To Αστεροσκοπείο/ part 3

Το μοιρολόι, ο θλιβερός θρήνος, έμοιαζε με τον ήχο μίας καρδιάς που ξεριζωνόταν από τα σπλάχνα της γης. Τέτοια ήταν η ένταση, τόσος ο πόνος που τον πότιζε.

«Σούλφους...Μα τις δυνάμεις του κόσμου, εσύ είσαι; Νομίζαμε πως χάθηκες για πάντα, όπως η αδερφή μας....» ψιθύρισε το παρελθόν.

Ο Σούλφους σιωπηλός προχώρησε ακόμη λίγο, μέχρι το σημείο όπου φως αμυδρό και αρρωστημένο, έπεσε επάνω στην παραμορφωμένη του όψη. Το Παρελθόν μόρφασε, σοκαρισμένο από το αποτέλεσμα. Όχι φυσικά πως η δική τους όψη ήταν καλύτερη. Από γυναίκες όμορφες και λαμπερές, πλουμισμένες με τα κάλλη και τις ευλογίες της φύσης, πλέον είχαν απομείνει σκελετοί ντυμένοι με κουρέλια.

«Στην ουσία χάθηκα και εγώ. Ο Θεός του Χειμώνα δεν υπάρχει πια. Στη θέση του αναδύθηκε χρόνια τώρα κάτι άλλο. Η δύναμη εκείνη που θα πάρει εκδίκηση, που κανέναν κόσμο δεν θα αφήσει ατιμώρητο»

Βρισκόταν στην αίθουσα του θρόνου της Μοίρας, όπου δέσποζαν τρία πέτρινα καθίσματα, λιτά και απόκοσμα πια σαν τάφοι. Δίπλα τους, βρίσκονταν αλυσοδεμένες αυτές οι σχεδόν άσαρκες γυναικείες μορφές. Το δέρμα τους ήταν χλομό, με την πέτσα του να κρέμεται και το βλέμμα τους χαμηλωμένο, βυθισμένο στην πίκρα, την ντροπή και την απογοήτευση.

«Σούλφους...»ψιθύρισε το Μέλλον.

Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Ο Σούλφους πάγωσε σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη της.

«Η Καλντέρα...»μονολόγησε.

«Είναι νεκρή, εδώ και πολλά χρόνια Θεέ του Χειμώνα. Βαθιά μέσα σου το γνωρίζεις και εσύ. Κανείς μας δεν αντέχει την απουσία της. Μοιάζει σαν να βυθίστηκε ο ήλιος στην πάχνη για πάντα, σαν να έπαψε η λάμψη του να ελεεί το Άβατο» του απάντησε με τρεμάμενη φωνή το Μέλλον.

Τα κενά του μάτια ρυτίδιασαν από το μορφασμό του πόνου. Γονάτισε στο μάρμαρο κλαίγοντας γοερά. Αν μέχρι εκείνη τη στιγμή, η καρδιά του είχε μετατραπεί σε πέτρα, τώρα πια αυτή η πέτρα είχε διαλυθεί σε χίλια κομμάτια περνώντας στη σφαίρα της ανυπαρξίας. Χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του στη γη.

« Το λουλούδι μου μαράθηκε για πάντα παίρνοντας μαζί της και την καρδιά μου.Ήταν το πιο αγνό πλάσμα αυτού του κόσμου. Βαθιά μέσα μου φώλιαζε μία μικρή ελπίδα, πως θα ήταν ίσως ακόμη ζωντανή. Την αναζητούσα μάταια για χρόνια. Δεν ήθελα να πιστέψω πως εκείνα τα γλυκά μάτια δεν θα έβλεπαν ποτέ ξανά τον κόσμο μας» μουρμούρισε μέσα από λυγμούς. «Έπρεπε να την προστατέψουν με κάθε κόστος. Ήταν και εκείνη μέλος της οικογένειάς μας. Ποιο χέρι θα μπορούσε να σκοτώσει αυτό το πλάσμα; Ποιο; Το άνθος μου στην απέραντη έρημο της ψυχής μου, ήταν εκείνη» είπε και σηκώθηκε απότομα.

Η όψη του τώρα ήταν πιο απόκοσμη από ποτέ.

Οι Νόρμες τον κοίταξαν τρομοκρατημένες.

«Σούλφους στεναχωριέμαι που σε βλέπω έτσι. Μην γίνεσαι ωστόσο όμοιος με κάποιους που δεν τους αξίζει καν η ζωή σε τούτη τη γη. Θρηνούμε και εμείς εδώ και πολλά χρόνια για την αδελφή μας, μα δε γνωρίζουμε αν ήταν δολοφονία ή ατύχημα. Είχε ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στα ξωτικά» του είπε το Παρελθόν.

Ο Σούλφους την κοίταξε χαμογελώντας ειρωνικά. Τα μυτερά του δόντια έσταζαν σταγόνες δηλητήριο. Τότε, μία τελευταία ανάμνηση ανασύρθηκε, σαν το τελευταίο άστρο που λάμπει ζωηρά, λίγο πριν να σβήσει για πάντα. Άκουσε μέσα στο μυαλό του το γέλιο της το γάργαρο. Είδε τα μικρά, γλυκά λακκάκια, ενός κοριτσιού ανέμελου και πανέμορφου, μίας Νύμφης χρυσομαλλούσας. Είδε το βράδυ εκείνο, που για πρώτη φορά έκαναν έρωτα και ένιωσε για κλάσματα το τσίμπημα της απόλυτης ευτυχίας, που όμως τώρα πια τον αποχαιρετούσε για πάντα. Και εκείνη η μελωδία; Η μελωδία του χορού τους που είχε αποθηκευτεί ως δια μαγείας σε ένα μουσικό κουτί; Τι να απέγινε; Πού να βρισκόταν τώρα πια; Στο παλάτι τους; Ή μήπως είχε χαθεί και εκείνη για πάντα στα βάθη των χρόνων; Ένας σιγανός λυγμός δραπέτευσε από τη ματωμένη του ψυχή, ένας αναστεναγμός που τον πήρε μακριά ο δηλητηριώδης άνεμος, αυτής της Κόλασης.

«Πολύ αργά για να μπω σε υποθέσεις» ακούστηκε ξαφνικά η στεντόρεια φωνή του. «Εξάλλου την απάντηση τη γνωρίζω. Η χρυσομαλλούσα μου τρέχει ανέμελη στο Πέρατο. Στην παντοτινή γη των ψυχών. Τουλάχιστον εκεί θα ευτυχήσει. Ο κόσμος αυτός ήταν πολύ άσχημος και πολύ επικίνδυνος. Τώρα όμως ξεκινά η αυγή της δικής μου βασιλείας. Τα ορυχεία και τα μεταλλεία των ξωτικών θα δουλεύουν για μένα. Ήρθε ο καιρός να ξυπνήσει ετούτη η Κόλαση. Τότε όλοι θα παραμιλούν σε μία γη όπου θα βασιλεύει ο Χειμώνας για πάντα. Στα χέρια μου βαστώ συνθήκες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν κάθε πλάσμα στον θάνατο. Άγονη και παγωμένη γη, όπου τίποτε δεν θα φυτρώνει και τίποτε δεν θα καλλιεργείται. Αυτό θα είναι το Άβατο. Μόλις υποτάξω τις δυνάμεις του κόσμου, το έργο μου θα μπορεί να πάρει σάρκα και οστά επιτέλους. Αλήθεια, γνωρίζατε για την ύπαρξη του παράλληλου κόσμου;» ρώτησε.

Οι Νόρμες τον κοίταξαν σιωπηλές για λίγα λεπτά.

«Γνωρίζουμε πολλά Σούλφους. Αυτό που κρέμεται στο στήθος σου είναι πολυτιμότερο από όσο πιστεύεις. Διαφύλαξε όσο μπορείς τα συναισθήματά σου και μην αφήσεις την κακία να τρυπώσει στην ψυχή σου. Ο αιώνιος θρόνος περιμένει να βρει τον αντικαταστάτη του, του οποίου η ψυχή θα περιβάλλεται από φως και όχι από σκοτάδι. Το μενταγιόν που έφτιαξε ο Πατέρας κάποτε για εσένα, περιέχει μία από τις τέσσερις Δυνάμεις. Ο κάτοχος και των τεσσάρων, θα είναι εκείνος που θα αντικαταστήσει τον Μέγα Δημιουργό. Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όμως. Η δύναμη, η ταπεινότητα, η τιμιότητα και η αγάπη έχουν μοιραστεί στον κόσμο σαν έννοιες. Όλες μαζί, δημιουργούν την ολοκλήρωση, το ένα φυλαχτό που θα διαθέτει όλα τα κομμάτια και που λάμπει έντονα κοσμώντας τον μελλοντικό Μέγα Δημιουργό στον έναν Θρόνο πέρα και πάνω από το Άβατο.» απάντησε το Παρελθόν.

Πράγματι, το φυλαχτό του Σούλφους είχε τέσσερα κομμάτια. Κάθε ένα από αυτά που θα έλαμπε, αυτό θα σήμαινε πως ήταν ζωντανό. Τα νήματα και των τεσσάρων οδηγούσαν στον κεντρικό αέναο κύκλο, το δαχτυλίδι του κόσμου, το στέμμα του Μέγα Δημιουργού.

«Δεν απαντάτε στην ερώτηση που σας έθεσα, καθώς μονάχα εκείνη με ενδιαφέρει» πρόφερε ο Σούλφους ψυχρά.

«Ο δικός μας κόσμος από τον άλλο, χωρίζεται από Πύλη φωτεινή, που στέκει ως μόνη δίοδος επικοινωνίας. Οι δύο κόσμοι μοιάζουν, με τη διαφορά πως στον δικό τους κατοικεί μονάχα ο άνθρωπος και τα ζώα. Ωστόσο η ανθρώπινη αυτή φυλή, είναι επικίνδυνη, καθώς χρησιμοποιεί τεχνολογία που εμείς δε γνωρίζουμε. Το μυαλό τους είναι στραμμένο στη δολιοφθορά και διψούν για εξουσία. Στον κόσμο τους θα πραγματοποιηθεί ένα σπάνιο φυσικό φαινόμενο. Ένα φαινόμενο που θα επιτρέψει στην Πύλη να φανεί. Είναι η ευκαιρία σου να την σπάσεις για πάντα. Δεν μπορώ όμως να σου πω περισσότερα, καθώς η καρδιά σου τώρα πια είναι σκοτεινή» τελείωσε το Παρελθόν.

«Τότε θα βρω μονάχος μου τις απαντήσεις. Θα είναι εύκολος στόχος. Ποτέ μου δεν πίστευα πως θα ερχόταν ο καιρός που η πιο άθλια φυλή, θα μου φαινόταν επιτέλους χρήσιμη. Οι άνθρωποι θα τελειώσουν. Είναι δημιουργήματα του Τζίλτα σε όποιον κόσμο και αν ανήκουν. Δεν βιάζομαι, όλα θα γίνουν εν καιρώ. Τι το πιο συναρπαστικό από το να στεφθώ αφέντης δύο κόσμων;»κάγχασε ο Σούλφους.

«Έχεις μία ομάδα ξωτικών της αρχαίας φυλής της Σελήνης που σε στηρίζει και που τιμωρήθηκε μαζί με εσένα και με εμάς τότε»του είπε το Μέλλον με την απογοήτευση όμως να καθρεπτίζεται στα μάτια της, καθώς και τον φόβο και την αμφιβολία για τα μελλούμενα.

«Καλώς. Οι διεφθαρμένες ανθρώπινες ψυχές, μετατρέπονται εύκολα σε πιόνια. Αφού τελειώσω με τον κόσμο εκείνο θα ασχοληθώ και με τον δικό μας. Το Άβατο θα επιστρέψει σε μένα πιο λαμπρό από ποτέ. Σας θέλω στο πλευρό μου. Θυμηθείτε μονάχα ποιος είναι υπεύθυνος για τον θάνατο της αδερφής σας. Αν ο Τζίλτα δεν μου έκανε τη ζωή Κόλαση, δεν θα χρειαζόταν να φύγω ποτέ από το Άβατο. Εκείνος με παγίδευσε, εκείνος καταράστηκε το βιβλίο της Γένεσης. Ίσως ήθελε να κρύψει κάτι ή να με ενοχοποιήσει και τα κατάφερε πολύ καλά» γρύλισε, όταν η πέτρινη πόρτα της αίθουσας του θρόνου της Μοίρας άνοιξε αργά και στο εσωτερικό της εισήλθε ο Όθωνας.

Ο αλλοτινός Πρίγκιπας των ξωτικών της Σελήνης και Βασιλιάς έπειτα από τον θάνατο του πατέρα του, Βιλ Γκάλας, είχε πάρει το μέρος του Θεού του Χειμώνα. Αποτέλεσμα ήταν, πως η τιμωρία της Ιεροσυλίας είχε χτυπήσει και τον ίδιο, σαν έκπτωτο Άγγελο, καθώς και όσους ακόμη ακολούθησαν τον Σούλφους στα έγκατα του βασιλείου της Μοίρας. Στη θέα του εξίσου παραμορφωμένου βασιλιά, ο Σούλφους μόρφασε, μα από την άλλη είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται πως πολλές ήταν οι δυνάμεις που συγκεντρώνονταν κοντά του, πολλοί οι σύμμαχοι. Η εκδίκηση λοιπόν, ήταν προ των Πυλών.

Την στιγμή που στα αβυσσαλέα βάθη της Μοίρας, η διεφθαρμένη καρδιά του Θεού ετοίμαζε το σκοτεινό στρατό της, ένας φως σαν άστρο της αυγής, έλαμπε στο Λευκό Βασίλειο του Έλυον. Ήταν η καρδιά του μικρού Ορλάντο, του μονάκριβου υιού του. Ο Ρόουεν και ο Ρίβερ Σέιν είχαν κάνει καλή δουλειά, δημιουργώντας μία φυλή λαμπερή σαν την σφαίρα του ήλιου που ήταν και το βασικό συστατικό της δημιουργίας της. Ο Ορλάντο είχε τα μάτια του ουρανού, τα μαλλιά της φωτιάς και δέρμα σαν τα στάχυα. Όλα τα υλικά της φύσης, είχαν βάλει το μικρό τους λιθαράκι για τον πρίγκιπα του Λευκού Βασιλείου. Ο Έλυον με την Αία τον καμάρωναν, παρά το γεγονός πως ο ατίθασος χαρακτήρας του, δημιουργούσε συχνά προβλήματα.

Ο Έλυον, έπειτα από τον πόλεμο ανάμεσα στις φυλές των ξωτικών, είχε θεωρήσει εκείνα της Σελήνης ως ακόλουθους του σκοτεινού Θεού του Χειμώνα. Έπειτα από την τιμωρία του Όθωνα, άλλος βασιλιάς δεν είχε υπάρξει. Εξάλλου, ελάχιστα ξωτικά της Σελήνης είχαν απομείνει πια στον κόσμο του Άβατου, ζώντας στα ορεινά. Ο Ορλάντο δεν συμμερίστηκε ποτέ την άποψή του. Από μικρό παιδί το έσκαγε, αναζητώντας έναν νεαρό της φυλής της Σελήνης στα κρυφά. Φυσικά, η γλυκιά, παιδική του ηλικία ταράχτηκε, από τον αιφνίδιο θάνατο της μητέρας του. Ήταν και η αρχή της αλλαγής της συμπεριφοράς του πατέρα του, ο οποίος από γλυκός και ταπεινός, μεταμορφώθηκε σε έναν άνδρα ψυχρό και λιγομίλητο, μα δίκαιο βασιλιά.

Ο Ορλάντο θεωρούσε πάντα πως ο πατέρας του βαστούσε καλά κρυμμένο ένα μυστικό. Θυμόταν αμυδρά πως μία ημέρα, ο Θεός της Άνοιξης, είχε επισκεφθεί το βασίλειό τους, καλώντας τον πατέρα του να τον συναντήσει στη Δημόσια Βιβλιοθήκη, το κέντρο της εκπαίδευσης και του πολιτισμού του Άβατου. Στον γυρισμό, ο Έλυον επέστρεψε με ένα σπαθί, κειμήλιο θεϊκό όπως του είχε εξηγήσει, προτρέποντάς τον να μείνει μακριά. Το σπαθί, φυλάχτηκε σε μία αίθουσα και δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ από κανέναν.

Μεγαλώνοντας, ο νεαρός Ορλάντο περνούσε όλη την ημέρα του στα δάση του ξωτικοβασιλείου και αφουγκραζόταν όλους τους ήχους της φύσης. Το σπιτάκι ενός γέρικου ξωτικού, του Προμιδέα, είχε γίνει το καταφύγιό του. Βρισκόταν βαθιά μέσα στα δάση, στα σύνορα του Λευκού Βασιλείου, καθώς ο Προμιδέας ανήκε στη φυλή της Σελήνης και ο Έλυον αρνούνταν να του επιτρέψει την είσοδο στο Λευκό Βασίλειο.

«Καλησπέρα!» ακούστηκε η φωνή του Ορλάντο σαν εισερχόταν στην φτωχική καλύβα του Μάγου Προμιδέα όπως ήταν γνωστός.

«Καλώς τον! Μία μέρα θα βρεις τον μπελά σου που έρχεσαι εδώ» τον μάλωσε ο γέροντας.

«Από τον βασιλιά; Μα, είμαι ο πρίγκιπας» μειδίασε ο νεαρός «Αποφεύγω τις επισκέψεις στο βασίλειό μου τα μεσημέρια, εξαιτίας του συνωστισμού» του είπε με νόημα.

«Κατάλαβα. Έφτασε και εσένα ο καιρός σου να βρεις μία κοπέλα» του είπε ο γέροντας παίρνοντας τα ξύλα από τα χέρια του.

«Δεν έχει έρθει ακόμη η στιγμή η κατάλληλη. Θα το καταλάβει ο πατέρας μου κάποτε» πήρε μία ανάσα «Η γη έχει μία παράξενη αίσθηση. Σχεδόν αντιλαμβάνομαι την βαριά της αναπνοή»

«Ο κόσμος έχει διαταραχθεί, το ίδιο και η ισορροπία. Μείνε μακριά από μπελάδες νεαρέ» του χαμογέλασε σαν τον είδε έτοιμο να φύγει.

«Μην ανησυχείς» τον καθησύχασε ο Ορλάντο, ο οποίος πήρε τον δρόμο της επιστροφής με τον ροδαλό ουρανό να τον συνοδεύει σε κάθε του βήμα.

Ο ίδιος ωστόσο, ένιωθε το έδαφος να ανασαίνει βαριά και ήξερε πως ετούτο ήταν κακός οιωνός. Υπόγειες δυνάμεις κινούνταν σιωπηλά και έπρεπε να παρακολουθεί το κάθε σημάδι. Το βράδυ εκείνο της πανσελήνου, καθώς έκανε βόλτες δίπλα από τη γαλάζια λίμνη παρατηρώντας τα υπέροχα, χρυσαφένια νούφαρα, είδε στα νερά της να καθρεφτίζεται μία λάμψη. Ήταν η συμπαντική Πύλη. Είχε διαβάσει πολλά γι' αυτήν, καθώς και για το ξόρκι με το οποίο ο Μέγας Δημιουργός την είχε σφραγίσει, προφυλάσσοντας το Άβατο από μία πιθανή ανάμειξη των δύο τόσο ίδιων, και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικών κόσμων. Καθώς παρατηρούσε τη λάμψη της στον ουρανό, ήξερε πως μόλις είχε γίνει αυτό που φοβόταν. Το ξόρκι είχε σπάσει, αφήνοντας το Άβατο εκτεθειμένο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top