος θα με δικαιώσει. Θα καταλάβουν όλοι αργά ή γρήγορα ποιος είσαι»

«Τα συμπεράσματά τους τα έχουν βγάλει ήδη, να το ξέρεις αυτό. Είμαι το σκοτάδι και εσύ είσαι το φως. Το χρώμα το μαύρο του πένθους είμαι εγώ και εσύ το λευκό της ζωής. Πάντα έτσι ήταν και πάντα έτσι θα είναι. Τώρα φύγε. Η συντροφιά σου δεν μου είναι αρεστή. Όσο για το μενταγιόν, θα μείνει να κρέμεται άχαρα στον λαιμό μου, μα δεν θα πάψει να μου ανήκει. Εγώ δεν διψώ για εξουσία, ούτε με ενδιαφέρουν οι θρόνοι. Εμένα το μοναδικό μου ενδιαφέρον είναι η Καλντέρα. Πιο πολύτιμη και από τον αδάμαντα με τον οποίο είναι σμιλευμένος ο Μέγας Θρόνος» τελείωσε και ο Τζίλτα συνοφρυώθηκε.

«Η Καλντέρα δεν θα  μπορούσε να ερωτευτεί ποτέ κάποιον σαν εσένα αδερφέ. Κάποιον τόσο σκοτεινό, που ποτέ του δεν εξέφρασε ανοιχτά τα συναισθήματά του για κανέναν»

«Ίσως γιατί κανένας μέχρι τώρα δεν ενδιαφέρθηκε αληθινά γι'αυτά»του απάντησε ο Σούλφους και τινάζοντας τη μαύρη του κάπα,έφυγε γοργά κατευθυνόμενος στους απέραντους κήπους του Άβατου, αφήνοντας τον Τζίλτα μονάχο του με τις σκέψεις του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top