|52
"Δεν πίστεψα ότι όντως θα είναι και τα παιδιά." είπε ξαφνιασμενη η Μυρτώ.
"Φαίνεσαι απογοητευμένη που ήρθαν." χασκογέλασε και πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της.
"Μην ανησυχείς, στο τέλος της βραδιάς θα σε αφήσω να με απομονώσεις και να με εκμεταλλευτεις."
"Αλέξανδρε!" αναφώνησε η κοπέλα προτού γελάσει.
Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς και ο Αλέξανδρος είχε περάσει με το αμάξι του από το σπίτι της για να την πάρει και να συναντήσουν την υπόλοιπη παρέα στον προορισμό έκπληξη για τη Μυρτώ.
Η κοπέλα καθ' όλη τη διαδρομή παρατηρούσε τον δρόμο και έβλεπε σιγά σιγά τα φώτα και τα κτήρια της πόλης να μετατρέπονται σε δέντρα και ύστερα στον απέραντο γαλάζιο ωκεανό που απλωνοταν πέρα από την αμμουδιά. Είχε καταλάβει πως πήγαιναν στη θάλασσα και χαμογέλασε, δίχως να σκεφτεί το κρύο που θα είχε.
Είχαν μόλις παρκάρει και βγει από το αμάξι και κατευθυνοντουσαν προς την παρέα τους που την είχαν εντοπίσει μπροστά από ένα κλειστό beach bar. Τους έφτασαν και χαιρετηθηκαν με φιλιά και αγκαλιές.
"Τι ακριβώς κάνουμε εδώ;" ρώτησε η Μυρτώ πριν τραβήξει το μπουφάν της πιο σφιχτά επάνω της, καθώς δεν ήξερε το πλάνο της βραδιάς.
"Τις προηγούμενες φορές που πήγαμε σε κλαμπ δεν μας βγήκε σε καλό, οπότε αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό." εξήγησε ο Θάνος.
Ο Μιχάλης από τα δεξιά του, τον χτύπησε όσο πιο διακριτικά μπορούσε με τον αγκώνα του στα πλευρά, κάνοντας τον να σταματήσει να μιλάει, καθώς είχε μόλις δημιουργήσει μια αμήχανη σιωπή αφού αναφέρθηκε στα συμβάντα στα κλαμπ.
Ο Αλέξανδρος γύρισε και την κοίταξε προτού αρχίσει να μιλάει έτσι ώστε να τον ακούει μόνο εκείνη. "Ξέρω ότι δεν είναι τίποτα σπουδαίο και μπορεί να περίμενες τίποτα πιο εντυπωσιακό. Μπορούμε να φύγουμε αν-"
Χαμογέλασε και τον διέκοψε "Όχι, όχι. Δεν έχω πρόβλημα. Δεν ήθελα τίποτα εντυπωσιακό έτσι και αλλιώς, αρκεί που θα περάσω την παραμονή μαζί σας."
Της χαμογέλασε και γύρισαν να κοιτάξουν ξανά τη παρέα τους, από την οποία όλοι τους κοιτούσαν.
Well this is awkward...
"Πάμε λοιπόν;" χτύπησε μια φορά παλαμάκια η Λυδία προτού αναφωνησει ενθουσιασμένη.
Όλοι συμφώνησαν και κατέβηκαν σιγά σιγά στην αμμουδιά. Η Μυρτώ παρατήρησε πως πλησίασαν μια στοίβα ξύλα, που υπέθεσε πως βρίσκονταν εκεί για να ανάψουν φωτιά, άρα κατάλαβε πως όλο αυτό ήταν καλά σχεδιασμένο. Όταν είδε μάλιστα τον Νίκο να τους φτάνει με δύο σακούλες φαγητό και με μπύρες στα χέρια, ήταν πολύ σίγουρη.
Η Μυρτώ, η Λυδία και η Ελένη μιλούσαν μεταξύ τους και χασκογελουσαν με τις αποτυχημένες απόπειρες των αγοριών να ανάψουν τη φωτιά.
"Μήπως θέλετε να δοκιμάσετε εσείς;" ρώτησε ελάχιστα ενοχλημένος ο Θάνος, όμως και ο ίδιος το έβρισκε αστείο.
"Ευχαρίστως." απάντησε με ένα περήφανο χαμόγελο η Μυρτώ, προτού πάρει το προσάναμμα και τον αναπτήρα από τα χέρια του.
Έσκυψε πάνω από τα ξύλα και με τη βοήθεια της Λυδίας και της Ελένης στο τρίτη προσπάθεια, είχαν ανάψει τη φωτιά. Γύρισαν να κοιτάξουν τα αγόρια τα οποία τις κοιτούσαν με τα στόματα ελάχιστα ανοιχτά.
"Τα έχω με τη Λαρα Κροφτ." αστειεύτηκε ο Αλέξανδρος και πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της Μυρτώς.
"Υπερβολές." γέλασε εκείνη. "Η Λαρα Κροφτ ξέρει πως να ρίχνει μια μπουνιά."
Γέλασαν όλοι λίγο προτού καθίσουν γύρω από τη φωτιά. Ο Στέφανος που είχε φύγει για λίγο, επέστρεψε από εκεί που είχαν παρκάρει τα αμάξια κρατοντας μερικές κουβέρτες.
"Αχ ο σωτήρας μου." αναφώνησε η Ελένη όταν της έδωσε μια κουβέρτα για να τη μοιραστεί με τον Νίκο.
"Εϊ! Και εγώ τι κάνω εδώ;" παραπονέθηκε για πλάκα ο κολλητός της Μυρτώς.
Η κοπέλα του γέλασε προτού τον φιλήσει και απλώσει τη κουβέρτα στις πλάτες τους για να μην κρυώνουν. Το ίδιο έκαναν και τα άλλα δύο ζευγάρια και ο Στέφανος, ενώ τη τελευταία κουβέρτα έπρεπε να τη μοιραστεί ο Θάνος με τον Ορέστη.
Και τα τρία ζευγάρια ήταν αγκαλιά και για να σπάσει πλάκα ο Θάνος, απλώσε το χέρι του γύρω από τον Ορέστη. Σε δευτερόλεπτα ο αγκώνας του είχε βρεθεί στα πλευρά του, κάνοντας τον να μαζέψει το χέρι του.
"Σιγά ρε μαλακα." παραπονέθηκε ο νεαρός και έτριψε το σημείο όπου τον χτύπησε.
Τα παιδιά γέλασαν προτού αρχίσουν να μοιράζουν το φαγητό και τις μπύρες. Είχαν αρχίσει να τρώνε όταν είδαν άλλα δύο αμάξια να παρκάρουν κοντά στα δικά τους και άλλη μια παρέα με τα δικά της πράγματα άναψε φωτιά και κάθισε λίγο πιο μακρυά τους.
"Φαίνεται πως δεν ήσασταν οι μόνοι που το σκέφτηκαν." παρατήρησε η Λυδία.
Συνέχισαν να τρώνε, να μιλάνε και να γελάνε και αργότερα μια τρίτη παρέα εμφανίστηκε στη παραλία. Αφού τελείωσαν το φαγητό, συνέχισαν να γελάνε με τα απαίσια αστεία του Θάνου και όταν ο Αλέξανδρος δεν άντεχε άλλο, σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι του προς την Μυρτώ.
"Που πάμε;"
"Βόλτα."
Γύρισε η κοπέλα να ρωτήσει τον Μιχάλη τι ώρα ήταν.
"Έντεκα παρά τέταρτο πάει."
Πήρε το χέρι του Αλέξανδρου και σηκώθηκε, παίρνοντας μαζί της και τη κουβέρτα. "Σε μια ώρα να είμαστε πίσω."
"Αααα μην ανησυχείς, δέκα λεπτά κρατάει με το ζόρι." ακούστηκε να λέει ο Θάνος.
Όλοι άρχισαν να γελάνε ενώ η Μυρτώ κοκκινησε.
"Αϊ στον διάολο ρε μαλακα." τον έβρισε ο Αλέξανδρος προτού του πετάξει ένα ξυλάκι που βρήκε λίγο πιο δίπλα.
Αγνόησε τα γέλια τον υπολοίπων και παίρνοντας τη Μυρτώ από το χέρι, άρχισαν να απομακρύνονται από όλες τις παρέες.
Περπατούσαν κατά μήκος της ακτής, εκεί όπου τα απαλά κύματα της θάλασσας δεν έφταναν τα παπούτσια τους. Ευτυχώς εκείνη τη βραδιά, παρόλο που ήταν Δεκέμβρης -σε λίγη ώρα Ιανουάριος-, δεν είχε πολύ κρύο. Παρόλα αυτά όμως η Μυρτώ είχε ακόμα τη κουβέρτα γύρω από τη πλάτη της.
Περπατούσαν με μια άνετη σιωπή ανάμεσα τους, κανείς δεν έλεγε τίποτα και απολάμβαναν απλώς τη στιγμή. Λίγο φως έπεφτε από το μικρό φεγγάρι στη θάλασσα και έκανε το σκηνικό ακόμα πιο όμορφο.
Την προηγούμενη σιωπή έσπασε ο Αλέξανδρος. "Δεν με ρώτησες για τα ναρκωτικά."
"Ορίστε;" ρώτησε ξαφνιασμενη εκείνη.
"Από όταν έμαθες για τα ναρκωτικά. Δεν με έχεις ρωτήσει κάτι. Περίεργο..."
"Εφόσον βρίσκονται στο παρελθόν σου δεν με αφορούν. Εκτός αν θες εσύ να το συζητήσουμε."
Σκεφτηκε λίγο προτού κουνήσει το μεγάλο του αρνητικά "Όχι ιδιαίτερα. Όπως είπες ανήκουν στο παρελθόν μου όποτε ας τα αφήσουμε εκεί..."
Συμφώνησε η κοπέλα και συνέχισαν να περπατάνε πάλι σιωπηλοί. Ώσπου ο Αλέξανδρος έσπασε ξανά τη σιωπή.
"Δεν μου είπες ποτέ για τον Στεργιαδη."
Ποιον; Ααα τον Ανδρέα...
"Τι να σου πω;"
"Αρχικά, ότι υπήρχε. Μετά, γιατί χωρίσατε."
"Απλως χωρίσαμε."
Χασκογέλασε "Μυρτώ δεν χωρίζει χωρίς λόγο κάποιος. Τι συνέβη; Δεν ταιριάζατε; Βαρέθηκες;"
"Βαρέθηκα." απάντησε βιαστικά εκείνη.
"Ναι... Αν δεν το έλεγες τόσο βιαστικά και δεν κοιτούσες τους κόκκους της άμμου λες και είναι το πιο εντυπωσιακό πράγμα στον κόσμο, ίσως να σε πίστευα."
Δυσανασχετησε η Μυρτώ, προτού σταματήσει να περπατάει. Το ίδιο έκανε και εκείνος και γύρισε να την κοιτάξει.
"Ήμουν δεκαέξι και ήταν δεκαοχτώ. Ήταν η πρώτη μου σχέση και όλα πήγαιναν μια χαρά στην αρχή. Ύστερα από λίγους μήνες θέλησε να προχωρήσουμε στη σχέση μας και εγώ δεν ήθελα. Θύμωσε και έφυγε. Τελικά γύρισε εκείνο το βράδυ στο σπίτι μου και ήταν μεθυσμένος. Απλώς μαλωσαμε και χωρίσαμε." εξήγησε η κοπέλα και εσφιξε τη κουβέρτα γύρω της προτού κοιτάξει ξανά τα μαύρα μποτάκια της που έκανα τεράστια αντίθεση στην άμμο που κανονικά σου θύμιζε καλοκαίρι.
"Και...;"
"Τι και;" γύρισε να τον κοιτάξει.
"Κάτι κρύβεις."
Ξεφυσιξε ξανά. Δεν της άρεσε που την ήξερε τόσο καλά και καταλάβαινε πότε έλεγε ψέματα.
"Απλώς μαλωσαμε έντονα."
Εκανε ένα βήμα προς το μέρος της "Πόσο έντονα;"
"Αλέξανδρε, δεν έχει σημασ-"
"Πόσο έντονα Μυρτώ;"
Κοίταξε τα παπούτσια της πριν τον κοιτάξει ξανά και ψιθυρίσει "Με χτύπησε..."
Ο Αλέξανδρος ετριξε τα δόντια του και έκανε γροθιές τα χέρια του μέσα στις τσέπες του δερμάτινου μπουφάν του.
"Όπως το περίμενα..."
"Αλέξανδρε μην ασχοληθείς, σε παρακαλώ."
"Δεν γίνεται αυτό που μου ζητάς."
"Σε παρακαλώ. Υποσχέσου μου ότι δεν θα ασχοληθείς. Δεν αξίζει."
"Υπόσχομαι πως θα προσπαθήσω..."
"Δεν μου φτάνει αυτό..."
"Θα έπρεπε να σου φτάνει μόνο και μόνο το γεγονός ότι δεν φεύγω τώρα για να πάω να τον βρω και να με βρει ο καινούργιος χρόνος με το χέρι μου στη μούρη του."
Άφησε τη κουβέρτα να πέσει στην άμμο προτού τον πλησιάσει και σηκωθεί στις μύτες των ποδιων της για να τυλίξει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Τα χέρια του πήγαν αυτομάτως γύρω από τη μέση της.
"Θα το έκανες αυτό; Θα με άφηνες εδώ μόνη μου;" προσπάθησε να του αποσπάσει την προσοχή από το προηγούμενο θέμα με ναζια.
"Δεν θα αργούσα πολύ, θα ήμουν πίσω πριν αλλάξει ο χρόνος."
"Μα πριν είπες ότι θα σε έβρισκε ο καινούργιος χρόνος με-"
"Αχ σκασε επιτέλους." χασκογέλασε προτού τη φιλήσει. Και η ίδια χαμογέλασε στο φιλί τους.
Σε δευτερόλεπτα, ο Αλέξανδρος την είχε ακουμπήσει απαλά στην κουβέρτα που είχε απλωθεί λίγο άτσαλα στην άμμο. Φιλούσε ο ένας τον άλλον, ενώ τα χέρια και των δύο χαιδευαν τα σώματα τους. Τα χοντρά ρούχα τους αποτελούσαν ένα μεγάλο εμπόδιο, όμως με τη θερμοκρασία που επικρατούσε γύρω τους, δεν πέρασε από το μυαλό τους ούτε τα μπουφάν τους να ξεκουμπωσουν.
"Νόμιζα πως εγώ θα ήμουν αυτή που θα σε ξεμοναχιαζε και θα σε εκμετελλευοταν..." σήκωσε ένα φρύδι και χαχανισε.
Χαμογέλασε πονηρά ο Αλέξανδρος και πριν το καταλάβει η κοπέλα, είχε αλλάξει τη στάση τους έτσι ώστε να βρίσκεται αυτή από πάνω του.
"Μα δεν βλέπεις πόσο αβοήθητος είμαι από κάτω σου;"
Άρχισε να γελάει η Μυρτώ και το ίδιο έκανε και εκείνος, προτού συνεχίσουν με τα φιλιά. Είχε μόλις αρχίσει να φιλάει τον λαιμό του, όταν άκουσαν από λίγο πιο μακρυά τους τον Θάνο να τους φωνάζει.
"Πιτσουνάκια! Δεν θέλω να γίνω νονός ακόμα οπότε τσακιστειτε και ελάτε εδώ για να μη μας βρει συν έναν το νέο έτος."
Χώρισαν τα χείλη τους και ο Αλέξανδρος ξεφυσιξε ενώ η Μυρτώ γέλασε.
"Θα πάρεις τα παιδιά και θα φύγετε και όταν δεν θα υπάρχουν μάρτυρες, θα τον πνίξω στη θάλασσα. Μην ανησυχείς, θα το κάνω να μοιάζει με ατύχημα."
Η κοπέλα γέλασε ξανά, προτού σηκωθεί από πάνω του. Σηκώθηκε και εκείνος και αφού πήραν τη κουβέρτα μαζί τους, επέστρεψαν στη παρέα τους.
"Και που ξέρεις ότι θα κάνω εσένα νονό ρε βλακα;"
"Ε τι, αβάπτιστο θα μείνει το παιδί;"
"Η σκέψη του να κάνω κάποιον άλλον νονό δεν σου πέρασε καν από το μυαλό, έτσι;"
"Φυσικά και όχι." απάντησε ο Θάνος και έσκασαν όλοι στα γέλια.
"Παιδιά, παιδιά! Πέντε λεπτά!"αναφώνησε η Λυδία όταν κοίταξε την ώρα στο κινητό της.
Ανυπόμονοι περίμεναν να περάσουν τα πέντε λεπτά, ώσπου έφτασε η αντίστροφη μέτρηση και άκουγε κανείς και τις τρεις παρέες να μετράνε με μια φωνή.
Δέκα...
Εννιά...
Οχτώ...
"Θες να κάνουμε κάτι κλισέ;" χαμογέλασε η Μυρτώ στον Αλέξανδρο.
Εφτά...
Έξι...
Πέντε...
"Τι;"
Τέσσερα...
Τρία...
"Φίλα με."
Δύο...
Ένα...
Έβαλε τα χέρια του στη μέση της και τον σβέρκο της, προτού την τραβήξει επάνω του και την φιλήσει.
"Καλή Χρονιά!" ακούστηκαν όλοι να φωνάζουν.
Οι δυο τους χώρισαν τα χείλη τους και άνοιξαν σιγά σιγά τα μάτια τους για να αντικρίσει ο ένας τον άλλον. Χαμόγελα εμφανίστηκαν στα πρόσωπα τους και τα μάτια τους έλαμψαν.
"Καλή Χρονιά." ευχήθηκε ο Αλέξανδρος.
"Καλή Χρονιά." απάντησε και η Μυρτώ.
Τα βεγγαλικά φαίνονταν από το κέντρο της πόλης μα δεν τους έδωσαν σημασία, κοιτούσαν μονάχα ο ένας τον άλλον.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top