|45

"Δεν έχετε ιδέα ποιος και γιατί μπορεί να το έκανε;"

Κούνησε το κεφάλι του "Στο κλαμπ όπου συνέβη συχνάζουν πολλοί χρήστες ουσιών. Εκεί ήταν δυνατό να συμβεί. Δεν γνωρίζω όμως ποιος μπορεί να το έκανε εδώ μέσα." απάντησε ο Αλέξανδρος χωρίς πολλές λεπτομέρειες στην ερώτηση του αστυνομικού.

"Εφ όσων γνωρίζετε τι άνθρωποι συχνάζουν εκεί, γιατί συνεχίζετε να πηγαίνετε;"

"Έχουμε σταματήσει να πηγαίνουμε εδώ και καιρό."

"Τότε πως εξηγείτε την κοπέλα που βρίσκετε σε κώμα στο δωμάτιο λίγο πιο κάτω;"

Ετριξε το σαγόνι του ο Αλέξανδρος, καθώς αυτές οι ερωτήσεις είχαν αρχίσει να τον νευριάζουν. "Πήγε εκεί για να βρει εμένα. Απλώς πίστεψε ότι μπορεί να βρισκόμουν εκεί."

"Μάλιστα..."

Η πόρτα του γραφείου του γιατρού όπου γινόντουσαν οι ερωτήσεις χτύπησε και εμφανίστηκε ο πατέρας της Μυρτώς.

"Τελειώσατε αστυνομικέ;" ο μόνος λόγος που είχε την ελευθερία να μπαίνει στο δωμάτιο εν ώρα ανάκρισης ήταν το γεγονός ότι αυτός τους είχε καλέσει, αλλά και το ότι ήταν δικηγόρος.

"Ναι. Μπορεί να έρθει ο επόμενος νεαρός."

Σε αυτά τα λόγια ο Αλέξανδρος σηκώθηκε από την καρέκλα και ακολούθησε τον κύριο Παύλο έξω από το γραφείο. Είδε τον Στέφανο να παίρνει την θέση του στη μαύρη καρέκλα, προτού η πόρτα του γραφείου κλείσει.

"Κατάφερες να τους βοηθήσεις;" ρώτησε ο πατέρας της τον Αλέξανδρο.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του "Δεν νομίζω. Δεν γνωρίζω και πολλά για την κατάσταση..." είπε ψέματα. Γνώριζε πάρα πολλά και αυτό ήταν το πρόβλημα.

Δεν του άρεσε καθόλου το ότι έπρεπε να πει ψέματα στον κύριο Παύλο γιατί εξ αρχής ήταν πολύ καλός μαζί του. Ήταν καλός άνθρωπος γενικά και το πιο σημαντικό, ήταν ο πατέρας της Μυρτώς. Αυτά που γνώριζε όμως δεν ήταν πράγματα που μπορούσε να πει κανείς εύκολα.

Ξεφύσιξε ο πατέρας της και πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. "Καταλαβαίνω πως και εσύ βρίσκεσαι σε δύσκολη θέση και δεν μπορείς να πεις πολλά."

Τον κοίταξε ο Αλέξανδρος ξαφνιασμένος "Δύσκολη θέση; Γιατί;"

Το ανήσυχο βλέμμα που είχε προηγουμένως ο άντρας μπροστά του, εξαφανίστηκε και την θέση του πήρε ένα σοβαρό. "Ξέρω με ποιον βγαίνει η κόρη μου."

Κούνησε το κεφάλι του ο Αλέξανδρος "Δεν σας καταλαβαίνω."

"Το ξέρεις πως είμαι δικηγόρος έτσι;"

Ο νεαρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του

"Άρα ξέρω άτομα. Μπορώ να βρω εύκολα πληροφορίες για τα πάντα και τους πάντες."

Στραβοκατάπιε εκείνος "Συνεχίζω να μη σας καταλαβαίνω."

Ο κύριος Παύλος έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του γκρι παντελονιού του "Αλέξανδρε ξέρω πως δεν δουλεύεις ούτε σε γκαράζ, ούτε σε αποθήκες."

Όταν το άκουσε αυτό, ο νεαρός ένιωσε το χρώμα να αποχωρεί από το πρόσωπο του, ενώ άρχισε επίσης να ιδρώνει. Αυτός ο άνθρωπος που δεν φοβόταν κανέναν και δεν τον πτοούσε τίποτα, ανησυχούσε που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή μπροστά σε έναν από τους καλύτερους δικηγόρους της χώρας που ήξερε για τις παρανομίες του, με έναν αστυνομικό στο διπλανό δωμάτιο.

"Και πως επιτρέπεται στην Μυρτώ να συνεχίζει να είναι μαζί μου;" η πρώτη ερώτηση που του ήρθε στο μυαλό.

"Και εγώ αυτό αναρωτιέμαι. Ποιος σωστός γονιός θα επέτρεπε στην κόρη του να συνεχίζει να βλέπει το άτομο που την θέτει σε κίνδυνο;" σε αυτά τα λόγια, ο Αλέξανδρος έσκυψε το κεφάλι του. Μπορεί να ήταν πολύ υπερήφανος και να μην καταδεχόταν να το κάνει αυτό μπροστά σε κανέναν άλλον, ήξερε όμως πότε να παραδέχεται το λάθος του και να δείχνει σεβασμό σε μεγαλύτερους.

"Ξέρω όμως πως αυτός δεν ήταν ο σκοπός σου και πως στην πραγματικότητα δεν φταις εσύ για την κατάσταση της κόρης μου, οι συγκυρίες τα έφεραν έτσι. Ξέρω επίσης πως και αντίρρηση να έφερνα σε αυτή τη σχέση, είστε τόσο ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλον που δεν θα δίνατε σημασία στα λόγια μου.

Ο Αλέξανδρος δάγκωσε το μάγουλο του από μέσα προσπαθώντας να συγκρατήσει το χαμόγελο του.  

...Είστε τόσο ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλον... 

Όντως ήταν ερωτευμένος. Μαζί της. Με το κορίτσι που χανόταν στο λευκό δωμάτιο λίγο πιο κάτω στον διάδρομο, περικυκλωμένο από μηχανήματα, καλώδια και σωληνάκια.

"Από εσένα ζητάω όμως μόνο ένα πράγμα." συνέχισε ο πατέρας της τραβώντας του έτσι την προσοχή ξανά. "Για να συνεχίσεις να είσαι με την Μυρτώ, θέλω να λύσεις οποιεσδήποτε διαφορές έχεις με τον οποιονδήποτε και να προσπαθήσεις να εξασφαλίσεις την ασφάλεια της, όπως προσπαθώ να κάνω και εγώ."

Τελείωσε να μιλάει ο άντρας και ο Αλέξανδρος κούνησε αμέσως το κεφάλι του καταφατικά "Θα το κάνω, αλήθεια. Θα το κάνω αρκεί να είμαι μαζί της και να είναι καλά."

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και εκείνος. Πριν μπορέσει κάποιος από τους δύο να πει κάτι επιπλέον, τον Αλέξανδρο έβγαλε από την άβολη θέση ο Στέφανος, ο οποίος βγήκε εκείνη τη στιγμή από το γραφείο του γιατρού που χρησιμοποιούσε προσωρινά ο αστυνομικός για να κάνει τις ερωτήσεις του. Τα παιδιά είχαν αρνηθεί να τον ακολουθήσουν στο τμήμα για να γίνει η ανάκριση εκεί, οπότε αναγκάστηκαν να τη κάνουν εκεί.

Ο κύριος Παύλος χαμογέλασε ευγενικά στους δύο νεαρούς προτού φύγει από δίπλα τους με προορισμό άγνωστο για εκείνους. Ο Αλέξανδρος γύρισε να κοιτάξει την μισάνοιχτη πόρτα και μια ιδέα του ήρθε στο μυαλό. Ο Θάνος ήταν έτοιμος να μπει στο γραφείο, καθώς τον είχε καλέσει ο αστυνομικός. Πριν προλάβει να μπει στο δωμάτιο, ο Αλέξανδρος έβαλε το χέρι του στον ώμο του φίλου του και τον κράτησε πίσω.

Εκείνος γύρισε να τον κοιτάξει μπερδεμένος, αλλά ο Αλέξανδρος δεν τον κοίταξε καν προτού μπει στο γραφείο ξανά και κλείσει την πόρτα πίσω του. Εκείνη τη στιγμή ο αστυνομικός σήκωσε το κεφάλι του από τα έγγραφα που διάβαζε και φάνηκε πως δεν περίμενε να δει τον Αλέξανδρο.

"Κύριε Σωτηρίου, θέλετε κάτι;"

"Ναι." απάντησε.

  "Από εσένα ζητάω όμως μόνο ένα πράγμα. Για να συνεχίσεις να είσαι με την Μυρτώ, θέλω να λύσεις οποιεσδήποτε διαφορές έχεις με τον οποιονδήποτε και να προσπαθήσεις να εξασφαλίσεις την ασφάλεια της, όπως προσπαθώ να κάνω και εγώ." 

"Παρακαλώ."

"Θυμήθηκα ένα όνομα που μπορεί να ανήκει σε έναν ύποπτο για την κατάσταση της Μυρτώς Παπαστεφάνου."

Ο αστυνομικός άφησε το στυλό του στο γραφείο και ένωσε τα χέρια του μπροστά του, φάνηκε στα μάτια του πόσο ανυπομονούσε να ακούσει αυτό το όνομα για να καταφέρει να πιάσει τον υπαίτιο.

"Αντωνόπουλος." αποκρίθηκε ο μελαχρινός νεαρός. "Μίλτος Αντωνόπουλος, ιδιοκτήτης του κλαμπ όπου συνέβη το περιστατικό, ιδιοκτήτης του 'Fabric'."

Ο αξιωματικός της αστυνομίας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του "Ευχαριστώ πολύ." είπε, προτού πάρει αμέσως στο χέρι του το κινητό του. Από τα λεγόμενα του κατάλαβε πως είχε καλέσει συνάδελφο για τη συνέχιση της υπόθεσης της Μυρτώς. Αφήνοντας τον να κάνει την δουλειά του, βγήκε από το γραφείο του και είδε έξω τον Στέφανο και τον Θάνο να είναι ακόμα εκεί.

"Τι έκανες πάλι μέσα;" αναρωτήθηκε ο Στέφανος.

Εκείνος ξεφύσιξε "Είτε κάτι που θα μετανιώσω πολύ είτε κάτι που θα μας βοηθήσει πολύ." ήταν η αινιγματική του απάντηση. Δίχως να τους δώσει περισσότερες πληροφορίες, τους άφησε μπερδεμένους μπροστά από την άσπρη πόρτα και ξεκίνησε να περπατάει στον διάδρομο.

Νωρίτερα εκείνη την ημέρα αν τον ρωτούσε κανείς, δεν είχε σκοπό να δώσει τον Αντωνόπουλο στον αστυνομία, καθώς είχε μάθει λόγω των αγώνων να μην μπλέκεται με τις αρχές. Είχε σκοπό να τον αντιμετωπίσει μόνος του, παρόλο που θα ήταν δύσκολο. Τα λόγια του πατέρα της όμως τον παρότρυναν να δράσει έτσι, για το καλό της, παρόλο που μπορεί να μην είναι τόσο καλό για το δικό του μέλλον. 

Έφτασε έξω από το δωμάτιο της και την κοίταξε μέσα από το γνώριμο αυτό παράθυρο. Είχαν περάσει τέσσερις μέρες από τότε που σταμάτησε η καρδιά της. Είχε υπάρξει βελτίωση στην κατάσταση, σε αντίθεση με την προηγούμενη φορά. Οι γιατροί ύστερα από εξετάσεις έβγαλαν το συμπέρασμα πως όλη η ουσία είχε αποβληθεί από τον οργανισμό της και αναμέναν στις επόμενες μέρες να ανοίξει τα μάτια της, καθώς οι ζωτικές της ενδείξεις είχαν επιστρέψει σχεδόν σε απολύτως φυσιολογικά επίπεδα.

Όλοι τους είχαν πάρει πια έγκριση από τον γιατρό και μπορούσαν να βρίσκονται στο δωμάτιο της, υπό τον όρο πως ο αριθμός των επισκεπτών κάθε φορά θα ήταν μικρός. Άνοιξε την λευκή πόρτα ο Αλέξανδρος και είδε την Λυδία να κάθεται στη καρέκλα δίπλα της, κρατώντας το χέρι της. Όταν τον είδε, ανάγκασε ένα μικρό χαμόγελο να εμφανιστεί στο πρόσωπο της. Σηκώθηκε από την καρέκλα, καθώς κατάλαβε πως ο χρόνος της μαζί της για εκείνη την ημέρα είχε τελειώσει και έσκυψε να αφήσει ένα φιλί στο μάγουλο της.

Απομακρύνθηκε από το κρεβάτι της και πλησίασε τον Αλέξανδρο. Αυτή τη φορά ένα μεγαλύτερο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της και τον αγκάλιασε. Εκείνος ανταπέδωσε την αγκαλιά και κοίταξε την κοπέλα όταν απομακρύνθηκε από εκείνον.

"Είναι πολύ καλύτερα."

Τα μάτια του πήγαν στην κοπέλα του που πλέον μπορούσε εύκολα κανείς να την ξεχωρίσει από τα λευκά της σεντόνια. Το χρώμα είχε επιστρέψει στο απαλό της δέρμα και τα χείλη της ήταν σχεδόν όπως ήταν και τρεις εβδομάδες πριν που την φιλούσε.

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του "Όντως είναι."

"Να σας αφήσω." είπε η Λυδία. "Θα τα πούμε αύριο, εντάξει; Μετά από όλα τα τραπέζια."

Ο Αλέξανδρος για άλλη μια φορά κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και ύστερα χάθηκε η κοπέλα από το δωμάτιο. Πήρε την θέση της στην καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι της Μυρτώς. Πήρε το χέρι της μέσα στα δικά του και άφησε ένα φιλί στο πίσω μέρος του, όπως έκανε κάθε φορά. Έμεινε σιωπηλός δίπλα της, κρατώντας απλώς το χέρι της, κάτι που επίσης έκανε κάθε φορά. Είχε προσπαθήσει να της μιλήσει, αλλά το γεγονός ότι δεν υπήρχε ποτέ απάντηση τον αποθάρρυνε απ' το να συνεχίσει να το κάνει. 

Έμεινε δίπλα της για αρκετή ώρα, ώσπου όταν κοίταξε έξω από το παράθυρο του δωματίου, είδε τον ήλιο έτοιμο να δύσει. Δυσανασχέτησε για το γεγονός πως έπρεπε να φύγει απ' το πλάι της, σηκώθηκε και φόρεσε το δερμάτινο του. Έσκυψε κοντά της και χάιδεψε το μάγουλο της. Άφησε εκεί ένα φιλί προτού ψιθυρίσει δίπλα στο αυτί της "Λυπάμαι αλλά με περιμένουν στο σπίτι. Καλά Χριστούγεννα."

Κοίταξε τα βλέφαρα της, ελπίζοντας άδικα σε ένα χριστουγεννιάτικο θαύμα. Τελικά βγήκε από το δωμάτιο και βρήκε απ' έξω τον πατέρα της, τον Θάνο και τον Στέφανο.

"Μόλις φεύγαμε, θα έρθεις;" αναρωτήθηκε ο Θάνος.

Πριν προλάβει να απαντήσει ακούστηκε ο πατέρας της "Ναι. Θα περάσεις την παραμονή με την οικογένεια σου, έτσι;"

"Ναι, αυτό είχα σκοπό να κάνω."

"Και τα Χριστούγεννα, σωστά;"

Η αλήθεια ήταν πως είχε σκοπό να περάσει την αυριανή στο νοσοκομείο, δεν είχε όμως το κουράγιο να διαφωνήσει για αυτό με τον κύριο Παύλο, έτσι η απάντηση του ήταν καταφατική.

"Καληνύχτα και καλά Χριστούγεννα." είπε τελικά και αφού βγήκε από το νοσοκομείο, άρχισε να απομακρύνεται με το αμάξι του από το κτήριο που είχε φτάσει σε σημείο πλέον να μισεί.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top