Αόρατη Απειλή/ part 1
Οι άνθρωποι του Άβατου, υπήρξαν αρχικά δημιουργήματα του Θεού της Άνοιξης, Τζίλτα. Ο Μέγας Δημιουργός, τους είχε ανακαλύψει κάποτε, κοιτάζοντας αρχικά μέσα από το ουράνιο ρήγμα. Τότε, η φύση τους η πολύπλοκη, ο χαρακτήρας και τα κατορθώματά τους, του είχαν προκαλέσει δύο αντικρουόμενα συναισθήματα. Τρόμο και συνάμα θαυμασμό. Θαυμασμό για την εξέλιξή τους και τα τεχνολογικά τους επιτεύγματα και τρόμο για τον τρόπο με τον οποίο τα χρησιμοποιούσαν, κατακρεουργώντας την ίδια την πηγή της ζωής τους, που ήταν η φύση και το περιβάλλον τους. Ο Τζίλτα ωστόσο, θέλησε να τους πλάσει, ξεδιπλώνοντας την ύπαρξή τους και στον κόσμο του Άβατου και εμφυσώντας τους την ικανότητα να δημιουργούν και να εξελίσσονται διαρκώς, όπως συνέβαινε δηλαδή και στην περίπτωση της δεύτερης διάστασης.
Ο Σούλφους από την άλλη, τα χρόνια εκείνα, έχοντας σκιαγραφήσει στο μυαλό του, τον πολύπλευρο και πολυδιάστατο χαρακτήρα τους, έφερε στη ζωή σαν αντίβαρο της δικής τους φυλής, εκείνη των ξωτικών. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους, τα ξωτικά χαρακτηρίζονταν από αγαθογνωμοσύνη, πραότητα και σοφία. Ό,τι περιλάμβανε και η ψυχή του νεότερου εαυτού του. Εντούτοις, είχε φτάσει πλέον η στιγμή η δύσκολη, που έπρεπε να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις γύρω από τους ανθρώπους, προκειμένου να αφομοιωθεί από εκείνους, να γίνει κομμάτι του κόσμου τους στην παράλληλη διάσταση και την κατάλληλη στιγμή, να αποδεκατίσει τη φυλή τους, εξαφανίζοντάς τους για πάντα, ή υποτάσσοντάς τους στη δική του βασιλεία. Έχοντας σταθεί μπροστά από την ημικυκλική, πέτρινη λεκάνη των τριών απόκοσμων γυναικών, διάβαζε προσεκτικά τις πληροφορίες που του παρέχονταν, γύρω από τον κόσμο των ανθρώπων. Ήταν ύπουλοι και αλαζόνες με ροπή στη λατρεία των πολύτιμων αντικειμένων και την εξουσία. Εξάλλου, τον κόσμο τους τον κυβερνούσε μονάχα μία λέξη. Το χρήμα. Ο Σούλφους το θεωρούσε εμφανώς άχρηστo για εκείνον, ωστόσο όφειλε να υιοθετήσει μία μορφή που θα συνδύαζε την εξουσία με το χρήμα, προκειμένου να βασιλεύσει στη δεύτερη διάσταση. Ο πρίγκιπας των ξωτικών βρισκόταν ήδη εκεί, μπορούσε να νιώσει την κάθε του κίνηση τις στιγμές που θα βρισκόταν κοντά ή μπροστά σε κάτοπτρο. Το πρόσωπό του σχημάτισε ένα φρικτό χαμόγελο. Είχε έρθει η ώρα.
ΕΛΛΑΔΑ
Όταν επέστρεψε η γιαγιά του Πάνου, φαινόταν κουρασμένη. Καθώς έμενε σε αυτή τη γειτονιά όλη της τη ζωή, είχε φίλες πολλές για να περνά τα απογευματόβραδά της. Όταν μας είδε, μας αγκάλιασε σφιχτά. Ήταν η αδυναμία μου καθώς η καλοσύνη της μου θύμιζε πάντοτε τον αγαπημένο μου παππού που είχα χάσει από νωρίς.
«Αυγούλα μου;»
«Είσαι κουρασμένη» της είπα ψιθυριστά γιατί δεν ήθελα να με ακούσει ο φίλος μου.
Μου χαμογέλασε λίγο πικραμένη, όταν είδα τον Ορλάντο να με πλησιάζει.
«Η καρδιά της, είναι αδύναμη» ήταν το μόνο που μου είπε και ένιωσα ένα τσίμπημα τρόμου. Ήξερα όμως πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για ερωτήσεις. Να πάρει!Πώς το είχε καταλάβει;
«Ο νεαρός;» μας ρώτησε αθώα και κοιταχτήκαμε όλοι μεταξύ μας.
«Φίλος μας» σχολίασε ο Θοδωρής όσο πιο άνευρα μπορούσε.
«Κολλητός από τα παλιά» συμπλήρωσε ο Μιχαήλ για να νιώσει το σκούντημά μου.
Κάθισε μαζί μας για λίγο. Τα μάτια μου, έπεσαν επάνω στον Πάνο και στις ανάλαφρες κινήσεις του, όταν βρισκόταν δίπλα της. Το βλέμμα του το καστανό γινόταν τρυφερό, η αγάπη φαινόταν στα μάτια του και το νοιάξιμο. Σκέφτηκα την κουβέντα του Ορλάντο, σε συνδυασμό με την κουρασμένη της εικόνα και τα μάτια μου υγράνθηκαν, δίχως να το αντιληφθώ. Μας καληνύχτισε, έπειτα από μισή ώρα και εμείς μείναμε να κοιταζόμαστε σχεδόν αμίλητοι, ώσπου η ώρα πέρασε.
Για καλή μας τύχη, ακολουθούσε σαββατοκύριακο και παρά το γεγονός πως τα σχολικά καθήκοντα ασκούσαν ισχυρή πίεση, θα είχαμε όλο το χρόνο που χρειαζόμασταν, προκειμένου να καταλάβουμε, τι μας είχε συμβεί, καθώς επίσης και το βάρος που έφερε πάνω της μια τέτοια αποστολή. Μας ήταν σχεδόν αδύνατον να συνειδητοποιήσουμε ελαφρά τη καρδία, πως ένας μαγικός κόσμος, συνυπήρχε στην ουσία με τον δικό μας, σε μία παράλληλη διάσταση και πως τα πλάσματα που τον κατοικούσαν, μας έμοιαζαν πολύ περισσότερο από όσο τελικά πιστεύαμε. Για την ακρίβεια, κατοικούσαν άνθρωποι σαν εμάς και σε εκείνη την ειδυλλιακή Γη, τη γεμάτη με διάσπαρτα, λαμπερά, ακμάζοντα βασίλεια, πλούσια ιστορία και αδιαμφισβήτητες ομορφιές.
Οι γονείς μας, είχαν ειδοποιηθεί εγκαίρως, πως θα μέναμε τελικά στο σπίτι του Θοδωρή για δύο ολόκληρα βράδια και το οποίο με τα πόδια ήταν σχετικά κοντά στη μικρή μονοκατοικία. Δεν μπορούσαμε να ρισκάρουμε μία πρόκληση ταραχής στη γιαγιά του Πάνου, η οποία είχε αφεθεί εμφανώς στον Μορφέα. Στη διαδρομή, ο Μιχαήλ προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του, πως ο Ορλάντο χρειαζόταν ψυχική υποστήριξη, καθώς επρόκειτο για κάποιον αλαφροΐσκιωτο που μπέρδευε τη φαντασία με την πραγματικότητα. Ο Πάνος από την άλλη, ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, ενώ εγώ που ακολουθούσα τελευταία, παρατηρούσα κάθε κίνηση του ξωτικού. Τα πυρόξανθα μαλλιά του ανέμιζαν σαν φλόγες. Το βάδισμά του ήταν αργό και περήφανο, το κορμί του στητό, όπως άρμοζε σε ένα πλάσμα με βασιλική καταγωγή, ενώ καθώς προχωρούσε, ένιωθα πως με την άκρη του ματιού του με επεξεργαζόταν. Δεν ήμουν βέβαιη για το αν διέθετε την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις μου, ωστόσο βαθιά μέσα μου, ευχόμουν να μπορούσε να το κάνει. Θα ήταν ευκολότερο να με καταλάβει δίχως να χρειαζόταν να μιλήσω, τόσο εγώ όσο και οι φίλοι μου. Η σιωπή ήταν βάλσαμο τις δύσκολες στιγμές και η ανάγνωσή της πολύτιμη. Το σπίτι του Θοδωρή ήταν σκοτεινό και άδειο, καθώς οι γονείς του απουσίαζαν έχοντας επισκεφθεί το χωριό του. Στα χέρια του εξακολουθούσε να κρατά ασυναίσθητα, τα κλειδιά του αστεροσκοπείου.
«Θα είμαστε σίγουρα ασφαλείς εδώ;» ρώτησα τον Ορλάντο γεμάτη αγωνία.
Η ματιά του ξωτικού σκοτείνιασε και πλημμύρισε με αβεβαιότητα.
«Δεν μπορώ να είμαι βέβαιος για τίποτε. Ο Σούλφους είναι απρόβλεπτος και ειλικρινά δεν γνωρίζω πού βρίσκεται ή ποια μορφή έχει υιοθετήσει, προκειμένου να περάσει σε αυτή τη διάσταση. Ωστόσο, θα περιορίσουμε τις κινήσεις μας και καλό θα ήταν, να μην κυκλοφορούμε πολύ στο δρόμο. Με ακολούθησε ως εδώ προκειμένου να με καταστρέψει και είμαι σίγουρος γι΄αυτό. Ίσως να ήταν προτιμότερο να αναζητήσω έναν τρόπο για να φύγω. Όμως δεν γνωρίζω πώς να καλέσω την Πύλη που τυχαία με έφερε. Ο Θεός θέλει να καταστρέψει τον μοναδικό Κληρονόμο του θρόνου του Λευκού Βασιλείου. Μαζί με εμένα ωστόσο, φοβάμαι πως θα διαλύσει και αυτόν τον κόσμο. Τα πιόνια τοποθετήθηκαν κιόλας στη σκακιέρα και το παιχνίδι ξεκίνησε. Κρατήστε ερμητικά κλειστά τα μονοπάτια του μυαλού σας. Δεν θέλετε να τα διαβεί» μουρμούρισε το ξωτικό.
Κάπου εκεί, όλοι μας παραμείναμε σιωπηλοί, παλεύοντας να συνειδητοποιήσουμε, τι είχαμε μόλις ακούσει ή σε ποια περιπέτεια είχαμε μπλέξει ακουσίως. Ο Μιχαήλ αφέθηκε να παρασυρθεί σε ένα γέλιο νευρικό, στο άκουσμα και μόνο της βασιλικής καταγωγής του πλάσματος. Για όλα τα υπόλοιπα απέφυγε εσκεμμένα κάθε σχολιασμό.
«Πέσαμε επάνω σε πρίγκιπα δηλαδή; Τόση ήταν η τύχη μας;» ξεκίνησε να μονολογεί κοιτάζοντας τον Θοδωρή που με τη σειρά του κοιτούσε εμάς τους υπόλοιπους.
Ωστόσο, εγώ το μόνο που σκεφτόμουν, ήταν πως για γαλαζοαίματος, διακρινόταν από ταπεινότητα και ευγένεια, χαρακτηριστικά που πάντοτε εκτιμούσα. Στη σκέψη αυτή, χαμογέλασα δειλά και το ίδιο είδα να κάνει και εκείνος, εστιάζοντας στο πάτωμα μπροστά του. Δίχως να ανταλλάξουμε περισσότερα λόγια, αποφασίσαμε να πέσουμε για ύπνο, καθώς η κούραση μας είχε καταβάλει. Θα μαθαίναμε λεπτομέρειες της ιστορίας του την επόμενη ημέρα, καθώς όλα μας φάνταζαν ξένα και αλλόκοσμα. Το σπίτι μοιράστηκε και ο καθένας βρήκε από μία γωνιά για να ξαπλώσει. Κάπου εκεί, μία σειρά από καταστροφές ξεκίνησαν, με τον Ορλάντο να κοιτάζει γύρω του τα αντικείμενα με τρόμο. Οι διακόπτες μετατράπηκαν σε παιχνίδι, ενώ η τηλεόραση φάνταζε με κουτί του Σατανά. Παρακολουθούσα με θυμηδία τις αντιδράσεις του, όταν άκουσα τη βρύση του νεροχύτη να ανοίγει και κατόπιν ένιωσα το νερό να βρέχει το πρόσωπό μου.
«Συ-συγγνώμη» ψέλλισε αγχωμένα το ξωτικό «Πώς σταματά αυτό;»
«Αρχικά, μην το αγγίζεις» του έδωσα τη συμβουλή, για να βρεθώ να καλπάζω προς τα εκεί και τελικά να κλείνω τη βρύση.
«Πάρε και αυτά. Θα χρειαστούν» μουρμούρισε ο Θοδωρής βαστώντας μία σφουγγαρίστρα «Ελπίζω να μη χρειαστεί και το φτυάρι» αγανάκτησε στο τέλος, για να ακούσω το χαχανητό του Πάνου, τόσο σπάνιο και πολύτιμο, όσο τα πετράδια.
«Έχουμε ώρες μπροστά μας. Καλύτερα ξάπλωσε ή ρώτα πρώτα αν κάτι χρειαστείς» συμβούλευσε τον Ορλάντο και οραματίστηκα τη χρήση του αποχωρητηρίου ως την πιο επικίνδυνη αποστολή.
Λίγη ώρα αργότερα, τα φώτα έσβησαν, άπαντες ξάπλωσαν και επικράτησε σιωπή. Ωστόσο, ο Μιχαήλ, νιώθοντας τα ρούχα του να κολλάνε επάνω στο κορμί του εξαιτίας του φόβου του, καθόταν μονάχος του στο σαλόνι διαβάζοντας, καθώς ανησυχούσε για τη ζωή του και εκείνη των φίλων του. Αρνούνταν κατηγορηματικά να πιστέψει, πως είχε ανατραπεί η καθημερινότητά του από τη μία στιγμή στην άλλη. Δεν του έφτανε το μαρτύριο του Πάνου, τώρα κάποιος ισχυριζόταν πως σκοτεινές δυνάμεις τους καταδίωκαν.
Άξαφνα, τη γαλήνη των νυχτερινών ήχων, τάραξε ένας σιγανός θόρυβος σαν σούρσιμο. Ο Μιχαήλ νιώθοντας να χάνει ένα χτύπο από την καρδιά του, έστρεψε το βλέμμα του αργά προς όλες τις κατευθύνσεις. Είδε τους δύο φίλους του να κοιμούνται στον καναπέ της κουζίνας ήσυχοι και το βασιλικό ξωτικό στο πάτωμα, ενώ εγώ βρισκόμουν κλειδωμένη στο δωμάτιο του Θοδωρή. Προσπαθώντας να αυτοκαθησυχαστεί, σηκώθηκε από τον δικό του καναπέ και κατευθύνθηκε στην κουζίνα, προκειμένου να βρέξει τα ξεραμένα του χείλη με λίγο νερό, όταν το βήμα του πάγωσε, καθώς παρατήρησε πως μία ελαφριά ομίχλη είχε τυλίξει το χώρο δυσκολεύοντας την ορατότητα. Νιώθοντας τα άκρα του να τρέμουν, προσπάθησε μάταια να βρει μία λογική εξήγηση.
Ο πανικός τον πλησίαζε αργά και βασανιστικά, αλλά ο ίδιος προσπαθούσε να τον απωθήσει με διάφορες τεχνικές που του είχε υποδείξει ο ψυχολόγος του, τη χρονιά που υπέφερε από αϋπνίες λόγω της μετακόμισης με την οικογένειά του στο νέο τους σπίτι. Έπαιρνε αργές και βαθιές ανάσες από τη μύτη και φυσούσε από το στόμα. Τα χέρια του όμως παρέμεναν παγωμένα και εκείνος τα έτριβε μεταξύ τους, σημάδι της αμηχανίας που ένιωθε εξαιτίας αυτής της αόρατης απειλής. ΄΄Είναι απλώς ένα παιχνίδι του μυαλού σου. Έχεις πλούσια φαντασία και είσαι βαθύτατα επηρεασμένος από τις ιστοριούλες που μόλις άκουσες. Αυτό είναι όλο΄΄έλεγε από μέσα του ξανά και ξανά.
Προχωρώντας αργά, στάθηκε μπροστά από τον καθρέπτη του σαλονιού. Το αίμα του πάγωσε. Στη θέση του θολού του ειδώλου, είχε κάνει την εμφάνισή της μία μορφή. Ένιωσε το σώμα του και την ψυχή του να κυριεύονται από πανικό, καθώς στην απελπισμένη του προσπάθεια να καλέσει βοήθεια, δεν έβγαινε κανένας απολύτως ήχος από το στόμα του. Σαν να του είχε κλέψει κάποιος αιφνίδια τη φωνή. Τα πόδια και τα χέρια του σταμάτησαν να κινούνται, ενώ άθελά του, βάδιζε προς το μέρος του καθρέπτη. Οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί από τον τρόμο, μα του ήταν αδύνατο να ξεφύγει από την ειδεχθή παγίδα. Το ζοφερό πορτραίτο που στεκόταν απέναντί του ακίνητο, του χαμογελούσε σατανικά. Δύο μαύρες τρύπες στη θέση των ματιών, ένα πρόσωπο χλομό σαν χάρτινο και το πιο απαίσιο χαμόγελο που είχε δει ποτέ του. Τότε, ανακάλεσε τα λόγια του Ορλάντο. Πως ήταν απαραίτητο να κρατήσει τους δρόμους του μυαλού του κλειστούς.
Η σατανική φιγούρα απέναντί του, έμοιαζε ακίνητη, ωστόσο το κορμί του, ξεκίνησε να βασανίζεται από βίαιους σπασμούς. Σαν να προσπαθούσε κάποιος, να εισχωρήσει στο σώμα του και να κάνει κατάληψη. Το μυαλό του και οι προσωπικές του σκέψεις χάνονταν, παραδομένες αμαχητί στο σκοτάδι, το οποίο ζωντάνευε κάθε ζοφερό εφιάλτη του. Την όψη της μορφής, την έβλεπε να καθρεπτίζεται μέσα στην ίδια του την ψυχή και ένιωσε πως με τα λιπόσαρκα χέρια της, πάλευε να τον στραγγαλίσει. Καθώς το σώμα του αιωρούνταν προς τη μεριά του ακίνητου, σκοτεινού ειδώλου, ένα κοκκαλιάρικο χέρι με γαμψά νύχια, του έκανε σήμα να πλησιάσει περισσότερο, ενώ το χαμόγελο δεν είχε εγκαταλείψει λεπτό το εικονιζόμενο, άσαρκο πρόσωπο. Ο Μιχαήλ με μία βαθιά ανάσα, έκλεισε τα μάτια του, περιμένοντας στωικά το τέλος του. Πώς να ήταν άραγε η στιγμή του θανάτου; Πόσο να διαρκούσε; Τι αίσθηση να είχε;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top