|58

"Δε θέλω να αγωνιστείς απόψε."

"Γιατί;" τη ρώτησε ο Αλέξανδρος.

Η Μυρτώ δεν απάντησε, όμως ήξερε ήδη την απάντηση εκείνος.

Την έπιασε από τη μέση και την έβαλε να κάτσει στο δεξί του πόδι, ενώ εκείνος καθόταν σε ένα από τα παγκάκια των αποδυτηρίων. Εκείνη πέρασε το χέρι της γύρω από τον λαιμό του και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.

"Δε θα πάθω τίποτα, αφού το ξέρεις πως είμαι από τους καλύτερους. Θα είμαι προσεκτικός. Το πολύ-πολύ να μου κάνει δύο-τρεις γρατζουνιές."

Δυσανασχετησε η κοπέλα.

"Θέλω να αφήσεις το μποξ. Ανησυχήσω..."

"Σου είπα πως δεν υπάρχει λόγος. Δεν καταλαβαίνω γιατί σου ήρθε αυτό στο μυαλό ξαφνικά, μετά από τόσο καιρό που είμαστε μαζί και ασχολούμαι με το μποξ."

"Αλέξανδρε, άκουσε με. Δε γίνεται να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου με τα παράνομα λεφτά του μποξ. Πέρνα τις πανελλήνιες, πάνε να σπουδάσεις κάτι που σου αρέσει, ύστερα βρες δου-"

Τη σήκωσε από πάνω του και σηκώθηκε και ο ίδιος από το παγκάκι. Ήταν ολοφάνερα ενοχλημένος.

"Σταμάτα Μυρτώ. Δεν είναι όλα ρόδινα και ωραία, με χρυσόσκονη και μονοκερους όπως τα βλέπεις εσύ. Το μποξ είναι το μοναδικό πράγμα που ξέρω να κάνω καλά κι αν δεν υπάρχει άλλη λύση, ναι θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου με παράνομα λεφτά. Αν αυτό βοηθήσει στο να μεγαλώσει η Ειρήνη καλά."

Το προηγουμένως παρακλητικο ύφος της, μετατράπηκε σε σοβαρό.

"Και να ήθελα δεν θα μπορούσα να τα δω όλα ρόδινα και ωραία, ο θάνατος του πατέρα μου και της κολλητής μου πριν από λίγες εβδομάδες, με αποτρέπει από το να το κάνω."

Εκείνος φάνηκε αμέσως μετανιωμενος για αυτό που είπε, μα δε πρόλαβε να απολογηθεί, καθώς εκείνη συνέχισε.

"Και πως θα μεγαλώσει καλά η Ειρήνη αν σου συμβεί κάτι; Θα σου πω εγώ. Δεν θα μεγαλώσει καλά, θα μεγαλώσει χωρίς αδερφό..." τα μάτια της είχαν αρχίσει να γυαλίζουν.

Το είδε ο Αλέξανδρος αυτό και άφησε στην άκρη οτιδήποτε είχε να πει. Την πλησίασε και πριν προλάβει να αντιδράσει εκείνη, τη πήρε στην αγκαλιά του.

"Δε σε ανησυχεί το μποξ, ούτε πως θα μεγαλώσει η αδερφή μου. Σε ανησυχεί ότι θα πάθω κάτι και εγώ..." μουρμούρισε με το πηγούνι του πάνω στο κεφάλι της.

Την άκουσε να ρουφάει λίγο τη μύτη της και ύστερα να περνάει τα χέρια της γύρω από τη μέση του.

Εκείνος έκανε λίγο πίσω και πήρε το πρόσωπο της στα χέρια του, έτσι ώστε να την κοιτάει.

"Σου υπόσχομαι λοιπόν, ότι δεν θα πάθω τίποτα ποτέ, εντάξει;"

Εκείνη κούνησε απλώς το κεφάλι της καταφατικά, προτού τον αφήσει να φύγει, καθώς εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Βασίλης και του ανακοίνωσε ότι ήταν ο επόμενος μποξέρ που θα ανέβαινε στο ρινγκ.

Η κοπέλα έμεινε στα αποδυτήρια, καθώς δεν ήθελε να παρακολουθήσει τον αγώνα. Είχε δει πρωτύτερα τον αντίπαλο του Αλέξανδρου και θυμόταν πως ήταν αρκετά μεγαλόσωμος. Έτσι, σε περίπτωση που δεν τα πήγαινε καλά, δεν ήθελε να είναι μπροστά να τον βλέπει να χτυπιέται.

Η ώρα όμως δεν έλεγε να περάσει και δεν άντεχε άλλο να περιμένει εκεί μέσα. Άνοιξε την πόρτα και ψάχνοντας στο χώρο του ρινγκ με τα μάτια της, εντόπισε το άτομο που έψαχνε σε μια γωνιά.

Τον πλησίασε και όταν γύρισε να τη κοιτάξει με τα γκρι μάτια του, του είπε "Θες να φύγουμε από εδώ μέσα;"

|-|

Κάθισε στην άκρη της ταράτσας, δίπλα του. Άφησε τα πόδια της να κρέμονται και πήρε μια μπύρα στα χέρια της. Το ίδιο έκανε και εκείνος.

Έμειναν σε μια άνετη σιωπηλή ατμόσφαιρα, να κοιτάνε τα άστρα στον κόκκινο, από τα φώτα της πόλης, ουρανό.

Ώσπου μίλησε ο Μιχάλης "Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι πως έφταιγα εγώ..."

Γύρισε να τον κοιτάξει εκείνη. Ύστερα κοίταξε ξανά τη δροσερή μπύρα στο χέρι της, ήπιε μια γουλιά.

"Δεν έφταιγες μόνο εσύ. Φταίγαμε όλοι μας. Κανείς μας δεν πρόσεξε τα σημάδια. Κανείς δεν της έδωσε αρκετή σημασία για να καταλάβει ότι δεν ήταν καλά."

"Ακόμα όμως δε μπορώ να βρω τα σημάδια. Κάθε βράδυ κάθομαι ξύπνιος και σκέφτομαι τι έκανα λάθος, που πήγαν όλα στραβά. Καμία φορά όμως δε μπορώ να βρω έστω ένα σημάδι..."

Ανασηκωσε τους ώμους της "Ούτε εγώ. Το μόνο που θα με προειδοποιουσε ήταν το τελευταίο μήνυμα που μου έστειλε."

Θυμήθηκε το μήνυμα και χασκογέλασε με τη τραγικότητα της κατάστασης.

"Στο τελευταίο μήνυμα μου ζητούσε βοήθεια και εγώ ήμουν τόσο απορροφημενη με τον δικό μου πόνο, που αγνόησα τον δικό της. Ωραία κολλητή..." ένιωσε τα μάτια της να βουρκωνουν.

"Είχες χάσει πρόσφατα τον πατέρα σου. Μη κατηγορείς τον εαυτό σου, έκανες ότι θα έκανε και ο οποιοσδήποτε, πενθουσες..."

Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

"Μα φταίω. Μου ζήτησε βοήθεια και εγώ την αγνόησα για να κοιμηθώ, ποιος το κάνει αυτό;" το πρώτο δάκρυ για εκείνη τη βραδιά κύλησε.

Ο Μιχάλης πήγε πιο κοντά της και έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους της.

"Δεν έχει νόημα να κατηγορούμε τους εαυτούς μας πλέον. Ότι έγινε, έγινε..." ψιθύρισε στο τέλος με τα μάτια του να γυαλίζουν από τα δικά του δάκρυα.

Τον κοίταξε η Μυρτώ και κούνησε λίγο καταφατικά το κεφάλι της, προτού πιει κι άλλο από τη μπύρα της.

Για το υπόλοιπο της βραδιάς έμειναν σιωπηλοι, να πίνουν μπύρες και να βλέπουν τα φώτα της πόλης να σβήνουν και τα άστρα να ανάβουν.

|-|

Οι επόμενες δύο εβδομάδες ήταν πολύ δύσκολες. Ήταν οι δύο εβδομάδες των πανελλαδικών. Η Μυρτώ πήγαινε και έγραφε, με κάθε γνώση που της είχε μείνει από το διάβασμα που έκανε πριν τη δολοφονία του πατέρα της. Ύστερα από αυτό, φυσικά δεν ήταν σε κατάσταση να ασχοληθεί με τα αρχαία και την έκθεση.

Όσο περίεργο και να φαίνεται, γυρνούσε σπίτι με τη πεποίθηση ότι είχε γράψει καλά, παρόλο που δεν την ενδιέφερε αν θα περνούσε η όχι. Αν τη ρωτούσε κανείς λίγους μήνες πριν, φυσικά και θα είχε πει πως θέλει να περάσει με άριστα για να πάει να σπουδάσει, δεν την ενδιέφερε αυτό όμως πλέον.

Και τα υπόλοιπα παιδιά, αφού είχαν αυτή τη χρονιά την ευκαιρία, έγραφαν καλά και ήταν αρκετά σίγουροι πως θα περνούσαν. Πέρα από αυτό όμως, δεν είχαν κάποιο άλλο σχέδιο για το μέλλον τους.

Οι εξετάσεις όμως είχαν πια τελειώσει και η Μυρτώ, αντί να χαρεί όπως κάθε άλλο παιδί στην ηλικία της, έπρεπε να επιστρέψει στη σκληρή πραγματικότητα της ζωής με τη θεία της.

Της είχε μόλις ανακοινώσει ότι θα έβγαινε το επόμενο βράδυ με τον Αλέξανδρο, όταν τη ρώτησε κάτι που δεν περίμενε.

"Δε του το έχεις πει ακόμα, έτσι;"

"Να του πω ποιο πράγμα;"

"Ότι φεύγουμε τον επόμενο μήνα;"

Θέλει να με κάνει να την αντιπαθήσω αυτή η γυναίκα...;

"Μα γιατί να του πω ψέματα;"

"Ψέματα; Δεν είναι ψέματα."

Η κοπέλα σηκώθηκε από τη καρέκλα που καθόταν στη πίσω αυλή, έτοιμη να μπει στο σπίτι και να τρέξει στο δωμάτιο της.

"Εσύ μπορείς να φύγεις τον επόμενο μήνα λοιπόν αφού το θες τόσο πολύ. Εγώ, δεν έχω να πάω πουθενά." είπε και δίχως να της αφήσει περιθώριο να μιλήσει, μπήκε στο σπίτι και πήγε στο δωμάτιο της.

Έκλεισε δυνατά τη πόρτα πίσω της και έπεσε στο κρεβάτι της. Είχε για άλλη μια φορά νευριάσει με τη θεία της πάνω σε αυτό το θέμα και ενώ έκλεισε τα μάτια της για να τη πάρει ο ύπνος, η καρδιά της που χτυπούσε δυνατά δεν την άφηνε.

Όχι πως αλλιώς θα κοιμόταν ήρεμα. Είχε να το κάνει αυτό από το βράδυ που δολοφονήθηκε ο πατέρας της...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top