Aόρατη Απειλή /part 3
Σήμερα, σαν να είχε ακούσει ο Θεός τις παρακλήσεις του, η μορφή της μικρής του κόρης άρχισε να σχηματίζεται μέσα στον καθρέπτη. Ήταν όμορφη, με τις καστανές της μπούκλες να κυματίζουν ανέμελα, και το γέλιο της να πλημμυρίζει το δωμάτιο όλο όπως κάποτε.
«Μπαμπά μου...»του ψιθύρισε με την παιδική, γλυκιά φωνούλα της.
Ο Εμίλ τότε, ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Η κόρη του μέσα από το κάτοπτρο, συνέχισε να του χαμογελά αφύσικα, μα το δικό του μυαλό εξακολουθούσε να είναι μουδιασμένο.
«Μωρό μου, που είναι η μαμά;» τη ρώτησε λουσμένος στον ιδρώτα, βυθισμένος για τα καλά στις παραισθήσεις του και με ένα χαμόγελο ευτυχίας να κυρτώνει τα χείλη του.
«Έλα μαζί μου μπαμπά. Πάμε στη μαμά, θέλει να σε δει. Ανησυχεί» ψιθύρισε η μικρή τραγουδιστά, παρασέρνοντάς τον σε ένα ακόμη επικίνδυνο παιχνίδι με αβέβαιη κατάληξη.
Τότε, οι σκοτεινές δυνάμεις βλέποντας την αντίστασή του στην σειρήνα τους, ζωντάνεψαν το είδωλο της κόρης του, που είχε αρχίσει λίγο λίγο να βγαίνει μέσα από τον καθρέπτη του μπάνιου. Ο Εμίλ σαν υπνωτισμένος το ακολουθούσε, με ένα παγωμένο χαμόγελο ευτυχίας. Τη στιγμή που έβγαινε από το μπάνιο, πέρασε μπροστά του η Οφέλια.
«Κύριε Μπρόξτον! Από λεπτό σε λεπτό, θα είναι εδώ οι επίσημοι καλεσμένοι μας. Μα, που είναι το καλό σας το κοστούμι;» τον ρώτησε ταραγμένη, ωστόσο η απάντηση δεν ήρθε ποτέ. Ο Εμίλ συνέχισε να βαδίζει αργά προς τη νότια πλευρά του Λευκού Οίκου. «Κύριε Μπρόξτον είστε καλά; Απαντήστε μου σας παρακαλώ. Ούτε πρωινό δεν έχετε φάει» συνέχισε τις ικεσίες η γυναίκα ταραγμένη, καθώς δεν έβλεπε καμία απολύτως αντίδραση να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του.
«Οφέλια! Δεν βλέπεις πως είμαι με την κόρη μου τώρα; Σε παρακαλώ, με έχει ανάγκη να της αφιερώσω λίγες ώρες. Αρκετά χρόνια έλειψε από κοντά μου. Ήρθε η ώρα να αναπληρώσουμε το χαμένο μας χρόνο» απάντησε περιχαρής εκείνος.
Η Οφέλια άρχισε να παραξενεύεται φοβούμενη για την ψυχική του υγεία. Για ποια κόρη μιλούσε; Εκείνη ήταν νεκρή εδώ και πέντε περίπου χρόνια. Τι του συνέβαινε; Μήπως είχε αρχίσει να χάνει το μυαλό του; Συνέχισε να τον παρατηρεί, ενώ εκείνος απομακρυνόταν αργά, καθοδηγούμενος κρυφά από δυνάμεις ξένες που ήταν έτοιμες να κάνουν κατάληψη στο σώμα και την ψυχή του. Ήταν η πρώτη φορά που η ρουτίνα του άλλαζε, που δεν είχε διαβάσει την εφημερίδα του και δεν είχε ενημερωθεί για την παγκόσμια πραγματικότητα.
Πασχίζοντας να μην χάσει την ψυχραιμία της και προσπερνώντας τον επικεφαλής του προσωπικού, μπήκε στο δωμάτιό του, άρπαξε από την ντουλάπα το αγαπημένο του κοστούμι που ήξερε πως φορούσε πάντα σε τέτοιες περιστάσεις και πήγε να το σιδερώσει, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για να σκεφτεί τι ακριβώς θα έκανε. Πάλεψε πολλές φορές να αυτοκαθησυχαστεί, θεωρώντας πως πιθανότατα ήταν μία περαστική κρίση και ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Εξάλλου, το γεγονός πως κάθε του βήμα, όπως και δικό της, συνοδευόταν από ειδικούς προσωπικούς φρουρούς, την έκανε να νιώθει ασφάλεια για το γεγονός πως ο Λευκός Οίκος ήταν απροσπέλαστο φρούριο. Κανένας δε θα μπορούσε να μπει ή να πλησιάσει τον Πρόεδρο δίχως να γίνει αντιληπτός. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Λίγη ώρα αργότερα, το βλέμμα της καρφώθηκε στο παράθυρο και στον Εμίλ, ο οποίος κατευθυνόταν γοργά προς τον πίσω κήπο του Λευκού Οίκου, συνοδευόμενος από τους δύο φρουρούς του.
Νιώθοντας τον πανικό να κερδίζει έδαφος, παράτησε το σιδέρωμα και άρχισε να τρέχει στους διαδρόμους προσπαθώντας να τον βρει και να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Πάνω στη βιασύνη της, συγκρούστηκε με τον Αντιπρόεδρο, ο οποίος βρισκόταν στο πλευρό του Σεΐχη, καλωσορίζοντάς τον. Ήταν και οι δύο επίσημοι προσκεκλημένοι του Προέδρου.
«Οφέλια, όλα καλά εδώ;» τη ρώτησε έχοντας ένα βλοσυρό βλέμμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. «Ο κύριος Μπρόξτον;» συνέχισε κάνοντας αγώνα για να χαμογελάσει.
Η γυναίκα ξεροκατάπιε γνωρίζοντας πως ο άνδρας εποφθαλμιούσε χρόνια τώρα τη θέση του Εμίλ.
«Ο Εμίλ, ο κύριος Μπρόξτον ήθελα να πω, θα είναι κοντά σας σε λίγα λεπτά. Είχε ένα μικρό ατύχημα και θα καθυστερήσει λίγο. Σας ζητώ χίλια συγγνώμη» είπε εκείνη κάνοντας μία μικρή υπόκλιση, προκειμένου να κερδίσει τον απαιτούμενο χρόνο.
«Δεν είναι δικό σου το λάθος Οφέλια. Βλέπεις, μερικοί δεν ξέρουν να εκμεταλλεύονται σωστά την εξουσία που τους δόθηκε» αποκρίθηκε ο Αντιπρόεδρος ειρωνικά.
Προτού προλάβει όμως να ολοκληρώσει τη φράση του, η πόρτα της αίθουσας που υποδεχόταν τους επίσημους καλεσμένους άνοιξε, και από μέσα βγήκε ο Εμίλ, ντυμένος με το καλό του το κοστούμι που ήταν φρεσκοσιδερωμένο. Η Οφέλια από τη μία δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη χαρά της που του Αντιπροέδρου του είχε κοπεί για τα καλά το γέλιο, εντούτοις κάποιο κομμάτι της ιστορίας έλειπε και η ίδια που ήξερε τον Εμίλ πολλά χρόνια τώρα, αισθανόταν μία αόρατη απειλή να έχει πλημμυρίσει το χώρο, δίχως ωστόσο να υπάρχει κάποιο εμφανές σημάδι κινδύνου. Δεν είχε ιδέα πώς στο καλό ο Εμίλ είχε σιδερώσει το κοστούμι και πώς από τον κήπο, είχε άξαφνα βρεθεί εκεί που έπρεπε.
Μπαίνοντας στο χώρο υποδοχής των επισήμων, ο Εμίλ φαινόταν να αισθάνεται ιδιαίτερα σίγουρος για τον εαυτό του. Το φώναζε η αύρα του που θαρρείς και είχε ξαφνικά αλλάξει. Η Οφέλια, η οποία στεκόταν σιωπηλή στην άκρη της αίθουσας, περιμένοντας εντολές από εκείνον, παρατήρησε πως το βλέμμα του είχε ελαφρώς σκληρύνει και δε θύμιζε σε τίποτε τον χαρούμενο και ευγενικό άνδρα που ήξερε. Λαμβάνοντας υπόψιν την περίεργη συμπεριφορά του λίγα λεπτά πριν την έλευση του Σεΐχη, θεώρησε απλά, πως ο Εμίλ είχε μία δύσκολη μέρα και πως η ανάμνηση της γυναίκας του και της κόρης του, επηρέασαν σοβαρά τη συμπεριφορά του. Γνωρίζοντας πολύ καλά το πρόγραμμα, αποχώρησε από την αίθουσα καθώς κάθε είδους συζήτησης που γινόταν εκεί ήταν απόρρητη. Το μόνο πράγμα που θα έφερνε, ήταν η προσωπική ατζέντα του Εμίλ.
Κλείνοντας την πόρτα πίσω της, κατευθύνθηκε στο προσωπικό του γραφείο. Το θέαμα που αντίκρισε όμως εκεί την τάραξε. Τα χαρτιά ήταν σκορπισμένα, και γενικά επικρατούσε μία πρωτοφανής ακαταστασία, πράγμα σπάνιο για τον Πρόεδρο, ο οποίος ανέκαθεν ήταν πολύ τακτικός. Εντούτοις, για ακόμη μία φορά, σύνδεσε το περιστατικό με την κακή του διάθεση. Η ατζέντα του βρισκόταν στο γνωστό σημείο στα δεξιά του γραφείου. Από το παράθυρο, μπορούσε να δει τους μπράβους που συνόδευαν τον Σεΐχη για την ασφάλειά του. Αρπάζοντας το δερμάτινο βιβλίο και βγαίνοντας, ρώτησε τους ειδικούς φρουρούς, αν είχαν παρατηρήσει κάποιον να μπαίνει, εκτός φυσικά από τον Πρόεδρο και τους προσκεκλημένους της συγκεκριμένης ώρας. Εκείνοι ένευσαν αρνητικά. Έτσι, ελαφρώς πιο ανάλαφρη τώρα, κατευθύνθηκε προς την αίθουσα υποδοχής, όταν άθελά της άκουσε μία συζήτηση που την αναστάτωσε ακόμη περισσότερο.
Ο Εμίλ έμοιαζε να παλεύει να στριμώξει τον Ανατολίτη με φιλοπόλεμες διαθέσεις που δεν άρμοζαν στην εξωτερική του πολιτική, μήτε στον χαρακτήρα του. Φαινόταν να οδηγεί τις Ηνωμένες Πολιτείες σε δρόμους σκοτεινούς, όπως και την ανθρωπότητα. Άξαφνα η ατζέντα γλίστρησε από τα χέρια της. Μη μπορώντας να συγκρατηθεί και με τρεμάμενη φωνή ψέλλισε:
«Εμίλ, οδηγείς τις ΗΠΑ στον πόλεμο με την Μέση Ανατολή; Τι σου συμβαίνει; Δεν ήσουν ποτέ πολεμοχαρής. Αγαπούσες την ειρήνη και την ισορροπία. Αυτό σε έκανε αγαπητό, αυτό σε ξεχώρισε» ψέλλισε περισσότερο στον εαυτό της, καθώς άπαντες την ατένιζαν σχεδόν θιγμένοι.
Κανείς δεν επιτρεπόταν να είναι παρόν από το προσωπικό σε μία τέτοια συνάντηση, πόσο μάλλον να παίρνει ξεκάθαρη θέση σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Όλοι είχαν μείνει να την κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό, ωστόσο ο Εμίλ διόλου ταραγμένος δεν φαινόταν.
«Οφέλια, το θράσος να ξέρεις πως πληρώνεται. Αψηφάς πως έχω καλεσμένο, υιοθετώντας μία αλόγιστη συμπεριφορά και προσβάλλοντάς τον. Περιμένουν πολλοί εκεί έξω για να σε αντικαταστήσουν ξέρεις, γι' αυτό κράτα το στόμα σου κλειστό για όσα άκουσες εδώ μέσα. Τώρα, δώσε μου την ατζέντα και αποχώρησε, καθώς εγώ και ο Σεΐχης έχουμε πολλά να πούμε» της απάντησε με έναν ανάλαφρο τόνο στη φωνή του και ένα σατανικό χαμόγελο που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί.
Η γυναίκα βαθιά συντετριμμένη, αποχώρησε με βουρκωμένα μάτια. Εκείνος ο άνδρας που βρισκόταν μέσα στην αίθουσα δεν ήταν ο Εμίλ. Δε θα μπορούσε να είναι. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, ο Σεΐχης θα είχε κιόλας αποχωρήσει από το Λευκό Οίκο ικανοποιημένος από τον διάλογο με έναν ηγέτη διαφορετικό που δεν ανίχνευε ποτέ τη λύση στα όπλα. Αυτός σίγουρα δεν ήταν ο Εμίλ, καθώς ως και τα μάτια του ήταν κενά συναισθημάτων. Γυρνώντας πίσω της για να κοιτάξει προς τη μεριά της αίθουσας για μία τελευταία φορά, μονολόγησε πως ίσως όλοι οι άνθρωποι μία μέρα αλλάζουν. Τους φθείρει η εξουσία και τα γεγονότα της ζωής τους. Όχι όμως και τον Εμίλ της, τον Πρόεδρο με τη χρυσή καρδιά. Έριξε ένα τελευταίο, πικραμένο βλέμμα προς το μέρος της πόρτας. ΄΄Κάποια στιγμή θα καταφέρει να βρει τον δρόμο του. Ελπίζω μονάχα να μην είναι πολύ αργά για όλους΄΄μονολόγησε και χαμηλώνοντας το βλέμμα της κατευθύνθηκε προς το προσωπικό της γραφείο.
ΑΒΑΤΟ
Το χώμα μύριζε φρεσκάδα, καθώς είχε γευτεί τις πρώτες σταγόνες του Φθινοπώρου. Αυτή ήταν και η εποχή των αλλαγών, καθώς τα ξωτικά που όλη την Άνοιξη και το Καλοκαίρι μετακινούνταν στους κάμπους για να οργώσουν και να θερίσουν τη γη, επέστρεφαν τελικά στο Λευκό Βασίλειο, προκειμένου να περάσουν τη δύσκολη εποχή του Χειμώνα, απολαμβάνοντας τους καρπούς των κόπων τους. Έτσι λοιπόν, κατά τις πρώτες ημέρες του Σεπτέμβρη, έβλεπες ένα πλήθος ξωτικών, να μεταναστεύει από τα δάση, φορώντας τους χαλκοπράσινους μανδύες τους. Τα δάση του Ίρονμιλ, απλώνονταν γύρω από το Λευκό Βασίλειο και αποτελούσαν την θερινή και προσωρινή κατοικία εκείνων που εργάζονταν στη γη.
Σαν φυλή, λάτρευαν τη γεύση και τη θρεπτική αξία της γλυκοπατάτας και πολλών άλλων λαχανικών, μιας που τα προτιμούσαν από την κατανάλωση του κρέατος. Ο Έλυον ο Φωτεινός, φορώντας τον λευκό μανδύα του, ο οποίος κάλυπτε μέρος του κεφαλιού του αφήνοντας να φανούν τα λαμπερά καστανόξανθα μαλλιά του, προχώρησε συνοδευόμενος από τη φρουρά του, στην καρδιά του δάσους, προκειμένου να προσφέρει μία γενναία ποσότητα των πιο γερών καρπών του, στον Θεό του Φθινοπώρου, τον Ρίβερ Σέιν για να τους ευλογήσει. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, ο βασιλιάς δεν εγκατέλειπε ποτέ το ανάκτορό του, το ίδιο και τα μέλη της προσωπικής του φρουράς. Την ώρα που ετοιμαζόταν να ανακοινώσει την έναρξη της τελετουργίας, ένας από τους φρουρούς του, πήρε το θάρρος και τον πλησίασε.
«Βασιλιά μου, με όλο το σεβασμό, δεν έχεις αναρωτηθεί ποτέ, τι απέγιναν οι αδελφοί μας;» τον ρώτησε ελαφρώς συγκρατημένα, καθώς γνώριζε πως η οποιαδήποτε αναφορά στα εβένινα ξωτικά της Σελήνης, προκαλούσε αναστάτωση και εκνευρισμό.
Ο Έλυον τον κοίταξε με μία θλίψη να καθρεπτίζεται στο βλέμμα του.
«Έχουν περάσει χρόνια από τον εμφύλιο που ξέσπασε ανάμεσα στην αρχαία φυλή των ξωτικών. Οι πιο πολλοί μετατράπηκαν σε πιστούς ακόλουθους του Σούλφους, καθώς η φυλή αυτή δημιουργήθηκε από εκείνον. Οι υπόλοιποι, καθώς γνωρίζεις, ζουν στην επαρχία του Άβατου, στους πρόποδες των βουνών, παλεύοντας να φτιάξουν τη ζωή τους από το μηδέν» του απάντησε όσο πιο κοφτά μπορούσε, καθώς ένιωθε πως ακόμη και μία λέξη να ξεστόμιζε για εκείνους και τη ζωή τους, ήταν αμαρτία.
Ο φρουρός τον κοίταξε ξανά αμήχανα.
«Άρχοντά μου, μονάχα αν βάλουμε στην άκρη τις διαφορές μας, θα καταφέρουμε να επιβιώσουμε και να κάνουμε τον κόσμο μας λίγο πιο λαμπερό. Είμαστε παιδιά του φωτός και εκείνοι της σελήνης, μα αν ορθώσετε το βλέμμα σας στον ουρανό, θα καταλάβετε πως η παρουσία και των δύο μαζί, είναι εκείνη που τον κάνει να δείχνει τόσο όμορφο και πλήρη» ψέλλισε συγκινημένος και απομακρύνθηκε βυθίζοντας τον βασιλιά σε πρωτόγνωρες για εκείνον σκέψεις.
Φτάνοντας στο ναό του Ρίβερ Σέιν, ο οποίος βρισκόταν στην καρδιά του δάσους, χτισμένος στο μέσον μιας μικρής λίμνης, τα ξωτικά ανέβηκαν τα πέτρινα σκαλοπάτια και έχοντας πιάσει το ένα το χέρι του άλλου, σχημάτισαν έναν νοητό κύκλο. Άξαφνα οι μανδύες τους άρχισαν να αλλάζουν χρώμα, υιοθετώντας ένα ανοιχτό καφέ, όπως των πεσμένων φύλλων που κοσμούσαν τη γη, σηματοδοτώντας την έναρξη της εποχής της ξεκούρασης της φύσης.
Στο τέλος της προσευχής, ο Έλυον, σκεπτόμενος τα λόγια του νεαρού φρουρού και μην έχοντας κανένα σημάδι του υιού του εδώ και μέρες, αποφάσισε πως έπρεπε να διαβεί τις πρώτες Πύλες του Άβατου, καθώς το ίδιο ήταν απαγορευμένο για τους κοινούς θνητούς και να επισκεφτεί τους τρείς Άρχοντες. Όφειλε ωστόσο να παραδεχτεί, πως μία τέτοια επίσκεψη του ήταν ιδιαιτέρως δυσάρεστη, για λόγους που μονάχα ο ίδιος γνώριζε. Ωστόσο, εκεί ήλπιζε να βρει τις απαντήσεις που ζητούσε ή να λάβει την ανάλογη κατεύθυνση. Με μερικές δρασκελιές, ανέβηκε πάνω στο σταχτί άλογό του και με τον νέο του μανδύα να ανεμίζει, σκορπίζοντας τη μυρωδιά του υγρού χώματος παντού, ξεκίνησε για το πρώτο βασίλειο που δημιουργήθηκε ποτέ και για την ιερότερη κατοικία του κόσμου, το Άβατο. Το σπίτι του Μέγα Δημιουργού που τώρα πια κατοικούταν από τα παιδιά του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top