To Άβατο σφραγίζει τις πόρτες του/ part 1


Οι μέρες που ακολούθησαν, ήταν από τις πιο ένδοξες της πρώτης βασιλείας, που υπήρξε στον κόσμο εκείνο. Ο Τζίλτα θέλοντας να έχει τους δικούς του υπηκόους και προστατευόμενους, αποφάσισε να δημιουργήσει το ανθρώπινο γένος, όπως ακριβώς το είχε δει στα οράματα του Πατέρα του, γεγονός που ανησύχησε ιδιαιτέρως τα αδέρφια του. Όλοι τους υπέθεταν, πως η παρουσία των ανθρώπων, πιθανότατα να απόβαινε ζημιογόνα. Τόπος κατοικίας τους, έγινε ένα βασίλειο φτιαγμένο από πέτρα μακριά από το Άβατο. Ο Σούλφους, ο οποίος παρακολουθούσε διαρκώς τις εξελίξεις, φαινόταν ιδιαίτερα ταραγμένος. Η Καλντέρα τον πλησίασε και τον αγκάλιασε, προκειμένου να τον καθησυχάσει.

«Δεν θέλω άλλο να βλέπω σκοτεινιά στο βλέμμα σου. Σήμερα ήθελα να μοιραστώ κάτι πολύ όμορφο μαζί σου...» του είπε διστακτικά.

Τα μάτια του Σούλφους για μία στιγμή έλαμψαν και ένα κρυφό χαμόγελο φάνηκε για πρώτη φορά να διαγράφεται στα χείλη του.

«Θα αποκτήσουμε παιδί Σούλφους» του είπε η Καλντέρα με δάκρυα χαράς να κυλούν στο πρόσωπό της.

Ο Σούλφους σιωπηλός, πέρασε τα δάχτυλα των χεριών του ανάμεσα από τις ανάλαφρες, χρυσές μπούκλες της και την τράβηξε ελαφρώς προς το μέρος του.

«Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που νιώθω τόση ευτυχία. Ωστόσο, η ύπαρξη των ανθρώπων μου προκαλεί ανησυχία. Είναι πλάσματα αλαζονικά και φέρουν κακία στην ψυχή. Είναι καχύποπτοι και όσοι ακόμη διαθέτουν μια καρδιά από χρυσάφι, ρισκάρουν να επηρεαστούν από εκείνους που με δόλο θα προσπαθήσουν να τους καθοδηγήσουν» τελείωσε.

Η Καλντέρα τον κοίταξε με βλέμμα συννεφιασμένο.

«Άσε λοιπόν τον Τζίλτα να τους καθοδηγήσει, εκείνος ξέρει» του απάντησε και ο Σούλφους χαϊδεύοντας απαλά τα ροδαλά της μάγουλα, της είπε :

«Κάποια μέρα θα με καταλάβεις...Αυτό που προέχει ωστόσο είναι το παιδί μας και η δική σου ευτυχία. Θα φροντίσω να μη σου λείψει τίποτε» και αφήνοντας το χέρι της κατευθύνθηκε προς την αίθουσα του θρόνου του κεντρικού Βασιλείου του Μέγα Δημιουργού.

Η αίθουσα ήταν σκοτεινή και άδεια με μόνο φωτεινό σημείο το βιβλίο της Γένεσης. Το χρυσό του περίβλημα φώτιζε την γωνιά που ήταν φυλαγμένο. Ο Σούλφους κοίταξε γύρω του τις ζωγραφιές της Δημιουργίας με νοσταλγία. Τότε όλα φάνταζαν ευκολότερα. Βημάτισε νευρικά για λίγη ώρα, προσπαθώντας να βρει μία λύση που θα περιόριζε την ολική επικράτηση της ανθρώπινης φυλής πάνω στη Γη. Άξαφνα σταμάτησε και χαμογέλασε σαρδόνια. Θα δημιουργούσε κάτι ανώτερο από εκείνους. Θα τους εμφυσούσε τη δύναμη και τα χαρίσματά του. Θα ήταν σοφοί κατ εικόνα και καθ ομοίωσή του. Και έτσι, η φυλή των ξωτικών άρχισε από εκείνη την ημέρα να παίρνει σάρκα και οστά.

Έμοιαζαν πολύ με τους ανθρώπους, αλλά ακόμη περισσότερο με τους Θεούς. Το δέρμα τους ήταν ολόλευκο και τα μάτια τους ήταν σμαραγδένια. Τα μαλλιά τους ήταν μαύρα σαν τον έβενο. Είχαν πολύ πιο οξυμένες αισθήσεις από τους κοινούς θνητούς ανθρώπους και ζούσαν πολλά περισσότερα χρόνια. Ωστόσο, το σημαντικότερο όλων, ήταν η αγνή τους ψυχή και η βαθιά τους σύνδεση με τη φύση. Καθώς στο Άβατο κατοικούσαν μονάχα οι Θεοί, τα ξωτικά έφτιαξαν το βασίλειό τους στους πρόποδές του για να βρίσκονται κοντά τους.

Αρχικά, τα πανέμορφα πλάσματα περιφέρονταν στο δάσος γυμνά, ενώ ο Σούλφους ως δάσκαλος και δημιουργός τους τα επισκεπτόταν κάθε μέρα προκειμένου να τα διδάξει όλα τα μυστικά της μαγείας που αφορούσε κυρίως την φύση. Από όλα ξεχώριζε ένας νεαρός, του οποίου η δίψα για μάθηση ήταν ιδιαιτέρως μεγάλη. Το ίδιο και το ταλέντο του. Ήταν ψηλός και αδύνατος, εντούτοις το σώμα του ήταν αρκετά γεροδεμένο και σχηματισμένο. Το όνομά του ήταν Βίλ Γκάλας και έμελλε να γίνει βασιλιάς και καθοδηγητής της φυλής του στα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά και πατέρας ενός πανέμορφου αγοριού, που άκουγε στο όνομα Όθωνας. Όραμά του ήταν να δημιουργηθεί ένα βασίλειο που να βαδίζει στα πρότυπα της διδασκαλίας του Σούλφους. Έτσι με τον καιρό, τα αρχικά σχέδια της κατασκευής του πρώτου οικισμού των ξωτικών, ήθελαν δύο γιγάντια, γυναικεία αγάλματα να στολίζουν την πύλη της εισόδου. Τα ξωτικά τα ονόμασαν Αλήθεια και Τιμιότητα, ώστε πάντοτε να θυμούνται πάνω σε ποιες αρχές βάδιζαν.

Το αποτέλεσμα του σχεδίου ήταν εντυπωσιακό ακόμη και για τον Τζίλτα που παρακολουθούσε σιωπηλός τη γέννηση ενός λαμπρού πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που ήταν γραφτό να τον σκεπάσει το σκοτάδι και αργά ή γρήγορα να εξαφανιστεί σχεδόν από τον χάρτη. Εκείνο που θα σωζόταν στο μέλλον σχεδόν ατόφιο, ώστε να θυμίζει τη δύναμη και την ιδιαιτερότητα ετούτης της φυλής, ήταν ο ναός της Σελήνης. Κάποιοι τον αποκαλούσαν και ναό της Γνώσης, μα το πιο θαυμαστό από όλα, ήταν πως λειτουργούσε με τη βοήθεια της δύναμης του μυστηριώδους φεγγαριού, δίνοντας το δικαίωμα σε όποιον το επιθυμούσε, να του απαντήσει σε μία ερώτηση ανάλογα με τη θέση του στον ουρανό. Ωστόσο, όλοι θεωρούσαν πως η απόλυτη γνώση του μέλλοντος, αφαιρούσε αυτήν την πικάντικη γεύση της ζωής. Έτσι, σπανίως έθεταν ερωτήσεις την ημέρα της πανσελήνου.

Ο Τζίλτα, έχοντας σχεδόν μια πλήρη εικόνα για τη φυλή των ξωτικών, έσπευσε στο βασίλειό τους για τα γνωρίσει. Η ομορφιά τους και η ευγένεια της ψυχής τους, τον έκαναν να τα θαυμάσει. Από την ημέρα εκείνη, τα ξωτικά με τις τελετουργίες τους και με τους ύμνους τους, έδειχναν τον σεβασμό τους και στους τέσσερις Άρχοντες των εποχών. Ο Σούλφους καμάρωνε για εκείνα κάθε μέρα, καθώς και για τους δύο τελικά υιούς του, που μόλις είχαν γεννηθεί. Ήταν δίδυμοι. Ο ένας διέθετε την απόλυτη ομορφιά και γλύκα της μητέρας του, ενώ ο άλλος είχε την απόκοσμη γοητεία του πατέρα του. Παρά την αγάπη του και για τους δύο, η καρδιά του διέθετε μια ξεχωριστή γωνιά για εκείνον, που στο πρόσωπό του διέκρινε να καθρεφτίζεται σχεδόν απόλυτα ο νεαρός εαυτός του. Ξεχνώντας λοιπόν τις συχνές αψιμαχίες του με τον Τζίλτα, περνούσε χρόνο με την οικογένεια του έχοντας δώσει υπόσχεση, πως κάποτε τα παιδιά του θα δάμαζαν τα άγρια νερά των καταρρακτών στην κορυφή των οποίων, είχε χτίσει το βασίλειό του.

Τα πρώτα τους βήματα, έκαναν την καρδιά του να σκιρτήσει από συγκίνηση. Η Καλντέρα τον παρακολουθούσε να περνά ώρες με τον μικρό, νεαρό εαυτό του. Του είχε παθιασμένη αδυναμία.

«Θα γίνεις ένας πολύ γενναίος άνδρας κάποτε, μα δεν θέλω ποτέ να ξεχάσεις τα όσα θα σου διδάξω. Να ξέρεις μικρέ μου, πως η αληθινή δύναμη βρίσκεται μέσα μας, στο σημείο της καρδιάς. Αν μέσα σου έχεις αγάπη, τότε μπορείς να φτιάξεις τον κόσμο ολόκληρο ακόμη και αν έχει γίνει συντρίμμια. Αυτό το ένα και μοναδικό συστατικό, θα είναι πάντοτε αρκετό για να ξεκινήσουν όλα από την αρχή» του είπε ο Σούλφους και το μωρό του χαμογέλασε γλυκά σαν να κατανοούσε μέσα του τη βαθύτερη ερμηνεία της κουβέντας του πατέρα του. Με το άλλο του χέρι, σήκωσε αγκαλιά και τον δεύτερο γιο του. «Η καρδιά σου είναι μία όαση στην έρημο αυτού του κόσμου. Μην ξεχάσεις ποτέ τις ρίζες σου. Δρόσισε με τη σκιά σου κάθε ψυχή που θα το έχει ανάγκη»

Εντούτοις, μέρα με τη μέρα, οι εποχές γίνονταν όλο και πιο σκοτεινές ενώ το σαράκι της διαφθοράς, είχε τρυπώσει στις αγνές ψυχές ξωτικών και ανθρώπων.

Οι δύο φυλές είχαν σπάνιες επαφές μεταξύ τους, καθώς οι άνθρωποι αρκετές φορές είχαν με δόλο εκμεταλλευτεί τις αγνές προθέσεις των ξωτικών. Ο Τζίλτα βλέποντας τα μαύρα πλοκάμια του πολέμου να πλησιάζουν, προσπάθησε να ειδοποιήσει τον Σούλφους, ωστόσο εκείνος δεν τον δέχτηκε ποτέ στο βασίλειό του, καθώς τον θεωρούσε υπεύθυνο για τις κακές σχέσεις που είχαν οι δύο φυλές μεταξύ τους.

Μερικές μέρες αργότερα, η δημιουργία η θαυμαστή του κόσμου συνεχίστηκε. Ο Έλυον, ξωτικό και εκείνος στη φύση, δημιουργήθηκε μέσα από τις σκέψεις και τις δυνάμεις του Ρόουεν και του Ρίβερ Σέιν. Τα μαλλιά του είχαν το χρώμα του ήλιου και η καρδιά του είχε επιλέξει την Αία, μία κοκκινομάλλα κοπέλα, γλυκιά και ταπεινή, όσο ταπεινός ήταν τότε και εκείνος. Με τους ανθρώπους είχε ελάχιστες, έως εχθρικές επαφές. Ο Βιλ Γκάλας από την άλλη, στεκόταν αδιάφορος. Εκείνος και ο γιος του Όθωνας, είχαν αποφασίσει να επικεντρωθούν στην διοίκηση του βασιλείου. Ο νεαρός Όθωνας, ήθελε πολύ να κατορθώσει να συναντήσει μία μέρα από κοντά την Καλντέρα. Φυσικά, η Νύμφη είχε αφοσιωθεί απόλυτα στα δύο νεογέννητα και στο δικό της βασίλειο, στην αγκαλιά των καταρρακτών. Σύντομα, θα πραγματοποιούνταν η ονοματοδοσία τους. Ο Σούλφους έχοντάς της εμπιστοσύνη απόλυτη, της ζήτησε να κρατήσει για έκπληξη τα ονόματα των αγοριών. Το βράδυ, ο Χειμώνας αποφάσισε να καθίσει στην μπροστινή βεράντα. Στην αγκαλιά του βρισκόταν πάντοτε ο μικρούλης εκείνος που του έμοιαζε. Και τους δύο τους αγαπούσε, μα το μωρό αυτό του έδειχνε μεγάλη αδυναμία. Τα αστέρια κοσμούσαν τον ορίζοντα κατά χιλιάδες. Η ατμόσφαιρα ήταν ολοκάθαρη, χειμερινή, μυρωδάτη. Το Άβατο πλέον είχε ζωή και από μακριά φαινόταν ο καπνός από τις καμινάδες των ξωτικών της Σελήνης, του βασιλείου δηλαδή του Βιλ Γκάλας. Όλα έβαιναν καλώς, όταν ένιωσε έναν πόνο στο στήθος. Το μενταγιόν έλαμψε απότομα και το μωρό ξεκίνησε να κλαίει.

«Σούλφους, τι συμβαίνει;» ακούστηκε η φωνή της Καλντέρας σαν είδε την λάμψη του μενταγιόν.

«Κάτι πολύ κακό. Πρέπει να φύγω» της είπε και σαν σηκώθηκε, της έδωσε στην αγκαλιά της το νεογέννητο. Τα μικρά του χεράκια απλώθηκαν προς το μέρος του σαν να τον εκλιπαρούσε να μείνει. Και εκείνος έτσι ένιωσε. Πως έπρεπε να μείνει. Δεν ήξερε το γιατί, μα φοβήθηκε πως δεν θα τα έβλεπε ποτέ ξανά. Το δεύτερο αγοράκι τον κοιτούσε δακρυσμένο. Το χέρι του Θεού χάιδεψε το απαλό δέρμα του προσώπου του. Ύστερα χάθηκε.

Ο Τζίλτα βλέποντας τα μαύρα πλοκάμια του πολέμου να πλησιάζουν, προσπάθησε να ειδοποιήσει τον Σούλφους τις προηγούμενες μέρες, ωστόσο εκείνος δεν τον δέχτηκε ποτέ στο βασίλειό του, καθώς τον θεωρούσε υπεύθυνο για τις κακές σχέσεις που είχαν μεταξύ τους η φυλή των ανθρώπων και των ξωτικών. Στην απόγνωσή του για τη συμπεριφορά του αδερφού του, ο Τζίλτα κάλεσε τον Ρόουεν και τον Ρίβερ Σέιν στην αίθουσα των συνεδριάσεων. Τη στιγμή που όλοι τους βρίσκονταν συγκεντρωμένοι προκειμένου να συζητήσουν τα μελλούμενα, μία ψηλόλιγνη φιγούρα σύρθηκε στην αίθουσα του θρόνου. Τότε ο Ρίβερ Σέιν γύρισε το βλέμμα του προς το μέρος της πόρτας. Όντας Θεός του φθινοπώρου, είχε μάθει να αφουγκράζεται ακόμη και τους ήχους που κάνει η δροσοσταλίδα, καθώς κατρακυλά από τα χάλκινα φύλλα στο έδαφος και αυτό που άκουγε την στιγμή εκείνη, τον έκανε να νιώσει ένα ρίγος. Ο Τζίλτα και ο Ρόουεν κάρφωσαν ανήσυχα τα μάτια τους πάνω του.

Δίχως να το σκεφτούν, βρέθηκαν να βηματίζουν και οι τρεις γοργά προς την κατεύθυνση της αίθουσας του θρόνου. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Καθώς εισήλθαν, η μορφή του Σούλφους φάνηκε να στέκεται σιωπηλή δίπλα ακριβώς από το βιβλίο της Γένεσης ή ακόμη χειρότερα από ό,τι πλέον είχε απομείνει μιας που οι σελίδες κείτονταν άψυχες στο κρύο πάτωμα. Όλη η ιστορία του Άβατου, των πρώτων ημερών, είχε γίνει κομμάτια, είχε χαθεί για πάντα.

«Τι ακριβώς γυρεύεις εδώ;» τον ρώτησε ο Τζίλτα αυστηρά.

«Προσπαθώ να ανακαλύψω το ποιος πραγματικά είσαι ή καλύτερα, μέχρι σε ποιο σημείο είσαι ικανός να φτάσεις»του απάντησε ο Σούλφους οργισμένα και με φωνή στεντόρεια.

Ο Τζίλτα του ανταπέδωσε το ειρωνικό και ταυτόχρονα απόκοσμα περήφανο βλέμμα.

«Αυτό ακριβώς διερωτώμαι και εγώ εδώ και πολλά χρόνια, αδερφέ» έφτυσε τις λέξεις, έχοντας τα μάτια του καρφωμένα στο μικρό μενταγιόν που κρεμόταν στο στήθος του Χειμώνα.

«Το βιβλίο ήταν μέρος των σκέψεων του Μέγα Δημιουργού και Πατέρα μας. Ωστόσο, υπάρχει και κάτι ακόμη, το οποίο είμαι βέβαιος πως ο ένοχος γνωρίζει καλά. Το βιβλίο αυτό κατέγραφε σαν ιστορία κάθε πράξη. Ήταν απαγορευμένο να το πλησιάσουμε. Ίσως λοιπόν να κατέγραψε κάτι που ο ένοχος δεν επιθυμούσε να γνωρίζουμε οι υπόλοιποι. Το ένιωσα πως κάτι στην καταγραφή θα μαρτυρούσε πολλά ένοχα μυστικά και ήθελα να το ψάξω. Όμως μόλις το άγγιξα, έγινε κομμάτια»μούγκρισε ο Σούλφους.

Αυτή ήταν και η διαφορά. Πως κάποιος το παγίδεψε με μάγια σκοτεινά, μα εξ αποστάσεως. Ο Σούλφους όμως το είχε αγγίξει με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί αυτόματα μία τιμωρία, που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει κανένας τους.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top