|54
"Ο γνωστός δικηγόρος Παύλος Παπαστεφάνου δολοφονήθηκε σήμερα έξω από το δικαστήριο της πόλης, από έναν άντρα. Ο λόγος, το γεγονός ότι κέρδισε τη δική, καταδικαζοντας έτσι τον αδερφό του δράστη σε ισόβια κάθειρξη για τους τρεις φόνους που είχε διαπράξει. Ο δράστης κρατείται στη φυλακή και αναμένουμε τη δική του."
Τα δάκρυα δεν είχαν σταματήσει να τρέχουν από τα μάτια της Μυρτώς και ένας λυγμός της ξέφυγε όταν η παρουσιάστρια τελείωσε να μιλάει. Κρύφτηκε στην αγκαλιά του Αλέξανδρου δίπλα της, σφιγγοντας τη μπλούζα του λες και ήταν το μόνο πράγμα που την κρατούσε εκεί.
Εκείνο το βράδυ είχαν μαζευτεί όλοι στο σαλόνι της, καθώς ήθελαν να βρίσκονται δίπλα της σε αυτή τη δύσκολη στιγμή. Ακόμα και η κυρία Γαλήνη είχε αφήσει την Ειρήνη στη γειτόνισσα τους για να βρίσκετε εκεί, ενώ η Μελίνα είχε κλείσει νωρίτερα το ιατρείο.
Το κουδούνι χτύπησε για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ και η Μυρτώ τρόμαξε. Η Λυδία που προσπαθούσε με όλη της τη δύναμη να μην κλάψει και να φανεί δυνατή για τη κολλητή της -κάτι που έκανε και ο Νίκος με τον Αλέξανδρο που γνώριζαν τον πατέρα της- πήγε να ανοίξει την πόρτα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να πάρει βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει όσο μπορούσε και να συγκρατήσει τα δάκρυα.
Άνοιξε την πόρτα και είδε μπροστά της μια γυναίκα ντυμένη με ένα καφέ κουστούμι και μαύρες γόβες. Κρατούσε κάποιους φακέλους και είχε τα ξανθά μαλλιά της πιασμένα σε μια τέλεια αλογοουρά.
Ένα μικρό λυπημένο χαμόγελο σχηματίστηκε στα ροζ, βαμμένα με λιπ γκλος χείλη της.
"Γεια σας. Είμαι η σύμβουλος από την πρόνοια."
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της η Λυδία "Γειά σας, από εδώ." είπε και την κατευθυνε στο σαλόνι.
Μόλις μπήκαν στο δωμάτιο, όλα τα κεφάλια γύρισαν να τις κοιτάξουν, εκτός από αυτό της Μυρτώς και του Αλέξανδρου που προσπαθούσε να την παρηγορησει. Τα παιδιά κατάλαβαν πως έπρεπε να φύγουν, έτσι είπε ο Μιχάλης "Εμείς να πηγαίνουμε σιγά σιγά."
Σηκώθηκαν όλοι και ένας ένας αγκάλιασαν τη κοπέλα, της έδωσαν τα συλλυπητήρια τους και έφυγαν. Έμειναν μονάχα οι δύο ενήλικες γυναίκες, η σύμβουλος και ο Αλέξανδρος με την Μυρτώ.
Η σύμβουλος καθισε στον καναπέ δίπλα της και εκείνη, αφού σκούπισε τα δάκρυα από τα κόκκινα της μάτια, γύρισε να την κοιτάξει.
"Γλυκιά μου, τα συλλυπητήρια μου."
"Ευχαριστώ." ψιθύρισε τόσο που παραλίγο να μην την ακούσει.
"Είμαι σύμβουλος της πρόνοιας, Αγγελική Μαρινιδου. Ήρθα για να λύσουμε το πρόβλημα με την κηδεμονία σου."
"Ποιο πρόβλημα;" την ρώτησε με τα φρύδια συνοφρυωμενα.
"Για λίγους μήνες ακόμα είσαι ανήλικη και έτσι πρέπει να μείνεις με κάποιον ενήλικα κηδεμόνα. Προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε με τη μητέρα σου όμως δεν τα καταφέραμε."
"Ύστερα επικοινωνησαμε με το μοναδικό άλλο συγγενικά πρόσωπο που υπάρχει, την θεία σου, την αδερφή του πατέρα σου. Οπότε εσύ θέλω να μου πεις αν επιθυμείς να είναι αυτή η κηδεμόνας σου ή αν θέλεις να συνεχίσουμε να ψάχνουμε τη μητέρα σου."
Δεν χρειάστηκε καθόλου χρόνο για να σκεφτεί. Κούνησε το κεφάλι της.
"Δεν θέλω τη μητέρα μου. Θα μείνω με την θεία μου."
Είχε να δει την αδερφή του πατέρα της πέντε χρόνια, από όταν ήταν δεκατρία, όμως αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Σίγουρα θα ήταν περισσότερο άβολο να ζήσει με τη μητέρα της -αν την έβρισκαν-, από το να ζήσει με τη θεία της.
"Θα την πάρω τώρα τηλέφωνο να την ενημερώσω για την απόφαση σου."
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της η κοπέλα. "Ευχαριστώ."
Η σύμβουλος βγήκε για λίγο από το δωμάτιο για να κάνει το τηλεφώνημα. Η Μελίνα κάθισε τότε δίπλα της.
"Θα μείνω εδώ απόψε για να κανονίσουμε τα πάντα για την κηδεία. Αν δεν μπορείς εσύ, θα τα κάνω όλα εγώ."
"Ευχαριστώ." είπε ξανά η κοπέλα.
Δεν ήξερε τι άλλο να πει. Τα είχε χαμένα και όλοι έκαναν τα πάντα για να τη βοηθήσουν, οπότε μπορούσε να πει απλώς ευχαριστώ.
Σκέψεις άρχισαν να πλημμυρίζουν το μυαλό της για το τι θα συνέβαινε ύστερα. Θα είχε χάσει και τους δύο γονείς της -ακόμα και αν η γυναίκα που τη γέννησε ζούσε ακόμα- και θα έπρεπε να γράψει εξετάσεις που θα καθόριζαν το μέλλον της, όμως δεν ήταν σε κατάσταση να γράψει ούτε το όνομα της.
Ένιωθε πως πνιγοταν όταν άρχισε να σκέφτεται όλα όσα έπρεπε να κάνει και ο πατέρας της δεν θα ήταν εκεί να τη στηρίζει. Ποιος θα τη συγχαιρωταν όταν θα παίρνουσε στη σχολή που ήθελε; Ποιος θα την βοηθούσε να διαλέξει διαμέρισμα; Ποιον θα έπαιρνε τηλέφωνο κάθε βράδυ για να του επιβεβαιώσει ότι είναι καλά; Ποιος θα ήταν εκεί να την βγάλει βίντεο όταν θα έπαιρνε το πτυχίο της; Ποιος θα την καμαρωνε για τη πρώτη της δουλειά; Ποιος θα την παρέδινε στον γαμπρό στα σκαλιά της εκκλησίας; Ποιον θα είχαν να φωνάζουν παππού τα παιδιά της;
Όλο και κάποιος θα ήταν εκεί σε αυτές τις στιγμές της, όχι όμως ο πατέρας της...
"Θέλω λίγο αέρα..." ψιθύρισε πιο πολύ στον εαυτό της και έκανε να σηκωθεί από τον καναπέ.
Μόλις όμως στηρίχτηκε στα δυο της πόδια, είδε το δωμάτιο να γυρίζει και μαύρες κουκκίδες να εμφανίζονται στην όραση της. Αν δεν ήταν δίπλα της ο Αλέξανδρος με τα γρήγορα αντανακλαστικα του, θα είχε πέσει και θα είχε χτυπήσει.
"Έλα να σε πάω να ξαπλώσες." της είπε απαλά.
Εκείνη αρνήθηκε "Όχι, πρέπει να κανονίσω όλα αυτά τα πράγματα." είπε αόριστα γιατί δεν ήθελε να πει συγκεκριμένα τη κηδεία και όλη της τη γραφειοκρατία.
"Θα τα κανονίσουμε εμείς αυτά." της είπε εκείνος και οι δύο ανησυχες γυναίκες δίπλα τους συμφώνησαν.
Δεν της έδωσε άλλη ευκαιρία να φέρει αντίρρηση, καθώς τη σήκωσε στην αγκαλιά του και άρχισε να κατευθύνετε προς το υπνοδωμάτιο της. Το έφτασε και αφού έκλεισε την πόρτα πίσω τους, την άφησε απαλά πάνω στο στρώμα. Την κάλυψε με τα σκεπάσματα και έσκυψε να αφήσει ένα φιλί στο μέτωπο της, όπως ακριβώς έκανε και ο πατέρας της.
Στην ανάμνηση αυτή, ένα νέο κύμα δακρύων άρχισε να κυλάει στα μάγουλα της. Ο Αλέξανδρος το πρόσεξε αυτό και έπρεπε για άλλη μια φορά να καταπιεί τα δικά του, για να φανεί δυνατός, καθώς δεν άντεχε να την βλέπει να πονάει.
Σκούπισε τα δάκρυα της και ήταν έτοιμος να φύγει όταν του κράτησε το χέρι.
"Μείνε, σε παρακαλώ."
Δεν χρειάστηκε να το πει δεύτερη φορά. Ο νεαρός είχε ήδη ξαπλώσει πίσω της και την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του, ηρεμοντας την έτσι με την ζεστασιά του και κάνοντας την να κλείσει πιο εύκολα τα μάτια της.
Αυτό φυσικά δεν σήμαινε απαραίτητα ότι κοιμήθηκε καθόλου εκείνο το βράδυ...
|-|
Η Μυρτώ ένιωθε πως ποτέ στη ζωή της ο χρόνος δεν είχε περάσει τόσο αργά, όσο είχε περάσει στη κηδεία του πατέρα της.
Παρακαλούσε από μέσα της να τελειώσει για να καταφέρει να επιστρέψει σπίτι της όπου θα κρυβόταν κάτω από τις κουβέρτες της, μακρυά από τα βλέμματα γεμάτα λύπηση και τα 'συλλυπητήριά' από άτομα που δεν γνώριζε.
Σε όλη τη διάρκεια ο Αλέξανδρος ήταν δίπλα της, μαζί με την θεία της, η οποία είχε φτάσει στην Ελλάδα νωρίτερα εκείνο το πρωί από το Λονδίνο.
Μόλις την είδε, οι αναμνήσεις που είχε από εκείνη σαν παιδί επανήλθαν στο μυαλό της και έτσι οποιαδήποτε αμηχανία εξαφανίστηκε, καθώς έπεσε η μία στην αγκαλιά της άλλης και άφησαν τα δάκρυα να τρέξουν και να βρεθούν τους ώμους των μαύρων φορεματων τους.
Η θεία της Κατερίνα, στα 32 της, ήταν ίδια ο πατέρας της. Είχαν το ίδιο καστανοξανθο χρώμα μαλλιών και τα ίδια γκρι ματια μου ανάλογα με τον φωτισμό, μπορούσε κανείς να τα δει και γαλάζια ή πράσινα. Αυτό έκανε το να την κοιτάει η Μυρτώ, λίγο δύσκολο, καθώς της τον θύμιζε πολύ.
Η κηδεία είχε μόλις τελειώσει, ο κόσμος είχε φύγει και οι λίγοι που είχαν μείνει, έμπαιναν εκείνη τη στιγμή στα αμάξια τους. Το ίδιο έκανε και η Μυρτώ, όταν γύρισε να κοιτάξει μια τελευταία φορά τα νεκροταφεία και είδε μια γυναίκα στον τάφο του πατέρα της.
"Ποια είναι αυτή;" ρώτησε με βραχνή φωνή.
Η θεία της έβγαλε τα γυαλιά ηλίου για να μπορέσει να δει καλύτερα.
"Δεν μπορώ να καταλάβω." απάντησε τελικά.
Η κοπέλα έκλεισε τη πόρτα του αμαξιού που ήταν έτοιμη να μπει και άρχισε να κατευθύνετε προς το μέρος εκείνης της γυναίκας.
"Μυρτώ..." αγνόησε τον Αλέξανδρο που είπε το όνομα της.
Περπάτησε γρήγορα στο τσιμεντένιο δρομάκι του νεκροταφείου, ώσπου οι μαύρες μπαλαρίνες της ακούμπησαν το χώμα μπροστά από τον τάφο του πατέρα της.
Η γυναίκα μπροστά της άφησε ένα λουλούδι πάνω στο χώμα, προτού γυρίσει να την κοιτάξει. Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου της και η Μυρτώ είδε τα κόκκινα από το κλάμα, μελι της μάτια.
"Μαμά...;"
|-|
Ελπίζω να σας άρεσε! Κάπου εδώ να σας ενημερώσω ότι σε 10 κεφάλαια το βιβλίο τελειώνει.
Ευχαριστώ που ψηφίζετε την ιστορία, χαίρομαι όταν το κάνετε γιατί σημαίνει πως σας αρέσει (το ελπίζω δηλαδή 😂).
xoxo, Thania_K 💋
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top