|55

"Δε θες να το συζητήσουμε;" τη ρώτησε η θεία της την ώρα που γυρνούσε τα μακαρόνια στο πιρούνι της.

Η Μυρτώ κατάπιε το φαγητό που μασουσε, προτού ανασηκωσει τους ώμους της, θελοντας να φανεί αδιάφορη.

"Δεν υπάρχει κάτι να συζητήσουμε."

Άκουσε το πιρούνι της θείας της να χτυπάει στο πιάτο της. Γύρισε να τη κοιτάξει και είδε πως είχε ενώσει τα χέρια της στο τραπέζι μπροστά της, ενώ τη κοιτούσε με ένα σοβαρό ύφος.

"Επέστρεψε η μητέρα σου που έχεις να τη δεις σχεδόν οχτώ χρόνια και αρνείσαι να τη δεις και να της μιλήσεις. Ξέρεις, δεν νομίζω να δεχτεί πολλές φορές ακόμα να της κλείσω τη πόρτα στη μούρη όταν έρχεται για να σου μιλήσει."

Όταν είχε δει η Μυρτώ τη μητέρα της στα νεκροταφεία είχε μείνει άφωνη. Είχε πάθει σοκ που την έβλεπε μετά από τόσα χρόνια, το ξεπέρασε όμως γρήγορα όταν εκείνη προσπάθησε να τη πλησιάσει και να της μιλήσει. Δε δέχτηκε να ακούσει λέξη από εκείνη και αγνοώντας την, είχε φτάσει γρήγορα στο αμάξι και είχε ζητήσει από τον Αλέξανδρο να φύγουν.

Από τότε η γυναίκα πήγαινε κάθε μέρα στο σπίτι και ζητούσε να μιλήσει στη κόρη της. Κάθε μέρα αναγκαζοταν και η Κατερίνα να τη διώχνει λέγοντας της πως η Μυρτώ δεν ήθελε να της μιλήσει.

"Και αν δεν μιλήσεις σε εμένα, τουλάχιστον μίλα στο αγόρι σου ή τους φίλους σου." συνέχισε η θεία της.

...στο αγόρι σου ή τους φίλους σου...

Είχαν περάσει δύο εβδομάδες από τη κηδεία και τόσο καιρό είχε να τους δει κιόλας. Δεν ήθελε να βρεθεί μαζί τους. Δεν ήθελε να τους μιλήσει. Πρώτη φορά που δεν ήθελε να είναι κοντά στον Αλέξανδρο. Δεν ένιωθε πως ήταν έτοιμη να βγει από το σπίτι της και να βρεθεί με κόσμο.

Προτιμούσε να κρύβετε στο δωμάτιο της πίσω από τα σχολικά βιβλία της. Προσποιουταν πως διάβαζε για τις πανελλήνιες, η αλήθεια ήταν όμως πως απλώς διάβαζε προτάσεις που της φαίνονταν ακαταλαβιστικες. Φυσικά και δεν ήταν σε κατάσταση να διαβάσει. Ό,τι είχε διαβάσει, ήταν αυτά που διάβασε πριν τον θάνατο του πατέρα της. Και ένας Θεός ήξερε μονάχα τι θα έγραφε και αν θα περνούσε. Όχι ότι την ενδιέφερε σε αυτό το σημείο...

Η όρεξη της είχε κοπεί. Πήρε το πιάτο της και το πέταξε στον νεροχύτη. Αγνόησε τη θεία της όταν της έκανε παρατήρηση για το πιάτο της που δεν ήταν άδειο και έφυγε στο δωμάτιο της. Κρύφτηκε κάτω από τα σκεπάσματα της και έκλεισε τα μάτια της. Ο ύπνος όμως δεν θέλησε να τη πάρει για πολύ εκείνο το βράδυ, καθώς εφιάλτες συνέχιζαν να τη ξυπνάνε όλη νύχτα.

|-|

Ο δυνατός, χαρακτηριστικός ήχος που σήμανε πως η βαριά μεταλλική πόρτα είχε ξεκλειδωθεί, ακούστηκε. Ανακαθισε η κοπέλα στη πλαστική καρέκλα, ενώ ένιωσε τις παλάμες τις να ιδρώνουν και τις σκούπισε στο μαύρο της τζιν παντελόνι.

Η πόρτα άνοιξε και ο άντρας που είχε δει στην οθόνη της τηλεόρασης της, εμφανίστηκε μπροστά της. Ο αστυνομικός τον έβαλε να καθίσει στη πλαστική καρέκλα που βρισκόταν μπροστά της, προτού σταθεί δίπλα από τη μεταλλική πόρτα.

Το άγριο πρόσωπο του και ο τρόπος που την κοιτούσε, την έκανε να ευχαριστεί τον Θεό από μέσα της για το τζάμι που τους χώριζε. Έσφιξε τα χέρια της κάτω από το τραπέζι, προτού καταπιεί προσπαθώντας να διώξει τον κόμπο που ένιωθε στον λαιμό της και πάρει μια βαθιά ανάσα, θέλοντας να βρει λίγο θάρρος μέσα της.

"Ποια είσαι;" ακούστηκε απότομος με τη βαριά φωνή του. Τα καφέ του μάτια φαίνονταν τόσο θυμωμένα που τον έκαναν να μοιάζει μεγάλο σε ηλικία, ενώ ήταν μόνο 32, σύμφωνα με τις πληροφορίες που της είχαν δώσει οι αστυνομικοί.

Η αγένεια του, έκανε το ανήσυχο προηγούμενο ύφος της να μετατραπεί σε σοβαρό.

"Μυρτώ Παπαστεφάνου." του απάντησε.

Στο άκουσμα του επώνυμου της, ξαφνιάστηκε και φάνηκε στο πρόσωπο του, το κάλυψε όμως γρήγορα.

Η μία άκρη των χειλιών της σηκώθηκε στην αντίδραση του. "Σου θυμίζει κάτι το όνομα έτσι;"

"Τι θες; Ήρθες να χαρείς από το να με δεις πίσω από τα κάγκελα;"

"Η αλήθεια είναι πως ήρθα και για αυτό. Θα αρκεστώ όμως με το να σε δω πίσω από το τζάμι αυτό. Ήρθα όμως προπαντός για να δω τον άνθρωπο που μου στέρησε τον πατέρα μου."

Πήρε τα μάτια του από πάνω της και κοίταξε αόριστα στα αριστερά του, σφίγγοντας το σαγόνι του.

"Γιατί το έκανες;"

Γύρισε να την κοιτάξει απότομα "Καταδίκασε ισόβια τον αδερφό μου." είπε θυμωμένα.

"Ο αδερφός σου σκότωσε τρεις ανθρώπους, του άξιζε!" απάντησε το ίδιο θυμωμένη και δίχως να καταφέρει να συγκρατηθεί, χτύπησε τη γροθιά της στο τραπέζι μπροστά της. Αυτό τράβηξε την προσοχή των κρατούμενων, των φυλάκων και των επισκεπτών γύρω τους. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει λίγο και κατέβασε το χέρι της από το τραπέζι.

Εκείνος ξεφύσιξε. "Άκου μικρή, δε θα καθίσω να στο αναλύσω. Είχα λόγο και έκανα ό,τι έκανα και δεν το μετανιώνω, παρόλο που το είπα αυτό στη δίκη για να προσπαθήσω να μειώσω τη ποινή μου."

Είχα λόγο και έκανα ό,τι έκανα και δεν το μετανιώνω, παρόλο που το είπα αυτό στη δίκη για να προσπαθήσω να μειώσω τη ποινή μου.

Τα λόγια του, που τα άκουγε ξανά και ξανά στο μυαλό της, την εξόργισαν. Η άνεση με την οποία μιλούσε για μια ζωή που είχε αφαιρέσει.

Έτριξε τα δόντια της και τον κοίταξε με τα μελί της μάτια γεμάτα μίσος. "Εύχομαι τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια που θα σαπίσεις εδώ μέσα, να είναι μια κόλαση για εσένα."

Χτύπησε τις γροθιές του πάνω στο τραπέζι μπροστά του και η κοπέλα είδε  τότε τις μεταλλικές χειροπέδες στους καρπούς του. Ο δυνατός ήχος του χτυπήματος τράβηξε την προσοχή του φύλακα του και του έκανε μια παρατήρηση για τη συμπεριφορά του.

"Μας επιτρέπετε μονάχα μια επίσκεψη τον μήνα και εσύ μόλις σπατάλησες τη δική μου για να μυξοκλάψεις για τον μπαμπάκα σου, εμποδίζοντας με έτσι από το να δω τη γυναίκα μου και το παιδί μου." έτριξε μέσα από τα δόντια του.

Ένα ψυχρό βλέμμα κάλυψε το πρόσωπο της "Εγώ δεν θα ξαναδώ τον πατέρα μου για το υπόλοιπο της ζωής μου. Νομίζω πως ένας μήνας δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό, έτσι;"

Δεν του άφησε χρόνο να απαντήσει. Σηκώθηκε ψύχραιμα από τη καρέκλα της και αποχώρησε από τον χώρο επισκέψεων των φυλακών, με το κεφάλι ψηλά, θέλοντας να κρύψει τον πόνο που ένιωθε μέσα της.

Πριν κλείσει τη πόρτα πίσω της, πρόλαβε να ακούσει εκείνον να φωνάζει σε εκείνη, να χτυπάει το τζάμι με τις γροθιές του και τους αστυνομικούς να φωνάζουν σε εκείνον, ενώ προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν.

Βγήκε από τις φυλακές και είδε αμέσως το αυτοκίνητο της θείας της να την περιμένει. Μπήκε σε αυτό και έμεινε σιωπηλή, να κοιτάει μπροστά της με ένα απλανές βλέμμα.

Ώσπου τη ρώτησε η  θεία της από τη θέση του συνοδηγού δίπλα της "Νιώθεις καλύτερα τώρα;"

Αργά, κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. "Όχι."

Η γυναίκα απογοητευμένη, κοίταξε τον άδειο δρόμο μπροστά της. Δεν ήξερε πλέον πως να βοηθήσει την ανιψιά της και πάνω στις προσπάθειες της αυτές, είχε ξεχάσει τον δικό της πόνο για τον χαμό του αδελφού της.

Η Μυρτώ ένιωσε το κινητό της να δονείτε στη τσέπη της. Το πήρε στο χέρι της και είδε πως είχε μήνυμα. Ή μάλλον μηνύματα. Μηνύματα τριών τουλάχιστον ημερών.

'Καταλαβαίνω τι περνάς, όμως πρέπει να μιλήσεις σε κάποιον.' -Αλέξανδρος, Τετάρτη 10:47 π.μ.

'Πώς τα πας;' -Θάνος, Τετάρτη 5:32 μ.μ.

'Θες να περάσω από το σπίτι σου;' -Νίκος, Τετάρτη 7:14 μ.μ.

'Δεν θέλω να σε πιέσω, όμως δεν πρέπει να τα κρατάς όλα μέσα σου.' -Αλέξανδρος, Πέμπτη 12:39 μ.μ.

'Αν θες κάποιον να μιλήσεις, ξέρεις...' -Ορέστης, Πέμπτη 2:28 μ.μ.

'Ό,τι χρειαστείς, τηλέφωνο.' -Στέφανος, Πέμπτη 4:50 μ.μ.

'Μυρτώ μου, μου έλειψες. Μίλα μου, σε παρακαλώ.' -Λυδία, Πέμπτη 8:19 μ.μ.

'Μυρτώ απάντησε μου.' -Αλέξανδρος, Παρασκευή 7:58 πμ.

Και πολλά παρόμοια μηνύματα από τους φίλους της που προσπαθούσαν να τη βοηθήσουν. Τα μηνύματα της μητέρας της όπου προσπαθούσε να την πείσει να μιλήσουν, δεν τα λάμβανε πλέον, καθώς είχε μπλοκάρει τον αριθμό της.

Το πιο πρόσφατο μήνυμα ήταν από την κολλητή της και είχε σταλεί πριν λίγη ώρα.

'Μυρτώ, σε χρειάζομαι. Μπορείς να περάσεις από το σπίτι μου;' -Λυδία, Παρασκευή 1:47 μ.μ.

Ποτέ στη ζωή της δεν είχε στρέψει την πλάτη της σε άτομο που χρειαζόταν βοήθεια, εφόσον είχε τη δυνατότητα να το βοηθήσει. Ειδικότερα αν αυτό το άτομο ήταν κάποιος δικός της άνθρωπος, όπως η κολλητή της. Δεν λένε όμως πως υπάρχει πρώτη φορά για όλα; Εκείνη θα ήταν η πρώτη φορά που η Μυρτώ θα έστρεφε τη πλάτη της στην κολλητή της.

'Δεν μπορώ τώρα, ίσως αργότερα.' της απάντησε. Έκλεισε το κινητό της και το έκρυψε στη τσέπη της.

"Που πάμε;" τη ρώτησε η θεία της.

Ακούμπησε το μέτωπο της στο δροσερό παράθυρο, προτού απαντήσει "Σπίτι."

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top