|50
Οι επόμενες μέρες ήταν ένα χάος. Χάος για την Μυρτώ που έβλεπε κάθε τρεις και λίγο τους φίλους, τον πατέρα της, τον Αλέξανδρο και την Μελίνα στο δωμάτιο της. Χάος και για τις νοσοκόμες και τους γιατρούς που προσπαθούσαν να τους διώξουν για να κάνουν τις απαραίτητες εξετάσεις.
Ο Αλέξανδρος πολλές φορές αρνούνταν να βγει από το δωμάτιο και έπρεπε να επέμβει πάντα ένα από τα παιδιά για να τον παροτρύνει μαζί με την Μυρτώ να βγει από το δωμάτιο.
"Δεν μπορείτε να την εξετάσετε και με εμένα εδώ;" ρωτούσε κάθε φορά.
Τη δεύτερη μέρα που είχε ξυπνήσει η κοπέλα, την είχε επισκεφτεί και η μητέρα του Αλέξανδρου, καθώς ο ίδιος την είχε ενημερώσει για την πλέον κατάσταση της Μυρτώς. Τα πρώτα δύο λεπτά της γνωριμίας τους ήταν άβολα, ύστερα όμως αφού η Μυρτώ δέχτηκε με μεγάλη χαρά την ανθοδέσμη που της είχε φέρει η κυρία Γαλήνη, όλη η αμηχανία πέταξε έξω από το παράθυρο.
Όταν είχε πρωτοδεί τη γυναίκα η Μυρτώ είχε αναρωτηθεί από μέσα της "Αυτή είναι η αλκοολική μητέρα του που μου έλεγε; Αυτή είναι μια κούκλα!"
Και πράγματι στα 40 της ήταν μια κούκλα, με τα ίδια χαρακτηριστικά των δύο παιδιών της, καθώς και τα δύο της είχαν μοιάσει.
Η Μελίνα είχε πάει να την επισκεφτεί αρκετές φορές ενώ ήταν σε κώμα, ενώ ήταν στο νοσοκομείο κάθε μέρα από τότε που ξύπνησε.
Άλλη μισή εβδομάδα στο νοσοκομείο, συνολικά έναν μήνα, και η Μυρτώ είχε πάρει επιτέλους εξιτήριο. Είχε μόλις ντυθεί όταν η πόρτα χτύπησε και μπήκε μέσα ο Αλέξανδρος.
"Ετοιμη;" ρώτησε.
"Ναι." κούμπωσε το μπουφάν της, τύλιξε το κασκόλ της γύρω από τον λαιμό της και πήγε να πάρει τον σάκο της.
Πριν προλάβει να τον περάσει στον ώμο της εκείνος τον είχε πάρει και τον κουβαλούσε. Η Μυρτώ δεν παραπονέθηκε και βγήκε από το δωμάτιο αφού της κρατούσε την πόρτα.
Ο διάδρομος πρώτη φορά μέσα σε αυτές τις μέρες ήταν τόσο άδειος, καθώς όλοι είχαν φύγει αφού θα έπαιρνε εξιτήριο και εκείνη, ενώ ο πατέρας της τους περίμενε στο σπίτι. Η Μυρτώ αποχαιρέτησε τις νοσοκόμες και βγήκαν από το νοσοκομείο, στο κρύο. Μπήκαν γρήγορα στο αυτοκίνητο του Αλέξανδρου και λίγο αργότερα έφτασαν έξω από το σπίτι της.
"Ευχαριστώ που με έφερες." του χαμογέλασε και άφησε ένα φιλί στο μάγουλο του. Άνοιξε την πόρτα της και είχε σκοπό να πάρει την τσάντα της από το πίσω κάθισμα, όταν είδε τον Αλέξανδρο να είναι ήδη δίπλα της με τον σάκο στον ώμο του.
Τον κοίταξε μπερδεμένη. "Τόσο εύκολα νομίζεις θα με ξεφορτωθείς;" είπε παιχνιδιάρικα εκείνος και δίχως να της δώσει χρόνο να απαντήσει, έφτασε στην βεράντα του σπιτιού της. Εκείνη τον έφτασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε με τα πιο κοντά της πόδια, την ώρα που έβγαζε τα κλειδιά της από τον σάκο και άνοιγε την πόρτα του σπιτιού.
"Κύριε Παύλο! Γυρίσαμε." φώναξε λίγο ο Αλέξανδρος και ο πατέρας της εμφανίστηκε από τη κουζίνα με μια πετσέτα στον ώμο του.
Χαμογέλασε "Ωωωω τι ωραία!" πλησίασε την Μυρτώ και άφησε ένα φιλί στο μέτωπο της. "Μόνο που ήρθατε λίγο νωρίτερα από ότι σας περίμενα."
Γύρισε να κοιτάξει τον ψηλό νεαρό "Αλέξανδρε φυσικά και θα κάτσεις για φαγητό, έτσι;"
"Ναι ναι." απάντησε εκείνος.
"Ύστερα όμως θα πας σπίτι σου στην μητέρα σου και την αδερφή σου. Νιώθω πως τις έχεις παραμελήσει." είπε και χάθηκε στην κουζίνα.
Η Μυρτώ κοίταξε λίγο ανάμεσα τους ξαφνιασμένη. Όσο έλειπε, ο πατέρας της και το αγόρι της είχαν γίνει κολλητοί συνειδητοποίησε.
Ο Αλέξανδρος έφτασε την πόρτα της κουζίνας και διαβεβαίωσε τον κύριο Παύλο ότι η μητέρα του δεν είχε κανένα πρόβλημα καθώς το είχαν συζητήσει. Η Μυρτώ πήγε στο πλάι του και πέρασε το χέρι της γύρω από τον ώμο του. "Έχεις πάρα πολλά να μου εξηγήσεις." του ψιθύρισε, προτού πλησιάσει τον πατέρα της και αφήσει ένα φιλί στο μάγουλο του.
"Εμείς μπαμπά πάμε πάνω να μιλήσουμε, φώναξε μας όταν είναι έτοιμο το φαγητό, εντάξει;"
"Εντάξει."
Πήρε τον Αλέξανδρο από το χέρι και μόλις έβγαιναν από την κουζίνα, όταν τον άκουσε να μορμουρίζει.
"Να μιλήσουν..."
Κατάλαβε το υπονοούμενο και τα μάτια της γούρλωσαν "Μπαμπά!"
"Καλά, καλά." τον άκουσε από την κουζίνα.
Ο Αλέξανδρος χασκογέλασε πριν βάλει το χέρι του γύρω από την μέση της. Πριν προλάβει να αντιδράσει εκείνη, είχε περάσει και το άλλο χέρι του στο πίσω μέρος των ποδιών της και την είχε σηκώσει. Μια μικρή τσιρίδα της ξέφυγε, καθώς ήταν απροετοίμαστη, προτού γελάσει.
"Ξέρεις, σε κώμα ήμουν, δεν είμαι ανάπηρη."
Το χαμόγελο που είχε ο νεαρός έπεσε λίγο όταν ανέφερε την κατάσταση της των προηγούμενων εβδομάδων. Η κοπέλα το παρατήρησε αυτό αλλά δεν είπε τίποτα. Έφτασαν στο δωμάτιο της και αφού έκλεισε την πόρτα πίσω του, την άφησε απαλά στο κρεβάτι. Πριν προλάβει να αντιδράσει η Μυρτώ, ο Αλέξανδρος είχε ήδη ξαπλώσει δίπλα της και είχε αρχίσει να την φιλάει.
"Μου έλειψες τόσο πολύ." ψιθύρισε κοντά στο αυτί της.
Εκείνη χαμογέλασε και στην αρχή δεν είχε καμία αντίρρηση σε αυτή του την πράξη, ύστερα όμως θυμήθηκε πως για άλλον λόγο βρίσκονταν στο δωμάτιο της. Έβαλε τα χέρια της στο στήθος του και τον έσπρωξε ελαφρά. Ο Αλέξανδρος έκανε πίσω και την κοίταξε.
"Πονάς;" τη ρώτησε ανήσυχος.
Γέλασε η Μυρτώ "Με φίλησες, δεν με πλάκωσες. Ηρέμησε λίγο."
"Ε άσε με τότε." μουρμούρισε και έκανε να την φιλήσει ξανά.
Πρόλαβε και τον σταμάτησε "Πρώτων, ήρθαμε να μιλήσουμε. Δεύτερων, βγάλε οποιαδήποτε ιδέα από το μυαλό σου. Είμαστε στο σπίτι του πατέρα μου, με εκείνον έναν όροφο μακρυά μας."
Χαμογέλασε πονηρά "Δεν είχα καμία ιδέα, γιατί τον σέβομαι τον πατέρα σου, αλλά τώρα που το είπες..." γλίστρησε το χέρι του κάτω από την μπλούζα της, εκείνη όμως τον σταμάτησε ξανά.
"Αλέξανδρε! Θέλω να μιλήσουμε."
"Αργότερα." αποκρίθηκε εκείνος και ξεκίνησε να φιλάει τον λαιμό της.
Ρόλαρε τα μάτια της η Μυρτώ. "Έτσι μου είπες και στο νοσοκομείο και έχουν περάσει τέσσερις μέρες από τότε..."
Εκείνος την αγνόησε και τράβηξε λίγο στην άκρη το ύφασμα της μπλούζας της από τον ώμο της, για να συνεχίσει εκεί τα φιλιά του.
Τότε θυμήθηκε κάτι η κοπέλα και σήκωσε το ένα φρύδι της "Εμείς δεν είχαμε χωρίσει;"
Ο Αλέξανδρος σήκωσε απότομα το κεφάλι του και την κοίταξε "Μη μιλάς."
Εκείνη γέλασε δυνατά. "Αυτό είναι που θα μείνεις μακρυά μου για το καλό μου;"
"Και που έμεινα μακρυά σου, είδαμε καλό..."
Κατάφερε να τον σπρώξει από πάνω της και να βρεθεί στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Χαμογέλασε παιχνιδιάρικα "Πρώτα θα μιλήσουμε και μετά αυτά, εντάξει;"
Ο μελαχρινός νεαρός δυσανασχέτησε, όμως δεν έφερε αντίρρηση και κάθισε υπομονετικά στο κρεβάτι της. "Ξεκίνα τις ερωτήσεις..."
"Τι μου συνέβη;"
Στραβοκατάπιε εκείνος "Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάσαι;"
"Σε έψαχνα στο κλαμπ."
Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. "Βρέθηκες στο ιδιωτικό δωμάτιο του Αντωνόπουλου και..."
"Και; Ο γιατρός μου είπε ότι βρέθηκε ηρωίνη στον οργανισμό μου, οπότε δεν μπορείς να μου το κρύψεις..."
"Σε εμάς δεν έλεγε τίποτα στην αρχή, σε εσένα όλα τα ξεφούρνισε..." μουρμούρισε τόσο ώστε να ακούει μόνο εκείνος τον εαυτό του.
"Τι είπες;"
"Τρύπες." απάντησε γρήγορα για να καλύψει τα προηγούμενα λόγια του.
Τον κοίταξε ενοχλημένη "Αλέξανδρε..."
"Ακόμα δεν έγινες καλά και ξεκίνησες τις γκρίνιες...Τι είστε εσείς οι γυναίκες ρε παιδί μου..."
"Σοβαρέψου και απάντα στις ερωτήσεις μου. Γιατί πήγα στο δωμάτιο του και πως βρέθηκε η ηρωίνη μέσα μου;"
"Δεν πήγες οικειοθελώς, σε ανάγκασαν. Και την ηρωίνη στην έκανε αυτός ένεση με το ζόρι."
"Γιατί;"
"Έξυπνη είσαι, σκέψου λίγο..."
Σκέφτηκε λίγο...
"Θεωρεί πως είμαι η αδυναμία σου και ήθελε έτσι να σε επηρεάσει..."
"Μπίνγκο."
Εκείνη τη στιγμή ο χρόνος σταμάτησε για λίγο και τα λόγια του Αντωνόπουλου επανήλθαν στο μυαλό της.
"Θα γνωρίσεις απλώς έναν παλιό φίλο του Αλέξανδρου."
"...Χωρίς εμένα, θα ήταν ακόμα το χαμένο παιδάκι που ζούσε σε μια παράγκα με την προβληματική του οικογένεια."
"...Αν δεν ήμουν όμως εγώ για να τον προωθήσω στους αγώνες, θα έδερνε μονάχα παιδάκια στο σχολείο. Ήταν αχόρταγος όμως..."
"Οπότε τον έβαλα και στο παιχνίδι με τα ναρκωτικά, αφού το ζήτησε...Λεφτά, γκόμενες, βία, ποτό, τα είχε όλα... Ήθελε να κάνει και χρήση ναρκωτικών, δεν του αρκούσε που τα πουλούσε."
"Το έκανε και αυτό λοιπόν. Ώσπου ξαφνικά τα παράτησε... Μαζί τους και εμένα... Άρα τι έπρεπε να κάνω εγώ Μυρτώ; Να τον αφήσω έτσι; Δεν γινόταν... Έπρεπε να του δείξω πως υπάρχουν συνέπειες όταν κάποιος είναι αχάριστος απέναντι μου. Εσύ θα είσαι η συνέπεια του λοιπόν... "
Είδε το δωμάτιο γύρω της να γυρνάει λίγο και πρόλαβε να κρατηθεί από την καρέκλα του γραφείου της για να μην πέσει.
Βρέθηκε πεσμένη στο κρύο, τσιμεντένιο πάτωμα, ίδρωνε υπερβολικά πολύ και ένιωθε πως γινόταν ένας πόλεμος στο στομάχι της. Ζαλιζοταν και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Κατάφερε μόνο να γυρίσει στο πλάι έτσι ώστε να μην πνίγει από τον εμετό της.
Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν πριν μαυρίσουν όλα γύρω της, ήταν τα γαλάζια ματιά του από πάνω της.
"Μυρτώ;! Είσαι καλά;" ένιωσε ζεστά χέρια γύρω από την μέση της και ξαφνικά καθόταν κάπου μαλακά.
Έκλεισε λίγο τα μάτια της και όταν τα άνοιξε ξανά, το δωμάτιο δεν γυρνούσε πια. "Τα... Τα θυμήθηκα όλα." μουρμούρισε.
"Είσαι καλά;" τη ρώτησε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
"Αστυνομία... Το είπατε στην αστυνομία;"
Ο Αλέξανδρος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
Η ανησυχία ήταν γραμμένη στο πρόσωπο της "Εσύ; Έμαθαν τίποτα για εσένα; Έμπλεξες;"
Χαμογέλασε. Ακόμα κι όταν εκείνη δεν ήταν καλά, πάλι κοιτούσε το καλό των άλλων. Κούνησε το κεφάλι του, ενώ έβαλε μια τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της. "Μια χαρά είμαι."
Ηρέμησε τότε λίγο εκείνη. Συνέχισε τις ερωτήσεις "Τι είπαν οι αστυνομικοί για την υπόθεση;"
Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει όμως το έκλεισε ξανά και κοίταξε το χέρι του που κρατούσε το δικό της. Δεν απάντησε. Η Μυρτώ τράβηξε το χέρι της από την λαβή του και σηκώθηκε από το κρεβάτι που καθόταν.
"Αυτή η υπόθεση αφορά εμένα και όχι εσένα, οπότε δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου κρατάς μυστικά όπως μου κρατούσες και για τα ναρκωτικά και τα επικίνδυνα άτομα που γνώριζες."
Τα μάτια του γούρλωσαν πριν την κοιτάξει έντονα με τον μυ του σαγονιού του να πετάγεται. "Που τα ξέρεις αυτά για τα ναρκωτικά;"
"Μου τα ξέρασε όλα πριν με ναρκώσει. Ξέρω πως και έκανες, αλλά και το ότι τα διακινούσες. Ξέρω επίσης πως αυτά τα επικίνδυνα άτομα για τα οποία μου έλεγες είναι ο Αντωνόπουλος και η συμμορία του, στην οποία κάποτε ήσουν και εσύ."
Ο Αλέξανδρος παρέμεινε σιωπηλός.
Εκείνη συνέχισε "Όπως βλέπεις ξέρω πολλά περισσότερα από ότι περίμενες. Ξέρω επίσης πως αν δεν σε είχα γνωρίσει δεν θα μου είχε συμβεί τίποτα, όμως δεν το μετανιώνω και δεν σε κατηγορώ φυσικά. Απαιτώ όμως από δω και πέρα να πάψουν να υπάρχουν μυστικά μεταξύ μας, μονάχα αλήθεια."
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. "Έχεις δίκιο. Θα-"
Η πόρτα του δωματίου που χτύπησε τον διέκοψε. Άνοιξε λίγο και εμφανίστηκε ο πατέρας της. Τους κοίταξε λίγο "Αα όντως μιλάτε."
Η κόρη του τον κοίταξε στραβά.
"Το φαγητό είναι έτοιμο, κατεβείτε." είπε και έφυγε, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε και έκανε να φύγει μα εκείνη τον κράτησε από το μπράτσο "Δεν τελείωσε η συζήτηση μας."
"Θα σου απαντήσω στην ερώτηση σου μια και καλή στο τραπέζι, μπροστά στον πατέρα στο γιατί ούτε εκείνος ξέρει ακόμα. Κανείς δεν ξέρει."
Τον κοίταξε ενοχλημένη "Η μυστικοπάθεια σου δεν θα σου βγει σε καλό..." του είπε και έφυγε για την τραπεζαρία.
Δυσανασχέτησε προτού την ακολουθήσει και βρει εκείνη και τον πατέρα της να τον περιμένουν. Κάθισε και αμέσως ξεκίνησαν να τρώνε. Σχολίαζαν τη καλή μαγειρική του κύριου Παύλου όταν η Μυρτώ αναφέρθηκε από το πουθενά στην υπόθεση της.
"Όντως, τι συμβαίνει; Ο αστυνομικός δεν έχει επικοινωνήσει μαζί μου εδώ και μέρες..." αναρωτήθηκε ο πατέρας της.
Ο Αλέξανδρος ξερόβηξε και ήπιε λίγο νερό για να ηρεμήσει, καθώς του ήρθε λίγο ξαφνικό.
"Εμ... Επικοινώνησε μαζί μου..." ξεκίνησε και κάπως έτσι βρέθηκε να τους εξηγεί τι είπε με τον αστυνομικό. Όχι κάθε λεπτομέρεια, καθώς δεν ήθελε ο κύριος Παύλος να γνωρίζει για το παρελθόν του, αναφέρθηκε μονάχα στο κομμάτι όπου τα αποδεικτικά στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να τον ενοχοποιήσουν.
"Έχω ξυπνήσει εδώ και τέσσερις μέρες, γιατί δεν ήρθε να μου πάρει κατάθεση;" αναρωτήθηκε η Μυρτώ.
"Δεν θα βοηθήσει και πολύ η κατάθεση σου. Πάλι θα χρειαστούν αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ο Αντωνόπουλος έχει φροντίσει να καλύψει."
"Ποτέ δεν ξέρεις..."
"Όπως θέλεις Μυρτώ." ακούστηκε ο πατέρας της.
"Αύριο θα πάω στο τμήμα να καταθέσω." ανακοίνωσε.
"Ειδικά με τέτοιο κρύο δεν έχεις να πας πουθενά. Άσε που θα έχει παγώσει και το χιόνι και θα είναι επικίνδυνα." αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος.
"Έχει δίκιο ο Αλέξανδρος. Θα τον καλέσουμε να πάρει την κατάθεση σου εδώ." είπε ο πατέρας της.
Συμφώνησαν όλοι πως αυτή ήταν μια καλή ιδέα. "Τώρα που τελειώσαμε με τα νοσοκομεία, θα ασχοληθώ και εγώ με την υπόθεση για να λυθεί ακόμα πιο γρήγορα." συμπλήρωσε ο πατέρας της.
Συνέχισαν σιωπηλά το μεσημεριανό τους και όταν είχε τελειώσει, ο Αλέξανδρος σηκώθηκε και φόρεσε το μπουφάν του. Ευχαρίστησε τον κύριο Παύλο για το φαγητό και εκείνος χαμογέλασε προτού χαθεί στην κουζίνα. Ο νεαρός είχε μόλις ανοίξει την μπροστινή πόρτα, όταν γύρισε και είδε πίσω του την Μυρτώ. Στηρίχτηκε στην κάσα της πόρτας προτού την ρωτήσει "Μου κρατάς μούτρα;"
Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. "Εφόσον μου είπες τα πάντα, δεν έχω λόγο να σου είμαι θυμωμένη." του χαμογέλασε.
Αυτό έφερε ένα χαμόγελο και στα δικά του χείλη. Έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί.
"Αύριο το απόγευμα θα έρθω με την Ειρήνη γιατί έχει φαγωθεί να σε δει. Δεν ξέρει ότι ήσουν στο νοσοκομείο, γιαυτό μη σου ξεφύγει τίποτα."
"Εντάξει." απάντησε εκείνη και με ένα τελευταίο φιλί, ο Αλέξανδρος είχε φύγει.
Η Μυρτώ ανακοίνωσε στον πατέρα της πως ήταν κουρασμένη και έτσι κλείστηκε στο δωμάτιο της, κάτω από τα σκεπάσματα της. Έκλεισε τα βλέφαρα της όμως εκείνο το μεσημέρι, αλλά και βράδυ, δεν έκλεισε μάτι, καθώς δύο μπλε μάτια στοίχειωναν τα όνειρα της. 'Η μάλλον τους εφιάλτες της...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top