|46
Του φάνηκε πολύ περίεργο όταν μπήκε στο σπίτι και μια υπέροχη μυρωδιά σπιτικού φαγητού επιτέθηκε τη μύτη του. Δεν ήταν κάτι στο οποίο ήταν συνηθισμένος, είχε να το ζήσει αυτό από όταν ήταν 13. Άφησε το δερμάτινο του στη κρεμάστρα πίσω από την πόρτα, ενώ πέταξε τα κλειδιά του στο έπιπλο δίπλα. Άρχισε καχύποπτα να κατευθύνετε προς την κουζίνα, από όπου ερχόταν και η μυρωδιά.
Το δωμάτιο ήταν άδειο και έτσι περπάτησε ως την τραπεζαρία. Εκεί είδε τελικά το τραπέζι στρωμένο όμορφα με πιάτα γεμάτα φαγητό που έμοιαζε να είναι πεντανόστιμο. Είδε επίσης την μικρή αδερφή του με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά να κάθεται σε μια από τις καρέκλες, ενώ στην απέναντι καθόταν η μητέρα του.
Το σοκ που έπαθε ήταν μεγάλο. Είχε βγει από το δωμάτιο της. Κι όχι μόνο αυτό, είχε ετοιμάσει και τραπέζι, καθώς ήταν επίσης περιποιημένη, έχοντας πιάσει τα μαύρα της μαλλιά σε με όμορφη πλεξούδα και φορώντας ένα απλό, αλλά όμορφο μπεζ φόρεμα. Ένα μικρό χαμόγελο υπήρχε και στα δικά της χείλη, ενώ τα πράσινα μάτια της που ήταν πανομοιότυπα με τα δικά του και της αδερφής του, φαίνονταν καθαρά και όχι θολά από το αλκοόλ.
"Τι συμβαίνει;" ρώτησε πολύ μπερδεμένος.
"Η μαμά μαγείρεψε δείπνο!" απάντησε ενθουσιασμένη η Ειρήνη.
"Αυτό το βλέπω. Ο λόγος ποιος είναι;"
"Μα είναι παραμονή Χριστουγέννων Αλέξανδρε!" απάντησε ξανά η αδερφή του, χωρίς να δώσει την ευκαιρία στην μητέρα της να μιλήσει.
"Το γνωρίζω αυτό. Το ίδιο ίσχυε όμως και τα προηγούμενα εφτά χρόνια. Γιατί αυτή η αλλαγή τώρα;"
Σε αυτά του τα λόγια τα χαμόγελα έπεσαν από τα πρόσωπα και των δύο, ενώ η μητέρα του κοίταξε την ποδιά της αμήχανα και ντροπιασμένη. Ο νεαρός δεν ήθελε να βλέπει όμως την αδερφή του στεναχωρημένη μια τέτοια μέρα και έτσι δεν συνέχισε τα πικρόχολα σχόλια του. Κάθισε στη κεφαλή της καλής τραπεζαρίας όπου του είχαν σερβίρει και ξεκίνησαν να τρώνε.
"Πολύ ωραίο είναι μαμά το φαγητό!" την αμήχανη σιωπή που επικρατούσε διέκοψε η Ειρήνη.
"Ευχαριστώ γλυκιά μου." της χαμογέλασε η γυναίκα. "Εσένα αγόρι μου σου άρεσε;"
Ο Αλέξανδρος κρατήθηκε και δεν αντέδρασε στο 'αγόρι μου' και μουρμούρησε "Καλό είναι."
Ήταν παραπάνω από καλό, από μικρός θυμόταν πως η μητέρα του ήταν από τις καλύτερες μαγείρισσες της γειτονιάς, απλώς το είχε ξεχάσει τα προηγούμενα εφτά χρόνια.
"Δεν μου απάντησες όμως νωρίτερα, γιατί αυτή η αλλαγή τώρα;" δεν είχε καμία διάθεση να συνομιλήσει μαζί της, όμως ήθελε να μάθει.
Στην ερώτηση του, η αντίδραση της μητέρας του ήταν η εξής: άφησε το πιρούνι της αργά στο πιάτο της και κατέβασε το κεφάλι της, ώστε να κοιτάει τα χέρια της στη ποδιά της. Όταν είδε και το κάτω χείλος της να τρεμοπαίζει λίγο, ήξερε πως τα δάκρυα δεν θα έκαναν πάνω από πέντε δευτερόλεπτα να αρχίσουν να τρέχουν.
"Ειρήνη πήγαινε στο δωμάτιο σου." είπε όταν είδε πως είχε αδειάσει το πιάτο της, καθώς δεν ήθελε να είναι και εκείνη μπροστά στη σκηνή που θα ακολουθούσε. Όταν είδε την αδερφή του να απομακρύνεται από το τραπέζι απογοητευμένη, θέλησε να διορθώσει την κατάσταση, συμπλήρωσε "Διάλεξε και μια ιστορία πριν κοιμηθείς."
Χαμογέλασε λίγο τότε εκείνη "Θέλω μία από τις δικές σου, όχι από αυτές τις παιδικές."
"Μια χαρά είναι και η Χιονάτη."
Δυσανασχέτησε ξανά εκείνη. "Καλά, μια δική μου θα σου πω." υπέκυψε ο αδερφός της. Η μικρή βρήκε ξανά το χαμόγελο της, έτρεξε άφησε ένα φιλί στο μάγουλο του και της μητέρας τους, προτού χαθεί τρέχοντας στον διάδρομο για το υπνοδωμάτιο της.
Είχε μόλις προλάβει να βγει από την τραπεζαρία όμως όταν έπεσε το πρώτο δάκρυ από τα μάτια της μητέρας της. "Σε αγαπάει τόσο πολύ." παρατήρησε και σκούπισε βιαστικά τη σταγόνα από το μάγουλο της.
Σταύρωσε τα χέρια του μπροστά του "Κάποιον χρειαζόταν και αυτή να αγαπήσει, μιας κι όλοι έλειπαν." Άλλη μια σπόντα για εκείνη.
"Αλέξανδρε βλέπεις πως προσπαθώ εδώ πέρα..."
"Συγγνώμη που δεν στο κάνω εύκολο, απολογούμαι από τα βάθη της καρδιάς μου." είπε σαρκαστικά.
Δεν το σχολίασε η κυρία Γαλήνη, αντιθέτως είπε "Για να απαντήσω στην ερώτηση σου, υπάρχουν πολλοί λόγοι που με ώθησαν στο να φερθώ έτσι απόψε. Αρχικά, είναι παραμονή Χριστουγέννων. Ύστερα, με στεναχωρεί το γεγονός ότι έχεις κοπέλα και το καημένο το κορίτσι βρίσκεται σε κώμα και εγώ δεν την έχω γνωρίσει καν για να μπορέσω να είμαι δίπλα σου και-"
Την διέκοψε "Θα το ξεπεράσω μην ανησυχείς, όπως έχω κάνει και τα προηγούμενα χρόνια με τις δυσκολίες που μου τύχαιναν."
Δέχτηκε άλλο ένα χτύπημα χωρίς να αντιδράσει η γυναίκα. Συνέχισε "Με έκανε να συνειδητοποιήσω πως πολλά μπορούν να συμβούν και εγώ να είμαι μακρυά σας, κάτι που συμβαίνει τα τελευταία εφτά χρόνια, θέλω όμως να σταματήσει. Επιπλέον, θέλω τα παιδιά μου όπως ξέρω πως και εσείς θέλετε την μητέρα σας. Κάθομαι τα βράδια στα δωμάτια σας και είμαι τόσο κοντά σας αλλά στην πραγματικότητα τόσο μακρυά σας και δεν το αντέχω."
"Δεν είσαι τόσο απαραίτητη, όπως είπα και πρωτύτερα, τόσα χρόνια τα βγάζουμε πέρα και μόνοι μας. Το σπίτι όπου βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή μπορεί στα χαρτιά να λέει πως είναι δικό σου, άλλος όμως το συντηρεί."
"Αλέξανδρε παρόλο που δεν βγήκα νωρίτερα από το δωμάτιο μου, έχω σταματήσει να πίνω εδώ και μια εβδομάδα. Εξάλλου ποτέ μου δεν ήμουν εθισμένη στο ποτό σε μεγάλο βαθμό, το χρειαζόμουν μονάχα τα βράδια για να απαλύνει τον πόνο μου, ώστε να μπορέσω να κοιμηθώ."
"Συγχαρητήρια, συγγνώμη που δεν έχω εύκαιρο το βραβείο καλύτερης μητέρας." συνέχισε να είναι σαρκαστικός.
Δεν της έδωσε την ευκαιρία να μιλήσει ξανά, καθώς σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε στο δωμάτιο της αδερφής του. Εκεί την βρήκε ξαπλωμένη κάτω από τα σκεπάσματα της με το φωτάκι στο κομοδίνο της αναμμένο, να τον περιμένει. Χωρίς να καθυστερεί, κάθισε δίπλα της και άρχισε να της διηγήτε μια ιστορία που του ερχόταν στο μυαλό εκείνη τη στιγμή.
"... Στο τέλος, η δυνατή σωματοφύλακας έσωσε τον βασιλιά και την βασίλισσα με αποτέλεσμα να σωθεί και όλο το βασίλειο από τον κακό μάγο. Έτσι ζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα."
"Κλισέ τέλος..." άκουσε την μικρή να μουρμουραει και χασκογέλασε.
"Έμαθες και το κλισέ... Τρομάρα σου."
"Μα όλες οι ιστορίες που μου έχεις πει έχουν χαρούμενο τέλος."
"Και εσένα τι σε πειράζει;
"Αυτό δεν γίνεται και στην πραγματική ζωή, οπότε στην ουσία μου λες ψέματα."
Την κοίταξε ξαφνιασμενος. Ήξερε πως η μικρή αδερφή του ήταν έξυπνη, αλλά νόμιζε πως η εξυπνάδα της περιοριζόταν στα μαθηματικά.
"Όχι, δεν σου λέω ψέματα, σου λέω ιστορίες." είπε τελικά και σηκώθηκε από το κρεβάτι της.
"Κοιμήσου τώρα." τράβηξε την κουβέρτα της μέχρι το σαγόνι της και έσκυψε να της αφήσει ένα φιλί στο μέτωπο. Έσβησε το φωτιστικό δίπλα της και άναψε το μικρό φωτάκι δίπλα από την πόρτα της. Ήταν έτοιμος να βγει από το δωμάτιο όταν την άκουσε να τον φωνάζει.
"Αλέξανδρε, η Μυρτώ θα έρθει αύριο για φαγητό;"
Στραβοκατάπιε ο νεαρός και την κοιτούσε σιωπηλός για λίγο, καθώς δεν περίμενε μια τέτοια ερώτηση και δεν ήταν προετοιμασμένος. Η αδερφή του δεν γνώριζε τίποτα για την κατάσταση της Μυρτώς και όσες φορές ζήτησε να την δει μέσα σε αυτές τις τρεις εβδομάδες που βρισκόταν σε κώμα, εκείνος κατάφερνε να βρει μια δικαιολογία.
"Όχι, δεν μπορεί. Θα φάει με τον πατέρα της και οικογενειακους φίλους." απάντησε τελικά όσο πιο πειστικά μπορούσε.
"Μήπως χωρίσατε;"
"Όχι Ειρήνη, απλώς δεν μπορεί."
"Καλά..." μουρμούρισε η μικρή απογοητευμένη προτού τον καληνυχτίσει και κλείσει τα μάτια της για να κοιμηθεί.
Ο αδερφός της δυσανασχέτησε προτού κλείσει την πόρτα του δωματίου της πίσω του. Πήγε στο δικό του υπνοδωμάτιο και έπεσε στο κρεβάτι του. Έβαλε τα χέρια του κάτω από το κεφάλι του και έκλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας να διώξει οποιαδήποτε σκέψη από το μυαλό του για να καταφέρει να κοιμηθεί.
Δεν το κατάφερε όμως και έτσι γυρνούσε στο κρεβάτι του μέχρι τις 3 η ώρα. Όταν το πήρε απόφαση πως δεν θα κοιμόταν εκείνο το βράδυ -ή μάλλον μέρα- σηκώθηκε από το κρεβάτι του και άλλαξε σε αθλητικά ρούχα. Άρπαξε τον αθλητικό σάκο του και βγήκε από το δωμάτιο του. Στον διάδρομο, όταν πέρασε έξω από το υπνοδωμάτιο της μητέρας του είδε την πόρτα κλειστή.
Χασκογέλασε σαρκαστικά κουνώντας το κεφάλι του. Και πολύ άντεξε χωρίς ποτό...
Περπάτησε ως την πόρτα μα πριν φτάσει εκεί ένας χαμηλός θόρυβος από το σαλόνι του τράβηξε την προσοχή. Έφτασε στον χώρο και έμεινε έκπληκτος όταν είδε την μητέρα του στον καναπέ να παρακολουθεί χαμηλόφωνα τηλεόραση. Εκείνη δεν τον είδε και έτσι ο Αλέξανδρος κατάφερε να αποφύγει άλλον έναν αμήχανο διάλογο με εκείνη, φεύγοντας και κλείνοντας σιγά την πόρτα πίσω του.
Μπήκε στο αμάξι του και σύντομα βρισκόταν έξω από τον προορισμό του. Σήκωσε λίγο το κεφάλι του και διάβασε από μέσα του την γνώριμη για εκείνον πινακίδα του γυμναστηρίου μποξ. Εκείνη την ώρα ήταν κλειστό, αλλά γνώριζε από τον ιδιοκτήτη με τον οποίον είχαν καλές σχέσεις πως η πίσω πόρτα δεν κλείδωνε καλά και ήταν τόσο τσιγκούνης που δεν δεχόταν να την αλλάξει. Έτσι κατάφερε σχετικά εύκολα να την ανοίξει και να βρεθεί μέσα στον χώρο με τους σάκους του μποξ, τους πάγκους των βαρών και τα ρινκγ.
Δίχως να καθυστερεί, έβγαλε το μπουφάν του και ξεκίνησε να τυλίγει τα χέρια του για να ετοιμαστεί, έτσι ώστε να προσπαθήσει να διώξει κάποια από τα βάρη που είχε μέσα του, μέσω του μποξ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top