|61

And way down we go
Way down we go
Say way down we go
'Cause they will run you down, down til you fall
Way down we go

-Way down we go, Kaleo

|-|

"Άσε το ποτήρι κάτω ρε Αλέξανδρε." προσπάθησε ο Ορέστης να πάρει το ποτήρι από τα χέρια του φίλου του.

"Άσε με ήσυχο ρε μαλακα!" φώναξε εκείνος ενώ δεν άφηνε το ποτήρι.

"Αλέξανδρε-" πήγε να μιλήσει ξανά, τον διέκοψε όμως ο δυνατός ήχος του ποτηριού να σπάει στον τοίχο απέναντι, όπου το είχε πετάξει ο Αλέξανδρος.

"Σου είπα άσε με ήσυχο..." μουρμούρισε υπό την επήρεια του αλκοόλ.

Ο Θάνος εμφανίστηκε γρήγορα από τη κουζίνα και είπε απότομα "Ρε μαλακες θα ξυπνήσετε τα μικρά!"

Σήκωσε το χέρι του απολογητικά ο Αλέξανδρος, προτού σηκωθεί λίγο από τη πολυθρόνα που καθόταν, πάρει στο χέρι του το μπουκάλι ουίσκι που βρισκόταν στο τραπεζάκι του σαλονιού μπροστά του και τελικά ξαπλώσει ξανά στη πολυθρόνα. Το είδε αυτό ο Θάνος και πήγε αμέσως δίπλα του για να του το πάρει.

"Μαλακα έχεις τελειώσει όλο το ουίσκι και θα νομίζει η μάνα μου ότι είμαι αλκοολικός."

Έκανε να το πάρει από τη λαβή του, γύρισε όμως ο μελαχρινός νεαρός και τον κοίταξε στραβά "Άστο για να μη βρεθεί και αυτό στον τοίχο..."

Ετριξε τα δόντια του ο Θάνος αλλά άφησε το μπουκάλι.

"Θα σου πάρω άλλο." είπε ο Αλέξανδρος, προτού πιει άλλη μια γουλιά από το ποτό.

"Ρε Αλέξανδρε άσε τα ποτά και πάνε μίλα της ρε αγόρι μου..." παραπονέθηκε ο Στέφανος από τον καναπέ δίπλα του, τριβοντας τα μάτια του.

Ήταν δύο η ώρα το βράδυ και τον είχαν ξυπνήσει για να βοηθήσει να μαζέψουν τον Αλέξανδρο από ένα μπαρ και να τον πάνε στο σπίτι του Θάνου να συνεχίσει το ποτό, ενώ τα δύο αδέρφια του κοιμοντουσαν και η μητέρα του είχε πάει στη θεία του για το βράδυ.

"Να της πω τι; Σε λιγότερο από έναν μήνα φεύγει..." είπε και ήπιε λίγο ακόμα.

Ακούστηκε να χτυπάει η πόρτα του διαμερίσματος και όταν την άνοιξε ο Ορέστης, εμφανίστηκε ο Νίκος.

"Τι πάθατε ρε μαλακες τέτοια ώρα;"ρώτησε και ο ίδιος νυσταγμένος.

"Αυτόν ρώτα..." απάντησε ο Θάνος κουνώντας το κεφάλι του προς τον Αλέξανδρο.

Γύρισε ο κολλητός της Μυρτώς να τον κοιτάξει, περιμένοντας μια απάντηση.

"Η Μυρτώ φεύγει."

"Πού πάει;"

"Λονδίνο." άλλη μια γουλιά ουίσκι.

"Να πάει να κάνει τι;" κάθισε στον καναπέ ο Νίκος, καθώς τα νέα του ήρθαν απότομα.

"Να πλέξει πουλόβερ... Να μείνει με τη θεία της ρε μαλακα!" απάντησε ο Θάνος.

"Σκάσε ρε!" είπε ο Νίκος, προτού γυρίσει να κοιτάξει ξανά τον Αλέξανδρο.

"Και σε μένα γιατί δεν το είπε;"

"Σε κανέναν δεν το είπε. Και γω κατά τύχη το έμαθα..."

Ξεφυσιξε ο Νίκος και είδε το μπουκάλι ουίσκι στο χέρι του Αλέξανδρου. Έκανε να πιει εκείνη τη στιγμή, μα ο Νίκος τον διέκοψε, αρπάζοντας το μπουκάλι από τα χέρια του για να πιει και εκείνος.

Ένιωσε το αλκοόλ να καίει τον λαιμό του και να καταλήγει αυτή η κάψα στο στομάχι του.

"Σκατα..." μουρμούρισε.

|-|

"Πήγαινε Μελίνα, δεν υπάρχει πρόβλημα, θα κλείσω εγώ."

"Ακόμα δε γύρισες και θα σε αφήσω να κλείσεις το κτηνίατρο;"

"Ναι, δεν υπάρχει πρόβλημα. Θέλω έτσι και αλλιώς να κοιτάξω ξανά λίγο το γατάκι που στείρωσες."

Χαμογέλασε το αφεντικό της "Εντάξει, ευχαριστώ πολύ."

Άφησε ένα φιλί στο κεφάλι της και αφού τη καληνύχτισε, έφυγε από τη μπροστινή πόρτα και τη κλείδωσε, αφού η Μυρτώ έφευγε συνήθως από την πίσω.

Η κοπέλα πήγε ξανά στα κλουβιά που φιλοξενούσαν τα άρρωστα κατοικίδια και έλεγξε το γατάκι που είχε χειρουργηθεί πρόσφατα. Αφού ήταν βέβαιη πως ήταν μια χαρά, επέστρεψε στο μπροστινό γραφείο και κάθισε εκεί.

Έβαλε στο συρτάρι τα χαρτιά που διάβαζε προηγούμενος, καθώς δεν ένιωθε ικανή να συνεχίσει τη προηγούμενη δουλειά της. Στήριξε τους αγκώνες της στο γραφείο και το κεφάλι της στα χέρια της. Έκλεισε τα μάτια της και ξεφυσιξε, προσπαθώντας να διώξει το βάρος που ένιωθε μέσα της. Αυτό όμως δε γινόταν...

Είχαν περάσει πέντε μέρες από το ραντεβού της με τον Αλέξανδρο στη θάλασσα. Πέντε μέρες δεν απαντούσε στις κλήσεις και τα μηνύματα της. Πέντε μέρες αρνούταν να τη δει.

Η κοπέλα τον δικαιολογούσε, καθώς είχε κάθε δίκιο να της είναι θυμωμένος. Το ότι θα έφευγε στο Λονδίνο -παρόλο που δεν το ήθελε- ήταν κάτι σημαντικό που δεν έπρεπε να το κρατήσει μυστικό ως τον τελευταίο μήνα πριν φύγει. Και τώρα που το ήξερε, ο Ιούλιος έμπαινε σε λίγες μέρες και ο χρόνος τους μειωνόταν ακόμα περισσότερο. Χρόνος που τους ήταν πολύτιμος, αλλά εκείνος αρνούταν να περάσει μαζί της...

Παίρνοντας το απόφαση πως δεν μπορούσε να κάνει άλλη δουλειά με τα έγγραφα, έσβησε το λαμπατέρ του γραφείου και πήρε τα πράγματα της στο χέρι. Έλεγξε πως όλα ήταν στη θέση του και βγήκε από τη πίσω πόρτα του κτηνιατρείου.

Κλείδωνε τη πόρτα όταν άκουσε έναν θόρυβο πίσω της. Γύρισε να κοιτάξει και είδε έναν άντρα με μαύρο κουστούμι. Ξαφνιάστηκε και έκανε ένα βήμα πίσω για να δημιουργήσει μια απόσταση μεταξύ τους.

"Συγγνώμη, δεν ήθελα να σας τρομάξω. Μήπως ξέρετε που είναι το κοντινότερο φαρμακείο;" τη ρώτησε ευγενικά.

Η κοπέλα αισθάνθηκε όμως πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Έπρεπε να πάει από τη πίσω πόρτα ενός κτηνιατρείου για να ρωτήσει για το πιο κοντινό φαρμακείο;

Τα μάτια της κοπέλας πήγαν στον πράσινο σταυρό έξω από ένα φαρμακείο που αναβοσβηνε, λίγο πιο κάτω στον δρόμο. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν συνειδητοποίησε πως-

Δε ψάχνει φαρμακείο...

Πριν προλάβει να αντιδράσει, ένα χέρι είχε τυλιχτει γύρω από τη μέση της, ενώ ένα πανί κάλυπτε τη μύτη και το στόμα της.

Άρχισε να κλωτσάει και να χτυπάει όπως μπορούσε τον άντρα πίσω της, ενώ προσπαθούσε ταυτόχρονα να ουρλιάξει, χωρίς να εισπνεύσει το χημικό που ήταν σίγουρη ότι υπήρχε στο άσπρο πανί.

Να τα κάνει όμως όλα αυτά με το λίγο οξυγόνο που είχε μείνει στα πνευμονία της ήταν δύσκολο, έτσι πάρα τις προσπαθείς της, η Μυρτώ ένιωσε ξαφνικά εξουθενωμενη και αδυνατούσε να κρατήσει τα βλέφαρά της ανοιχτά.

Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν πριν τα μάτια της γυρίσουν στο κρανίο της, ήταν δύο χέρια να τη κουβαλάνε και να τη βάζουν σε ένα μαύρο αυτοκίνητο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top