|43
Look at how far we've come
Look at this mess we've made
I'm still praying at the sun
Tears my body from the shade
Tell me that we're too far gone
Tell me that we'll be OK
Sweet, I've got to leave right now
Heaven wasn't so far away
But this is not an exercise
And nobody can save our lives
Stop! Wanna fight, wanna fight
Stop!
Mourning doves, meet me in the morning
Love, what if I, what if I die before you wake?
Promise, I promise you can lean on me, lean on me
I can be your shoulder
There's still room for us to pull over
But we can't stop
So in the morning, love
We can be together like mourning doves
We can be together like mourning doves
Because we both know
We're running out of time
We're running out of time
Listen, listen, listen
Listen
-Mourning Doves, Mikky Ekko
|-|
"Ο οργανισμός της είναι πολύ αδύναμος. Έχει πέσει σε κώμα επειδή προσπαθεί να επαναφέρει της ζωτικες ενδείξεις της σε φυσιολογικά επίπεδα. Δεν πιστεύουμε όμως πως θα της πάρει πάνω από μερικές μέρες να ξυπνήσει."
Αυτό τους είχε πει ο γιατρός. Όταν το είχε ακούσει η Λυδία, δάκρυα ανακούφισης είχαν κυλήσει στα μάγουλα της, ενώ μια φλόγα ελπίδας άρχισε να καίει μέσα στα αγόρια.
Στις τέσσερις μέρες, ήλπιζαν ακόμα καθώς ήταν νωρίς. Δεν τους επιτρεπόταν ακόμα να μπουν στο δωμάτιο μαζί της, επειδή ο οργανισμός της ήταν αδύναμος και θα μπορούσαν να τον επιβαρύνουν και άλλο με τυχόν μικρόβια.
Αφότου πέρασε μια εβδομάδα, οι γιατροί επέμεναν πως υπήρχαν ελπίδες η Μυρτώ να ξυπνήσει. Ο Αλέξανδρος, όσο αρνητικός και να ήταν σε όλη του τη ζωή, σε εκείνη την περίπτωση δεν τόλμησε ούτε για μια στιγμή να σκεφτεί αρνητικά.
Ώσπου έφτασε η δεύτερη εβδομάδα που η Μυρτώ βρισκόταν σε κώμα. Οι γιατροί δεν είχαν καμία εξήγηση.
"Η ηρωίνη έχει εξαφανιστεί από τον οργανισμό της, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έχει ξυπνήσει ακόμα." είχε πει χαρακτηριστικά ο γιατρός.
Όταν το είχε ακούσει αυτό η Λυδία, ξέσπασε σε λυγμούς, εκεί στον διάδρομο του νοσοκομείου, μπροστά σε όλους, για άλλη μια φορά. Η αγκαλιά του Μιχάλη απαλυνε μονάχα λιγάκι τον πόνο της.
Ο Νίκος προσπάθησε να βρει παρηγοριά στην αγκαλιά της Ελένης. Ο Θάνος στο ουίσκι που σέρβιρε το μπαρ απέναντι από το νοσοκομείο. Ο Ορέστης σε τυχαίες κοπέλες που έβρισκε στο ίδιο μπαρ. Ο Στέφανος, προσπάθησε απλώς να είναι δίπλα στον Αλέξανδρο.
Η φλόγα ελπίδας που έκαιγε πριν λίγες μέρες μέσα τους, είχε σβήσει απότομα και το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν έφταιγε ο παγωμένος αέρας του Δεκεμβρίου σε αυτό.
Αυτό όμως δεν ίσχυε και για τον Αλέξανδρο. Συνέχιζε να μην σκέφτεται αρνητικά. Ήλπιζε ακόμα. Ήξερε πως το κορίτσι του ήταν δυνατό. Θα πάλευε και θα επέστρεφε σε εκείνον. Το ήξερε.
Τριβοντας τα μάτια του, αναστέναξε και χαϊδεψε με τα δάχτυλα του το χέρι της ξανά. Το πήρε μέσα στο δικό του, δεν ήταν ζεστό όπως προηγούμενες φορές. Ήταν χλωμη, αν δεν ήταν οι καστανες τούφες της απλωμένες στο μαξιλάρι, ίσως να χανοταν στο άσπρο του σεντονιου και του υπόλοιπου δωματίου.
Τα μάγουλα της είχαν βαθύνει και τα ψηλά της ζυγωματικά φαίνονταν ακόμα περισσότερο. Του είχε λείψει το ροδαλο χρώμα που είχαν τα μάγουλα της και τα χείλη της. Ήθελε να ανοίξουν τα βλέφαρά της, με τις μακριές βλεφαρίδες της των οποίων η σκιά πολλές φορές έκρυβε τα μελί της μάτια, όπως κάνουν οι φοίνικες σε κάποια όαση στην έρημο. Αυτά τα μάτια της ήταν η όαση του σε αυτόν τον έρημο κόσμο. Ήθελε να ανοίξουν και να δει ξανά τις σπίθες σε αυτά όταν την πείραζε, την νευρίαζε και την φιλούσε.
Ακόμα και μετά από δύο εβδομάδες οι γιατροί δεν δεχοντουσαν να τους επιτρέψουν να μπουν στο δωμάτιο, καθώς δεν είχε υπάρξει βελτίωση στην κατάσταση της.
Ο Αλέξανδρος όμως δεν άντεχε άλλο με αυτό το τζάμι να τους χωρίζει και προκειμένου να τον αποτρέψουν από το να το σπάσει, είχαν επιτρέψει μόνο σε εκείνον και τον πατέρα της να πάει στο πλάι της.
Ο πατέρας της... Το είχε μάθει αργότερα εκείνα τα ξημερώματα που συνέβη. Τον είχε καλέσει η Λυδία λέγοντας του "Κύριε Παύλο... Η Μυρτώ. Ε-Είναι... Είναι στο νοσοκομείο, σε κώμα."
Ο άνθρωπος δεν είχε ρωτήσει τίποτα παραπάνω. Είχε φτάσει σε λιγότερο από ένα τέταρτο στο νοσοκομείο. Είχε εμφανιστεί στη γωνία του διαδρόμου και φαινόταν να είναι χαμένος. Όχι στους διαδρόμους του νοσοκομείου, αλλά χαμένος στον κόσμο ολόκληρο.
Η μοναχοκορη του, το κοριτσάκι του, το παιδί που μεγάλωνε μόνος του από όταν εκείνη ήταν δέκα, βρισκόταν σε κώμα. Και δεν ήξερε το γιατί, το πως, το πότε και το που. Δεν ήξερε τίποτα, γιατί είχε χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του.
Όταν τον είδε εκεί στη γωνία του διαδρόμου η Λυδία, με τα μαλλιά ανακατεμένα, τα γυαλιά του ελαφρώς στραβά, τα πρώτα δύο κουμπιά του πουκαμίσου του ανοιχτά, έτρεξε στην αγκαλιά του. Εκείνος την δέχτηκε με τα χέρια ανοιχτά, καθώς εκείνη και ο Νίκος ήταν πλέον -μετά από τόσα χρόνια φιλίας με την κόρη του- σαν δικά του παιδιά.
Τα μάτια του γυάλιζαν με δάκρυα που αρνούταν να αφήσει να κυλήσουν, όταν είχε ρωτήσει τι συνέβη. Σε αυτή του την ερώτηση, όλοι είχαν σφιχτει.
Ο Αλέξανδρος είχε απαντήσει τελικά "Τα παιδιά την βρήκαν σε ένα απόμακρο κλαμπ κύριε Παύλο. Είχε πάει να βρει εμένα, εγώ φταίω." κοιτούσε το πάτωμα έντονα. Από ντροπή και από απέχθεια για τον εαυτό του...
Ο κύριος Παύλος όμως δεν τον κοίταξε απειλητικά ή απότομα, δεν του φώναξε, δεν τον έβρισε, δεν τον χτύπησε όπως περίμενε. Ένιωσε το χέρι του απαλά στον ώμο του, προτού τον σφίξει ελαφρώς σαν να του λέει "Δεν φταις εσύ."
Είχε πάει μπροστά στο τζάμι που τον χώριζε από την κόρη του. Είχε νιώσει τον λαιμό του να σφίγγεται, την καρδιά του να δυσκολεύεται να λειτουργήσει, όπως και τα πνευμονία του. Όμως όταν τα μάτια του έπεσαν στα πρόσωπα του κάθε νεαρού δίπλα του, κατάλαβε πως έπρεπε να είναι δυνατός. Όχι μόνο για αυτόν αλλά για όλους.
Έτσι είχε απλώς αφήσει μια βαθιά εκπνοή. Είχε τριψει το πρόσωπο του προσπαθώντας να συνέλθει, προτού χαθεί από την γωνία που ήρθε, λέγοντας τους πως πήγαινε να βρει έναν γιατρό να του μιλήσει.
Ο Αλέξανδρος σήκωσε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του, αφήνοντας ένα απαλό φιλί. Ύστερα το ακούμπησε στο μάγουλο του, θέλοντας να νιώσει το άγγιγμα της μετά από τόσο καιρό. Δεν ήταν όμως το ίδιο. Έλειπε η ζεστασιά της, η στοργική ματιά της και το λαμπερό χαμόγελο της...
Το χτύπημα στο τζάμι τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι του. Είδε τον πατέρα της να του κάνει νόημα να βγει έξω. Δυσανασχετισε για το γεγονός πως έπρεπε να την αφήσεις. Σηκώθηκε όρθιος, έσκυψε και άφησε ένα φιλί στο μέτωπο της προτού βγει από το δωμάτιο.
Έβγαλε την άσπρη μάσκα που φορούσε μπροστά από το στόμα και την μύτη του, προτού χαιρετήσει τον κύριο Παύλο "Γειά σας."
Ξεκίνησε να βγάζει και την ολόσωμη στολή η οποία προστάτευε την Μυρτώ από τυχόν μικρόβια.
Χαμογέλασε ελάχιστα ο άντρας "Ακόμα στον πληθυντικό;"
Ανασηκωσε τους ώμους του ο νεαρός και έξυσε αμήχανα τον σβέρκο του. Με το ίδιο μικρό χαμόγελο ο άντρας τον έσφιξε στον ώμο.
"Πήγες καθόλου σπίτι σου από εχθές;" τον ρώτησε.
Τον κοίταξε στραβά όταν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. "Να πας γρήγορα. Έχεις και μια μάνα και μια αδερφή να φροντίσεις."
"Δεν παθαίνουν κάτι χωρίς εμένα για λίγες μέρες κύριε Παύλο. Εξάλλου τις είδα προχθές." απάντησε εκείνος.
"Επιμένω. Πάνε λίγο σπίτι σου, κάνε ένα μπάνιο, φάε κάτι άλλο εκτός από συσκευασμένο φαγητό και κοιμήσου λίγο. Έρχεσαι ξανά αύριο."
Ο Αλέξανδρος κοίταξε γύρω του. Ο διάδρομος ήταν άδειος, εκτός από δύο-τρεις νοσοκόμες που περνούσαν που και που. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν στο σχολείο -ο Μιχάλης στην πρωινή δουλειά του-, αφού ήξεραν πως με το να περιμένουν έξω από την πόρτα της να ξυπνήσει δεν θα βοηθούσαν κανέναν.
Φυσιξε "Εντάξει να φύγω. Θα έρθω ξανά όμως το βράδυ."
"Εντάξει, κάνε ότι θες." απάντησε ο πατέρας της Μυρτώς και κάθισε σε μια από τις καρέκλες δίπλα από την πόρτα του δωματίου της Μυρτώς.
Με ένα τελευταίο, χαιρετισμό, ο Αλέξανδρος τον άφησε εκεί και έφτασε στην μηχανή του. Ανέβηκε πάνω και έβαλε μπρος για να φτάσει σπίτι του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top