|57
How can I live in the moment
When my thoughts never feel like my own and
Don't know how to admit that I'm broken
How can I be alright?
-I can't breathe, Bea Miller
|-|
Για άλλη μια φορά δεν θυμόταν λεπτομέρειες. Θυμόταν ξεκάθαρα μονάχα τα λόγια του γιατρού και τη θλιμμένη έκφραση του. Τον δυνατό λυγμό που είχε ξεφύγει από τη μητέρα της Λυδίας και ύστερα τον εαυτό της να καταρρέει στα χέρια του Αλέξανδρου.
"Λυπάμαι, μα δεν καταφέραμε να τη βοηθήσουμε."
Ήταν η δεύτερη κηδεία ενός αγαπημένου προσώπου της στην οποία πήγαινε, σε διάστημα δύο εβδομάδων. Δεν είχε προλάβει να θρινισει και να ξεπεράσει τον θάνατο του πατέρα της, όταν χρειάστηκε να κάνει το ίδιο και για τη κοπέλα που είχε σαν αδερφή της. Ένιωθε σιγά σιγά τον κόσμο της να διαλύετε σε χιλιάδες κομματάκια και λίγα λίγα να εξαφανίζονται, αφήνοντας την ολομόναχη, φοβισμένη, να κρυώνει σε μια γωνιά στα σκοτάδια του μυαλού της.
Όλοι ήταν διαλυμένοι με τον χαμό της. Ο Μιχάλης δεν μιλιοταν. Δεν είχε χάσει ούτε δάκρυ στη κηδεία, ήταν ολοφάνερο από τα κόκκινα του μάτια όμως, -όταν δεν τα έκρυβε με τα γυαλιά ηλίου του- ότι είχε περάσει όλο το προηγούμενο βράδυ κλαίγοντας. Το ίδιο ίσχυε και για τον νεαρό που την είχε σαν αδερφή του, τον Νίκο. Και για τον Θάνο, τον Ορέστη και τον Στέφανο όμως τα πράγματα δεν ήταν πιο εύκολα. Μονάχα ο Αλέξανδρος είχε καταφέρει να συγκρατηθεί, καθώς για άλλη μια φορά έπρεπε να φανεί δυνατός για τους άλλους.
Το μόνο καλό από όλο αυτό, ήταν ότι οι γονείς της Λυδίας, από εκεί που ήταν στα χωρίσματα, είχαν ενωθεί ξανά για να βοηθήσει ο ένας τον άλλον με τον πόνο που ένιωθε από τον χαμό της μοναχοκόρης τους. Το μόνο σίγουρο ήταν όμως πως δεν θα ήταν δίπλα ο ένας στον άλλον για πολύ καιρό.
Με δυσκολία κρατιοταν στα πόδια της η Μυρτώ και ένιωσε μεγάλη ανακούφιση όταν έφτασε το αυτοκίνητο της θείας της, καθώς της έφυγε ο φόβος ότι θα κατέρρεε μπροστά σε τόσο κόσμο από την αδυναμία της.
Άνοιξε τη πόρτα του συνοδηγού και εκείνη τη στιγμή ένιωσε ένα χέρι να την πιάνει απαλά από τον αγκώνα της. Γύρισε να κοιτάξει πίσω της και πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν τα πράσινα του μάτια.
Ο ίδιος αντίκρισε τα δικά της μάτια και παραλίγο να χαθεί στη θλίψη που έκρυβαν. Ήθελε να της πει τόσα πολλά...
Μη κλειστεις ακόμα περισσότερο στον εαυτό σου.
Μίλησε μου, άσε με να σε βοηθήσω.
Πόσο θα θελα να έπαιρνα όλον τον πόνο σου.
Είναι δύσκολο, μα θα είναι καλύτερα με τον καιρό.
Αρκεί να με αφήσεις να σε βοηθήσω.
Δεν είσαι μόνη σου.
Δεν μπορώ μακρυά σου.
Έμεινε όμως σιωπηλός, γιατί φανταζόταν πως δεν θα είχε σημασία και να τα πει, καθώς η Μυρτώ ήταν πεισματάρα και είχε αποφασίσει πως δεν ήθελε βοήθεια.
Έτσι, έσκυψε και άφησε ένα απαλό φιλί στο μέτωπο της, την ίδια στιγμή που ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της.
Της είχε λείψει. Η αύρα του, το άρωμα του, η ζεστασιά του, το άγγιγμα του, η ασφάλεια που ένιωθε κοντά του, το χιούμορ του, η διπολικότητα του, τα πάντα του...
Ο νεαρός έκανε να φύγει, μα εκείνη τον απέτρεψε, κρατοντας τον από τον καρπό του. Γύρισε να την κοιτάξει και φαινόταν στα μάτια του ότι ξαφνιάστηκε.
Η κοπέλα κατάπιε, προσπαθώντας να διώξει τον κόμπο από τον λαιμό της, προτού ψιθυρίσει τόσο ώστε να την ακούσει μονάχα εκείνος "Σε χρειάζομαι."
Δεν χρειάστηκε να το επαναλάβει. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, καθώς καταλάβαινε, προτού τη πάρει στην αγκαλιά του και τη κρατήσει εκεί ώσπου τα δάκρυα της στεγνώσουν στο λευκό του πουκάμισο.
Η θεία της που μέχρι τότε ήταν με τους γονείς της Λυδίας, εμφανίστηκε στη πόρτα του οδηγού.
"Αλέξανδρε, θα έρθεις σπίτι μαζί μας;" ρώτησε τον νεαρό.
Εκείνος κοίταξε τη κοπέλα του και δεν έβλεπε το λόγο να πάει μαζί τους. Κατάλαβε πως η Μυρτώ θα δεχόταν να είναι εκείνος δίπλα της για να τη βοηθήσει, να τη στηρίξει, κατάλαβε όμως επίσης πως χρειαζόταν και λίγο χρόνο μόνη της.
Έτσι αρνήθηκε την πρόσκληση και η Μυρτώ φάνηκε ικανοποιημένη. Στηρίχτηκε στους ώμους του για να καταφέρει να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της και να αφήσει ένα φιλί στα χείλη του, πριν μπει στο αμάξι και βάλει μπρος η θεία της για να φύγουν.
Το προτελευταίο πράγμα που θυμόταν από τα νεκροταφεία, κοιτώντας έξω από το παράθυρο, πριν φύγουν ήταν ο Αλέξανδρος, ενώ το τελευταίο, η καστανοξανθη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, πίσω από ένα δέντρο, κοντά στον τάφο της Λυδίας.
"Μαμά..."
|-|
"Ξέρω πως δεν είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να έχουμε αυτή τη συζήτηση, πρέπει να μιλήσουμε όμως για το μέλλον σου."
Πήρε τα μάτια της από το μυθιστόρημα που διάβαζε και γύρισε να κοιτάξει την αδερφή του πατέρα της στον άλλο καναπέ.
"Τι να πούμε για το μέλλον μου;"
"Κάποια στιγμή θα χρειαστεί να επιστρέψω στο Λονδίνο. Αναγκαστικά θα πρέπει να έρθεις μαζί μου. Δεν θέλω να σε πάρω μακρυά από το σπίτι σου, όμως δεν γίνεται αλλιώς. Θα περιμένω μέχρι να τελειώσεις τις πανελλήνιες και ύστερα θα φύγουμε για Λονδίνο, όπου θα φοιτήσεις σε ένα από τα πανεπιστήμια που έκανα αίτηση και θα σε δεχτούν σίγουρα."
Η κοπέλα άργησε να επεξεργαστεί όλες αυτές τις πληροφορίες.
"Ορίστε; Ποιο Λονδίνο, τι πανεπιστήμια, τι λες;"
"Το Λονδίνο, τη πρωτεύουσα της Αγγλίας. Τα πανεπιστήμια όπου έκανα αίτηση για εσένα. Σε ένα από αυτά θα σε δεχτούν σίγουρα. Όποιο και να είναι δεν έχει σημασία, καθώς-"
"Σταμάτα! Τι λες; Πότε με ρώτησες εμένα για να κάνεις κάτι τέτοιο; Και ποιος σου είπε ότι θα έρθω στο Λονδίνο μαζί σου;"
Πέταξε το βιβλίο της στο τραπεζάκι του σαλονιού και ανακαθισε στον καναπέ.
Η θεία της παρόλο που περίμενε ακριβώς αυτή την αντίδραση στεναχωρηθηκε, διότι ήξερε πως δεν θα ήταν εύκολο.
"Γλυκιά μου δεν έχουμε άλλη επιλογή. Εγώ πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά μου και εσύ πρέπει να έχεις κάποιον κηδεμόνα."
"Κανε υπομονή μέχρι τον Ιούλιο που θα είμαι πια ενήλικη. Τότε θα μπορέσεις να φύγεις μόνη σου."
"Δεν γίνεται αυτό που λες. Θα είσαι ενήλικη, αλλά δεν θα έχεις σταθερό εισόδημα και κάποιον να είναι μαζί σου εδώ σε περίπτωση που χρειαστείς βοήθεια."
"Εγώ δεν φεύγω από εδώ. Εδώ είναι το σπίτι μου, οι λίγοι άνθρωποι που μου έχουν απομείνει, εδώ έχω μάθει να ζω, εδώ είναι και ο τάφος του πατέρα μου. Δεν φεύγω!" είπε απόλυτα και σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ.
Άρπαξε τη ζακέτα της από τη πολυθρόνα και φτάνοντας στην είσοδο, άνοιξε διάπλατα τη πόρτα, προτού βγει από το σπίτι και τη κλείσει δυνατά πίσω της.
Είχε μόλις κατέβει τα σκαλιά της βεράντας όταν άκουσε τη πόρτα πίσω της να ανοίγει ξανά.
"Που πας;" φώναξε η θεία της για να την ακούσει.
"Όπου θέλω." απάντησε εκείνη και άρχισε να απομακρύνετε από το σπίτι της.
Ύστερα από λίγη ώρα περπάτημα, σταμάτησε ασυναίσθητα και όταν σήκωσε το κεφάλι της για να κοιτάξει μπροστά της, είδε πως βρισκόταν έξω από το πατρικό της Λυδίας.
Ένιωσε τη καρδιά της να σφίγγετε και ύστερα τον παλμό της να γίνετε ανώμαλος, παρόλα αυτά όμως ανέβηκε αργά τα σκαλιά της βεράντας και έφτασε μπροστά από την πόρτα του σπιτιού.
Αυτόματα το χέρι της σηκώθηκε και χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού. Όταν άνοιξε η πόρτα και είδε τη μητέρα της κολλητής της, δεν ήξερε τι να πει. Δεν ήξερε γιατί βρισκόταν εκεί και δεν ήξερε τι να κάνει, απλώς τα πόδια της την είχαν πάει εκεί.
"Γειά σου γλυκιά μου."
"Γειά σας."
"Ελα, πέρασε."
Πέρασε τη πόρτα η Μυρτώ και ένιωσε αμέσως κάτι ζεστό και μαλακό να τρίβετε στο δεξί της πόδι. Όταν κοίταξε κάτω, είδε πως ήταν ο γάτος της κολλητής της. Έσκυψε και τον πήρε στην αγκαλιά της.
"Πως και πέρασες από εδώ;"
Η Μυρτώ ανασηκωσε τους ώμους της "Δεν ξέρω..."
Η γυναίκα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της με ένα μικρό, λυπημένο χαμόγελο στα χείλη της, καθώς κατάλαβε πως η κοπέλα ήταν μπερδεμένη με όλα όσα της είχαν συμβεί.
"Θα σας πείραζε να πάω λίγο στο δωμάτιο της;"
"Καθόλου."
Με τον γάτο αγκαλιά, η Μυρτώ ανέβηκε τα σκαλιά και έφτασε έξω από τη πόρτα με τα πολύχρωμα γράμματα που σχημάτιζαν το όνομα Λυδία. Διστακτικά την άνοιξε και έμεινε για λίγη ώρα να κοιτάει το εσωτερικό του δωματίου.
Ύστερα, έκανε κάποια δικαστικά βήματα και μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν γεμάτο κούτες, οι οποίες περιείχαν όλα τα προσωπικά της αντικείμενα. Μερικές θα πήγαιναν στη σοφίτα του σπιτιού, ενώ κάποιες θα πήγαιναν στο αστυνομικό τμήμα, καθώς τις είχαν ζητήσει οι αστυνομικοί για την έρευνα τους.
Η Λυδία δεν είχε αφήσει σημείωμα και έτσι οι αστυνομικοί προσπαθούσαν να βρουν στοιχεία για να καταλάβουν τι την οδήγησε στο να αφαιρέσει τη ζωή της και να πιάσουν τους υπαίτιος, αν υπήρχαν.
Η κοπέλα άφησε τον γάτο στο πάτωμα και εκείνος αμέσως έφυγε από το δωμάτιο. Φαίνεται, δεν ήταν άνετος με το να βρίσκετε στο υπνοδωμάτιο της νεκρής ιδιοκτήτριας του.
Η Μυρτώ πλησίασε το κρεβάτι που ήταν πλέον στρωμένο με ολόλευκα, καθαρά σεντόνια. Πέρασε τη παλάμη της πάνω από το μαλακό ύφασμα και ασυναίσθητα, τα δάχτυλα της πήγαν στην άκρη του σεντονιου. Τράβηξε εκεί και το έκανε στην άκρη. Όπως το περίμενε, κάτω από το λευκό σεντόνι, στο στρώμα, υπήρχε ακόμα ο λεκές από το αίμα.
Όπως ίσχυε και για τους ανθρώπους, σκέφτηκε. Μπορεί όλα να φαίνονταν μια χαρά, όμως πολλά κρύβονταν κάτω από τη μάσκα.
Ένιωσε δάκρυα να έρχονται στην επιφάνεια, αφού αντίκρισε τον μεγάλο κόκκινο λεκέ και έτσι έστρωσε ξανά το κρεβάτι, κρύβοντας τον. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και κοίταξε αόριστα γύρω της το δωμάτιο. Πριν λίγες μονάχα μέρες ήταν γεμάτο με πολύχρωμα διακοσμητικά, βιβλία και φωτογραφίες, γεμάτο στοιχεία του χαρακτήρα της κολλητής της. Τώρα ήταν ένα απλό τετράγωνο δωμάτιο με τέσσερις τοίχους, γεμάτο άσπρα βαρετά έπιπλα.
Τα μάτια της έπεσαν στη μικρή κορνίζα πάνω στη συρταριερα δίπλα από τη πόρτα. Σηκώθηκε και πλησίασε το έπιπλο. Πήρε τη κορνίζα στα χέρια της και ένιωσε πως δυσκολευοταν να ανασάνει, μόλις αντίκρισε την εικόνα που φιλοξενούσε.
Ήταν εκείνη με τη Λυδία, πριν ένα χρόνο, στις Χριστουγεννιάτικες διακοπές που είχαν περάσει με τις οικογένειες τους σε ένα χιονοδρομικό κέντρο. Τα μάγουλα τους και οι μύτες τους ήταν κατακόκκινες από το κρύο, ενώ μεγάλα χαμόγελα διακοσμούσαν τα πρόσωπα τους. Φαινοντουσαν αστείες έτσι όπως προσπαθούσαν να αγκαλιάσουν η μία την άλλη με τις χοντρές στολές του σκι που φορούσαν.
Το χέρι της ασυναίσθητα έκλεισε τη πόρτα και ακούμπησε τη πλάτη της σε εκείνη. Ένιωσε τα γόνατα της αδύναμα και έτσι γλίστρησε σιγά-σιγά στο άσπρο ξύλο, ακουμπώντας έτσι στο πάτωμα. Τα δάκρυα που έφεραν οι αναμνήσεις άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλα της και έσφιξε στην αγκαλιά της την φωτογραφία.
"Αχ ρε Λυδία..."
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top