|60

I let my good one down
I let my true love die
I had his heart but I broke it every time
Lonely I, I'm so alone now

-No Rest For The Wicked, Lykke Li

|-|

Ξύπνησε στον γαλήνιο ήχο των κυμάτων, τη μυρωδιά της θάλασσας και μια υπέροχη αντρική κολόνια. Άνοιξε αργά τα μάτια της για να αντικρίσει ένα πανέμορφο ζευγάρι πράσινων ματιών να τη κοίτανε, με ένα χαμόγελο να τα συνοδεύει. Αυτομάτως, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε και στα δικά της χείλη.

"Καλημέρα." της είπε με τη βραχνή, πρωινή φωνή του, κάνοντας τη να θέλει να επαναλάβουν αυτό που συνέβη το προηγούμενο βράδυ.

Αντιθέτως συγκρατηθηκε και του ψιθύρισε ένα γλυκό "Καλημέρα."

Δέχτηκε το φιλί που της έδωσε, προτού γυρίσει το κεφάλι της για να κοιτάξει τη θάλασσα και ύστερα προς την αντίθετη μεριά, όπου ο ήλιος είχε ανατείλει εδώ και αρκετή ώρα.

Ξάπλωσε ξανά το κεφάλι της στο στήθος του και έκλεισε τα μάτια της, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, καθώς δεν ήθελε να τελειώσει όλο αυτό ποτέ. Το χέρι του χάιδευε απαλά τη πλάτη της ενώ το δικό της χάιδευε το μάγουλο του με το λίγο μούσι τριών ημερών που είχε ή έπαιζε με την αλυσίδα του.

Ήταν απολύτως ήρεμη και απολάμβανε τη στιγμή, όταν ακούστηκε στο κινητό της η ειδοποίηση πως είχε δεχτεί κάποιο μήνυμα.

Σε δευτερόλεπτα τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα και είχε πεταχτεί όρθια, τραβώντας τη κουβέρτα μαζί της.

"Η θεία μου!" αναφώνησε, υποθέτοντας ότι το μήνυμα ήταν από αυτή και πως είχε ανησυχήσει η γυναίκα.

Έλειπε από το σπίτι από το προηγούμενο βράδυ και για αυτόν τον λόγο τη φανταζόταν ήδη να κλαίει στους αστυνομικούς και να βγάζει SILVER ALERT στις ειδήσεις για την εξαφάνιση της.

Θεέ μου! Γράφουν και τα κιλά σε αυτά τα πράγματα!

"Μην ανησυχείς, την ειδοποίησα εγώ εχθές την ώρα που περίμενα να κατέβεις, πως πιθανότατα δεν θα επέστρεφες σπίτι για το βράδυ." άκουσε τον Αλέξανδρο δίπλα της.

Ξεφυσιξε ανακουφισμενη η κοπέλα και έπεσε ξανά στο μαξιλάρι της δίπλα του. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και έπιασε το κινητό της, που ήταν λίγο πιο πάνω από το κεφάλι του, για να της το δώσει.

Στη κίνηση αυτή όμως, δε μπορούσε παρά να δει το μήνυμα, καθώς άναψε η οθόνη του κινητού από την ειδοποίηση. Η κοπέλα δεν το παρατήρησε αυτό και απολύτως ήρεμη πήρε το κινητό της από το χέρι του και διάβασε το μήνυμα.

'Πες στον Αλέξανδρο για το Λονδίνο...' -Θεία, 12,37 π.μ.

Ξεροκαταπιε η κοπέλα και επέλεξε να συνεχίσει να την αγνοεί προς το παρόν. Ο Αλέξανδρος από την άλλη όμως όχι...

"Τι να μου πεις για το Λονδίνο;"

Γύρισε απότομα το κεφάλι της να τον κοιτάξει, συνειδητοποιοντας ότι είχε διάβασε ήδη το μήνυμα.

Δε μπορείς να πεις ψέματα Μυρτώ...

Ανακαθισε η κοπέλα έτσι ώστε να κάθετε και να μην είναι ξαπλωμένη και το ίδιο έκανε και εκείνος. Στη κίνηση του όμως έπεσε η κουβέρτα από τον κορμό του, αποκαλύπτοντας το απίστευτα γυμνασμένο σώμα του που θα θαύμαζε όσες φορές και αν έβλεπε.

Υπέροχα βοηθάς πάρα πολύ στο να είμαι συγκεντρωμενη σε μια σοβαρή συζήτηση...

"Μυρτώ." τον άκουσε να τη φωνάζει τραβώντας την από τις σκέψεις της.

"Συγκεντρωσου και απάντησε μου."

"Δ-Δε μπορώ. Καλύψου." είπε δείχνοντας τον γυμνό κορμό του.

"Θα μπορούσα να πω το ίδιο." αποκρίθηκε ο ίδιος κοιτώντας το στερνο της.

Κοίταξε εκεί και η ίδια και συνειδητοποίησε πως η κουβέρτα είχε πέσει και από εκείνη, αποκαλύπτοντας το στήθος της. Καλύφθηκε βιαστικά ενώ ένιωσε τα μάγουλα της να ζεσταίνονται.

Δε φάνηκε να ντρεπόσουν εχθές το βράδυ...

Ο Αλέξανδρος δε σχολίασε το κοκκίνισμα στα μάγουλα της, επανέλαβε όμως την ερώτηση του.

"Τι πρέπει να μου πεις για το Λονδίνο;"

Κοίταξε τα χέρια της αμήχανα που κρατούσαν γερά τη κουβέρτα λες και ήταν πηγή ζωής.

Δε τόλμησε να σηκώσει το βλέμμα της και να τον κοιτάξει όταν του απάντησε.

"Η-Η θεία μου... Πρέπει να επιστρέψει στο Λονδίνο και..."

Σταμάτησε λίγο τη πρόταση της και σήκωσε διστακτικά το κεφάλι της για να τον κοιτάξει. Περίμενε να αντικρίσει έναν Αλέξανδρο που περίμενε μια ολοκληρωμένη απάντηση, αντιθέτως όμως, αντίκρισε έναν νευριασμενο Αλέξανδρο. Αυτό το πρόδιδαν οι σφιγμένες γροθιές του και το σφιγμένο σαγόνι του.

"Δ-Δε πρόλαβα καν να τελειώσω και ήδη θύμωσες..." παρατήρησε δυνατά με ένα ανήσυχο ύφος.

Εκείνος άρπαξε τη μπλούζα του, τη φόρεσε και κατέβηκε από τη καρότσα του αμαξιού, επιτρέποντας έτσι στη Μυρτώ να δει πως φορούσε ήδη το παντελόνι του.

"Δε χρειάζεται να συνεχίσεις, χαζός δεν είμαι, κατάλαβα." είπε και έκανε να πάει προς τη θέση του οδηγού.

Ανακαθισε η κοπέλα ξανά και σηκώθηκε στα γόνατα της αυτή τη φορά "Τι κατάλαβες;"

"Είσαι ακόμα ανήλικη και αυτή είναι η κηδεμόνας σου. Ένα και ένα κάνουν δύο Μυρτώ. Πρέπει να φύγεις για Λονδίνο." απάντησε έντονα.

"Μη θυμώνεις, σε παρακαλώ. Το ξέρεις ότι δεν θέλω να φύγω. Δε θέλω να σε-"

"Και πότε περίμενες να μου το πεις Μυρτώ;" τη διέκοψε υψώνοντας τη φωνή του.

"Έπρεπε να σου πω ότι σε αγαπάω και να σε πηδηξω για να ρεζιλευτω το επόμενο πρωί;"

Ένιωσε πως τη χτύπησαν οι λέξεις από τον τρόπο που της μιλούσε, σαν μικρές σφαίρες που επιτίθονταν στη καρδιά της.

"Σε παρακαλώ, μη μιλάς έτσι..."

"Και πως θες να μιλάω; Μόλις σπατάλησα τον χρόνο μου σε μια που θα φύγει σε λιγότερο από ένα μήνα και δε θεώρησε σημαντικό το να μου το πει..."

Πίσω από την επιθετικοτητα του ήταν καλά κρυμμένος ο πόνος που ένιωθε από τα νέα που έμαθε, αλλά και από το γεγονός ότι δεν τα έμαθε νωρίτερα.

"Ντύσου και μπες στο αμάξι." της είπε απότομα και μπήκε στη θέση του οδηγού, χτυπώντας τη πόρτα.

Ο δυνατός ήχος έκανε τη κοπέλα να τιναχτει λίγο. Μεγάλο μέρος της ένστασης μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο μαζί με τον Αλέξανδρο, αφήνοντας την μόνη της στη καρότσα, με μονάχα μια κουβέρτα να κρύψει την αξιοπρέπεια της.

Ντύθηκε βιαστικά και μάζεψε πρόχειρα τα πράγματα στο μεσαίο κουτό που βρίσκονταν το προηγούμενο βράδυ.

Το προηγούμενο βράδυ...

Σε λιγότερο από 24 ώρες και εκεί που η Μυρτώ βρισκόταν στον παράδεισο, βρέθηκε ξαφνικά στη λάθος πλευρά του παραδείσου.

Πραγματικά δεν το ήθελε, όμως το ταξί ή οποιοσδήποτε άλλος θα αργούσε πολύ να φτάσει εκεί για να τη πάρει και να την επιστρέψει σπίτι της, έτσι αναγκαστικά μπήκε στη θέση του συνοδηγού στο αγροτικό.

Αμέσως ένιωσε την έντονη, αποπνικτική ατμόσφαιρα να της επιτίθεται και φοβήθηκε πως από στιγμή σε στιγμή θα άρχισαν να κυλάνε δάκρυα στα μάγουλα της.

Ο Αλέξανδρος έβαλε μπρος το αμάξι και άρχισε να οδηγάει για την επιστροφή, δίχως καν να τη κοιτάξει, κάνοντας πως δεν ήταν εκεί.

Η κοπέλα ένιωθε πως πνιγοταν τόσο πολύ που άνοιξε εντελώς το παράθυρο της για να τη χτυπήσει καθαρός αέρας. Αυτό βοήθησε επίσης και στο να στεγνώσουν τα δάκρυα που απειλούσαν να ξεφύγουν από τα μάτια της.

Μαζεύτηκε στην άκρη της καρέκλας, έγινε ένα σχεδόν με τη πόρτα του αμαξιού και πέρασε την υπόλοιπη διαδρομή κοιτώντας έξω από το παράθυρο.

Ήταν τόσο χαμένη στις σκέψεις της που μόνο όταν σταμάτησε να κινείτε το αμάξι κατάλαβε πως είχαν φτάσει, είχε σταματήσει να προσέχει έξω από το παράθυρο για να καταλάβει ότι μπροστά της βρισκόταν το σπίτι της.

Έβγαλε τη ζώνη της και το χέρι της πήγε στο χερούλι της πόρτας. Δεν μπορούσε όμως να φύγει με αυτή τη κατάσταση ανάμεσα τους...

"Αλέξανδρε..."

Δεν την άφησε να μιλήσει.

"Απλώς φύγε Μυρτώ..."

Δεν τη κοίταξε καν. Έκρυβε τα μάτια του με το χέρι του, το οποίο είχε ακουμπήσει στη πόρτα του.

Δάγκωσε το κάτω χείλος της για να συγκρατήσει άλλη μια φορά τα δάκρυα της, προτού ανοίξει τη πόρτα και βγει από το αμάξι. Έτρεξε σχεδόν στη βεράντα του σπιτιού και άνοιξε βιαστικά τη πόρτα. Μπήκε στο σπίτι και έκλεισε τη πόρτα πίσω της. Ακούμπησε τη πλάτη της επάνω της, έκλεισε τα μάτια της και κάλυψε το στόμα της με το χέρι της για να πνίξει τον λυγμό που της ξέφυγε.

"Μυρτώ;"

Άνοιξε τα μάτια της και είδε τη θεία της μπροστά της με μια κούπα καφέ στο χέρι. Η έκφραση της ήταν μια ανάμιξη που έδειχνε πως ήταν μπερδεμένη, ανήσυχη και τρομαγμένη.

"Τι συνέβη αγάπη μου;" τη ρώτησε και έκανε κάποια βήματα κοντά της.

Η κοπέλα δεν απάντησε, έπεσε απλώς στην αγκαλιά της και άφησε τα δάκρυα που κρατούσε τόση ώρα να κυλήσουν στα μάγουλα της.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top