|56

Hold on, I still want you
Come back, I still need you
Let me take your hand, I'll make it right
I swear to love you all my life
Hold on, I still need you

-Hold on, Chord Overstreet


*Προσοχή, ίσως ακολουθεί σκληρή σκηνή για κάποιους αναγνώστες.

|-|

Ο σιγανός ήχος του κινητού της να δονείτε στο κομοδίνο της, κατάφερε να την ξυπνήσει από τον μεσημεριανό της ύπνο. Όχι πως ήταν και πολύ δύσκολο πλέον, καθώς ο ύπνος δεν την έπαιρνε εύκολα. Άνοιξε τα μάτια της και πήρε το κινητό της στα χέρια της.

Είδε πως είχε άλλο ένα μήνυμα από τη κολλητή της. Είχε στείλει ενώ εκείνη κοιμόταν.

'Είναι επείγον!' -Λυδία, Παρασκευή 3:41 μ.μ.

Η κοπέλα σηκώθηκε και ντύθηκε. Αργά κατέβηκε τα σκαλιά του σπιτιού και πήγε στο γραφείο του πατέρα της, όπου βρήκε τη θεία της να ασχολείται με κάποια έγγραφα από κάποιες υποχρεώσεις της που είχαν μείνει ακόμα, ύστερα από τη κηδεία του αδερφού της. Δεν φαινόταν καθόλου σωστό το γεγονός ότι κάποιος άλλος που δεν ήταν ο πατέρας της καθόταν σε εκείνη τη καρέκλα στο γραφείο του, το κράτησε όμως για τον εαυτό της αυτό το παράπονο. 

"Μπορείς να με πας στο σπίτι της Λυδίας;"

Στην ερώτηση αυτή, το κεφάλι της Κατερίνας γύρισε να κοιτάξει βιαστικά τη Μυρτώ. Προσπάθησε να συγκρατήσει το μικρό χαμόγελο της που απειλούσε να της ξεφύγει, καθώς το γεγονός ότι η ανιψιά της θα έβγαινε ξανά από το σπίτι, τη χαροποιούσε.

"Ναι, ναι αμέσως."

Άφησε όλα τα χαρτιά πάνω στο γραφείο και σηκώθηκε βιαστικά από τη καρέκλα. Άρπαξε τα κλειδιά του αμαξιού της και ύστερα από λίγα λεπτά οδήγησης, έφτασαν έξω από το σπίτι της Μυρτώς.

"Ευχαριστώ." είπε σιγανά, προτού κλείσει τη πόρτα του συνοδηγού και ανέβει τα σκαλιά της βεράντας.

Χτύπησε το κουδούνι την ώρα που άκουσε το αυτοκίνητο της θείας της να απομακρύνετε. Όταν δεν υπήρξε απάντηση, ύστερα από ένα λεπτό, χτύπησε ξανά. Τα δύο αμάξια των γονιών της έλειπαν, κάτι που σήμαινε πως έλειπαν στη δουλειά, όπως συνήθως. Η Μυρτώ ήταν όμως σίγουρη πως η κολλητή της ήταν σπίτι, το αναμμένο φως που φαινόταν στο παράθυρο του σαλονιού το πρόδιδε αυτό. Κοίταξε μέσα από αυτό το παράθυρο, όμως δεν ήταν κανείς στο δωμάτιο. Είχε ένα προαίσθημα πως η Λυδία ήταν στο σπίτι και απλώς βρισκόταν σε μια κατάσταση που δεν άκουγε το κουδούνι.

Έτσι, δίχως να χάσει χρόνο, κοίταξε γύρω της και αφού δεν περνούσε κανείς μπροστά από το σπίτι, έχωσε το χέρι της πίσω από τη γλάστρα με τα γαρύφαλλα της μητέρας της Λυδίας και έπιασε το δεύτερο κλειδί του σπιτιού. Η κολλητή της το είχε βάλει εκεί για τα βράδια που γυρνούσε αργά και είχε ξεχάσει τα κλειδιά της και δεν ήθελε να ξυπνήσει τους γονείς της.

Αφού ξεκλείδωσε τη πόρτα, μπήκε στο σπίτι και την έκλεισε πίσω της. Άφησε το κλειδί στο έπιπλο δίπλα από την είσοδο και ασυναίσθητα τα μάτια της πήγαν στον καθρέφτη που κρεμόταν στον τοίχο πάνω από αυτό. 

Αν την ένοιαζε, θα είχε τρομάξει που είχε βγει από το σπίτι σε αυτή τη κατάσταση. Τα μαλλιά της ήταν σε μια πρόχειρη κοτσίδα που είχε κάνει μόνο και μόνο επειδή την ενοχλούσαν, ένιωθε πως την έπνιγαν γύρω από τον λαιμό της. Τα μάτια της ήταν αρκετά κόκκινα και πρισμενα, ενώ η έλλειψη ύπνου ήταν ορατή στο πρόσωπο της με τη μορφή μαύρων κύκλων κάτω από τα μελί της μάτια.

Είχε αδυνατησει και φαινόταν στα μάγουλα της, τα ζυγωματικά της ήταν αρκετά πιο έντονα. Τα χείλη της ήταν σκασμένα με μικρές πληγές, καθώς είχε το κακό συνήθειο να τα δαγκώνει ελαφρώς όταν βυθιζοταν στις σκέψεις της.

Πήρε τα μάτια της από τον καθρέφτη, μη θέλοντας να βλέπει άλλο τον εαυτό της. Περπάτησε αργά προς τις σκάλες του σπιτιού και προτού τις ανέβει, χαϊδεψε τον χοντρό γάτο της κολλητή της -στον οποίο είχε μεγάλη αδυναμία- που καθόταν στη πολυθρόνα δίπλα από τα σκαλιά.

Έφτασε έξω από το δωμάτιο της Λυδίας και χτύπησε τη πόρτα. Δεν πήρε απάντησε ούτε τότε, αλλά ούτε τη δεύτερη φορά που χτύπησε. Έτσι γύρισε το πομολο και άνοιξε τη πόρτα του δωματίου.

Βρήκε τη κολλητή της να κοιμάται στο κρεβάτι της, με τα δύο λαμπατέρ της αναμμένα στα κομοδίνα της.

Είχε πάει μέχρι το σπίτι της και δεν είχε την υπομονή να περιμένει να ξυπνήσει ή να επιστρέψει σπίτι της και να χρειαστεί να τη βρει ξανά για να μιλήσουν, έτσι το πήρε απόφαση να την ξυπνήσει.

Το χέρι της πήγε στον διακόπτη του φωτός δίπλα από τη πόρτα και το φως του δωματίου άναψε. Κανονικά η Λυδία θα είχε αντιδράσει, καθώς είχε ευαισθησία στο φως όσο κοιμόταν, έτσι της φάνηκε περίεργο όταν δεν αντέδρασε.

Πλησίασε το κρεβάτι της και παρατήρησε τη κολλητή της. Φαινόταν να κοιμάται πολύ βαριά, ενώ ήταν και λίγο χλωμή.

Είναι άρρωστη; σκέφτηκε.

Έβαλε το χέρι της στο μέτωπο της για να δει τη θερμοκρασία της και ξαφνιάστηκε όταν είδε πως ήταν δροσερή.

"Λυδία;" την κούνησε με το χέρι της στον ώμο της.

"Λυδία, ξύπνα."

Καμία αντίδραση.

"Λυδία!" τη κούνησε πιο δυνατά, ενώ ύψωσε τον τόνο της φωνής της.

Ακόμη, καμία αντίδραση.

"Ξύπνα ρε Λυδία!" είπε ακόμα πιο δυνατά.

Είχε αρχίσει να νευριάζει και έτσι σκέφτηκε να τη ξυπνήσει τραβώντας τις κουβέρτες της. Το έκανε και αμέσως κάλυψε το στόμα της με το χέρι της, προσπαθώντας να συγκρατήσει τη τσιριδα που ανέβαινε στον λαιμό της.

Τα μάτια της βούρκωσαν στο θέαμα μπροστά της, ενώ έμεινε να κοιτάει τη κοπέλα στο κρεβάτι χαμένη.

Ήταν σαν το πρώτο δάκρυ που κύλισε στο μάγουλο της τη ξύπνησε και άρχισε να δρα.

Ανέβηκε στο κρεβάτι βιαστικά και πλησίασε τη κολλητή της.

"Λυδία;"

Έβαλε δύο δάχτυλα στον λαιμό της κοπέλας και προσπάθησε να πιάσει παλμό. Με χίλια ζόρια κατάφερε να νιώσει έναν πάρα πολύ αδύναμο.

Κοίταξε ύστερα το αίμα που είχε καλύψει τα λευκά σεντόνια της και τα είχε βάψει στο πιο βαθύ κόκκινο που είχε δει.

"Τι πήγες και έκανες;" ψιθύρισε με τρεμαμενη φωνή, ενώ τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της.

Έτρεξε στο μπάνιο και άρχισε να ψάχνει σαν τρελή στα ντουλάπια εκεί. Όταν βρήκε αυτό που έψαχνε, πήρε τις πετσέτες και επέστρεψε τρέχοντας στο υπνοδωμάτιο.

"Μη με αφήσεις και εσύ, σε παρακαλώ." ένας λυγμός της ξέφυγε.

Βιαστικά τύλιξε και έδεσε τις πετσέτες γύρω από τους πληγωμένους καρπούς της, προσπαθώντας να σταματήσει την αιμορραγία, η οποία πλέον ήταν μικρή, καθώς το περισσότερο αίμα της είχε ήδη λερώσει το κρεβάτι.

Με τρεμάμεμα χέρια έβγαλε το κινητό της και κάλεσε βοήθεια. Δεν θυμάται λεπτομέρειες. Μονάχα το παραϊατρικο προσωπικό που πήρε τη κοπέλα στο ασθενοφόρο, τη διαδρομή και εκείνη να τρέχει στους διαδρόμους του νοσοκομείου δίπλα στο φορείο που κουβαλούσε τη Λυδία. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν οι πόρτες του δωματίου των επειγόντων να κλείνουν μπροστά της, αποτρέποντας της από το να ακολουθήσει τους γιατρούς μέσα στο δωμάτιο, όπου θα προσπαθούσαν να σώσουν τη φίλη της, η οποία είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top