|59
No need to imagine 'cause I know it's true
They say "All good boys go to heaven"
But bad boys bring Heaven to you
It's automatic, it's just what they do
They say "All good boys go to heaven"
But bad boys bring Heaven to you
- Heaven, Julia Michaels
|-|
"Που το βρήκες αυτό;" γέλασε η κοπέλα όταν αντίκρισε το αγροτικό.
"Ααα δεν θα σου αποκαλύψω όλα μου τα μυστικά." αποκρίθηκε εκείνος.
Γέλασε ξανά λίγο η κοπέλα, προτού ανοίξει τη πόρτα του συνοδηγού από το σκούρο μπλε αγροτικό και μπει μέσα. Κοίταξε στη βεράντα του σπιτιού και είδε τη θεία της να κάθετε στη κούνια που βρισκόταν εκεί, με ένα ποτήρι κρύο τσάι στο χέρι της. Τους χαμογέλασε και τους χαιρέτησε.
Ο Αλέξανδρος ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, ενώ η Μυρτώ στην αρχή αρνήθηκε να κάνει το ίδιο. Εν τέλη όμως δε μπορούσε να της κρατήσει κακία, παρόλο που ήθελε να τη πάρει στο Λονδίνο, και έτσι χαμογέλασε λιγάκι προτού τη χαιρετήσει.
Σύντομα, το αυτοκίνητό ήταν εν κινήσει και οδηγούσαν στους δρόμους της πόλης. Σιγά σιγά όμως τα κτήρια και τα φανάρια που έβλεπε έξω από το παράθυρο της μετατράπηκαν σε δέντρα και ύστερα, σε χωράφια. Τελικά έφτασαν στη θάλασσα, λίγο πριν αρχίσει ο ήλιος να δύει.
Η κοπέλα πίστευε πως θα παρκάρουν δίπλα από τον δρόμο, όμως ο Αλέξανδρος συνέχισε να οδηγεί, ώσπου οι ρόδες του αμαξιού βρέθηκαν στην αμμουδιά, κάποια μέτρα μακρυά από τα ήρεμα νερά της θάλασσας.
Γύρισε να του χαμογελάσει, χαρούμενη για το γεγονός ότι βρίσκονταν στη θάλασσα που αγαπούσε τόσο, και είδε πως εκείνος τη κοιτούσε ήδη. Έσκυψε και του έδωσε ένα φιλί, προτού βγουν από το αμάξι.
Έφτασαν στην άκρη της καρότσας του οχήματος και ο Αλέξανδρος κατέβασε τη πόρτα. Εκεί στη γωνία, είδε η κοπέλα ένα μεσαίου μεγέθους κουτί. Ανέβηκε ο Αλέξανδρος στη καρότσα και έφερε το κουτί μπροστά της
Όταν το άνοιξε η κοπέλα, είδε μέσα κάποιες κουβέρτες, μαξιλάρια και σακούλα με φαγητό από το ίδιο μέρος που είχαν φάει και στο πρώτο τους ραντεβού στον λόφο.
"Το είχες καλά σχεδιασμένο." είπε, όπως είχε πει και τότε και γέλασαν και οι δυο τους.
"Δεν κάνω ποτέ μισές δουλειές."
Έστρωσαν τις κουβέρτες και τα μαξιλάρια στη καρότσα και άφησαν το φαγητό σε μια γωνιά, καθώς αποφάσισαν να πάνε μια βόλτα πρώτα.
Η κοπέλα έβγαλε τα πέδιλα της και τα άφησε στο αμάξι, πριν αρχίσουν να περπατάνε. Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να βγάλει και ο ίδιος τα παπούτσια του και τα κράτησε στο χέρι του, αφού είχαν ήδη απομακρυνθεί από το όχημα.
Συζητούσαν περί ανέμων και υδάτων, γελούσαν και ο Αλέξανδρος ένιωθε πιο ανάλαφρος αφού την είχε κάνει να βρει ξανά το χαμόγελο της μετά από τόσο καιρό.
Πήρε μια μικρή, πλατιά πέτρα και τη πέταξε στο νερό, με αποτέλεσμα να χοροπηδηξει στην επιφάνεια του τρεις φορές.
"Θα μου μάθεις να το κάνω και εγώ;" ρώτησε η Μυρτώ και πριν το καταλάβουν, είχαν περάσει μισή ώρα να προσπαθεί ο Αλέξανδρος να της μάθει να πετάει τη μέτρα και να κάνει 'βατραχάκια'.
"Μόλις το έμαθα και κατάφερα να το κάνω καλύτερα από εσένα." χαχανισε η Μυρτώ όταν έκανε τη πέτρα να αναπηδήσει τέσσερις φορές.
Ο Αλέξανδρος τη κοίταξε στραβά, προσπαθώντας παράλληλα να συγκρατήσει τα γέλια του, προτού σκύψει και πάρει λίγο νερό στο χέρι του και της το πετάξει.
Δε πρόλαβε να γυρίσει εκείνη και έτσι έβρεξε το μπροστά μέρος του καλοκαιρινού φορέματος της.
"Θα το μετανιώσεις αυτό!" αναφώνησε, προτού αρχίσει να γελάει και να του ρίχνει νερό.
Συνέχισαν να πετάει νερά ο ένας στον άλλον και σε μια στιγμή, ο Αλέξανδρος έμεινε άναυδος να κοιτάει πόσο όμορφη ήταν.
Τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα στις άκρες και κολλούσαν στο πρόσωπο και το λαιμό της. Αυτό δεν τον απέτρεπε όμως από το να παρατηρήσει το λαμπερό της χαμόγελο και τα μελι της μάτια να λάμπουν, ενώ ο ήλιος έδυε πίσω της.
Το παρατήρησε αυτό και σαν να τον ξύπνησε από τις σκέψεις του, γύρισε να κοιτάξει τον ήλιο.
"Καλύτερα να γυρίσουμε στο αμάξι για να προλάβουμε να δούμε εκεί το ηλιοβασίλεμα."
"Μα είμαστε μούσκεμα."
"Μη φοβάσαι, θα σε βοηθήσω να τα βγάλεις για να στεγνώσεις." είπε με ένα πονηρό χαμόγελο, προτού σκάσει από τα γέλια, αφού παρατήρησε το κοκκίνισμα στα μάγουλα της κοπέλας του.
Εκείνη του πέταξε λίγο ακόμα νερό, προτού πάρει το χέρι του και επιστρέψουν στο αυτοκίνητο. Ήταν τέλη Ιουνίου και το καλοκαίρι είχε μπει απότομα με σχετικά υψηλές θερμοκρασίες, έτσι είχαν σχεδόν στεγνώσει όταν έφτασαν το όχημα.
Κάθισαν στη καρότσα και άνοιξαν τη σακούλα με το φαγητό. Ήταν έτοιμη να φάει τη πρώτη μπουκιά του φαγητού της, όταν τη ξάφνιασε ο Αλέξανδρος βάζοντας ένα ποτήρι κρασί μπροστά της. Το πήρε στο χέρι της, προτού τον κοιτάξει.
"Έχεις σκοπό να με μεθύσεις;" τον ρώτησε με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο.
Εκείνος ανασηκωσε τους ώμους του, προσποιουμενος τον αθώο, προτού πιει μια γουλιά από το δικό του κρασί.
Έτσι, απόλαυσαν ένα ρομαντικό δείπνο με υπέροχο φαγητό και κρασί, με θέα ένα μαγευτικό ηλιοβασίλεμα.
Όταν τελείωσαν πια το φαγητό τους, άστρα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στον ουρανό. Το μπουκάλι του κρασιού είχε αδειάσει σχεδόν εντελώς και καθόταν πλέον στη γωνία της καρότσας, μαζί με τα δύο ποτήρια τους.
"Νομίζω πως μεθύσα..." χαχανισε λίγο η κοπέλα, πάνω στο στήθος του που ήταν ξαπλωμένη, με το ένα χέρι του γύρω από τη μέση της και το ένα πόδι της πάνω από τα δικά του.
"Αποστόλη εξετελεσθη." τον άκουσε να λέει και άρχισε να γελάει.
"Τώρα που είσαι και μεθυσμένη, θες να μου πεις πως είσαι;"
"Δε με βλέπεις; Καστανομαλλα με μελι μάτια, 1,66 με-"
"Χα χα χα, γέλασα. Ακόμα και πιωμένη συνεχίζεις να μην έχεις χιούμορ..." τη διέκοψε.
"Εεεϊ!" τον χτύπησε ελαφρώς στον ώμο του. "Έχω χιούμορ!" παραπονέθηκε.
"Καλά, καλά." χασκογέλασε λίγο ο Αλέξανδρος, προτού ηρεμήσει.
"Σοβαρά όμως, πως είσαι;"
"Πρέπει να χαλάσουμε τη βραδιά μιλώντας για τα ψυχολογικά μου;" τον ρώτησε.
"Δε σπαταλαω και άλλο μπουκάλι καλό κρασί για να σε κάνω να μου μιλήσεις..."
"Και γιατί πρέπει να έχω πιει για να σου μιλήσω;" σήκωσε το κεφάλι της από το στήθος του για να τον κοιτάξει.
Κι εκείνος σήκωσε λίγο το δικό του και στο στήριξε στο χέρι που δεν είχε γύρω από τη μέση της.
"Δεν το έχεις ακούσει; Τα παιδιά, οι θυμωμένοι και μεθυσμένοι λένε την αλήθεια..."
Χαμογέλασε "Μα δεν είμαι μεθυσμένη."
"Είσαι πάντως πολύ πιο χαλαρή." παρατήρησε και είχε δίκιο. Το αλκοόλ, παρόλο που δεν την είχε μεθύσει, την είχε χαλαρώσει αρκετά.
Ξεφυσιξε και ακούμπησε ξανά το κεφάλι της επάνω του.
"Είμαι... Είμαι... Είμαι μπερδεμένη. Νομίζω πως όλο το σύμπαν με μισεί. Για ποιον άλλο λόγο μου συμβαίνουν όλα αυτά;"
Ένιωσε το χέρι του να σφίγγει γύρω από τη μέση της και ύστερα τα δύο δάχτυλα του, σήκωναν το κεφάλι της έτσι ώστε να τον κοιτάει.
"Άσε το σύμπαν να σε μισεί, έχεις εμένα να σε αγαπάω." είπε και έσκυψε να τη φιλήσει.
Η Μυρτώ ξαφνιάστηκε τόσο πολύ από τα λόγια τα οποία άκουσε να βγαίνουν από το στόμα του, που έμεινε με τα μάτια ορθάνοιχτα κατά τη διάρκεια του φιλιού τους, να κοιτάει εκείνον που τα είχε κλειστά.
Είπε τώρα μόλις ότι... με αγαπάει;
Δε μπορούσε να το πιστέψει. Δε μπορούσε να καταλάβει αν εκείνη άκουγε ότι να 'ναι λόγω του κρασιού ή αν εκείνος έλεγε ότι να 'ναι λόγω του κρασιού.
Τελείωσε το φιλί τους και άνοιξε τα μάτια του για να δει μια άναυδη Μυρτώ να τον κοιτάει λες και ήταν εξωγήινος με τρία κεφάλια.
Στην αρχή μπερδεύτηκε από την αντίδραση της, ύστερα όμως συνειδητοποίησε τι είχε πει και έτσι κατάλαβε.
"Τι; Δεν το περίμενες έτσι;"
Έκλεισε το στόμα της που ήταν ελάχιστα ανοιχτό και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
"Η αλήθεια είναι ότι δεν σε είχα για τύπο που... Ξέρεις που..."
"Που λέει 'σ'αγαπώ' ;" συμπλήρωσε τη πρόταση της.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και εκείνος άρχισε να γελάει. Κουνήθηκε όλο το στήθος του και ο πλούσιος αυτός ήχος γέμισε τα αυτιά της Μυρτώς, ζεσταίνοντας τη καρδιά της. Το μεγάλο του χαμόγελο με τα λακκάκια του και οι μικρές γραμμές στις άκρες των ματιών του έκαναν αυτόν τον δίμετρο σχεδόν μποξέρ να μοιάζει γλυκός μπροστά στα μάτια της.
Πέρασαν τα γέλια του Αλέξανδρου και ηρέμησε ξανά, ένα μικρό χαμόγελο παρέμεινε όμως στο πρόσωπο του.
"Δεν είμαι ανίκανος να αγαπήσω Μυρτώ, απλώς δεν έβρισκα στον λόγο να το κάνω. Βρήκα εσένα όμως, οπότε βρήκα και τον λόγο..."
Σε αυτά τα λόγια ένιωσε τη καρδιά της να σταματάει να χτυπά για δύο δευτερόλεπτα και έμεινε ξανά άναυδη όπως και πριν.
Από που ξεφυτρωσε αυτός ο ρομαντικός τύπος; Φέρτε μου πίσω τον αγριάνθρωπο μου αλλιώς θα πάθω καρδιά από τα υπέροχα του λόγια!
Ένιωσε δάκρυα να μαζεύονται στις άκρες των ματιών της. Δεν ήξερε τι να πει, δεν ήθελε κιόλας να πει κάτι για να μη χαλάσει τη στιγμή. Έτσι έκλεισε απλώς τα μάτια της για να συγκρατήσει τα δάκρυα της από το να κυλήσουν και έσκυψε να τον φιλήσει.
Δεν ένιωθε έτοιμη να ανταποδώσει τα λόγια, είχε μέσα της όμως ένα προαίσθημα που της έλεγε ότι θα το έκανε σύντομα.
Ξάπλωσε εντελώς πάνω στη κουβέρτα και τα μαξιλάρια, τραβώντας τον επάνω της για να μη διακόψει το φιλί τους. Πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τα άφησε τελικά στο σβέρκο του, όπου περνούσε τα δάχτυλα της μέσα από τις μαύρες μπούκλες του.
Έβαλε και ο ίδιος το ένα χέρι του στη μέση της και το άλλο στον σβέρκο της, θέλοντας να βαθυνει το φιλί. Πέρασε τη γλώσσα του πάνω από το κάτω χείλος της και εκείνη του επέτρεψε την είσοδο που ζητούσε.
Το ένα χέρι της πήγε στη πλάτη του και ύστερα έφτασε μπροστά, στο γιακά της μπλούζας του. Τράβηξε λίγο εκεί, μα δε φανερωθηκε αρκετό δέρμα. Έτσι, δίχως να χάσει χρόνο με τα χέρια της στη πλάτη του, άρχισε να τραβάει το ύφασμα προς τα πάνω. Τη βοήθησε και ο ίδιος, ώσπου κατάφεραν να βγάλουν τη μπλούζα του, αφήνοντας έτσι την ασημί αλυσίδα του να κρέμεται και να ακουμπάει επάνω της.
Σε δευτερόλεπτα είχε πετάξει εκείνος τη μπλούζα σε μια άκρη του αμαξιού και είχε ήδη αρχίσει να επιτίθεται με φιλιά τον λαιμό της. Τα χέρια της ταξίδεψαν στο γυμνό κορμό του, πάνω από τους γυμνασμένους του μύες, ενώ τα δικά του χάιδευαν τις καμπύλες της πάνω από το ύφασμα του μαύρου, αέρινου φορέματος της.
Ένας αναστεναγμός της ξέφυγε όταν η γλώσσα του πέρασε από ένα ευαίσθητο σημείο του λαιμού της. Δεν ήθελε καθόλου να σταματήσει, μα νόμιζε πως έφτασαν σε σημείο που έπρεπε, έτσι έκανε πίσω και τη κοίταξε. Άνοιξε τα μάτια της και εκείνη να τον κοιτάξει.
"Νομίζω πρέπει να σταματήσουμε."
Τι;! Όχι! μια φωνούλα ούρλιαξε μέσα στο μυαλό της.
Σου είπε ένα ' σ' αγαπώ' και είσαι έτοιμη να του κάνεις παιδιά. Για μαζέψου κουκλίτσα μου. Την ειρωνευτηκε από την άλλη μια δεύτερη φωνούλα.
Η ίδια όμως ήξερε πως το ' σ'αγαπώ' που της είχε πει δεν καθοδηγούσε τις κινήσεις της εκείνη τη στιγμή, ούτε το αλκοόλ. Ό,τι έκανε το έκανε επειδή το ήθελε και ένιωθε έτοιμη. Όταν αγνόησε λοιπόν τα λόγια του και τον τράβηξε ξανά επάνω της για να τον φιλήσει, το έκανε επειδή το ήθελε και ένιωθε έτοιμη.
Χωρίς να χρειαστεί να του πει τίποτα, ο Αλέξανδρος κατάλαβε τι ήθελε και φυσικά δεν άργησε να ανταποδώσει το φιλί. Το χέρι του χαϊδεψε τον μηρό της και σιγά-σιγά ανέβαινε όλο και πιο πολύ, κάτω από το φόρεμα της.
Ανασηκωσε τη πλάτη της και κατάλαβε πως ήθελε να βγάλει το φόρεμα της. Έτσι, κατέβασε με το δεξί του χέρι αργά το φερμουάρ του φορέματος, προτού το τραβήξει εξίσου αργά πάνω από το κεφάλι της και το πετάξει στην ίδια άκρη που βρισκόταν και η μπλούζα του.
Το κεφάλι του κρύφτηκε ξανά στον λαιμό της, όπου άρχισε να τη φιλάει, ενώ εκείνη χάιδευε με το χέρι της τους κοιλιακούς του. Σιγά σιγά όμως το χέρι της πήγαινε αρκετά χαμηλά, έτσι ο Αλέξανδρος δάγκωσε ελαφρώς τον λαιμό της ξαφνιαζοντας την. Πήρε τότε το χέρι της στο δικό του και το κράτησε πάνω από το κεφάλι της.
Οι ανάσες και των δύο ήταν πλέον ανισες και το ίδιο ίσχυε και για τους χτύπους της καρδιάς τους.
"Μυρτώ, είσαι σίγουρη;" τη ρώτησε λαχανιασμενος.
Τα μάτια της έλαμπαν με τις γνώριμες για εκείνον μικρές σπίθες και το στήθος της ανεβοκατεβαινε από τις ανισες αναπνοές της. Δεν μπορούσε να βγάλει λέξη έξω, έτσι κούνησε απλώς καταφατικά το κεφάλι της, με απόλυτη σιγουριά για το τι συμφωνούσε.
Αυτή η κίνηση της ήταν αρκετή για εκείνον, για να αποτελειώσει αυτό που ξεκίνησε εκείνο το βράδυ και να γίνει ένα με εκείνη, κάτω από τον μαύρο ουρανό με τα άστρα.
|-|
Ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο! Υπενθυμίζω πως σε 5 κεφάλαια το βιβλίο τελειώνει *ένα δάκρυ κύλησε*...
Αν θέλετε ψηφίστε, σχολιάστε κλπ. Ευχαριστώ πολύ εσάς που το κάνετε!
xoxo, Thania_K 💋
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top