1. ɐᴉuoɹx ɐʇʍɹd ɐʇ

⚠️ Προς αναγνώστες από mirror sites, όπως το teenfic: ⤵️

Εγώ, η Στυλιανή Κανταρτζή, ως μοναδική διαχειρίστρια του προφίλ EstelleLuminesCent και συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, δηλώνω υπεύθυνα ότι ουδεμία σχέση έχω με την αναδημοσίευσή του στο teenfic κι άλλους παρόμοιους ιστότοπους. Αν διαβάζετε δικό μου κείμενο σε ιστοσελίδες πέραν του Wattpad, σας ενημερώνω ότι βρίσκεστε σε έναν παράνομο ιστότοπο που παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων, κλέβει τη δουλειά τους και εκθέτει τη συσκευή σας σε κακόβουλα λογισμικά κι επικίνδυνους ιούς. Εγκαταλείψτε άμεσα αυτόν τον ιστότοπο, καταγγείλτε τον στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος και διαβάστε τις ιστορίες μου στο Wattpad.

⚠️ To readers from mirror sites such as teenfic: ⤵️

I, Styliani Kantartzi, as the sole administrator of the EstelleLuminesCent profile and the author of this book, declare responsibly that I have nothing to do with its republishing on teenfic and other similar websites. If you are reading my literary work on websites other than Wattpad, I am informing you that you are on an illegal web page that violates authors' copyrights, steals their work, and exposes your device to malware and dangerous viruses. Please leave this site immediately, notify cybercrime prosecution and read my stories on Wattpad.

A/N: Όπως λένε, 'όταν ένα βιντεοπαιχνίδι τρόμου σε τραυματίζει ψυχικά, φτιάξε του ένα fanfiction για να εκτονώσεις όσα έχεις μέσα σου και να ξεπεράσεις το τραύμα, γράφοντας παράλληλα για πρώτη φορά ένα λογοτεχνικό είδος που αντιπαθείς'! Εντάξει, κανένας δεν το λέει αυτό, αλλά είναι ακριβώς η περίπτωσή μου, χαχα. Ίσως να έχετε ακουστά τη σειρά βιντεοπαιχνιδιών 'Poppy Playtime', αφού είναι αρκετά δημοφιλής τα τελευταία τρία χρόνια. Η επιστροφή ενός εργαζομένου, άγνωστης μέχρι στιγμής ταυτότητας, θέσης εργασίας και φύλου, στο εργοστάσιο παιχνιδιών που δούλευε παλιά, το οποίο είναι εγκαταλελειμμένο εδώ και 10 χρόνια και γεμάτο τρομακτικούς κινδύνους και ακόμα πιο τρομακτικά μυστικά, έχει τραβήξει την προσοχή πολλών.

Για εμένα, το συγκεκριμένο αποτελεί μία 'κόκκινη σημαία': η παιδική μου ηλικία και η νοσταλγία είναι κάτι σχεδόν ιερό. Βλέποντας πράγματα από αυτά τα δύο να έχουν μετατραπεί σε κάτι ανατριχιαστικό, ένιωσα πρωτόγνωρα άβολα. Οι δημιουργοί του παιχνιδιού ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν: βάζοντας κάτι οικείο και συνδυασμένο με το πιο αθώο κομμάτι πολλών ανθρώπων μαζί με τρόμο πήγαν το είδος του horror σε άλλα επίπεδα, οφείλω να τους το αναγνωρίσω! Η ιστορία κι η εκτέλεση του παιχνιδιού τους είναι ευφυέστατη!

Για κάποια που δεν έχει παίξει ποτέ 'Poppy Playtime' (και μάλλον ούτε πρόκειται), θα έλεγα ότι έμαθα αρκετά πράγματα για το lore του παιχνιδιού έως έναν βαθμό, αλλά έχω προσθέσει και πολλά δικά μου στοιχεία και λεπτομέρειες στην παρούσα ιστορία. Είτε έχετε παίξει 'Poppy Playtime', είτε τώρα το ακούτε πρώτη φορά, πιστεύω ότι όλα θα σας είναι κατανοητά στο τέλος. Ο τίτλος της ιστορίας και οι τίτλοι των κεφαλαίων είναι γραμμένοι επίτηδες με κωδικοποιημένους χαρακτήρες, σαν να έχει χαλάσει το κείμενο, προκειμένου να μοιάζει με κάποια από τα μηνύματα που εμφανίζονται στην οθόνη, όταν ο παίκτης χάνει μία ζωή.

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: περιέχει στενάχωρες εικόνες και καταστάσεις, νοσταλγικά στοιχεία παραμορφωμένα ώστε να προκαλούν τρόμο, βία, αίμα, χρήση ναρκωτικής ουσίας, πειράματα σε ζώα, πειράματα σε ανθρώπους, εκμετάλλευση και χειραγώγηση παιδιών, θάνατο, νεκρανάσταση, καταστροφή, κανιβαλισμό, εγκατάλειψη κι απομόνωση.

Ƕ ȺӀ×հʍҽìą էհʂ φąքąɾօմղąʂ
ένα fanfiction για το βιντεοπαιχνίδι 'Poppy Playtime'
από την EstelleLuminesCent

1. ɐᴉuoɹx ɐʇʍɹd ɐʇ

Οι μόνοι ήχοι που μπορούσαν ν' ακουστούν στο ημισκότεινο δωμάτιο ήταν το σούρσιμο συρμάτων πάνω σε σιδερένια επιφάνεια και κάτι σαν τσιτσίρισμα. Και τα δύο το ίδιο ανατριχιαστικά στην ακοή και σε συνδυασμό με το μειωμένο φως, ακόμα πιο ανατριχιαστικά για όλες τις αισθήσεις. Εκατοντάδες μάτσα με μπλεγμένα καλώδια σκέπαζαν το πάτωμα: ένας γόρδιος δεσμός που ένας έξυπνος άνθρωπος θα ξέμπλεκε, μα ένας εξυπνότερος θα έκοβε. Το τσιτσίρισμα σιγά-σιγά χαμήλωσε και το σούρσιμο έγινε πιο δυνατό, καθώς ένα μεταλλικό, σκελετωμένο χέρι απλώθηκε προς την πηγή του φωτός κι έφτασε ένα ογκώδες αντικείμενο. Με ευκολία το σήκωσε και το περίστρεψε αποκαλύπτοντας μια βιντεοκάμερα συνδεδεμένη σε μία από τις δεκάδες τηλεοράσεις CRT που κάλυπταν τους τοίχους. Στις οθόνες μερικών από αυτές, που μέχρι πριν φαινόντουσαν διάφορα μέρη, διάδρομοι κι αίθουσες ενός εγκαταλελειμμένου εργοστασίου, καθρεφτίστηκε η μορφή του πλάσματος που έθεσε σε λειτουργία την κάμερα, επιτρέποντάς της να καταγράψει εικόνα κι ήχο...

Ήταν ένα θέαμα παραμορφωμένο και φρικιαστικό πέρα από κάθε φαντασία: πλαστικό, μέταλλο, σάρκα κι οστά συναρμολογούσαν ένα πλάσμα προερχόμενο όχι από τη φύση, αλλά από τα πιο σκοτεινά και διεστραμμένα βάθη των πιο σκοτεινών και διεστραμμένων μυαλών. Βλέποντας την εικόνα του γύρω του, να εμφανίζεται στις τηλεοράσεις, έως και το ίδιο το πλάσμα έσκυψε το κεφάλι του και το έκρυψε με τα αιχμηρά του χέρια σε μια στάση που φανέρωνε τη ντροπή και την αποστροφή που ένιωθε προς τον εαυτό του, προς αυτό που είχε γίνει. Μα επειτα θυμήθηκε... Η κασέτα που είχε βάλει στη βιντεοκάμερα ήταν μικρής διάρκειας και δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του μέχρι να επιστρέψει αυτός... Έπρεπε να βιαστεί. Κοιτάζοντας με τα κατακόκκινα μάτια του ευθεία στον φακό της κάμερας, άφησε έναν σκουριασμένο ήχο που για 'κείνο ήταν εισπνοή, προτού η φωνή ενός μάλλον ηλικιωμένου άντρα να ακουστεί μονότονη και κάπως υπόκωφη μέσα στο δωμάτιο, σαν να έβγαινε μέσα από παλιά ασπρόμαυρη ταινία.

«Είμαι ο Έλιοτ Γουόλτερ Λάντγουιγκ, του Τέιλορ και της Σούζαν, γεννηθείς την ογδόη Αυγούστου του έτους 1905. Η παρούσα βιντεοταινία, καταγεγραμμένη την εβδόμη Αυγούστου του έτους 2005, ακριβώς έξι λεπτά μετά την ενδεκάτη ώρα μετά μεσημβρίαν, σύμφωνα με την Ανατολική Ζώνη Ώρας, αποτελεί υψίστης σημασίας ντοκουμέντο. Είμαι... ή μάλλον ήμουν ο Ιδρυτής και Πρόεδρος του εργοστασίου παιχνιδιών Playtime Co». Δεν μπόρεσε παρά να σταματήσει για λίγο, καθώς η ανάγκη του για περισσότερες μεταλλικές ανάσες ήταν ξαφνικά πολύ μεγάλη. Άφησε μερικές ακόμα, αν και με δυσκολία, προτού ξαναμιλήσει. «Εύχομαι η μαρτυρία μου να προλάβει να ολοκληρωθεί, να διασωθεί και να βρεθεί στα κατάλληλα χέρια πριν να είναι πολύ αργά. Στα δικά σου χέρια... Τζέιμι Μπ. Χάνει... Δεν είμαι περήφανος για τα κατορθώματά μου...», αναστέναξε και στο τέλος η φωνή του κατέβηκε τονικά, δίνοντας την εντύπωση ότι παιζόταν μέσα από κασετόφωνο που είχε χαλάσει και γύριζε την ταινία που αναπάραγε αργά, όλο και πιο αργά. Το θανάσιμο κόκκινο βλέμμα του κόλλησε σε μερικές από τις τηλεοράσεις στα δεξιά του, που έδειχναν την εικόνα ενός μισογκρεμισμένου διαδρόμου: ξεκοιλιασμένα λούτρινα κουκλάκια ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα, το οποίο γέμιζε ο κολλώδης συνδυασμός βαμβακιού κι αίματος.

«Καθώς κοιτάζω το χάος γύρω μου, το χάος που εγώ δημιούργησα, αναγνωρίζω πλέον ένα και μόνον ένα πράγμα. Η πιο καταστροφική αρρώστια του ανθρώπου δεν είναι η χολέρα, η φυματίωση, ο καρκίνος ή το AIDS. Είναι η απληστία του. Κι υπήρξα άπληστος, Τζέιμι. Υπήρξα βέβηλος απέναντι στο θείο δώρο της ζωής, υπήρξα φιλόδοξος κι αλαζόνας πέραν των ίδιων των εννοιών αυτών των λέξεων. Τώρα το ξέρω, τώρα το βλέπω. Αλλά δεν είμαι σε θέση να το αλλάξω και γελώ με την ειρωνεία της τύχης και τη βαναυσότητα της νέμεσης: να σου επιτρέπει να καταστρέψεις όσο είσαι αδαής... κι όταν πια αναγνωρίζεις τα λάθη σου, να σου απαγορεύει να τα διορθώσεις. Να σε αφήνει να βλέπεις τι προκάλεσες, ανήμπορος και πνιγμένος στις ενοχές». Ένα δυνατό τρέμουλο συντάραξε το τερατόμορφο σώμα και το μυστηριώδες ον άκουσε ένα ακόμα τσιτσίρισμα, που προερχόταν, όπως έδειχνε, λίγο πιο κάτω απ' τον λάρυγγά του. Πολύ βιαστικά εισέπνευσε κι αντίκρισε ξανά τον φακό της κάμερας, αποφασισμένο να μιλήσει χωρίς περαιτέρω περιστροφές.

«Η ζωή ήταν σκληρή, Τζέιμι. Έχασα τους γονείς μου πολύ μικρός. Μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο, φυλακισμένος μέσα σε κρύους γκρίζους τοίχους. Υπήρξα ένα παιδί δυστυχισμένο, που ποτέ δεν χαμογελούσε...»

ɛ̃ᴜãŋ 'ɔ̃ã ᴜæɔ̃ɛ̃ ᴜæɚ̀ioŋ

«Έλιοτ, τι κάνεις εκεί;», θυμήθηκε την αυστηρή φωνή μιας γυναίκας με υπερβολικά σφιχτό κότσο να του λέει, ενώ ο ίδιος, ένα μελαχρινό αγοράκι επτά χρονών έδενε τρία σπιρτόκουτα μεταξύ τους με σπάγκο.

«Φ-Φτιάχνω ένα τρενάκι, κυρία Φίλλιπς», θυμήθηκε τον εαυτό του ν' απαντάει φοβισμένος. «Κοιτάξτε. Τα κουτιά με τα σπίρτα είναι τα βαγονάκια του, με τον σπάγκο πάνε το ένα πίσω απ' τ' άλλο και για ρόδες θα έχει-» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, αφού το τακούνι της γυναίκας προσγειώθηκε με μανία πάνω στα σπιρτόκουτα, καταστρέφοντας και τα τρία μπροστά στα μάτια του, που γέμισαν δάκρυα.

«Τι βλακείες κάνεις, παλιόπαιδο;», τον ρώτησε τραβόντας τον από το αυτί και σηκώνοντάς τον με το ζόρι όρθιο. «Φτιάχνεις παιχνίδια; Ε; Προσπαθείς να βρεις τρόπο να τεμπελιάζεις, αντί να δοξάζεις το Θεό που βρέθηκες εδώ μέσα και μπορείς να μάθεις γράμματα, αντί να λιμοκτονείς στους δρόμους σαν τα άλλα αλητάκια;»

«Όχι!», διαμαρτυρήθηκε ο μικρός Έλιοτ κλαίγοντας κι αφού κατάφερε να ελευθερωθεί από το χέρι της, έσκυψε πάνω από το τσαλαπατημένο του παιχνίδι κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. «Γιατί το χαλάσατε το καημένο; Ήταν το παιχνίδι μου, ήταν η παρέα μου».

Στο κλάμα του, η κακιά γυναίκα άφησε ένα ειρωνικό επιφώνημα. «Δεν είναι παρά μερικά κομμάτια χαρτονιού και σκοινιού, Έλιοτ. Δεν έχει ψυχή, δεν έχει αξία, ένας σωρός από σκουπίδια είναι», συνέχισε τσαλαπατώντας άλλη μια φορά το δημιούργημά του, ενώ εκείνος έκλαιγε περισσότερο. «Πέτα το στο τζάκι, μήπως και ζεσταθούμε λίγο παραπάνω απόψε και μη σε ξαναδώ να φτιάχνεις τέτοια πράγματα, γιατί δεν θα το γλιτώσεις το ξύλο. Εμπρός! Σήκω και πέτα το στο τζάκι. Η ώρα του παιχνιδιού τελείωσε!», του φώναξε κι αποχώρησε από το δωμάτιο. Ίσως να ήταν εκείνη η μέρα, εκείνη η φράση 'Η ώρα του παιχνιδιού τελείωσε', που έκανε τον μικρό Έλιοτ να αποφασίσει τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει. Ήθελε να φτιάχνει παιχνίδια! Να προσφέρει χαμόγελα στα παιδιά για να μην είναι σαν αυτόν και σαν τους υπόλοιπους τρόφιμους του ορφανοτροφείου. Να τους προσφέρει την καλύτερη ώρα του παιχνιδιού! Μια ώρα παιχνιδιού που δεν θα τελείωνε ποτέ! Έτσι, σιγά-σιγά άρχισε να πλάθεται νοητά η Playtime Co.

Και μπορεί το τρενάκι από σπιρτόκουτα και σπάγκους να κάηκε στο τζάκι, χαρίζοντας στον ίδιο και τους φίλους του μερικά ακόμη λεπτά κατά τα οποία δεν τρέμανε από το χειμωνιάτικο ψύχος του 1912, αλλά ένα άλλο τρενάκι, μεγαλύτερο και πολύχρωμο βρήκε τη θέση του στο παιδικό του μυαλό και στο μικρό σημειωματάριο που κρατούσε κρυφό μέσα στο μαξιλάρι του. Από εκείνη τη μέρα ο Έλιοτ διάβαζε, διάβαζε νυχθημερόν κι ήταν ο καλύτερος μαθητής του σχολείου. Η κυρία Φίλλιπς έδειχνε περήφανη γι' αυτόν κι έλεγε σε όλους ότι θα έφερνε έναν σωστό και πειθαρχημένο άνθρωπο στην κοινωνία. Πόσο λάθος έκανε...

ɛ̃ᴜãŋ 'ɔ̃ã ᴜæɔ̃ɛ̃ ᴜæɚ̀ioŋ

«Η πρώτη φορά που θυμάμαι τον εαυτό μου να χαμογελά ήταν κάπου στα εφηβικά μου χρόνια. Τότε που κάναμε μάθημα Ιστορίας στο Γυμνάσιο κι ένας γέρος καθηγητής με λευκό μούσι μας μίλησε για τις παπαρούνες και τον συμβολισμό που τους είχαν δώσει στην Αρχαία Αίγυπτο. Σύμβολα του μεγάλου Όσιρι, του θεού του θανάτου. Όπως πίστευαν, μπορούσαν να θεραπεύσουν πληγές και ν' αναστήσουν νεκρούς, εξού κι ο νεαρός Φαραώ Τουτανχαμόν ενταφιάστηκε με ένδυμα φτιαγμένο από παπαρούνες και εικόνες τους ζωγραφισμένες στη σαρκοφάγο του. Ο λαός του, φαίνεται, ήλπιζε στην επιστροφή του. Θυμάμαι... ρώτησα τον καθηγητή αν ήταν αλήθεια όσα πίστευαν αυτοί οι άνθρωποι για τις παπαρούνες κι εκείνος μου είπε ότι 'δεν μπορούμε να ξέρουμε' και προσπέρασε. Πόσο ανόητος μου φάνηκε εκείνη τη στιγμή αυτός ο υποθετικά έξυπνος άνθρωπος που τον είχαν βάλει να διδάσκει κιόλας! Πώς στο καλό ήταν δυνατόν να έχει περιέλθει εις γνώσιν του ένα τόσο μεγάλο μυστικό; Ένα μυστικό που θα μπορούσε να είναι το κλειδί της ίδιας της αθανασίας!;», φώναξε το πλάσμα κι η φωνή του έγινε ξανά πιο μπάσα και τερατώδης όσο η όψη του, προτού επιστρέψει στην παλιακή της χροιά.

«Ακόμα πιο ανόητος μου φάνηκε δύο χρόνια μετά, όταν μαθεύτηκε στο σχολείο πως η καρδιά του τον είχε προδώσει. Κάποιοι από τους συμμαθητές μου αδιαφόρησαν, κάποιοι λυπήθηκαν, όμως εγώ... εγώ γέλασα με την αδιαφορία του σε αυτά που κάποτε μας δίδασκε. Η τιμωρία μου που γέλασα; Δέκα χτυπήματα με τη βέργα. Το συμπέρασμά μου; Δεν ήθελα να αδιαφορήσω και να καταντήσω σαν αυτόν. Έτσι αποφάσισα να ερευνήσω, να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα για τις παπαρούνες και τις ιδιότητές τους. Ίσως να κατάφερνα να φέρω πίσω τους γονείς μου! Ίσως να κατάφερνα να κάνω έναν κόσμο καλύτερο! Ίσως... ίσως...» Και πάλι σταμάτησε και μια υγρασία έκανε μικρές ηλεκτροφόρες σπίθες να λάμψουν κάτω από τα μάτια του. Άρχισε να τρέμει, καθώς το υγρό του έφερε ένα ελαφρύ βραχυκύκλωμα κι ανάγκασε τον εαυτό του να σταματήσει αυτό που γνώριζε πως για τους κανονικούς ανθρώπους ήτανε 'κλαμα'. «Ήμουν ανόητος, Τζέιμι...», μουρμούρισε και για πρώτη φορά το άκουσμα της θλίψης γέμισε το δωμάτιο. «Ένας ανόητος που νόμιζε ότι ήταν έξυπνος. Που τρεφόταν από ψευδαισθήσεις για να ξεχνά τη δυστυχία του», είπε και συνέχισε την αφήγηση με την ίδια ουδετερότητα όπως και πριν.

«Όταν επιτέλους ενηλικιώθηκα και βγήκα από εκείνο το θλιβερό ορφανοτροφείο, είχα δύο στόχους, δύο όνειρα να πραγματοποιήσω: να φτιάξω ένα εργοστάσιο παιχνιδιών για να κάνω όλα τα παιδιά του κόσμου να χαμογελούν, όπως δεν χαμογελούσα εγώ και ν' ανακαλύψω το ελιξίριο της ζωής που κρυβόταν μέσα στις παπαρούνες. Ήμουνα βέβαιος ότι αυτά θα με κάνανε έναν επιτυχημένο κι ευτυχισμένο άντρα. Αυτά... και μία δική μου οικογένεια...»

Σαν αστραπή πέρασε από μπροστά του η γνωριμία του με την Μόλλυ Γουέλς, μια νεαρή γυναίκα από εύπορη οικογένεια, με την οποία άρχισε να βγαίνει ραντεβού στο δεύτερο έτος των σπουδών του. Είχε ολοζώντανες τις μνήμες από τις συζητήσεις τους, τα ανοιχτά με θαυμασμό κι ενδιαφέρον μάτια της, καθώς της μιλούσε για το εργοστάσιο που οραματιζόταν. Η Μόλλυ αγαπούσε τα παιδιά! Ήθελε πολύ να παντρευτεί και να κάνει δικά της, όπως του είχε πει και στο τέλος συμπλήρωσε ότι θα ήταν χαρά της κάποτε τα παιδιά της να παίζουν με παιχνίδια που αυτός ο αξιόλογος κι ευφυής νεαρός θα είχε κατασκευάσει. Ο Έλιοτ είχε νιώσει όμορφα που μία κοπέλα του είχε συμπάθεια και δεν μπορούσε να κρύψει ότι κι αυτός έβρισκε την παρέα της ευχάριστη. Μαζί της περνούσε λίγες στιγμές ξεγνοιασιάς ανάμεσα στις πολύωρες παρακολουθήσεις μαθημάτων στο Τμήμα Οικονομικών Σπουδών, ανάμεσα στη δουλειά του σ' εκείνη τη μικρή βιοτεχνία που έφτιαχνε κούκλες από πορσελάνη και τα ξενύχτια κατά τα οποία, πέρα από τα διαβάσματά του για τη σχολή, μελετούσε για τις παπαρούνες. Θυμόταν πώς ένα συννεφιασμένο απόγευμα της έκανε πρόταση γάμου και πόσο γλυκά του χαμογέλασε εκείνη... Γι' αυτό ετοιμάστηκε να μιλήσει όταν... ένας ήχος τσαλακώματος τον σταμάτησε. Η κάμερα δεν έγραφε πια...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top