|64

 I don't want to know who we are without each other

It's just too hard

I don't want to leave here without you
I don't want to lose part of me
Will I recover?
That broken piece, let it go and unleash all the feelings

Did we ever see it coming?
Will we ever let it go?

We are buried in broken dreams
We are knee-deep without a plea
I don't want to know what it's like to live without you
Don't want to know the other side of a world without you  

-The Other Side, Ruelle

|-|

Άλλη μια γροθιά στο πρόσωπο την έκανε να πέσει στο βρόμικο, κρύο πάτωμα του υπογείου. Τι έλεγε στην αρχή; Ότι δεν ένιωθε πως ήταν θύμα απαγωγής; Το έπαιρνε πίσω...

Αφού είχε νευριάσει τον Αντωνόπουλο, δεν είχε σταματήσει να τη κακομεταχειριζετε. Γρήγορα το πολυτελές δωμάτιο μετατράπηκε σε ένα υγρό υπόγειο, το ζεστό φαγητό σε κρύο λαπά και τα ζεστά μπάνια, σε σκληρές γροθιές και σφαλιάρες.

"Πάνε δύο μέρες τώρα, που είναι επιτέλους το αγόρι σου; Βαρέθηκα..." τον άκουσε να μουρμουραει, ενώ σκούπιζε τα ματωμένα του χέρια με τη πετσέτα που το προσέφερε ο άντρας με το μαύρο κουστούμι δίπλα από τη πόρτα.

Η κοπέλα κράτησε οποιαδήποτε σαρκαστική απάντηση για τον εαυτό της και απλώς έφτυσε στο πάτωμα το αίμα που είχε συσσωρευτει στο στόμα της.

Με το πόδι του την έσπρωξε έτσι ώστε να είναι ξαπλωμένη στη πλάτη της.

"Δεν έχεις πλάκα..." είπε σαν μικρό παιδί που μιλούσε σε ένα από τα παιχνίδια του.

"Με τη κολλητή σου πέρασα καλύτερα..."

Ζαρωσε τα φρύδια της η Μυρτώ, μπερδεμένη. Για ποιον λόγο ανέφερε τη Λυδία;

"Τι είπες;"

"Η κολλητή σου λέω. Ήταν πιο διασκεδαστικη. Βασικά, ο φόβος που ήταν γραμμένος στο πρόσωπο της έκανε την όλη κατάσταση πιο διασκεδαστικη. Εσύ από την άλλη είσαι δύσκολη, με ζορίζεις πολύ..."

Ένιωσε δάκρυα να μαζεύονται στα μάτια της, όμως δεν τα άφησε να πέσουν.

"Τι σχέση είχες με τη Λυδία;"

"Δυστυχώς δεν είχαμε καμία σχέση. Γνωριστήκαμε λίγο πριν τη σκοτώσω..."

"Τι λες; Αυτοκτόνησε..."

Εκείνος γέλασε δυνατά προτού γυρίσει να τη κοιτάξει "Πραγματικά πιστέψατε ότι αυτοκτόνησε; Είχε τα πάντα στη ζωή της, αν εξαιρέσεις τους χωρισμένους γονείς. Ήταν άλλο ένα κακομαθημένο κοριτσάκι, σαν και εσένα. Ήταν πολύ χαρούμενη για να αφαιρέσει τη ζωή της..."

Η Μυρτώ ένιωσε το δωμάτιο να γυρίζει γύρω της, ενώ άκουγε ένα δυνατό βουητό στα αυτιά της. Δυσκολευοταν να το πιστέψει, άρχισε ξαφνικά να αμφισβητεί για τα πάντα γύρω της.

"Ήταν εύκολο να το κάνω να φανεί σαν αυτοκτονία. Εσύ όμως που ήσουν και κολλητή της φαντάστηκα πως δεν θα το πίστευες, αφού την ήξερες τόσο καλά..." είπε χαμογελώντας σαρδονια, θέλοντας να ρίξει και άλλο αλάτι στις πληγές της.

"Γιατί το έκανες;"

"Απλώς ήθελα να δείξω στον Αλέξανδρο ότι δε χρειάζεται να κάνω κακό στους αγαπημένους του ανθρώπους για να τον αποδυναμώσω. Ξέρεις, ο ψυχολογικός πόνος είναι χειρότερος από τον σωματικό. Οπότε το να σε βλέπει να πονάς από τον θάνατο της κολλητής σου, ενώ εκείνος δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα για να σε βοηθήσει, θα του στοίχιζε περισσότερο."

Δε κατάφερε να συγκρατηθεί άλλο η κοπέλα και κάποιες αλμυρές σταγόνες νερού κύλησαν από τα μάτια της. Ένα ουρλιαχτό βγήκε από μέσα της και με νέα δύναμη που βρήκε μέσα της, σηκώθηκε και του επιτέθηκε.

Με όση δύναμη είχε, άρχισε να τον χτυπάει όπου μπορούσε, όπως θα έκανε κάποια τρελή κοπέλα του ψυχιατρείου. Ίσως μετά από όλα αυτά τελικά κατέληγε εκεί...

Ένιωσε δυνατά χέρια γύρω από τη μέση της και την τράβηξαν μακρυά του, προτού τη ρίξουν στη γωνία του υπογείου. Ήταν ο φύλακας με το μαύρο κουστούμι δίπλα από την πόρτα.

Τα μάτια της πήγαν κατευθείαν στον Αντωνόπουλο και είδε στη γωνία των χειλιών του, να τρέχει αίμα. Το γεγονός ότι είχε καταφέρει να τον πληγώσει έστω και λίγο, της έφερνε τεράστια ευχαρίστηση μέσα της.

Τη κοίταξε με ένα βλέμμα που έδειχνε ότι με χίλια ζόρια συγκρατούσε τον εαυτό του και δεν την είχε σκοτώσει ήδη.

"Θα το μετανιώσεις πολύ άσχημα αυτό αργότερα..." της είπε και έκανε να φύγει.

"Αντε μου στον διάολο!" του φώναξε εκείνη την ώρα που έβγαινε από το δωμάτιο του υπογείου και το τελευταίο πράγμα που πρόσεξε πριν το σκοτάδι πλυμηρισει τον χώρο, ήταν τα γαλανά του μάτια να τρυπάνε τη ψυχή της.

Όταν έμεινε επιτέλους μόνη της κατάφερε να ανασάνει σωστά και να αφήσει τα δάκρυα και τους λυγμούς ελεύθερους. Προσπάθησε να αγνοήσει τον πόνο σε όλο της το κορμί και ξάπλωσε στη γωνία, μαζεμένη στον εαυτό της, προσπαθώντας να ταξιδέψει με το μυαλό της κάπου μακρυά από εκεί.

|-|

Άνοιξε τα μάτια της ξανά όταν άκουσε δυνατό θόρυβο, βήματα, φωνές, πυροβολισμους...

Μπαμ!

Πετάχτηκε όρθια όταν άκουσε τον θόρυβο αυτό και έκανε εικόνα στο μυαλό της μια σφαίρα να βγαίνει από τη κάνη ενός όπλου.

Η αστυνομία; Την είχε βρει; Είχε πάει να τη σώσει; Δάκρυα ελπίδας μαζεύτηκαν στις γωνίες των ματιών της και ένιωσε τη καρδιά της να χτυπάει δυνατά.

Μέσα στο σκοτάδι, πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στη πόρτα, βρίσκοντας τον δρόμο της ακουμπώντας τον τοίχο. Άρχισε να χτυπάει δυνατά τη πόρτα με τις γροθιές της και να φωνάζει για να τη βρούνε πιο εύκολα.

Κανείς δεν ήρθε για αρκετά λεπτά, το σκοτάδι συνέχισε να τη περιτριγυριζει, το ίδιο και ο θόρυβος από τον επάνω όροφο. Εκείνη όμως παρέμενε μόνη της στο κρύο, σκοτεινό υπόγειο.

Τελικά, ύστερα από λίγη ώρα άκουσε βήματα έξω από την πόρτα. Έκανε πίσω για να την ανοίξει όποιος βρισκόταν στην άλλη πλευρά και να τη πάρει μακρυά από εκεί. Η καρδιά της φτερουγισε, καθώς είχε το προαίσθημα πως το μαρτύριο της θα τελείωνε σύντομα.

Το προαίσθημα αυτό όμως, μαζί με την ελπίδα που είχε μέσα της και το χαμόγελο που είχαν σχηματίσει τα χείλη της, εξαφανίστηκε μόλις είδε τον γαλανοματη μελαχρινό μπροστά της.

Διχως να προλάβει να αντιδράσει, την είχε αρπάξει από τα μαλλιά και την είχε βάλει μπροστά του, βάζοντας το όπλο που κρατούσε, στον κρόταφο της.

"Προχώρα και μη τολμήσεις να μιλήσεις." της ψιθύρισε άγρια στο αυτί, προτού αρχίσει να τη σπρώχνει για να περπατήσει, κρατοντας την όμως ταυτόχρονα μπροστά του ως ασπίδα.

Ανέβηκαν τις σκάλες και βρέθηκαν στο ισόγειο, όπου η Μυρτώ τρόμαξε μόλις αντίκρισε την κατάσταση που επικρατούσε. Σπασμένα αντικείμενα βρίσκονταν παντού, ενώ νεκρά σώματα μπραβων του Αντωνόπουλου ήταν ξαπλωμένα στο γυαλιστερό άσπρο μάρμαρο.

"Τ-Τι συνέβη;" ρώτησε τρομοκρατημένη.

"Βούλωσε το!" της ψιθύρισε ξανά εξοργισμένος. Ο δυνατός παλμός του όμως που ένιωθε η κοπέλα στην πλάτη της, προδιδε το γεγονός ότι ήταν τρομοκρατημένος. Όποιος και να το είχε κάνει αυτό στους άντρες του, τον φοβόταν πολύ.

Τραβώντας την ακόμα από τα μαλλιά και με το όπλο κολλημένο στον κρόταφο της, ξεκίνησε να την οδηγεί προς μια μεγάλη γυάλινη πόρτα, η οποία υπέθεσε πως ήταν η πίσω πόρτα του σπιτιού.

Ο ήχος ενός όπλου να απασφαλιζεται όμως, τους έκανε να σταματήσουν να περπατάνε αμέσως. Γύρισε απότομα ο Αντωνόπουλος προς τα εκεί από όπου άκουσε τον ήχο.

Η κοπέλα δε μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της. Ήταν όντως εκεί. Όντως όλο αυτό θα τελείωνε. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της, παρόλο που ένας επικίνδυνος άντρας κρατούσε ένα όπλο στο κεφάλι της. Ο Αλέξανδρος ήταν όντως εκεί.

"Χρόνια και ζαμάνια, δεν νομίζεις Αλέξανδρε;" προσπάθησε να ακουστεί χαλαρός ο άντρας από πίσω της, η σταγόνα ιδρώτα όμως που κύλησε στο μέτωπο του, πρόδωσε ακριβώς το αντίθετο.

"Ευτυχώς..." ήταν η απάντηση του.

"Ααωωω μα γιατί το λες αυτό; Έχασες τρελό πάρτι αυτές τις δύο μέρες. Ρώτα τη κοπέλα σου..." χαμογέλασε σαρδονια.

Η αλήθεια ήταν πως απλώς προσπαθούσε να χρονοτριβησει, ενώ έψαχνε τρόπο διαφυγής στον χώρο γύρω του.

Ο Αλέξανδρος έσφιξε το όπλο κι άλλο στο χέρι του, έτοιμος να τραβήξει τη σκανδάλη, όταν είδε τις μελανιές και τις γρατζουνιές στο πρόσωπο της Μυρτώς. Αν δε βρισκόταν εκείνη μπροστά του, θα είχε τραβήξει τη σκανδάλη το πρώτο δευτερόλεπτο που είχε εμφανιστεί από το υπόγειο.

"Άφησε την και θα σε αφήσω να φύγεις από εδώ πέρα ζωντανός."

Εκείνος γέλασε δυνατά "Δε νομίζω να είσαι σε θέση να με απειλείς. Τελευταία φορά που κοίταξα, εγώ είμαι αυτός που έχω κάτι πολύτιμο για εσένα."

Τότε άκουσε ένα δεύτερο όπλο να απασφαλιζεται από πίσω του και ένιωσε την κρύα, μεταλλική κάνη του να ακουμπάει το πίσω του κεφαλιού του.

"Η ζωή σου δεν σου είναι πολύτιμη δηλαδή;" τον ρώτησε ρητορικά ο νεαρός, με την μία άκρη των χειλιών του σηκωμένη. Κοίταξε για μια στιγμή τον Ορέστη που βρισκόταν πίσω από τον Αντωνόπουλο και τον σημαδευε.

Ο άντρας ετριξε τα δόντια του και ξεφυσιξε. Το άγχος του είχε ξεπεράσει κάθε επίπεδο, ένιωθε το όπλο να γλιστράει στην ιδωμένη παλάμη του. Δεν μπορούσε να αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει.

Εκείνη τη στιγμή, οι δυνατές σειρήνες περιπολικών ακούστηκαν λίγα χιλιόμετρα μακρυά από το εξοχικό του. Γύρισε να κοιτάξει τη πόρτα, από όπου σύντομα θα έμπαιναν οπλισμένοι αστυνομικοί.

Ή φυλακή ή νεκρός... σκέφτηκε. Για αυτόν αυτά ήταν το ένα και το ίδιο όμως. Έτσι, πήρε τη δύσκολη απόφαση για το ποια θα ήταν η επόμενη του κίνηση.

Σαν να είχε διαβάσει το μυαλό του η Μυρτώ, περίμενε τη κίνηση του πριν ακόμα τη κάνει. Ο χρόνος γύρω τους κυλούσε πια πολύ πιο αργά και η κοπέλα έβλεπε σιγά σιγά το χέρι του, με το οποίο κρατούσε το όπλο, να τεντωνεται μπροστά του, έτσι ώστε η κάνη να βλέπει τον Αλέξανδρο.

Τη στιγμή που τα βλέφαρά της ανοιγοκλεισαν και οι βλεφαρίδες της ακούμπησαν τα μάγουλα της, άκουσε και δύο πυροβολισμους ταυτόχρονα. Είδε τη σφαίρα να φεύγει από το όπλο του άντρα που την είχε απαγάγει και να κινείτε σε μια ευθεία, ενώ ταυτόχρονα ένιωσε αυτόν τον άντρα να υποχωρεί πίσω της.

Ξαφνικά ο χρόνος γύρω τους κυλούσε ξανά φυσιολογικά. Ο Αντωνόπουλος βρισκόταν πίσω της πεσμένος στο πάτωμα, νεκρός από τη σφαίρα του Ορέστη.

Ο Αλέξανδρος βρισκόταν λίγα μέτρα μπροστά της, πεσμένος στο πάτωμα, πληγωμένος από τη σφαίρα του Αντωνόπουλου.

"Όχι..."ένας ψίθυρος της ξέφυγε και έτρεξε αμέσως πλάι του.

Πήρε το κεφάλι του στα χέρια της και το ακούμπησε στα πόδια της. Τα μάτια της πήγαν αμέσως στο πρόσωπο του και αντίκρισαν τα πράσινα του μάτια. Ύστερα, πήγαν στη κόκκινη κηλίδα αίματος που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στη γκρι μπλούζα του, γύρω από τη πληγή που είχε κάνει η σφαίρα.

Την κάλυψε αμέσως με το χέρι της για να μειώσει την αιμορραγία, ενώ με το άλλο χέρι της κρατούσε το πρόσωπο του, έτσι ώστε να μην πάρει τα μάτια του από πάνω της.

"Όχι, όχι, όχι..." έλεγε όσο γρήγορα έπεφταν και τα δάκρυα από τα μελι της μάτια. Το αίμα ήταν πολύ, είχε κάνει πλέον κόκκινο το προηγουμένως κάτασπρο μάρμαρο.

"Αλέξανδρε! Αγάπη μου κάνε υπομονή, σε παρακαλώ, κρατήσου. Έρχεται βοήθεια, περίμενε. Έρχεται βοήθεια!"

"Κάλεσε ασθενοφόρο!" ούρλιαξε σχεδόν στον Ορέστη ή τον Στέφανο, τον Νίκο ή τον Μιχάλη που κοιτούσαν χαμένοι τη σκηνή μπροστά τους. Δεν την ένοιαζε ποιος, αρκεί κάποιος να καλούσε βοήθεια.

Ένιωσε το χέρι του να καλύπτει το δικό της που βρισκόταν πάνω στο τραύμα του. Έστρεψε τα μάτια της από τα παιδιά σε εκείνον αμέσως.

Είχε ένα μικρό χαμόγελο στο πρόσωπο του, ενώ τα μάτια του γυάλιζαν από δάκρυα που αρνούταν να αφήσει να κυλήσουν.

"Περίμενε λίγο, σε παρακαλώ." κατάφερε να πει η κοπέλα μέσα από τους λυγμούς της. Τα δάκρυα δεν είχαν σταματήσει να τρέχουν από τα μάτια της, κάθε στιγμή γινόντουσαν όλο και περισσότερα.

Σήκωσε αργά το άλλο χέρι του και το ακούμπησε στο μάγουλο της. Εκείνη εγυρε το κεφάλι της επάνω του, θέλοντας να νιώσει όσο περισσότερη ζεστασιά από το άγγιγμα του μπορούσε. Με τον αντίχειρα του σκούπισε αργά τα δάκρυα της.

"Σ' αγαπώ. Μ-Μη κλαις..." κατάφερε να πει ο Αλέξανδρος, ανάμεσα από βαριές ανάσες.

Κάλυψε το χέρι του στο μάγουλο της με το δικό της και γύρισε να αφήσει ένα φιλί στη παλάμη του. Πήρε τα μάτια της από το πρόσωπο του μονάχα για δύο δευτερόλεπτα και την επόμενη στιγμή που τον κοίταξε, τα βλέφαρά του είχαν καλύψει τα πράσινα του μάτια.

"Όχι! Αλέξανδρε μη με αφήνεις σε παρακαλώ! Σε αγαπάω, μη με αφήνεις!" φώναξε, μα άδικα.

Την είχε ήδη αφήσει. Το μοναδικό άτομο που είχε καταφέρει να την κάνει να νιώσει πως βρισκόταν στον παράδεισο, που την είχε κάνει να τον αγαπήσει, την είχε αφήσει, αφήνοντας την έτσι και στη λάθος πλευρά του παραδείσου.

|-|

Τέλος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top