|47

I thought I saw the devil
This morning
Looking in the mirror, drop of rum on my tongue
With the warning
To help me see myself clearer
I never meant to start a fire
I never meant to make you bleed
I'll be a better man today

I'll be good, I'll be good
And I'll love the world, like I should
Yeah, I'll be good, I'll be good
For all of the time
That I never could

My past has tasted bitter
For years now
So I wield an iron fist
Grace is just weakness
Or so I've been told
I've been cold, I've been merciless
But the blood on my hands scares me to death
Maybe I'm waking up today

-I'll be good, Jaymes Young

|-|

Δεξί χτύπημα, αριστερό χτύπημα. Αριστερό Direct.

Δεξί χτύπημα, αριστερό χτύπημα. Αριστερό hook. 

Δεξί χτύπημα, αριστερό χτύπημα. Αριστερό Cross.

Τα χνώτα του φαινόντουσαν στο φως του φεγγαριού, καθώς ο χώρος δεν θερμαινόταν και οι τσιμεντένιοι τοίχοι και πατώματα δεν κρατούσαν πολύ από το κρύο έξω. Παρόλα αυτά σκούπισε το λεπτό στρώμα ιδρώτα που είχε δημιουργηθεί στο μέτωπο του.

"Μην αγνοείς το δεξί σου." άκουσε τον Ορέστη από την άλλη άκρη του γυμναστηρίου. Όσο και να είχε προσπαθήσει να είναι αθόρυβος ο Αλέξανδρος τον είχε ακούσει τη στιγμή που πάτησε στον χώρο.

"Δεν είναι αγώνας, να χαλαρώσω προσπαθώ οπότε μπορώ να κάνω ό,τι θέλω."

Τον άκουσε να χασκογελάει. Ο Αλέξανδρος ξεφύσιξε κουρασμένος -το να χτυπάς μιάμιση ώρα τον σάκο του μποξ στο κάνει αυτό συνήθως- και άρχισε να λύνει με τα δόντια του τα κορδόνια από τα γάντια του, ενώ ταυτόχρονα πέρασε κάτω από τα σχοινιά του ρινγκ και κατέβηκε από την τετράγωνη αρένα.

Ο Ορέστης κάθισε στον πάγκο απέναντι από το ρινκγ και ο Αλέξανδρος τον ακολούθησε. Πέταξε τα γάντια του στον σάκο του προτού ρωτήσει τον φίλο του "Πως ήξερες που ήμουν;"

"Με όλα αυτά που γίνονται ήμουν σίγουρος πως δεν σε πιάνει ύπνος και αφού δεν κοιμάσαι, ο άλλος λόγος που δεν θα απαντούσες το κινητό σου θα ήταν το ότι βρίσκεσαι εδώ." του απάντησε.

Κοίταξε το κινητό του τότε και όντως είχε τρεις αναπάντητες κλήσεις από τον Ορέστη.

"Εκτός από την κατάσταση της Μυρτώς νομίζω πως σε απασχολεί και κάτι άλλο."

Δεν μίλησε το επόμενο ένα λεπτό ο μελαχρινός νεαρός, προτού απαντήσει τελικά "Όντως με απασχολεί."

Επικράτησε σιωπή για άλλο ένα λεπτό. "Ναι, αν θες πες μου κιόλας."

Γέλασε ο Αλέξανδρος και χτύπησε ελαφρά στον ώμο τον φίλο του. Ύστερα σοβάρεψε "Η μάνα μου. Κάτι την έπιασε και βγήκε από το δωμάτιο της. Έκανε και ολόκληρο τραπέζι για την παραμονή και ισχυρίστηκε μάλιστα πως εδώ και μια εβδομάδα δεν έχει πιει και θέλει να ξαναμπεί στις ζωές μας."

"Και το πρόβλημα ποιο είναι;"

"Το πρόβλημα είναι ότι όλο αυτό είναι σίγουρα απλώς μια φάση που θα της περάσεις και στο τέλος θα πληγωθεί η Ειρήνη. Βλέπω ήδη στα μάτια της την ελπίδα ότι θα γίνουμε ξανά μια κανονική οικογένεια."

"Λες ψέματα..." άκουσε τον Ορέστη να λέει και γύρισε να τον κοιτάξει ξαφνιασμένος. Ο ξανθός νεαρός συνέχισε "Σίγουρα σε ανησυχεί και αυτό, όμως άλλο είναι το μεγαλύτερο σου πρόβλημα. Δεν μπορείς να την συγχωρήσεις... Και δεν σε κατηγορώ, όμως πραγματικά νομίζω πως πρέπει να το κάνεις."

"Δεν είναι εύκολο..." μουρμούρισε ενοχλημένος ο Αλέξανδρος.

"Το φαντάζομαι όμως πρέπει να το κάνεις τώρα που μπορείς γιατί δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η ζωή. Θα έκανα τα πάντα για να γυρίσει ο χρόνος πίσω στη νύχτα πριν το ατύχημα και να μπορέσω να ζητήσω συγγνώμη στη μάνα μου για τον καβγά που είχαμε."

Όταν ο Ορέστης ήταν 15 οι γονείς του βρέθηκαν μια βροχερή νύχτα σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα με έναν μεθυσμένο οδηγό να τους χτυπάει σε ένα σταυροδρόμι, στέλνοντας τους έτσι στο νοσοκομείο. Η μητέρα του είχε υποκύψει στα τραύματα της, ενώ ο πατέρας του είχε επιζήσει χάνοντας όμως την ικανότητα να περπατάει. Λόγω της αναπηρίας του είχε κριθεί από το δικαστήριο πως δεν ήταν ικανός να μεγαλώσει τον έφηβο γιο του και έτσι ο Ορέστης βρέθηκε για έναν χρόνο σε ανάδοχη οικογένεια. Στα 16 του το δικαστήριο του επέτρεψε να επιστρέψει πλάι στον πατέρα του, καθώς είχε μάθει πλέον να ζει με την αναπηρία του και έτσι θα μπορούσε να συνεχίσει να μεγαλώνει τον γιο του. Από τότε ο Ορέστης φέρνει εισόδημα στο σπίτι τους, είτε από δουλειές σε γκαραζ τα απογεύματα -ήταν καλός με τα μηχανικά- είτε με τα στοιχήματα τον αγώνων, τον τζόγο ή κάποιους αγώνες αμαξιών στους οποίους έπαιρνε κάποιες φορές μέρος και φρόντιζε να κερδίζει. Είχε ξεκόψει από την δουλειά με τα ναρκωτικά από όταν το είχε κάνει και ο Αλέξανδρος.

Οι γονείς του Θάνου είναι διαζευγμένοι από όταν εκείνος ήταν 14 και ζει με την μητέρα του και τα δύο μικρότερα αδέρφια του. Ο πατέρας του έξι χρόνια τώρα ήταν άφαντος και το ίδιο και η διατροφή που κανονικά έπρεπε να στέλνει για τα τρία παιδιά του, δύο πλέον καθώς ο Θάνος ήταν ενήλικας. Έτσι ο μισθός της μητέρας του -μιας απλής υπαλλήλου σούπερ μάρκετ- δεν ήταν αρκετός για να συντηρήσει και τους τέσσερις και για αυτόν τον λόγο στράφηκε στα στοιχήματα των αγώνων, τον τζόγο και τα ναρκωτικά. Τα τελευταία είχε σταματήσει να τα διακινεί και ο ίδιος όταν το έκαναν και οι φίλοι του, καθώς κατάλαβαν πως έπρεπε να το κάνουν προτού να είναι πολύ αργά. Πλέον συνείσφερε στα οικονομικά της οικογένειας όχι μόνο με τα παράνομα λεφτά από τους αγώνες, αλλά και με τα λεφτά που έβγαζε από τα μαθήματα ισπανικών που παρέδιδε. Ο ίδιος πήγαινε σε μαθήματα από τα 8 του μέχρι τα 16 και έτσι ήξερε άπταιστα τη γλώσσα. Όλοι τους για την ακρίβεια είχαν κάποιο χάρισμα, ήταν έξυπνοι και δεν είχαν μείνει δύο χρονιές στην ίδια τάξη επειδή ήταν χαζοί ή τεμπέληδες, απλώς η απουσία τους από την τάξη για να λύσουν οικογενειακά προβλήματα ήταν συχνή, με αποτέλεσμα να ξεπεράσουν δύο φορές το όριο.

Ο Στέφανος ίσως να ήταν ο πιο αδικημένος από την ζωή ανάμεσα σε αυτούς τους τέσσερις. Μέχρι τα έξι του έζησε σε ορφανοτροφείο, όπου τον είχε παρατήσει η μητέρα του όταν ήταν βρέφος δύο μηνών. Ξεκίνησε το δημοτικό με ανάδοχη οικογένεια. Συνολικά στα δώδεκα χρόνια που βρισκόταν σε αυτό το σύστημα είχε αλλάξει πέντε οικογένειες. Εκείνος έμεινε δύο χρονιές στη τελευταία τάξη του λυκείου, διότι τα δύο τελευταία χρόνια που ήταν ανήλικος έτυχε να τα περάσει με μια δύσκολη οικογένεια. Δεν ήξερε βασικά τι δικαιολογία να έλεγε κάθε μέρα στους καθηγητές όταν θα τον ρωτούσαν για τις μελανιές στο πρόσωπο του. Από μικρός έκλεβε μικρά ποσά χρημάτων που έβρισκε από δω κι από κει στα σπίτια των ανάδοχων οικογενειών του και τα έκρυβε κάτω από το κρεβάτι του. Κάθε φορά που άλλαζε σπίτι, τα έπαιρνε του. Με αυτά τα χρήματα κατάφερε όταν ενηλικιώθηκε να βρει ένα μικρό φτηνό διαμέρισμα και να ζήσει μόνος του εκεί. Και εκείνος βγάζει κέρδος παράνομα από τα στοιχήματα των αγώνων, όμως δεν ασχολήθηκε ποτέ με τα ναρκωτικά. Αντιθέτως, καθώς είναι ιδιοφυΐα στις θετικές επιστήμες -όπως και ο Αλέξανδρος- παραδίδει μαθήματα φυσικής, χημείας και μαθηματικών.

Κανείς δεν θα περίμενε πως οι τέσσερις σκοτεινοί εικοσάρηδες του σχολείου ήταν έξυπνοι και παρέδιδαν μαθήματα ή έφτιαχαν αμάξια, αυτή ήταν όμως η αλήθεια. Ο Αλέξανδρος ήταν ο μοναδικός της παρέας που είχε εισόδημα μονάχα από τους αγώνες και από πουθενά αλλού. Ο Μιχάλης δούλευε τρία χρόνια τώρα, από τα 18 του, ως μπαρμαν σε διάφορα μπαρ και κλαμπ, ενώ ο Νίκος βοηθούσε την νοσοκόμα μητέρα του με τα οικονομικά δύο χρόνια τώρα, από τα 16 του, με τα λεφτά που κέρδιζε από τους αγώνες των αμαξιών.

Από τις σκέψεις που έκανε ο Αλέξανδρος για την οικογενειακή κατάσταση των φίλων του, τον τράβηξε ο Ορέστης "Απλώς δώσε της μια ευκαιρία."

Κοίταξε τον ξανθό φίλο του και κούνησε διστακτικά το κεφάλι του καταφατικά. Θα της έδινε μια ευκαιρία για το καλό της Ειρήνης. Άλλαξε τα ρούχα του, έβαλε το μπουφάν του και μαζί βγήκαν από το γυμναστήριο. Αποχαιρετήθηκαν και ήταν έτοιμος να μπει στο αμάξι του ο Αλέξανδρος όταν άκουσε τον Ορέστη από το δικό του αμάξι να τον φωνάζει. Γύρισε να τον κοιτάξει και τον είδε να χαμογελάει.

"Καλά Χριστούγεννα φίλε."

Χαμογέλασε τότε και ο Αλέξανδρος συνειδητοποιώντας τι μέρα ήταν "Καλά Χριστούγεννα."

Μπήκε στο αμάξι του και έφτασε σύντομα στο σπίτι του. Ξεκλείδωσε σιγά την πόρτα για να μην ξυπνήσει κανέναν. Όταν μπήκε είδε την μητέρα του ξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού με την τηλεόραση ακόμα να παίζει. Κοιμόταν μέχρι που άκουσε την πόρτα τα κλείνει. Άνοιξε τα μάτια της και ανακάθισε στον καναπέ. Μέσα στο σκοτάδι με τη βοήθεια της φωτεινότητα της τηλεόρασης κατάφερε να διακρίνει τον γιο της μπροστά από την πόρτα.

"Που ήσουν αγόρι μου;"

"Έξω." απάντησε λακωνικά προτού καθίσει δίπλα της στον καναπέ.

Κοίταξε μπροστά του την τηλεόραση χωρίς όμως να δώσει σημασία στο τι έπαιζε. Ενώ υπήρχε μια αμήχανη σιωπή ανάμεσα τους, εκείνος βυθίστηκε για άλλη μια φορά στις σκέψεις του και εκείνη τη στιγμή, μέσα στο σκοτάδι του σαλονιού τους, ένιωσε όλη την πίεση που είχε εκείνον τον καιρό να τον πλακώνει. Χωρίς να το σκεφτεί και να το αναλύσει πολύ γύρισε και αγκάλιασε την μητέρα του.

Της ήρθε προς έκπληξη όμως δεν δίστασε να τυλίξει και εκείνη τα χέρια της γύρω του και να αφήσει τον γιο της να κρυφτεί στην αγκαλιά της. Τα μάτια της βούρκωσαν όταν κατάλαβε από τους ώμους του που έτρεμαν πως έκλαιγε. Του είχε λείψει η μητέρα του. Η αγκαλιά της, τα ζεστά φαγητά της, οι συμβουλές της...

Έκρυψε το κεφάλι του πιο βαθιά στην αγκαλιά της και εκείνη πέρασε το δεξί της χέρι μέσα από τις μπούκλες του. "Σςςςς ηρέμησε αγόρι μου, όλα καλά θα πάνε." του ψιθύρισε.

Εκείνα τα ξημερώματα στην αγκαλιά της μητέρας του, ένιωσε ένα μέρος της πίεσης που τον βάραινε να φεύγει από πάνω του, ενώ θέλησε πραγματικά να πιστέψει τα λόγια που του είχε ψιθυρίσει. Όλα καλά θα πάνε...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top