|51

"Ευχαριστώ πολύ αστυνομικέ." ο πατέρας της Μυρτώς πήρε το χέρι του σε με χειραψία.

"Προς Θεού, τη δουλειά μου κάνω. Για τυχών εξελίξεις θα σας ενημερώσω αμέσως." χαμογέλασε ευγενικά.

Το ίδιο έκανε και η Μυρτώ που βρισκόταν δίπλα στον πατέρα της, προτού τραβήξει τη ζακέτα της πιο σφιχτά γύρω της. Το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει και πλέον η θερμοκρασία είχε φτάσει στους μείον. Η ανοιχτή πόρτα του σπιτιού δεν βοηθούσε την κατάσταση.

"Καλή πρωτοχρονιά." ευχήθηκε ο κύριος Παύλος.

"Επίσης." είπε και ο αστυνομικός, προτού κοιτάξει τελευταίο τον Αλέξανδρο και φύγει τελικά από τη βεράντα τους.

Η πόρτα έκλεισε και αφού ο κύριος Παύλος βεβαιώθηκε πως η κόρη του ήταν καλά, κλείστηκε ξανά στο γραφείο του, καθώς είχε ακυρώσει όλα τα ραντεβού του και τα έκανε τηλεφωνικά, για να μπορούσε να είναι κοντά της.

"Εντάξει είσαι τώρα που κατέθεσες;" τη ρώτησε ο Αλέξανδρος και εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά με ένα χαμόγελο.

"Πάμε να παίξουμε τώρα με την Ειρήνη." είπε η κοπέλα και ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες για να φτάσει στο δωμάτιο της, όπου την περίμενε η αδερφή του.

"Αντε που ήσασταν τόση ώρα; Βαρέθηκα." παραπονέθηκε και άφησε κάτω τον μαρκαδόρο με τον οποίο ζωγράφιζε.

"Συγγνώμη, έπρεπε να δω έναν φίλο του μπαμπά μου." είπε ένα μικρό ψέμα η Μυρτώ.

"Καλά, δεν πειράζει. Αρκεί να δούμε ταινία..." την κοίταξε με ένα πολύ γλυκό βλέμμα.

"Άσε τα νάζια μικρή. Αφού το ξέρεις πως έτσι κι αλλιώς το δικό σου θα γίνει..." είπε ο Αλέξανδρος προτού πέσει στο κρεβάτι της Μυρτώς.

Τα δύο κορίτσια γέλασαν και ύστερα άρχισαν να ψάχνουν ποια ταινία θα δουν. Η Μυρτώ πρότεινε μια από τις πριγκίπισσες, η Ειρήνη όμως από την άλλη είχε άλλα στο νου της και επέλεξε μια ταινία δράσης.

Η κοπέλα γύρισε να κοιτάξει τον Αλέξανδρο μπερδεμένη για την επιλογή της Ειρήνης.

"Τι της έχεις κάνει;" του ψιθύρισε κατηγορώντας τον για πλάκα.

Εκείνος χαμογέλασε παιχνιδιάρικα και ανασηκωσε τους ώμους του. "Δεν έχω κάνει απολύτως τίποτα."

"Είναι η αγαπημένη ταινία του Αλέξανδρου, την έχουμε δει πολλές φορές. Αυτή και άλλη μια με ξύλο που δεν θυμάμαι..." είπε η Ειρήνη ενώ έβαζε την ταινία να παίζει.

Η Μυρτώ τον κοίταξε ξανά "Δεν έχεις κάνει τίποτα ε;"

Ο νεαρός γέλασε και δεν είπε τίποτα. Ξάπλωσαν και οι τρεις στο κρεβάτι και παρακολούθησαν τη ταινία. Σε μια βίαιη σκηνή, η Μυρτώ κάλυψε τα μάτια της Ειρήνης.

"Αλέξανδρε δεν θα έπρεπε να τα βλέπει αυτά."

Πριν προλάβει να της απαντήσει εκείνος, η μικρή πήρε τα χέρια της Μυρτώς από τα μάτια της και είπε "Μη με βλέπεις έτσι, στην πραγματικότητα είμαι μια ώριμη 12χρονη παγιδευμένη στο σώμα μιας 8χρονης που έχω απλώς λίγες συνήθειες αυτής της ηλικίας."

Την κοίταξε έκπληκτη η Μυρτώ προτού σκάσει στα γέλια και μαζί της και ο Αλέξανδρος. Συνέχισαν να παρακολουθούν και στη μέση της ταινίας περίπου, η Ειρήνη είχε κοιμηθεί ανάμεσα τους.

Η κοπέλα το παρατήρησε αυτό και τράβηξε την κουβέρτα από τα πόδια τους για να την σκεπάσει, πριν γυρίσει να κοιτάξει τον μελαχρινό δίπλα της.

"Δεν προλάβαμε να μιλήσουμε καθόλου για τη μητέρα σας." ψιθύρισε.

Ο Αλέξανδρος την κοίταξε λίγο προτού σηκωθεί από το κρεβάτι και πάει να κάτσει στην καρέκλα του γραφείου της. Της έκανε νόημα να πάει κοντά του και όταν τον πλησίασε, την τράβηξε απαλά να κάτσει επάνω του για να μιλήσουν μακρυά από τη μικρή του αδερφή, όπου υπήρχε και κίνδυνος να τους κρυφακούσει, καθώς ήταν μια μουσιτσα που το είχε ξανακάνει.

"Δεν ξέρω τι την έπιασε, πραγματικά. Παραμονή Χριστουγέννων γύρισα σπίτι από το νοσοκομείο και δεν ήταν κλεισμένη στο δωμάτιο της, είχε ετοιμάσει μάλιστα και δείπνο. Φάγαμε σαν κανονική οικογένεια και αφού έφυγε η Ειρήνη, μου είπε πως είχε κόψει εδώ και μια εβδομάδα το ποτό και προσπαθούσε να είναι ξανά με τα παιδιά της."

"Πως αντέδρασες;" ρώτησε η κοπέλα ενώ έπαιζε με τις μαύρες μπούκλες στον αυχένα του.

"Δεν την πίστεψα. Της έδωσα αυτή την ευκαιρία μόνο και μόνο για την Ειρήνη. Προς το παρόν τα πάει μια χαρά, στην πρώτη μαλακια όμως έχει φύγει από το σπίτι."

Έφερε με τα χέρια της το κεφάλι του κάτω από το πηγούνι της και συνέχισε να περνάει το χέρι της μέσα από τα μαλλιά του.

"Μη το λες αυτό, είναι η μητέρα σου." ψιθύρισε. "Άσε που ξέρεις ότι από όσα είπες τίποτα δεν ισχύει. Της έδωσες αυτή την ευκαιρία όχι μόνο για την Ειρήνη, αλλά και για εσένα, γιατί και εσένα σου έλειψε η μητέρα σου. Και ξέρεις επίσης ότι δεν θα την διώξεις από το σπίτι, γιατί είναι η μητέρα σου και θα την αγαπάς για πάντα. Μπορεί να προσπαθείς να φανείς κακός, αλλά το ξέρεις ότι σε εμένα δεν πιάνει..."

Γέλασε λίγο και κούνησε το κεφάλι του προτού σφίξει τα χέρια του περισσότερο γύρω από τη μέση της.

"Πόσο μου τη σπάει όταν έχεις δίκιο..."

"Θες να πεις ότι σου τη σπάω συνέχεια;" είπε η κοπέλα και γέλασαν όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσαν για να μη ξυπνήσει η μικρή στο κρεβάτι.

Όταν τα γέλια πέρασαν, ο Αλέξανδρος ήταν αυτός που μίλησε. "Τα λες όλα αυτά, εσύ όμως αγαπάς τη μητέρα σου παρόλο που σε παράτησε;"

Το χαμόγελο που είχε πριν η Μυρτώ έπεσε και σοβαρεψε απότομα. Έκανε να σηκωθεί, όμως εκείνος την κράτησε επάνω του.

"Όπως μιλάω εγώ για τα προβλήματα μου, θα μιλήσεις και εσύ. Εξάλλου μέχρι τώρα δεν είχες πρόβλημα."

Έτριξε λίγο τα δόντια της "Τώρα έχω..."

"Μυρτώ..."

Δυσανασχετησε η κοπέλα "Εσένα είχε λόγο για να στραφεί η μητέρα σου στο ποτό. Εμένα δεν είχε λόγο για να με παρατήσει..."

"Ακόμα δεν απάντησες στην ερώτηση μου όμως..."

Έμεινε σιωπηλή για λίγο, ώσπου τελικά απάντησε "Δεν είναι ότι την απαιχθανομαι κιόλας, αλλά δεν μπορώ να πω πως την αγαπώ. Κάποιος πρέπει να είναι εδώ για να τον αγαπάς."

Έκανε μια τούφα από τα μαλλιά της στην άκρη με το χέρι του. "Κάνεις λάθος." είπε σιγανά. "Αν ίσχυε αυτό, τότε όλοι όσοι έχουν φύγει από κοντά μας θα είχαν ξεχαστεί και δεν θα τους αγαπούσε κανένας πια."

Τον κοίταξε η Μυρτώ στα μάτια και εκείνος συνέχισε "Εγώ για παράδειγμα αγαπώ ακόμα τους παππούδες μου."

Εκείνη παρέμεινε σιωπηλή και ο Αλέξανδρος άφησε ένα φιλί στα χείλη της. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το κουδούνι του σπιτιού να χτυπάει. Σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει, ενώ εκείνος έμεινε στο δωμάτιο.

Είδε την Ειρήνη να κουνιέται και τελικά το κεφάλι της πετάχτηκε από την κουβέρτα.

"Ποιος ήρθε;" ρώτησε λίγο νυσταγμένη.

"Δεν ξέρω, πάμε να δούμε." απάντησε ο Αλέξανδρος και αφού την πήρε από το χέρι, βγήκαν από το δωμάτιο και κατέβηκαν τις σκάλες. Το χολ και το σαλόνι ήταν άδεια, το ίδιο και η τραπεζαρία. Επομένως πήγαν στη κουζίνα και εκεί βρήκαν τελικά την Μυρτώ. Μαζί με τον-

"Αρχιμήδη;"

Ο ξανθός νεαρός γύρισε και κοίταξε τον Αλέξανδρο στη πόρτα της κουζίνας. Το ίδιο έκανε και η Μυρτώ με ένα βλέμμα που έλεγε 'να είσαι ευγενικός'.

Δεν ήθελε να την συγχύσει και έτσι αφού δυσανασχετησε λίγο, το διόρθωσε.

"Συγγνώμη, Αργύρη. Πως και από δω;"

Ίσιωσε τα μαύρα γυαλιά του ο Αργύρης πριν απαντήσει "Με ενημέρωσε η Λυδία για την κατάσταση της Μυρτώς και αποφάσισα να την επισκεφτώ για να δω πως είναι η υγεία της."

Γιατρός είσαι...; κρατήθηκε και δεν το είπε δυνατά.

"Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου..." χαμογέλασε ψεύτικα.

Η Ειρήνη εκείνη τη στιγμή πήρε το χέρι της από το δικό του και πήγε να καθίσει σε ένα σκαμό μπροστά από τους πάγκους της κουζίνας, λίγο πιο μακρυά από το μικρό τραπέζι όπου καθόντουσανκ εκείνοι οι δύο.

"Να σε κεράσουμε κάτι Αργύρη; Ένα νερό, ένα χυμό, έναν καφέ;" προσποιήθηκε τον ευγενικό οικοδεσπότη.

Ένα κώνειο;

Χαμογέλασε ευγενικά από την άλλη ο νεαρός "Ένας φυσικός χυμός πορτοκαλί θα ήταν μια χαρά."

Θέλει και φυσικό χυμό το μόμολο... Θα κάθομαι να στίβω για χάρη του...

Δεν είπε όλα αυτά που ήθελε να πει και πλησίασε την αδερφή του στον πάγκο, όπου αφού συγκέντρωσε αυτά που θα χρειαζόταν, άρχισε να στιβει πορτοκάλια.

Η Μυρτώ τον είχε κοιτάξει χαμογελώντας, λέγοντας του σιγανά ευχαριστώ, προτού επιστρέψει στην κουβέντα της με τον Αργύρη.

Έχε χάρη...

"Του αρέσει..."

Γύρισε να κοιτάξει γρήγορα την αδερφή του που του είχε ψιθυρίσει αυτό.

"Το ξέρω." της απάντησε ξερά.

"Και πολύ μάλιστα. Το βλέπεις στα μάτια του, πως την κοιτάει." συνέχισε.

Ο Αλέξανδρος σταμάτησε για λίγο αυτό που έκανε και στήριξε τα χέρια του στον πάγκο, προτού ρωτήσει "Και πως την κοιτάει δηλαδή, ω μεγάλε γιατρέ του Έρωτα;"

Τον κοίταξε με ένα στραβό βλέμμα και είπε τελικά "Όπως την κοιτάς και εσύ."

Χαμογέλασε ο Αλέξανδρος, ο οποίος χαιρόταν που είχε μια τόσο παρατηρητικη και έξυπνη αδερφή.

Από μικρό και από τρελό μαθαίνεις, έτσι δεν λένε;

"Μόνο που ο ένας μας απλώς την θέλει, ενώ ο άλλος την έχει." είπε τελικά. Τσίμπησε παιχνιδιάρικα τη μύτη της Ειρήνης κάνοντας την να γελάσει, προτού πάει τον χυμό στον Αργύρη.

Άκουσε ένα απλό ευχαριστώ και ύστερα από αυτό τον αγνόησαν αμέσως και οι δύο, επιστρέφοντας στη κουβέντα τους. Όταν κρυφακουσε ο Αλέξανδρος, δεν έλεγαν και τίποτα σημαντικό, για βιβλία έλεγαν.

Κρατώντας την ψυχραιμία του, κάθισε δίπλα στην αδερφή του και πρόσεχαν αυτούς τους δύο, μέχρι που ο βιβλιοθηκάριος αποφάσισε να φύγει. Είχε μόλις κλείσει την πόρτα πίσω του η Μυρτώ όταν γύρισε και είδε τον Αλέξανδρο πίσω της. Κρατούσε το ποτήρι με τον χυμό.

"Ούτε τον χυμό που εστιβα σαν χαρωπή νοικοκυρούλα δεν αξιώθηκε να τελειώσει..."

Γέλασε η κοπέλα "Τον αντιπαθείς τόσο που θα βρεις να σχολιάσεις ακόμα και το αν σκούπισε στραβά τα πόδια του στο χαλάκι."

Πήγε στη κουζίνα να πλύνει το ποτήρι του χυμού που είχε πάρει από τα χέρια του Αλέξανδρου.

"Δεν τα σκούπισε ο αγενέστατος!" άκουσε την Ειρήνη να λέει από εκεί που καθόταν και γύρισε να την κοιτάξει με τα μάτια γουρλωμένα.

Ύστερα κοίταξε εκείνον "Σταμάτα να την κάνεις σαν και εσένα!"

"Και να με κάνει σαν κι αυτόν δεν υπάρχει πρόβλημα, καθώς είναι υπέροχος." απάντησε πριν προλάβει ο Αλέξανδρος και έκαναν κόλλα πέντε τα δύο αδέρφια.

"Ουαου, η ζημιά είναι ήδη μεγάλη..." αστειεύτηκε η Μυρτώ και γέλασαν και οι τρεις.

Το τηλέφωνο του Αλέξανδρου χτύπησε. Είχε δεχτεί ένα μήνυμα από την μητέρα του που έλεγε να επιστρέψουν σπίτι για το δείπνο.

"Το κακό του να έχεις μητέρα..." μουρμούρισε αστειευόμενος κουνώντας το κινητό του στον αέρα, όταν η αδερφή του είχε απομακρυνθεί και έβαζε το μπουφάν της δίπλα από την πόρτα.

"Σταμάτα." γέλασε λιγάκι η Μυρτώ προτού τον φιλήσει.

Τον συνόδεψε μέχρι την πόρτα. Η Ειρήνη αφού την αγκάλιασε και της ευχήθηκε καλή Πρωτοχρονιά, έτρεξε στο αμάξι που το είχε ξεκλειδώσει ο αδερφός της.

"Πίσω." φώναξε για να την ακούσει, όταν την είδε να πηγαίνει στη πόρτα του συνοδηγού. Εκείνη κατσουφιασε, αλλά κάθισε στο πίσω κάθισμα.

Η Μυρτώ γέλασε λίγο στο πόσο χαριτωμένη ήταν.

"Αύριο είναι παραμονή." ξεκίνησε ο Αλέξανδρος περνώντας το χέρι του γύρω από τη μέση της. "Τι θα κάνουμε;"

Εκείνη ανασηκωσε τους ώμους της και χαμογέλασε παιχνιδιάρικα "Μπορώ να πω στο μπαμπά πως θα τη περάσω μαζί σου..."

"Θα φρικάρει. Πες καλύτερα πως θα είμαστε όλα τα παιδιά, γιατί αλλιώς το βλέπω να με κλείνει φυλακή με ψεύτικα στοιχεία..."

Γέλασε η κοπέλα και συμφώνησε.

"Η μητέρα μου σας κάλεσε για δείπνο την Πρωτοχρονιά."

Χαμογέλασε η Μυρτώ "Θα χαρώ πολύ να έρθω και νομίζω και ο πατέρας μου."

"Ωραία." είπε τελικά και ο Αλέξανδρος και με ένα τελευταίο φιλί, την άφησε και έφυγε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top