Αόρατη Απειλή/ part 2

Μέχρι τη στιγμή εκείνη, η ιστορία του διεστραμμένου και αδικημένου κακού, έμοιαζε με εφηβικό παραμύθι όπου όλοι είχαμε αναλάβει δήθεν τον άχαρο ρόλο της διάσωσης του κόσμου. Όταν είδα όμως τον Μιχαήλ σε αυτήν την κατάσταση, η αστεία χροιά αυτής της υπόθεσης μετατράπηκε σε ζωντανό εφιάλτη. Ξαφνικά φοβήθηκα πως η ζωή μου θα ανατρεπόταν. Όμως εγώ τελείωνα το σχολείο και είχα όνειρα για σπουδές και για μία ήρεμη ζωή. Πώς στο καλό είχα βρεθεί με το ένα πόδι στον γκρεμό; Ο Μιχαήλ δεν μιλούσε καθόλου εξαιτίας του ισχυρού σοκ.

«Τι πρέπει να κάνουμε;» ρώτησα νιώθοντας τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου.

«Πρέπει να φύγουμε το συντομότερο δυνατόν. Νομίζω πως όσο μένουμε σταθεροί τόσο το χειρότερο. Εκείνος θα με εντοπίζει εύκολα» απάντησε κοφτά το ξωτικό. «Δυστυχώς θα κάνει τα πάντα για να με βρει και μαζί με μένα και εσάς. Δεν είσαστε ασφαλείς μαζί μου. Καλύτερα να φύγω μόνος μου. Αυτό δεν ήταν παράκληση»μας κοίταξε αυστηρά.

Ο Μιχαήλ δεν μίλησε, απλώς ένευσε θετικά με νευρικότητα. Είχε την ελπίδα πως ο Ορλάντο θα έφευγε και όλα θα τερματίζονταν άμεσα. Οι υπόλοιποι κοιταχτήκαμε αμήχανα.

«Αυτό είναι κάτι που αφορά όλον τον κόσμο σωστά;» πετάχτηκε ο Πάνος που ήταν πάντοτε εκείνος που αψηφούσε τον κίνδυνο, ή σωστότερα που είχε άγνοια κινδύνου. Ο Ορλάντο ένευσε καταφατικά. «Τότε θα το σηκώσουμε όλοι μαζί αυτό το βάρος. Ίσως να μπορούν να μας βοηθήσουν και άλλοι αν γίνει παγκοσμίως γνωστό»

Βαθιά μέσα του, ένιωθε στην πραγματικότητα την ανάγκη να ξεφύγει από τον δικό του Γολγοθά και αυτή η ριψοκίνδυνη περιπέτεια, ήταν το τσακμάκι που του άναψε αίφνης τη φλόγα της ελπίδας, πως σε κάτι θα μπορούσε να φανεί και εκείνος χρήσιμος. Πως είχε μία κάποια  αξία και πως επιτέλους θα δραπέτευε μακριά από τη γειτονιά που του ξυπνούσε άσχημες μνήμες.

«Δε θα πιστέψει κανείς ούτε αράδα από τέσσερα δεκαοχτάχρονα» του είπα.

«Είναι μεγάλο το ρίσκο, ωστόσο μπορώ να γίνω η ζωντανή σας απόδειξη»   απάντησε το ξωτικό χαμογελαστά και μάλλον αθώα. Πόσα λίγα γνώριζε για εμάς τους ανθρώπους τελικά;

«Την τελευταία φορά που έγινες, κατέληξες εσώκλειστος σε νοσοκομειακή πτέρυγα» του είπε ο Πάνος και συνέχισε « Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν στις δεισιδαιμονίες και τα παραφυσικά. Θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση και εσύ αν δεν καταλήξεις πειραματόζωο, σε οραματίζομαι ψόφιο»

«Έλεος!» τον σκούντησα και είδα τον Ορλάντο να απομακρύνεται. Ξαφνικά ένιωσα ένα παράξενο κενό.

«Όπως και να έχει, ο Σούλφους δεν είναι δική σας υπόθεση. Δεν μπορείτε να σταθείτε απέναντί του. Θα προσπαθήσω να μην τραβήξω πολλά βλέμματα, αν και κάτι τέτοιο είναι δύσκολο. Η ανατομία του προσώπου μου...» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη του και του δόθηκε ένα μαύρο σκουφί.

«Το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα» μειδίασε ο Θοδωρής όταν ακούσαμε έναν ανατριχιαστικό ήχο. Το κομμάτια του σπασμένου καθρέπτη σέρνονταν στο πάτωμα με σκοπό να ενωθούν. Το κεφάλι μου γύρισε στον χώρο, μονάχα για να μην εντοπίσει πουθενά τον Μιχαήλ, ενώ ο Θοδωρής έτρεξε στο δωμάτιο των γονιών του. Ήταν έτοιμος να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο που είχαν για ώρα ανάγκης, καθώς αν αυτή η στιγμή δεν θεωρούνταν κρίσιμη, τότε ποια θα ήταν;

΄΄Ο Θεός να με συγχωρέσει΄΄ σκέφτηκε, όταν επέστρεψε σε εμάς.

«Φύγαμε για το εξωτερικό!» φώναξε δίχως να το σκεφτεί πολύ γιατί μάλλον ήταν και η μόνη ιδέα που είχε «Έχω συγγενείς κοντά στο Λονδίνο. Δε θα δώσουμε καμία εξήγηση σε κανέναν για την ώρα. Σε λίγο ξημερώνει και πρέπει να κάνουμε τα αδύνατα δυνατά για να συνεφέρουμε τον Μιχαήλ. Είναι σε άθλια κατάσταση. Θα πάρουμε την πρώτη πτήση που θα βρούμε. Μην ανησυχείτε για τα λεφτά. Ο πατέρας μου έχει ξεχάσει την κάρτα του εδώ στο χρηματοκιβώτιο»

Τον κοίταξα με την καρδιά να σφυροκοπά.

«Τι είναι αυτά που λες; Και τι θα πω στους δικούς μου; Πως κουράστηκα από τις πρώτες σχολικές μέρες και πρέπει να φύγω;» αντέτεινα καθώς ήμουν βέβαιη πως θα έβρισκα μεγάλο μπελά.

«Μπορείς να το ρίξεις επάνω μου» η βελούδινη φωνή του Πάνου, με ώθησε να τον κοιτάξω με θλίψη «Δεν μου αρέσει να με κοιτάζουν με οίκτο Αυγή» αντέδρασε

«Εγώ όμως είμαι η φίλη σου!» τον μάλωσα «Και θέλω να είσαι καλά»

Το βλέμμα του ευθύς μαλάκωσε για να με υποδεχτεί μία αγκαλιά που μύριζε βανίλια.

«Ευχαριστώ που με νοιάζεσαι. Ας ξημερώσει και θα μιλήσουμε με τους γονείς μας. Μέχρι τότε, ας καθίσουμε στον κήπο καλύτερα. Δεν έχω χαζέψει ποτέ μου το ξημέρωμα. Εσείς;» ρώτησε κοιτώντας τον Ορλάντο.

«Εγώ καθημερινά» μειδίασε και κοίταξα πιο προσεκτικά το όμορφο πρόσωπό του. Ήταν η πρώτη φορά που άφησε να του ξεφύγει σχετικά αβίαστα αυτή η γκριμάτσα από τη στιγμή που είχε βρεθεί στον κόσμο μας. Το χαμόγελο τον γλύκαινε.

Κοίταξα το τηλέφωνό μου. Οι αναπάντητες είχαν πέσει βροχή. Λογικό. Έλειπα άπειρες ώρες και οι γονείς μου ήταν αυστηροί. Θεέ μου τι θα τους έλεγα;

ΛΕΥΚΟΣ ΟΙΚΟΣ

Σηκώθηκε κουρασμένος για πρώτη φορά στην ιστορία της καριέρας του. Τα κόκαλα της πλάτης του έτριζαν, προκαλώντας μία σύσπαση στους μύες του σώματός του. Ο Εμίλ Μπρόξτον, ήταν ο νεότερος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που είχε υπάρξει ποτέ. Παρά το νεαρό της ηλικίας του όμως, είχε κερδίσει όχι μόνο τις εκλογές, αλλά και τις καρδιές του Αμερικάνικου λαού που αποτελούσαν το εκλογικό σώμα, αφήνοντας τον πολιτικό του αντίπαλο χιλιόμετρα μακριά. Ο ίδιος, διέθετε την τυπική αμερικάνικη όψη, με καστανόξανθα μαλλιά, πάντοτε περιποιημένα και μελί μάτια. Παρά το γεγονός πως η εμφάνισή του δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή, ο εξωστρεφής του χαρακτήρας και το σχεδόν μόνιμο χαμόγελό του, κέρδιζε και τον πιο δύσκολο άνθρωπο ή καλύτερα ηγέτη. Δεν ήταν τυχαίο εξάλλου, πως από την ημέρα ανάληψης της εξουσίας του Προέδρου από εκείνον, η Αμερική είχε βελτιωθεί δραματικά σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.

Όπως κάθε Πρόεδρος, ζούσε απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο, αν μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει έτσι την καθημερινότητά του. Οι μυστικές υπηρεσίες ήταν το δεξί του χέρι, καθώς προηγούνταν της κάθε του ενέργειας. Υπήρχαν σαν σκιές γύρω από το Λευκό Οίκο και ήταν εκείνοι που τον περίμεναν σε κάθε του δημόσια εμφάνιση, εντός και εκτός της χώρας. Ο προηγούμενος Πρόεδρος, δεν του είχε καμία εμπιστοσύνη. Μάλιστα, όταν έγινε η αλλαγή, δεν καταδέχτηκε καν να παραμείνει στον Λευκό Οίκο. Αδυνατούσε να πιστέψει τη νίκη του Εμίλ, ο οποίος ελάχιστα πράγματα άλλαξε στη διακόσμηση του χώρου του και ας το δικαιούνταν. Η τεθωρακισμένη λιμουζίνα του και το προσωπικό του αεροσκάφος, ήταν τα μοναδικά μέσα της μετακίνησής του, ενώ στη διάθεσή του υπήρχαν τουλάχιστον εκατό άτομα, από σεφ, υδραυλικούς, σερβιτόρους, κηπουρούς, καθώς και τις μυστικές υπηρεσίες.

Ο ίδιος ωστόσο, δεν ήθελε κανέναν και για πολλά, τον βοηθούσε ένα άτομο. Δεν ήταν μόνος. Η Οφέλια η γραμματέας του, ήταν το δεξί του χέρι. Κρατούσε και τακτοποιούσε όλα του τα αρχεία και ήταν ικανή να δουλεύει υπερωρίες, προκειμένου να υπάρχει μία ομαλή ροή στην καθημερινότητά του. Ήταν μία ικανότατη και ιδιαίτερα οξυδερκής γυναίκα γύρω στα εξήντα, την οποία ο Εμίλ δεν αποχωριζόταν ποτέ, καθώς του είχε σταθεί τόσο σε προσωπικό, όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Τον γνώριζε από πολύ νέο και ήταν πολύ καλή φίλη με τη γυναίκα του.

Ακριβώς επειδή δεν υπήρχαν γιαγιάδες ή παππούδες να προσέχουν την κόρη του, η γυναίκα του καλούσε την Οφέλια στο σπίτι, για να κάθεται με τη μικρή στις λίγες περιπτώσεις που θα ήθελαν να βγουν οι δυο τους κάποιο βράδυ. Η Οφέλια δεν είχε κάνει δική της οικογένεια, με αποτέλεσμα να αισθάνεται ευγνώμων που το ζεύγος Μπρόξτον, τη θεωρούσε κάτι πολύ παραπάνω από μέλος της οικογένειάς του. Εκείνη στάθηκε στον Εμίλ όσο κανένας άλλος, τη μοιραία νύχτα που έχασε ό,τι πολυτιμότερο είχε και έπειτα τον γλίτωσε από το να κατρακυλήσει στην κατάθλιψη.  Ήταν το βράδυ εκείνο που έχασε σε δυστύχημα, τη γυναίκα του και το μονάκριβο παιδί του.

Ωστόσο, εκείνη η ημέρα, έμελλε να είναι διαφορετική και για τους δύο.

Έχοντας ετοιμαστεί από νωρίς το πρωί, ετοιμάζοντας παράλληλα και πρωινό στον αγαπημένο της Εμίλ, η Οφέλια κατευθύνθηκε στο προεδρικό γραφείο, χτυπώντας απαλά την πόρτα. Την προτιμούσε από τον οποιονδήποτε σερβιτόρο.

«Οφέλια, μπορείς να περάσεις. Πες μου σε παρακαλώ, ποιο είναι το πρόγραμμά μας για σήμερα;» άκουσε την ευγενική φωνή του.

Η γλυκιά γυναίκα, ανταποκρίθηκε άμεσα:

«Κύριε Μπρόξτον, σήμερα περιμένετε επίσκεψη από τα Αραβικά Εμιράτα. Οι καλεσμένοι θα σας καρτερούν στο Κίτρινο οβάλ δωμάτιο όπως συνήθως».

Ο Εμίλ άφησε να βγει από μέσα του ένας αναστεναγμός. Μία τέτοια συνάντηση, εκτός από χρονοβόρα ήταν και δύσκολη, σωστή δοκιμασία νεύρων και υπομονής.

«Οφέλια,θα ήταν πολύ να σου ζητήσω να το ακυρώσουμε; Νομίζω πως δεν είμαι σε θέση να δεχτώ κανέναν. Αδυνατώ να συγκεντρωθώ και να λάβω την οποιαδήποτε απόφαση. Εσύ γνωρίζεις πολύ καλά πώς να βρίσκεις πειστικές δικαιολογίες» της απάντησε κοιτάζοντάς την κουρασμένα. Ένα θολό χαμόγελο αυλάκωνε το πρόσωπό του, κάνοντάς την να μην μπορεί να του αντισταθεί με τίποτα.

«Κύριε, εσείς είστε υπεύθυνος να δέχεστε επίσημα πρόσωπα και ετούτη η συνάντηση είναι πολύ βασική για το μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν μας επισκέπτονται κάθε μέρα από τη Μέση Ανατολή» πάλεψε να τον συνετίσει, χρησιμοποιώντας διάφορα επιχειρήματα και παλεύοντας ταυτόχρονα να κρύψει την ταραχή της.

«Πολύ καλά Οφέλια. Θα τους δεχτώ. Τώρα θα σε παρακαλέσω να με αφήσεις για λίγο μόνο μου, ώστε να βάλω μία τάξη στο μυαλό μου και να ετοιμάσω τα απαραίτητα έγγραφα» τελείωσε ο Εμίλ και η γυναίκα αποχώρησε αμέσως.

Σηκώθηκε αργά και με κόπο. Τις ημέρες που ένιωθε έντονα την καρδιά του να βουλιάζει στην κατάθλιψη, κατευθυνόταν προς την κορυφή του Λευκού Οίκου, σε ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό δωμάτιο, που ονομαζόταν Σολάριουμ και είχε θέα το μνημείο του Ουάσινγκτον.

Λίγα λεπτά αργότερα, μια φευγαλέα σκιά σκέπασε τον κήπο της εμβληματικής, προεδρικής οικίας. Οι αστυνομικοί που φυλούσαν την μπροστινή του πλευρά, ένιωσαν ευθύς μια ανατριχίλα να διαπερνά το κορμί τους, ενώ ένα ελαφρύ αεράκι έκανε τα κάγκελα να τρίξουν. Ένας σατανικός ψίθυρος πλημμύρισε τους διαδρόμους, ενώ μερικές από τις πόρτες ανοιγόκλεισαν μόνες τους. Οι δύο ελεύθεροι σκοπευτές, άρπαξαν τα όπλα τους, σημαδεύοντας το απόλυτο κενό. Καμία ένδειξη ξένης, ανθρώπινης παρουσίας δεν υπήρχε. Μονάχα μια παράξενη αναστάτωση. Οι Μυστικές Υπηρεσίες ειδοποιήθηκαν ώστε να ελεγχθεί με τρόπο όλη η περιοχή. Τα πάντα ήταν στη θέση τους και ο Εμίλ σύμφωνα με τις πληροφορίες τους ασφαλής. Η κατάσταση συναγερμού χαλάρωσε λίγο, μα όλοι είχαν τα μάτια τους ανοιχτά.

Εκείνος σηκώθηκε από την καρέκλα του γραφείου του και άρχισε να βηματίζει νευρικά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πολλά χρόνια να δεχτούν μία τέτοια επίσκεψη. Το ένστικτό του, του έλεγε να προσέχει και οι κουβέντες του να είναι μετρημένες. Με γοργό βήμα, κατευθύνθηκε στο λουτρό, για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Τη στιγμή που κοιτούσε το είδωλό του στον καθρέπτη, το μυαλό του κατακλύστηκε από πλήθος σκέψεων. Ήταν ένας άνδρας που ζούσε μονάχος, για περισσότερα από πέντε χρόνια. Ο χαμός  της γυναίκας του και της κόρη του σε μία απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, όταν ακόμη βρισκόταν στο επίκεντρο του προεκλογικού αναβρασμού, δεν τον άφηναν να συνεχίσει τη ζωή του, κυρίως εξαιτίας των τύψεων, καθώς θεωρούσε τον  εαυτό του υπεύθυνο για ό,τι συνέβη. Όπως είχε πει και ο ίδιος ΄΄Αν δεν έβαζα υποψηφιότητα, δε θα έσβηναν τα χαμόγελά τους.΄΄

Ο δολοφόνος δεν εντοπίστηκε ποτέ, εντούτοις οι πρώτες φήμες που είχαν κυκλοφορήσει, ήθελαν πίσω από αυτήν την αποτρόπαια ενέργεια, να κρύβεται ο πολιτικός του αντίπαλος. Κανένα στοιχείο όμως δε βρέθηκε που να τον ενοχοποιεί, ωστόσο η κακή εικόνα που πλέχτηκε γύρω από το πρόσωπό του, ήταν αρκετή για να του στερήσει τη θέση του Προέδρου, η οποία πέρασε στα χέρια του Εμίλ Μπρόξτον, δημιουργώντας μία πρωτοφανή παγκόσμια υποστήριξη για εκείνον, στα χρόνια που ακολούθησαν. Όλον αυτόν τον καιρό, η Οφέλια στεκόταν στο πλευρό του, δίνοντάς του κουράγιο να συνεχίζει.

Ένιωσε τις σκέψεις του να τον πνίγουν όλο και περισσότερο. Η εικόνα της κόρης του και της γυναίκα του που του χαμογελούσαν, γινόταν όλο και πιο ζωντανή μέσα του.΄΄Θα ήθελα να σας δω, έστω και για μία στιγμή. Μου λείπετε. Εγώ φταίω που κόπηκε τόσο απότομα το νήμα της ζωής σας. Αν δεν είχα βάλει υποψηφιότητα τίποτε από όλα αυτά δε θα είχε συμβεί. Θέλω να σας δω, σας παρακαλώ, έστω και για μία στιγμή. Νιώθω τόσο μόνος.΄΄ μονολόγησε. 

Για λίγα λεπτά στάθηκε ακίνητος, με το νερό της βρύσης να λούζει το πρόσωπό του. Τις τελευταίες ημέρες ένιωθε μία παράξενη κούραση, ήταν γενικά ανόρεχτος, ενώ οι καταθλιπτικές σκέψεις τον στοίχειωναν όλο και συχνότερα. Μερικές φορές, άκουγε στον ύπνο του παράξενες φωνές, ξένες, απόκοσμες, σαν να έρχονταν από μία άλλη διάσταση. Κάποτε, η όρασή του έπαιζε με την ψυχολογία του, προβάλλοντας σκιώδεις μορφές στιγμιαία. Όλο αυτό το σκοτεινό παιχνίδι, τον είχε κουράσει και δοκίμαζε εμφανέστατα, τα όριά του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top