Αόρατη Απειλή/part 4
ΑΒΑΤΟ
Ο δρόμος ήταν μακρύς και το δροσερό αεράκι χτυπούσε απαλά το πρόσωπό του, βοηθώντας τον να διατηρήσει τη ζωντάνια και την όρεξή του. Έπειτα από τέσσερις ημέρες δρόμου, με λίγες μονάχα στάσεις κατά τη διάρκεια της νύχτας για ξεκούραση, φάνηκε στον ορίζοντα το τεράστιο, πέτρινο τείχος που σχεδόν έκρυβε το φως του ήλιου. Το σημάδι των τεσσάρων φιδιών που εκπροσωπούσαν τους Θεούς, κοσμούσε τη μία του πλευρά. Ο Έλυον, χρησιμοποιώντας το μοναδικό πέρασμα που υπήρχε για τους κοινούς θνητούς, προχώρησε στο εσωτερικό του παρακαλώντας να μην καραδοκούν οι φρικαλέοι Φύλακές του.
Η υγρασία που υπήρχε, του τρυπούσε τα κόκαλα και το μέρος απέπνεε μία αίσθηση ανατριχίλας και δυσοσμίας. Κάθε του βήμα, τον έφερνε και πιο κοντά με τον ζοφερό Φύλακα, την Αρρώστια, που τριγυρνούσε σχεδόν πάντοτε, στο υπόγειο πέρασμα. Η ανάσα του έβγαινε με δυσκολία, εξαιτίας της έντονης μυρωδιάς, μέχρι που αντίκρισε ένα σμήνος από μύγες, το οποίο συνόδευε πάντοτε το σώμα της Αρρώστιας. Ευθύς έσφιξε στα χέρια του τη Φλόγα, έτοιμος να επιτεθεί, αλλά μία φωτεινή φιγούρα που εμφανίστηκε μέσα από το υπόγειο πέρασμα, τον σταμάτησε. Ήταν ο Τζίλτα.
Σιωπηλά, έκανε σήμα στην Αρρώστια να υποχωρήσει και έπειτα, κάρφωσε τα σμαραγδένια του μάτια στο ξωτικό.
«Έπρεπε να είχα ειδοποιηθεί για την επίσκεψή σου ξωτικό. Οι Φύλακές μου, θα σε είχαν σκοτώσει» του είπε αυστηρά.
«Δεν θα επαναληφθεί, Άρχοντα» του απάντησε εξίσου κοφτά ο Έλυον κάνοντας ωστόσο από σεβασμό μία βαθιά υπόκλιση.
«Καλώς» έκλεισε τη συζήτηση ο Θεός και οι δυο τους ανέβηκαν μέχρι την κεντρική πλατεία του Βασιλείου. Εκεί, από όπου φαίνεται η ανατολή των τριών ήλιων, που λούζουν καθημερινά τις χρυσές, κωνικές στέγες του εκάστοτε βασιλείου. Εκεί που επικρατούσε πάντοτε Άνοιξη και ο αέρας μύριζε μέντα, κρίνα και γιασεμιά.
Στην κορυφή των σκαλοπατιών που οδηγούσαν στο κεντρικό παλάτι, στάθηκε για λίγο η μορφή του Τζίλτα. Φωτεινή και μεγαλοπρεπής, όπως άρμοζε άλλωστε σε έναν Θεό. Ο Έλυον τον κοιτούσε εκστασιασμένος, ίσως και αμήχανος. Σίγουρα τα συναισθήματα που φώλιαζαν στην ψυχή του, ήταν ανάμεικτα. Είχε αντικρίσει ξανά τον Τζίλτα. Ωστόσο, επιθυμούσε να σβήσει από το μυαλό του εκείνη τη συνάντηση που τον είχε βυθίσει σε σκέψεις ειδεχθείς για τα δικά του δεδομένα. Διότι μερικά μυαλά αρνούνται να αποδεχθούν ορισμένες πικρές αλήθειες, ακόμη και αν αυτές βρίσκονται μπροστά στα μάτια τους.
«Άρχοντα, έρχομαι σε εσένα, καθώς οι μέρες πλέον μοιάζουν σκοτεινές και αβέβαιες. Το βασίλειο της Μοίρας έχει κρυφτεί από τον κόσμο τόσο πολύ, που πλέον όλοι το θεωρούν μονάχα έναν μύθο. Ο υιός μου εξαφανίστηκε μετά την τελευταία εισβολή του Μαύρου Άρχοντα και πλέον είμαστε όλοι πεπεισμένοι, πως και οι δύο, βρίσκονται στη δεύτερη διάσταση» ψέλλισε το ξωτικό.
Ο Τζίλτα που τόση ώρα τον άκουγε σιωπηλός, μα χωρίς έκδηλο ενδιαφέρον, του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει ως την κεντρική αίθουσα του θρόνου.
Μέχρι την ημέρα εκείνη, κανενός θνητού το πόδι δεν είχε πατήσει στη θεϊκή γη. Το κεντρικό βασίλειο, το οποίο ουσιαστικά αποτελούσε τόπο συνάντησης και αποφάσεων και των τεσσάρων Θεών, αποτελούταν από μεγαλοπρεπείς αίθουσες, πλουμισμένες με αμέτρητες τοιχογραφίες, όλες τους αναπαραστάσεις της Γένεσης του κόσμου.
« Όλα ξεκίνησαν πολλά χρόνια πριν, ένα δροσερό βράδυ που με ειδοποίησε ο Πατέρας μας να τον ακολουθήσω, μονάχα εγώ, στα κρυφά. Οι δυο μας βρεθήκαμε σε αυτήν την αίθουσα και εδώ μου εξέθεσε τον προβληματισμό του, σχετικά με τον κόσμο των ανθρώπων, τη λεγόμενη δεύτερη διάσταση. Τον κίνδυνο που διατρέχουμε να γίνουμε αντιληπτοί, τον χρωστάμε όλοι στον απόκοσμο αδερφό μου, Σούλφους» έκανε μία παύση και κάρφωσε ξανά τα μάτια του στο ξωτικό «Έλυον, το βασίλειό σου είναι το πρώτο που θα προσπαθήσει να καταστρέψει και αυτό το γνωρίζεις πολύ καλά. Εντούτοις, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, η μάχη δίνεται σε έναν άλλο κόσμο, τον οποίο ο Μέγας Δημιουργός θέλησε κάποτε να κρύψει για να μας προστατέψει. Ο Ορλάντο αν βρίσκεται εκεί, θα πρέπει να βρει συμμάχους και να αντιμετωπίσει αυτό που έρχεται» του απάντησε ο Τζίλτα και βηματίζοντας αργά συνέχισε «εμείς δεν επεμβαίνουμε στην ιστορία του κόσμου Έλυον, παρά μονάχα αν κριθεί αναγκαίο»
Το ξωτικό τον κοίταξε απογοητευμένα για ακόμη μία φορά. Ήταν αλήθεια πως οι Θεοί δεν όριζαν την ιστορία, ούτε την κατεύθυναν. Ήταν μονάχα υπεύθυνοι για τη φυσική ισορροπία και της εποχικές αλλαγές. Ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει εξακολουθώντας να αγνοεί την προφανή αλήθεια πως τα πάντα ήταν προσχεδιασμένα και όχι από τη μοίρα.
«Πολύ καλά λοιπόν. Θα φροντίσω να ενισχύσω την άμυνα του Λευκού Βασιλείου Άρχοντα» του είπε σε έναν τόνο δυσαρέσκειας, μα και κατανόησης συνάμα.
«Το Άβατο Έλυον θα κρυφτεί επίσης από τον υπόλοιπο κόσμο. Είμαστε οι ισορροπιστές και όχι εκείνοι που θα κραδαίνουν τα λάβαρα του πολέμου όπως ο αδερφός μας. Είμαστε εκείνοι που κρατούν τη γη εύφορη και τον καιρό γλυκό και κατάλληλο για θαλάσσια ταξίδια. Σκοπός μας είναι η ειρήνη και όχι ο πόλεμος. Ενίσχυσε το βασίλειό σου. Είναι η μόνη συμβουλή που μπορούμε να σου δώσουμε. Ο Σούλφους θα κυνηγήσει τη φυλή σου, γιατί είστε παιδιά δικά μας» του είπε ο Ρίβερ Σέιν ο οποίος είχε μόλις εμφανιστεί. Το ξωτικό υποκλίθηκε σιωπηλά και μαζί με το άλογο του πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Κατηφορίζοντας από το βασίλειο των Θεών, βρέθηκε μπροστά στην εικόνα της πρώτης κατοικίας της αρχαίας φυλής των ξωτικών της Σελήνης. Των πλασμάτων με τα ολόμαυρα, μακριά μαλλιά. Ερείπια είχαν μείνει να θυμίζουν τους ένδοξους καιρούς μιας άλλης εποχής. Τα συναισθήματά του, στη θέα του παλιού βασιλείου των εβένινων αδερφών του, όπως αποκαλούσε ο ίδιος μερικές φορές τη φυλή της Σελήνης, ήταν ανάμεικτα. Ο ίδιος, εδώ και αιώνες ήταν αρνητικά προκατειλημμένος απέναντί τους. Μετά την πτώση του βασιλιά Όθωνα και τη λήξη του εμφυλίου, πολλοί, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Όθωνας, είχαν αποφασίσει να ακολουθήσουν τον δρόμο που είχε χαράξει ο δημιουργός τους, ο Σούλφους. Αποτέλεσμα αυτής της κίνησης, ήταν ο διχασμός των δύο φυλών και η πεισματική άρνηση του βασιλιά Έλυον, να δεχτεί τα υπόλοιπα αδέρφια του στο Λευκό Βασίλειο.
Τη στιγμή που ο χείμαρρος των σκέψεων ταλάνιζε το μυαλό του, ένα σιγανό αεράκι φύσηξε και μία σκιά κινήθηκε στο μισογκρεμισμένο τοίχο απέναντί του. Ο Έλυον βαστώντας στα χέρια του το μαγικό σπαθί των ξωτικών, τη Φλόγα, έστρεψε το κεφάλι απότομα προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή προέλευσης της σκιάς. Μία μαύρη φιγούρα κινήθηκε με εκπληκτική ταχύτητα μέσα στις φυλλωσιές. Άξαφνα, ο αέρας μύρισε λάβα και σίδερα. Το ξωτικό πισωπάτησε καρφώνοντας το βλέμμα του σε δύο τεράστια, κίτρινα μάτια που τον κοιτούσαν και μία ανάσα που έβγαινε αργή και καυτή. Το άλογο είχε αφηνιάσει και τα ρουθούνια του ξεφυσούσαν με τρόμο. Τα βήματα έγιναν βαριά, και μπροστά του ορθώθηκε ένα τεράστιο πλάσμα, σαν γιγάντια νυχτερίδα. Ήταν ολόμαυρο, με σώμα ανθρώπου, φτερά νυχτερίδας, ενώ η όψη του ήταν φρικαλέα και απόκοσμη όπως άρμοζε άλλωστε σε έναν Φύλακα του Άβατου. Το πρόσωπό του, είχε σχετικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, ενώ δύο τεράστια κέρατα κοσμούσαν το κεφάλι του. Τα δόντια και τα νύχια του, ήταν απίστευτα κοφτερά σαν αρπακτικού, ενώ μπορούσε να περπατά και στα τέσσερα πόδια αν οι συνθήκες το απαιτούσαν. Το ξωτικό έσφιξε στα χέρια του το σπαθί του, εντούτοις δεν έκανε καμία κίνηση εναντίον του.
«Ο Πέμπτος φύλακας του Άβατου» ψέλλισε κοιτάζοντας με δυσαρέσκεια το ειδεχθές πλάσμα.
«Το όνομά μου είναι Κίγκαν και εσύ δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ» του απάντησε ο δαίμονας κοφτά.
«Ούτε και εσύ αν κρίνω από το γεγονός πως απέδρασες» του απάντησε το ξωτικό σε έναν τόνο ειρωνείας.
«Έχω δικαίωμα στη ζωή και εκείνοι πήγαν να μου το στερήσουν, αλλά απέτυχαν. Δημιούργησαν άβουλους φύλακες για να βάλουν το κορμί τους μπροστά, υπερασπιζόμενοι το Άβατο. Φρικαλέες και τερατόμορφες υπάρξεις, δίχως συναισθήματα. Δεν έχουμε το δικαίωμα να νιώσουμε χαρά ή λύπη, καθώς μας αφαίρεσαν την ίδια μας την ψυχή. Το μόνο που ζητάνε από εμάς, είναι η θυσία της ζωής μας. Δημιούργησαν πλάσματα με απόκοσμη και φρικιαστική όψη, σε αντίθεση με τους Δρυίδες, τα φωτεινά μας αδέρφια. Ωστόσο, εμένα η ζωή μου, μου ανήκει και δεν πρόκειται να την παραδώσω σε κανέναν αμαχητί. Και τώρα φύγε ξωτικό. Δεν είναι αυτό μέρος για σένα»
Ο Έλυον τον κοίταξε με σοβαρότητα. Αυτό το πλάσμα έκρυβε μέσα του πίκρα για ένα μέλλον, το οποίο αποφάσισαν άλλοι αντί του ίδιου.
«Γνωρίζεις τι γίνεται στον κόσμο;» τον ρώτησε τελικά με ενδιαφέρον.
«Φυσικά» του απάντησε ο δαίμονας. «Ο τέταρτος Άρχοντας έχει φύγει και δε θα γυρίσει προτού καταστρέψει ολοσχερώς την ανθρώπινη διάσταση. Εγώ δεν τον έχω αντικρίσει ποτέ μου από κοντά. Έπειτα ακολουθούμε εμείς. Ο υιός σου βρίσκεται εγκλωβισμένος μαζί του. Έπεσε καταλάθος στη χωροχρονική Πύλη την ημέρα που το βασίλειό σου δέχτηκε επίθεση» του ανακοίνωσε ο Κίγκαν με ένα ύφος υπεροψίας.
Η καρδιά του Έλυον σφίχτηκε.΄΄Ορλάντο΄΄μονολόγησε. Έπειτα έστρεψε το βλέμμα του ξανά προς το μέρος του δαίμονα.
«Βγάλε αμέσως από το μυαλό σου ετούτη τη σκέψη!» του φώναξε ο Κίγκαν έχοντας κατορθώσει να μαντέψει την επόμενη πρόταση που θα ξεστόμιζε ο βασιλιάς.
«Αν θες να σταματήσεις να είσαι ένα άβουλο πλάσμα δίχως ιστορία, τότε πρόσφερε τη βοήθειά σου στον κόσμο στον οποίο ζεις. Δε θα υπάρχει καμία ελπίδα αν χαθεί η φυλή μας και ο Ορλάντο είναι κάτι σαν ελιξίριο ζωής για το Μαύρο Άρχοντα, καθώς θα έχει σκοτώσει ένα κομμάτι του Τζίλτα και θα έχει γίνει κάτοχος μιας αρχαίας δύναμης που φυλάσσεται από εμάς. Μην το επιτρέψεις αυτό. Έχεις την ικανότητα να βοηθήσεις» τον παρακάλεσε το ξωτικό.
« Νόμιζα πως οι σχέσεις σου με τον Τζίλτα είχαν κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Ωστόσο, έκανα λάθος καθώς φαίνεται. Επίσης, όπως αντιλαμβάνεσαι, μου είναι αδύνατον να εμφανιστώ με μία τέτοια μορφή σε έναν κόσμο στον οποίο κατοικούν μονάχα άνθρωποι» είπε ο δαίμονας.
«Η μαγεία μου θα σε βοηθήσει να πάρεις τη μορφή που χρειάζεσαι. Μπορεί εξωτερικά να δείχνεις σαν ένας ακόμη άνθρωπος, ωστόσο θα έχεις τη δύναμη και την ικανότητα που σου προσφέρει η φύση του δαίμονα. Πρέπει να βρεις τον υιό μου. Σε χρειάζεται. Χρειάζεται τον κόσμο μας. Σε παρακαλώ δέξου την πρότασή μου και εγώ σαν χάρη, θα σου δώσω την όμορφη, ανθρώπινη εμφάνιση που γνωρίζω πόσο την ποθείς» πρόφερε ο Έλυον βέβαιος πως είχε εντοπίσει την αχίλλειον πτέρνα του.
Μία καυτή ανάσα ξέφυγε από τα πνευμόνια του δαίμονα σαν αρχική απάντηση. Το να αποκτήσει ωστόσο, έστω και για λίγο μία ανθρώπινη όψη, φάνταζε ιδιαιτέρως ελκυστικό σαν ιδέα.
«Μονάχα αν μου υποσχεθείς πως αυτό θα είναι και το τελευταίο πράγμα που θα κάνω. Δεν έχω δημιουργηθεί για να υπηρετώ κανέναν. Παρά το γεγονός πως δε σου χρωστώ καμία χάρη, σέβομαι τη φύση των ξωτικών, καθώς είναι έντιμη. Θα βοηθήσω τον υιό σου να σταματήσει τον έκπτωτο Άρχοντα και έπειτα θα επιστρέψω για να ζήσω στα παγωμένα βουνά που βρίσκονται στα βόρεια του κόσμου μας, κοντά στα ομιλούντα δάση, τη γη των Δρυίδων. Είμαι ο μοναδικός της φυλής μου που απέκτησε την ικανότητα να έχει συναισθήματα και δική του θέληση, πράγμα που με αναγκάζει να ζήσω μοναχικά για το υπόλοιπο της ζωής μου. Ας είναι λοιπόν αυτά τα μοναχικά χρόνια και ειρηνικά. Περιμένω να μου δείξεις τις ικανότητές σου ξωτικό. Βάλε λίγη μαγεία και δάνεισε μου την ανθρώπινη μορφή. Πρέπει να κινηθώ γρήγορα αν θέλω να βρω τον υιό σου ζωντανό. Δώσε μου ένα δικό του αντικείμενο, καθώς μέσω του ίχνους που άφησε ενώ το άγγιξε, μπορώ να εντοπίσω την ακριβή τοποθεσία του. Αυτό το χάρισμα μου δόθηκε όταν δημιουργήθηκα για να εντοπίζω τον εχθρό» γρύλισε ο δαίμονας και ένα
χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Έλυον.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top