2. oᴉsɐʇsoƃɹǝ oʇ

2. oᴉsɐʇsoƃɹǝ oʇ

Το μακρόστενο επιμεταλλωμένο καλώδιο ελίχθηκε με ευκολία προς τη σταματημένη κάμερα κι ανοίγοντας τα πέντε μακριά καρφιά στα οποία κατέληγε η άκρη του, τράβηξε τη συσκευή προς το μέρος του σφάλματος της επιστήμης στο οποίο ανήκε. Ένας ήχος σαν σκουριασμένο γρύλλισμα ταξίδεψε στο δωμάτιο, καθώς τα καρφιά ξεκοίλιασαν ανυπόμονα το αντικείμενο, για ν' ανακαλύψουν, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του ιδιοκτήτη τους, πως η ταινία της ταλαιπωρημένης VHS-C που ήταν μέσα είχε κοπεί και τσαλακωθεί κατά τη διάρκεια της εγγραφής. Το πλάσμα σκίρτησε. Δεν είχε στη διάθεσή του πολύ χρόνο. Με βιαστικές κινήσεις, βούτηξε το δεύτερο μηχανικό του χέρι σ' ένα βάζο με κατακόκκινο ζωμό. Ο ζωμός έσταζε από τα 'δάχτυλά' του σαν αίμα, προτίμησε όμως να μην τον κοιτάζει καθόλου. Η ανάγκη του για την όψη και τη μυρωδιά, η λατρεία προς την αιματοχυσία θα μπορούσε ν' αφυπνιστεί με το παραμικρό ερέθισμα, τραβώντας το πίσω στην άβυσσο. Λίγα λεπτά ακόμα. Ήθελε λίγα λεπτά ακόμα... Με τα μάτια του να μην επιτηρούν το έργο του, άφησε τον ζωμό να κυλήσει στο χαλασμένο κομμάτι της ταινίας και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε και πάλι κολλήσει. Τοποθέτησε την κασέτα πίσω στην κάμερα και την έβαλε στη θέση της, πατώντας ξανά το κουμπί της εγγραφής. Μετά από λίγους ακόμα θορύβους τσαλακώματος, που μέσα στην ταινία θα εμφανίζονταν ως χιόνια, η κάμερα ξανάρχισε να καταγράφει.

«Όταν ήμουν δεκαεννέα ετών, γνώρισα την Μόλλυ Γουέλς, μία γυναίκα που άλλαξε τη ζωή μου για πάντα», εξομολογήθηκε το πλάσμα με μια υποψία χαμόγελου σ' αυτό που τεχνικά ήταν το πρόσωπό του. «Δεν πέρασε πολύς καιρός ώσπου να την ερωτευτώ και να μ' ερωτευτεί. Μόλις αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο το 1927, της έκανα πρόταση γάμου, προσφέροντάς της μια παπαρούνα. Συμβολική και διόλου τυχαία επιλογή, αφού μαζί της θα έφτανα ένα βήμα πιο κοντά στην επίτευξη των στόχων μου...» Η εικόνα της Μόλλυ, θολή και ξεθωριασμένη απ' τα τρία τέταρτα του αιώνα που το χώριζε απ' την ανάμνηση, εμφανίστηκε στο οπτικό του πεδίο.

«Ω, Έλιοτ! Δέχομαι!», την άκουσε να λέει γελώντας με τη γλυκύτητα ενός αθώου νεαρού κοριτσιού κι ένα αραιό κύμα ζεστασιάς διαπέρασε το μικρό και διαλυμένο απομεινάρι της καρδιάς του. Τότε θυμόταν ότι δεν είχε συγκινηθεί τόσο. Είχε χαρεί! Φυσικά κι είχε χαρεί! Με αυτή τη γυναίκα θα περνούσε τη ζωή του, θα έφτιαχνε οικογένεια! Μα η οικογένεια ήταν αμελητέος στόχος σε σχέση με τους άλλους δύο...

ɛ̃ᴜãŋ 'ɔ̃ã ᴜæɔ̃ɛ̃ ᴜæɚ̀ioŋ

«Ακόμα ξύπνιος είσαι, αγάπη μου;»

«Ε;», αναφώνησε αφηρημένα ο Έλιοτ και σηκώνοντας το κεφάλι από τα χαρτιά του, είδε τη σύζυγό του να στέκεται από πάνω του με τη νυχτικιά και τη ρόμπα της. Το πρόσωπό της έδειχνε ανήσυχο, αλλά κι ελάχιστα εκνευρισμένο. «Μόλλυ, δεν σε κατάλαβα που σηκώθηκες. Τι ώρα είναι;», τη ρώτησε βγάζοντας τα γυαλιά του και τρίβοντας τα μάτια του, που τόση ώρα είχαν κουραστεί να διαβάζουν κάτω από το δυνατό φως της λάμπας του γραφείοu που είχε στο σαλόνι τους.

«Δύο και μισή το ξημέρωμα», του απάντησε και την κοίταξε έκθαμβος. «Άφησε επιτέλους τους υπολογισμούς κι έλα στο κρεβάτι».

«Ναι, ναι, θα είμαι εκεί σε πέντε-δέκα λεπτά».

«Χμμμ, αυτό δεν μου είπες και πριν από τέσσερις ώρες;», πέταξε μ' ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο εκείνη καθώς έκανε το γύρο του γραφείου και βρέθηκε πίσω του. «Μήπως τελικά δεν έχεις καθόλου αίσθηση του χρόνου, ε;», συνέχισε να του μιλάει, ενώ τα χέρια της βρέθηκαν στους υπερβολικά σφιγμένους ώμους του κι άρχισαν να κάνουν μασάζ.

«Χεχε, μάλλον όχι...», μουρμούρισε εκείνος κι αναστέναξε ανακουφισμένος από τη φροντίδα που του προσέφερε η αγαπημένη του σύζυγος. «Αλλά με ξέρεις, αγάπη μου. Άπαξ κι αρχίσω κάτι, δε μπορώ να τ' αφήσω στα μισά».

«Ναι, σε ξέρω, Έλιοτ... Δυο χρόνια είμαστε παντρεμένοι, δυο χρόνια το ίδιο κάνεις...», ήρθε η απάντηση και το πείραγμα στη φωνή της Μόλλυ αντικαταστάθηκε από θλίψη. «Όμως πέρα απ' τις δουλειές, υπάρχει κι η οικογένεια. Η οικογένεια είναι επίσης σημαντική».

«Λες να μην το ξέρω;»

«Δεν το δείχνεις. Ακόμα δεν άνοιξες το εργοστάσιο κι είσαι πνιγμένος στη δουλειά. Όταν το ανοίξεις τι θα γίνει;»

«Θα εξασφαλίσω σ' εμάς μια καλή ζωή και στα παιδιά όλου του κόσμου χαρούμενες στιγμές με τα καλύτερα παιχνίδια», της είπε γυρίζοντας προς το μέρος της και πιάνοντας και τα δύο χέρια της με τρυφερότητα. Η Μόλλυ δεν συγκρατήθηκε· ανταπέδωσε το παιδικό του χαμόγελο κι η αστεία γκριμάτσα που της έκανε αμέσως μετά την έκανε να γελάσει σιγανά. «Εμπιστεύσου με, Μόλλυ, όλα θα εξελιχθούν άψογα. Τα σχέδια προχωράνε και το εργοστάσιο θα είναι έτοιμο το πολύ μέσα σ' ένα χρόνο. Έχω κάνει επαφές με νέους επενδυτές και-»

«Νέους επενδυτές;», τον διέκοψε απορημένη. «Πού τους βρήκες;»

«Στο εξωτερικό. Πιο συγκεκριμένα, στη Γερμανία και τη Σοβ-»

«Γιατί έφτασες τόσο μακριά;», τον διέκοψε ξανά, αυτή τη φορά ταραγμένη, ενώ απομακρύνθηκε κι άρχισε να τριγυρίζει νευρικά στο σαλόνι. «Χαθήκανε οι εγχώριοι επενδυτές και πιάσαμε τους ξένους;»

«Μη σου κάνει εντύπωση», είπε αδιάφορα ο Έλιοτ, ανάβοντας την πίπα του. «Το σοκ του Κραχ είναι πάρα πολύ πρόσφατο. Μετά απ' ό,τι έγινε, οι επενδυτές στις ΗΠΑ φοβούνται να ρισκάρουν. Δε βάζουν κεφάλαιο αν δεν είναι 100% βέβαιοι ότι η επιστροφή του σ' αυτούς θα 'ναι εγγυημένη. Και για να 'μαι ειλικρινής, δεν τους κατηγορώ. Αυτό που έχω κατά νου είναι αρκετά καινοτόμο κι οι περισσότεροι στο χώρο τους είναι γέροι με γέρικα μυαλά. Δεν το καταλαβαίνουν».

Η Μόλλυ ξεφύσηξε. «Και γιατί να μη ζητήσεις από τον πατέρα να-»

«Δεν! Θα δώσω! Ποτέ! Αφορμή! Σε κανέναν! Να πει! Ότι σε παντρεύτηκα! Για τα λεφτά! Του πατέρα σου!» Η άξαφνα άγρια και θυμωμένη φωνή του, συνοδευόμενη από οχτώ δυνατά χτύπηματα της γροθιάς του στην ξύλινη επιφάνεια μπροστά του, σαν να κρατούσε το τέμπο, την έκανε ν' αναπηδήσει από τρόμο. Ο Έλιοτ είχε σηκωθεί απ' την πολυθρόνα, είχε βγάλει την πίπα απ' το στόμα του κι είχε φωνάξει τόσο που στο τέλος ένιωθε το πρόσωπό του να 'χει πάρει φωτιά. Βαριανασαίνοντας απ' τη συσσωρευμένη ένταση, άργησε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει τι έκανε και πώς τον κοιτούσε η Μόλλυ: είχε στα μάτια της δάκρυα. Πρώτη φορά της είχε φερθεί έτσι. Αμέσως μετάνιωσε και πήγε κοντά της. «Μόλλυ...», ψιθύρισε. «...αγάπη μου, συγγνώμη. Με συγχωρείς πολύ... Δεν... δεν ήθελα να σου φωνάξω», εξήγησε, μα η γυναίκα του έκανε ένα βήμα πίσω για ν' αποφύγει το πλησίασμά του. «Είμαι... είμαι πολύ κουρασμένος από την έρευνα και τις αναζητήσεις και δεν ήξερα τι έκανα».

«Δεν σου είπα τίποτα παράλογο», μπόρεσε να πει με λυγμούς και σκυμμένο κεφάλι εκείνη. «Για το καλό σου σκέφτομαι κι εγώ».

«Το ξέρω, καλή μου», τη διαβεβαίωσε ο Έλιοτ και με πολλή προσοχή, άπλωσε τα χέρια του γύρω της, αγκαλιάζοντάς την. Εκείνη έκλαψε πιο δυνατά και του έκανε εντύπωση. Δεν είχε συμβεί κάτι τόσο πολύ τρομερό. Γιατί αντιδρούσε τόσο έντονα; «Αλλά είμαι στο στόχαστρο όλης σου της οικογένειας. Κι η μητέρα σου κι οι άλλοι περιμένουν πότε θα κάνω το λάθος να ζητήσω δανεικά για να με στήσουν στον τοίχο και να με κατηγορήσουν για προικοθήρα».

«Δεν είσαι».

«Δεν είμαι, όχι. Αλλά αυτοί δεν το πιστεύουν κι αντί να αφοσιωθώ στη δουλειά μου ήσυχος και χωρίς να τους δώσω την παραμικρή σημασία, πρέπει να κάτσω να τους αποδείξω ότι κάνουν λάθος. Και θα τους το αποδείξω», συνέχισε ο Έλιοτ, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της Μόλλυ. Εκείνη έγνεψε με κατανόηση, γνωρίζοντας κι η ίδια καλά τι γνώμη είχαν οι συγγενείς της για τον φτωχό κι ορφανό νέο που επέλεξε για σύζυγό της. Τον άφησε να την οδηγήσει στον καναπέ, όπου κάθισαν μαζί. «Εξάλλου, ο πατέρας σου με το ζόρι βγήκε όρθιος απ' το Κραχ», ξαναμίλησε αυτός. «Δεν θέλω να του γίνω φόρτωμα με κανέναν τρόπο. Τον εκτιμώ πολύ για να του το κάνω αυτό». Σταμάτησε να μιλά για λίγο. Βγάζοντας το μαντηλάκι που είχε στη μπουτονιέρα του σακακιού του, το οποίο είχε ξεχάσει να κρεμάσει από την ώρα που μπήκε στο σπίτι και κάθισε στο γραφείο, της σκούπισε τα δάκρυα. «Μόλλυ, σ' αγαπώ. Γι' αυτό σου ζήτησα να γίνεις γυναίκα μου, μοναχά γι' αυτό. Δε θέλω τη βοήθεια, ούτε τον οίκτο κανενός. Μόνος μου θα βρω την άκρη, μόνος μου θα τα φτιάξω όλα. Εμπιστεύσου με».

Η νεαρή γυναίκα κράτησε το χέρι του, έχοντας προφανώς ηρεμήσει. «Σ' εμπιστεύομαι», είπε. «Και ξέρω ότι θα τα καταφέρεις, αλλά σ' εκλιπαρώ, δώσε λίγη παραπάνω σημασία στην οικογένειά μας, τώρα που... θα μεγαλώσει».

«Τι;» Η τελευταία της φράση του τράβηξε την προσοχή. Σαστισμένος, άφησε το χέρι της ν' ακουμπήσει το δικό του πάνω στην κοιλιά της, για να διαπιστώσει ότι, αν και δεν φαινόταν κάτω από τη νυχτικιά, είχε αρχίσει να στρογγυλεύει. «Προσπαθείς να μου πεις ότι..;»

«Ναι, Έλιοτ. Θα γίνεις πατέρας».

Πέρασαν άλλα λίγα βουβά δευτερόλεπτα κι αυτή τη φορά ήταν τα μάτια του Έλιοτ που δάκρυσαν από τη συγκίνηση. «Αυτά είναι υπέροχα νέα, Μόλλυ!», αναφώνησε ευτυχισμένος, καθώς τη σήκωσε κι άρχισε να την κάνει σβούρες στον αέρα, ενώ η ίδια γελούσε, έχοντας ξεχάσει το προηγούμενο περιστατικό. Στο τέλος της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί. «Τώρα έχω άλλον ένα λόγο να συνεχίσω τα σχέδιά μου!», ανακοίνωσε με την ενέργειά του εντελώς ανανεωμένη από το χαρμόσυνο. «Το παιδί μας! Θέλω να κάνω τον κόσμο καλύτερο για το παιδί μας! Πήγαινε να ξαπλώσεις κι αυτή τη φορά σου υπόσχομαι ότι σε πέντε-δέκα λεπτά θα είμαι εκεί, εντάξει;»

«Εντάξει!», του γέλασε η Μόλλυ. «Μα μην αργήσεις ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω, γιατί θα έρθω και θα σε σύρω στην κρεβατοκάμαρα απ' το αυτί, όπως εκείνη η κακιασμένη διευθύντρια που είχες στο ίδρυμα».

Εκείνος έγνεψε συμφωνώντας κι από μέσα του ένιωσε μια μεγάλη ανακούφιση που η εικόνα της κυρίας Φίλλιπς να του τραβά το αυτί και να καταστρέφει το τρενάκι του είχε ανέλπιστα σβήσει μέσα σε μια τόσο ζεστή οικογενειακή στιγμή. Περίμενε ορισμένα δευτερόλεπτα και μόνο αφού άκουσε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας να κλείνει, κάθισε και πάλι στο γραφείο και ξανάπιασε τα χαρτιά του. Κάτω από τα έγγραφα με τα αρχιτεκτονικά σχέδια και τους αριθμούς ήταν προσεκτικά κρυμμένες δύο επιστολές. Τον φάκελο της καθεμιάς κοσμούσαν πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους σφραγίδες που φανέρωναν ότι κι οι δύο ερχόντουσαν από πάρα πολύ μακριά. Με ευλάβεια άνοιξε για δεύτερη φορά τον έναν από αυτούς.

'Αγαπητέ κύριε Λάντγουιγκ,

Ομολογώ ότι η έρευνά σας έχει ελκύσει την προσοχήν μου και τούτο είναι κάτι το οποίον δεν δύναται ο καθείς να επιτύχει. Η θέσις μου εις την πολιτικήν τα τελευταία έτη εδραιούται, καθώς και η οικονομική μου σταθερότις κι υπεροχή. Σας διαβεβαιώ ότι, παρά τον ωκεανόν όστις μας χωρίζει, επιθυμώ ου μόνον να συμβάλω εις τας ερεύνας σας οικονομικώς, αλλά και να γίνω μέλος αυτών, εάν τούτο εστί δυνατόν. Αφού κατορθώσω να ανασυστήσω την χώραν μου, μα και την ευρυτέραν Ευρώπην, καθώς εγώ την έχω φαντασθεί, επιθυμώ να ζήσω πολλά, πάμπολλα έτη διά να την κυβερνήσω ως άλλος Θεός. Και έν πράγμα το οποίον καθιστά τον άνθρωπον Θεόν, πέραν των μεγάλων του κατορθωμάτων, είναι η αθανασία. Εάν τα πειράματά σας με το φυτόν της μήκωνος δύνανται να καταργήσουν τον θάνατον, καθώς με πάθος και βεβαιότητα μου ανεφέρατε εις την προηγουμένην επιστολήν σας, τότε υπολογίσατέ με ως συνάδελφον και γενναιόδωρον συμπαραστάτην υμών.

Μετά τιμής,
Αδόλφος Χίτλερ.'

Το πρόσωπο του Έλιοτ συσπάστηκε από τον ενθουσιασμό του, καθώς ξαναδιάβαζε τις λέξεις, χωρίς την αγωνία της πρώτης ανάγνωσης εκείνο το πρωί. Τρέμοντας από ανυπομονησία, ξανάνοιξε και τον δεύτερο φάκελο.

'Αγαπητέ κύριε Λάντγουιγκ,

Όπως είμαι βέβαιος ότι γνωρίζετε, διότι από το γράμμα σας μου εφανήκατε άνθρωπος ο οποίος ασχολείται με τας διεθνείς εξελίξεις, δεν έχω ουδεμίαν συμπάθειαν διά την χώραν σας, μίαν χώραν εντελώς διαφορετικής νοοτροπίας από εκείνην την οποίαν αγωνίζομαι να εμφυσήσω εις τον λαόν μου. Το γράμμα σας θα ηδύνατο να μου φανεί προσβλητικόν ή ακόμη και επικίνδυνον. Εντούτοις, μελετών ούτο εις βάθος επανειλημμένως, κατενόησα ότι διά να κάμετε μίαν τόσον ριψοκίνδυνον κίνησιν και να απευθυνθήτε εις εμέ, έναν εχθρόν της πατρίδος σας, δεν δύνασθε παρά να είσθε έξυπνος. Σας λέγω, λοιπόν, το εξής: το φίλτρον διά το οποίον μου ομιλήσατε, το φίλτρον της παπαρούνος το οποίον, ως υποστηρίζετε, δύναται να καταργήση τον θάνατον, θα μου φανεί εξαιρετικώς χρήσιμον. Θα μου προσφέρη έναν ανίκητον στρατόν! Ας μη το εκτιμά η κυβέρνησίς σας! Το εκτιμώ εγώ και θα κάμω ό,τι δύναμαι διά να το αποκτήσω και να βεβαιωθώ ότι το έργον μου διά να σώσω την Μητέρα Ρωσία θα συνεχισθή επιτυχώς. Υπολογίσατε εις την οικονομικήν μου βοήθειαν, τολμηρέ και ανοιχτόμυαλε Αμερικανέ σύντροφε! Θα την έχετε, εάν και εγώ θα έχω αυτό που εζήτησα. Ελπίζω, Λάντγκουικ, διά το καλόν σου, να μη με εμπαίζεις, διότι τότε αι συνέπειαι διά σε θα είναι φρικταί και θα εύχεσαι να μη είχες αποστείλει ποτέ το πρώτον γράμμα.

Χαιρετώ,
Ιωσήφ Στάλιν.'

Καθώς τα μάτια του πέρασαν σφαίρα πάνω κι από τις τελευταίες σειρές της επιστολής, αισθάνθηκε ένα ρίγος υπερηφάνειας. Όχι μόνο είχε καταφέρει να εξασφαλίσει δύο πανίσχυρους επενδυτές, αλλά ήταν και εντελώς αντίθετοι μεταξύ τους, επικυρώνοντας πόσο οικουμενικός ήταν ο σκοπός του! Τόσο σπουδαίο ήταν τελικά το σχέδιό του, που κατάφερε να πείσει δύο κολοσσούς της πολιτικής, δύο ανερχόμενες παρεξηγημένες ιδιοφυίες, όπως νόμιζε, να συμβάλουν σ' αυτό! Τελικά τα μεγάλα πνεύματα συναντιούνται, συλλογίστηκε, ωστόσο αποφάσισε, για ευνόητους λόγους, να μην αποκαλύψει στον έναν του επενδυτή την ύπαρξη του άλλου και τ' ανάποδο. Αφού δίπλωσε με προσοχή τα δύο χαρτιά και τα τοποθέτησε το καθένα στον φάκελό του, αποφάσισε να τους κρύψει σ' ένα ασφαλές μέρος. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου και τράβηξε έξω ένα βαρύ βιβλίο, δείχνοντας ακόμα μεγαλύτερη ευλάβεια απ' όσο προηγουμένως. Ρουνικά κι ιερογλυφικά ήταν σκαλισμένα σε κύκλο στο φθαρμένο εξώφυλλό του και στη μέση του κύκλου δέσποζε μια μεγάλη, κατακόκκινη παπαρούνα. Το άνοιξε σε μια σελίδα με οδηγίες για μια αλχημική παρασκευή κι ακούμπησε εκεί τους δυο φακέλους, προσφέροντάς τους μια καλή κρυψώνα και καθήκοντα σελιδοδεικτών. Λίγα λεπτά μετά, το βιβλίο βρισκόταν πίσω στο κλειδωμένο πλέον συρτάρι, το κλειδί κάτω απ' το σταχτοδοχείο του κι ο Έλιοτ στην κρεβατοκάμαρα με τη Μόλλυ, συνεπής στην υπόσχεσή του.

ɛ̃ᴜãŋ 'ɔ̃ã ᴜæɔ̃ɛ̃ ᴜæɚ̀ioŋ

«Δύο και κάτι έτη μετά τον γάμο μου και λίγους μήνες μετά την είδηση ότι θα γινόμουν πατέρας, τον Απρίλιο του 1930, εγκαινίασα την εταιρία μου, την Playtime Co...», μίλησε το πλάσμα με την φιλτραρισμένη του φωνή και τα καρφιά που είχε για δάχτυλα, κρατώντας την με προσοχή, έφεραν κοντά στον φακό μια παλιά, ασπρόμαυρη φωτογραφία από τα εγκαίνια του εργοστασίου. Στη μέση του μικρού πλήθους που πόζαρε χαμογελώντας μπροστά στο νεοεγερθέν κτίριο, το οποίο τώρα βρισκόταν σε σήψη, στεκόταν το ίδιο ή μάλλον ο ίδιος. Ο Έλιοτ Λάντγουικ. Ο παιχνιδοποιός που στην ηλικία των μόλις εικοσιπέντε ετών έκανε ένα τεράστιο επιχειρηματικό άλμα, πρωτόγνωρο για την εποχή και τις συνθήκες της. Ο νεαρός εργοστασιάρχης, ντυμένος με το καλύτερο κουστούμι του, χαμογελούσε στον φακό πιο πλατιά απ' όλους τους άλλους. Δίπλα του, η σύζυγός του τού κρατούσε το χέρι με καμάρι, ενώ το άλλο χέρι της ήταν ακουμπισμένο στην κοιλιά της, η οποία έδειχνε να βρίσκεται στον έκτο μήνα. «Εκείνη την ημέρα πίστεψα πως τα είχα όλα! Το παιδικό μου όνειρο εκπληρωμένο, το εργοστάσιό μου έτοιμο ν' ανθίσει και να εξελιχθεί σε μια μεγάλη βιομηχανική αυτοκρατορία, τους συγγενείς της γυναίκας μου αποστομωμένους, τη γυναίκα μου στο πλάι μου, το παιδί μας να έρχεται σε λιγότερο από δύο μήνες και δύο πανίσχυρους επενδυτές να με στηρίζουν απ' την άλλη μεριά του ωκεανού!», αναφώνησε, μα κάπου στις τελευταίες του λέξεις κάτι σαν παράσιτα ραδιοφώνου ακούστηκαν απ' το κεφάλι του και τα κόκκινα μάτια του γούρλωσαν.

«Πονάμε», ψέλλισε κι αμέσως μετά η φωνή του άλλαξε. «Πονάμε!», ξανάσκουξε κι ακούστηκε σαν τη φωνή ενός μικρού παιδιού. Επανέλαβε τη λέξη άλλες τρεις φορές και κάθε φορά άλλη φωνή ακούστηκε, μια τρελαμένη γυναικεία, μια σαν ψίθυρος που έβγαινε απ' την κόλαση και μια μίξη των τριών με αλλαγμένες τις τονικότητες: «Πονάμε! Πονάμε! πΟνΆμε! ΘάΝΑτοSSσσς!!!». Στο τέλος προστέθηκε μια ακόμα αντρική φωνή, μόνο που δεν ανήκε στον Έλιοτ. Ανήκε σε κάποιον πολύ πιο μοχθηρό. Το διαταραγμένο ον έβαλε τα χέρια στο κεφάλι του κι απελευθέρωσε έναν άγριο βρυχηθμό, κουνώντας σπασμωδικά όλο του το σώμα. Αυτό συνεχίστηκε για μισό λεπτό ακόμα και τελικά έπαψε. Οι φωνές χαμήλωσαν κι έμεινε πίσω μόνο το τσιτσίρισμα το οποίο έκανε την ψιθυριστή φωνή να στοιχειώσει το δωμάτιο λίγο ακόμα, προερχόμενη από κάπου στον λαιμό του. «Το Πρωτότυπο θα μας σώσει...»

Την αγνόησε με έναν φαινομενικά αποδοκιμαστικό μορφασμό, στρέφοντας την προσοχή του στη φωτογραφία που μέσα στη σύγχυσση είχε πέσει κάτω κι είχε πασαλειφτεί απ' τον κόκκινο ζωμό που πριν από λίγο είχε βγάλει από το βάζο. «Πόσο λάθος έκανα, Τζέιμι!», ομολόγησε, προσπαθώντας ακόμα να συνέλθει και να ακουστεί με την υπόκωφη και μονότονη χροιά που χρησιμοποιούσε μέχρι πρότινος. «Νόμιζα ότι μέσω του εργοστασίου θα έβγαζα αρκετά χρήματα για να συνεχίσω τις αναζητήσεις μου πάνω στην αλχημεία της παπαρούνας και να κατακτήσω τον ίδιο τον θάνατο. Η φιλοδοξία κι η απελπισία μου με οδήγησαν να ζητήσω βοήθεια από δύο ανθρώπους κακούς κι άπληστους, που θα 'πρεπε κανονικά να βλέπω μοναχά σαν εχθρούς μου, όπως κι ο υπόλοιπος πλανήτης. Τον Αδόλφο Χίτλερ και τον Ιωσήφ Στάλιν. Δυο άκρα αντίθετα σ' έναν κόσμο χωρισμένο κι έτοιμο να ξαναμπεί στη δίνη του πολέμου. Δεν ήξερα ότι σύντομα αυτά τα ανθρωπόμορφα κτήνη θα τραβούσαν κι εμένα στο σκοτάδι τους, έστω με την επιρροή που είχαν αρχίσει να μου ασκούν οι πράξεις τους εξ αποστάσεως», αναστέναξε. «Νόμιζα ότι ήμουν προοδευτικός. Νόμιζα ότι μία μέρα όλοι θα έβλεπαν πόσο λάθος έκαναν γι' αυτούς τους δύο κι εγώ θα έπαιρνα τα εύσημα για την προορατικότητά μου. Η αλήθεια, όμως, ήρθε να μου διαλύσει την πλάνη...»

Εβδομηνταπέντε χρόνια αργότερα το μέσα του φλογιζόταν από φόβο σαν άκουγε στο κεφάλι του το κλάμα της Μόλλυ εκείνο το απόγευμα που γύρισε στο σπίτι και τη βρήκε ξαπλωμένη μπρούμυτα να χτυπιέται στο πάτωμα, δίπλα στο γραφείο του. Πανικόβλητος και σίγουρος ότι η ετοιμόγεννη γυναίκα είχε ένα ατύχημα κι έπεσε, είχε ρίξει κάτω τον χαρτοφύλακά του κι είχε τρέξει κοντά της. Μήπως γεννούσε; Μα δεν ήταν ακόμα η ώρα της να γεννήσει! Τι της συνέβη!; Τα μάτια του θόλωσαν σαν αντίκρισε το βιβλίο αλχημείας ανοιγμένο δίπλα της και τους φακέλους επίσης ανοιγμένους, ενώ τα χέρια της έτρεμαν, σφίγγοντας τις επιστολές του Στάλιν και του Χίτλερ. «Πώς τα βρήκες αυτά!;», είχε απαιτήσει να μάθει, αρπάζοντάς τα από τα χέρια της.

«Γιατί, Έλιοτ!; Γιατί!;», του είχε ουρλιάξει ανάμεσα στο κλάμα της που γινόταν ολοένα και πιο οργισμένο. Τότε αντιλήφθηκε ότι ο λόγος που χτυπιόταν δεν είχε να κάνει με την εγκυμοσύνη, αλλά με όσα ανακάλυψε. Μετά από επιμονή του τού εξήγησε ότι είχε ενοχλήσεις στην κοιλιά κι όταν δεν τον βρήκε στο τηλέφωνο του εργοστασίου, έψαξε μόνη της να βρει το τηλέφωνο του γιατρού που ήταν να την ξεγεννήσει, ώσπου είδε το κλειδάκι του συρταριού κάτω από το σταχτοδοχείο κι αμέσως μετά... τη φρίκη.

Την έφερε σε κατάσταση υστερίας η αποκάλυψη ότι ο σύζυγός της όχι μόνο μελετούσε μαύρες μαγείες, αλλά είχε συμπαραστάτες δυο επικίνδυνους ανθρώπους. Ούρλιαζε ασταμάτητα, ρωτώντας τον γιατί. Ο Έλιοτ της εξήγησε την πεποίθησή του για τις παπαρούνες κι ότι όλα ήταν υπό έλεγχο, μα η Μόλλυ δεν ήθελε ν' ακούσει. Συνέχισε να ουρλιάζει, ώσπου ένας ξαφνικός πόνος σκέπασε την οργή και έντρομη διαπίστωσε ότι έσπασαν τα νερά της. Ο Έλιοτ τη μετέφερε εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Εκείνη την ημέρα γεννήθηκε η κόρη του, η Πόππυ, ένα μωρό που οι γιατροί υπολόγιζαν ότι λόγω της πρόωρης γέννησής του και της μεγάλης ταραχής της μητέρας του θα είχε εύθραυστη υγεία και διανοητικά προβλήματα. Τα πλήγματα για τον Έλιοτ δεν είχαν τελειωμό, αφού μόλις μπήκε στο δωμάτιο της Μόλλυ για να τη δει μετά τον τοκετό, εκείνη του ανακοίνωσε ότι ήθελε διαζύγιο και μάλιστα θα έπαιρνε το μωρό, απαγορεύοντάς του να έχει επαφή μαζί του.

«Τα έχασα όλα, Τζέιμι... όλα όσα πραγματικά αξίζανε: τη γυναίκα μου, την κόρη μου...», είπε το πλάσμα μετανοιωμένο. «'Πόππυ' την ονόμασα... παπαρούνα, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της Μόλλυ, που έχοντας μάθει για την εμμονή μου με τα καταραμένα λουλούδια, δεν ήθελε ν' ακούει ούτε τ' όνομά τους. Μα της το επέβαλα κι αυτό, όπως της επέβαλα να μ' αφήνει να βλέπω το παιδί μου. Η Μόλλυ... ήταν μια πολύ γενναία γυναίκα. Πρόθυμη κι ικανή να τα βγάλει πέρα μόνη, διαζευγμένη, με μια φιλάσθενη και διανοητικά καθυστερημένη κόρη, στη δεκαετία του '30, αγνοώντας την κοινωνική κατακραυγή». Έπαυσε και κοίταξε τελευταία φορά τη φωτογραφία, πλέον μουλιασμένη και κόκκινη. Μόνο την κοιλιά της εγκύου κατάφερε να ξεχωρίσει. «Η Πόππυ μου...», ψιθύρισε, σκεπτόμενο τα κόκκινα μαλλιά της, που ήταν πάντα μοιρασμένα σε δύο αλογοουρές και το γλυκό της γέλιο. Βραχυκύκλωσε ξανά από την υγρασία στα μάτια του.

«Το κοριτσάκι μου... Το μόνο πλάσμα που ένιωθα πως μ' αγαπούσε στον κόσμο... Από τη μέρα που άρχισε να μιλάει, μέχρι την ημέρα που μία πνευμονία τη νίκησε το 1960, γελούσε ευτυχισμένη όποτε μ' έβλεπε. Άπλωνε τα χεράκια της να μ' αγκαλιάσει και με φώναζε 'μπαμπάκα' με τόση προσμονή κι αθωότητα! Ένα μικρό κοριτσάκι που δεν μεγάλωσε ποτέ. Που μέχρι τα τριάντα της χρόνια ήθελε να φέρνω σ' εκείνη πρώτα τα παιχνίδια που σχεδίαζα για να παίζει και να μου λέει αν ήταν καλά. Η Πόππυ μου...» Στο τέλος η φωνή του έσβησε κι αφέθηκε στο κλάμα, χωρίς να νοιάζεται για τις ηλεκτροπληξίες που το πονούσαν. Όλη του η ύπαρξη ήταν ένας πόνος, όπως δήλωσαν πριν οι άλλες του πλευρές: μια ύπαρξη χωρίς αγάπη ή μάλλον μια ύπαρξη που ενώ είχε κι αγάπη και στρωμένη ζωή, τα γκρέμισε όλα με το αντίκτυπο των πράξεών της.

«Ο θάνατος της Πόππυ, πρόωρος, όπως η γέννησή της, με βύθισε στην κατάθλιψη. Τότε ήταν που τα πειράματα που ήδη έκανα με τον ζωμό της παπαρούνας που είχα παρασκευάσει χάρη σε ένα παλιό βιβλίο αλχημείας, έγιναν πιο εντατικά. Αν μπορούσα να φέρω την πολυαγαπημένη μου κόρη πίσω, δεν θα σταματούσα μέχρι να το πετύχω. Μέρα-νύχτα πειραματιζόμουν με αρουραίους που σκότωνα και προσπαθούσα ν' αναστήσω, βουτώντας τους στον ζωμό πάνω από πεντακόσιους κακόμοιρους αρουραίους! Όμως μετά το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι επενδυτές μου είχαν εξαφανιστεί από το προσκήνιο. Όσο ασταμάτητα και να δούλευα, όσα παιχνίδια κι αν έφτιαχνα, δε γινόταν να εξοικονομήσω αρκετά ώστε να αποκτήσω μια καλή επιστημονική βάση. Τότε, λίγο μετά τον χαμό της, μού ήρθε η πιο επαναστατική και πρωτοποριακή ιδέα, που κανένας άλλος παιχνιδοποιός δεν είχε σκεφτεί: θα έβγαζα μια κούκλα που θα μπορούσε να μιλάει με μαγνητοφωνημένες φράσεις από ένα μικρό σύστημα αναπαραγωγής ήχου στο εσωτερικό της. Δεν άργησα να την κατασκευάσω και να την παρουσιάσω αυτοπροσώπως στο κοινό, μέσα από μία διαφήμιση. Της έδωσα τιμητικά το όνομά της και μαζί το όνομα του εργοστασίου μου... Poppy Playtime...»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top