|41
Χωρίς να το καταλάβει το βαρύ χέρι του μπράβου είχε τυλιχτεί γύρω της και την τραβούσε μαζί του. Γύρισε να τον κοιτάξει απότομα "Άφησε με!" του φώναξε μα εκείνος δεν γύρισε ούτε καν να τη κοιτάξει.
Προσπάθησε να διώξει το χέρι του από πάνω της μα δεν ήταν καθόλου εύκολο. Εκείνος δεν επηρεάστηκε καθόλου από την απόπειρα της αυτή, ούτε καν ανοιγόκλεισε τα μάτια του, καθώς συνέχισε να την τραβάει και να περνάνε ανάμεσα από κορμιά που χόρευαν. Κανένας τους δεν γύρισε να την κοιτάξει για να καταλάβει πως βρισκόταν σε δύσκολη θέση, όλοι τους ήταν βυθισμένοι στην μουσική και το αλκοόλ.
Συνέχισε να την τραβάει μέχρι που είχαν ανέβει τις σκάλες για τον εξώστη και είχαν βρεθεί έξω από την μαύρη πόρτα με τα χαρακτηριστικά χρυσά γράμματα, έξω από την οποία είχε βρεθεί ξανά.
Αυτή η πόρτα άνοιξε και βρέθηκε μέσα στο ιδιωτικό δωμάτιο. Ήταν ευρύχωρο, με χαμηλό κόκκινο, ροζ και μοβ φωτισμό. Δερμάτινοι καναπέδες ήταν κολλημένοι στους τοίχους με μικρά τραπεζάκια μπροστά τους, ενώ στη μία γωνία βρισκόταν και ένα τραπέζι μπιλιάρδου. Η μουσική που ακουγόταν στο υπόλοιπο κλαμπ ακουγόταν και εκεί μέσα απλώς πολύ πιο χαμηλά. Ένας από τους τέσσερις τοίχους ήταν παράθυρο που έβλεπε κάτω προς την πίστα του κλαμπ, όπου χόρευε ο κόσμος. Θυμόταν από τις προηγούμενες φορές που ήταν στο κλαμπ πως έξω, αυτό το παράθυρο φαινόταν ως ένας καθρέφτης.
Τα μάτια της έπεσαν πάνω στους τέσσερις άντρες που καθοντουσαν στους καναπέδες, ο Αντωνόπουλος ήταν φυσικά ανάμεσα τους. Αυθόρμητα, το χέρι της πήγε στην ζακέτα της και την τράβηξε πιο σφιχτά επάνω της, καθώς τα έντονα βλέμματα τους την έκαναν να νιώθει άβολα.
Αυτό το παρατήρησε ο Αντωνόπουλος και τραβώντας το τσιγάρο από το στόμα του, σχημάτισε με τα χείλη του ένα αυτάρεσκο χαμόγελο, προτού αφήσει τον καπνό να βγει από το στόμα του. Ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι με ουίσκι χωρίς πάγο που κρατούσε, προτού το αφήσει στο τραπέζι και σηκωθεί.
Ενστικτωδώς, μπροστά στο ψηλό ανάστημα του η Μυρτώ έκανε ένα βήμα πίσω. Η πλάτη της όμως ακούμπησε σε ένα γερό στήθος και κατάλαβε πως ήταν του μπράβου όταν την έπιασε από τους ώμους της και την έσπρωξε μπροστά.
Χάνοντας την ισορροπία της, θα είχε πέσει αν δεν την είχε πιάσει ο ιδιοκτήτης του κλαμπ μπροστά της. Βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από εκείνον και ένιωσε τα γαλάζια ματιά του να διαπερνούν την ψυχή της όταν τον κοίταξε κατάματα.
Η μυρωδιά του τσιγάρου και του αλκοόλ, καθώς και μιας ακριβής κολόνιας εισέβαλε αμέσως στην μύτη της. Ένιωσε τα δάχτυλα του στο μάγουλο της να κάνει μια τούφα μαλλιά στην άκρη, βάζοντας την πίσω από το αυτί της, κάνοντας την έτσι να ανατριχιασει από το ξένο άγγιγμα.
"Γνωρίζω πως το κλαμπ μου δεν είναι και από τα καλύτερα μέρη για κοριτσάκια σαν εσένα. Τι κάνεις εδώ πέρα;" την ρώτησε.
Τα φρύδια της συνοφριώθηκαν "Κοριτσάκια σαν εμένα;"
Έγειρε το κεφάλι του ελαφρώς στο πλάι και το ίδιο χαμόγελο με πριν έκανε την εμφάνισή του στο πρόσωπο του "Γλυκά, αθώα, μόνα,αδύναμα, αβοήθητα... " ψιθύρισε στο τέλος κοντά στο αυτί της. Ένα ρίγος την διαπέρασε, είχε αρχίσει να τρομάζει αρκετά και ο δυνατός παλμός της την προδιδε.
Τον προκαλείς Μυρτώ... μουρμούρισε από μέσα της στον εαυτό της.
Δάγκωσε την γλώσσα της και δεν απάντησε στα λόγια του, τα οποία την προσέβαλαν. Αφαίρεσε τα χέρια του απαλά από γύρω της και αφού στάθηκε στα πόδια της ξανά, άφησε ένα ψεύτικο ευγενικό χαμόγελο να εμφανιστεί στο πρόσωπο της.
"Για την ακρίβεια έφευγα τώρα, ακριβώς για αυτόν τον λόγο." έκανε ένα βήμα πίσω ξανά, μα εκείνος την εμπόδισε ξανά πιάνοντας την από το χέρι.
"Αααωωω μα δεν χρειάζεται. Θα σε προστατέψουμε εμείς. Σωστά παιδιά;" πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση της και την γύρισε έτσι ώστε να κοιτούσαν τους φίλους του.
Οι τρεις άντρες γέλασαν προτού πιουν από τα ποτά τους ή βάλουν ένα τσιγάρο στα χείλη τους.
Δεν τολμούσε να τον κοιτάξει ξανά στα μάτια, έτσι όταν μίλησε κοιτούσε το πάτωμα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να πάρει το χέρι του από πάνω της "Δ-Δεν χρειάζεται." άθελά της η φωνή της έσπασε, καθώς είχε αρχίσει να πανικοβαλεται "Αλήθεια, ευχαριστώ αλλά-"
"Δεν έχει αλλά." ο Αντωνόπουλος την έσφιξα και άλλο στο πλευρό του "Θα κάτσεις μαζί μας και θα περάσουμε μια ωραία βραδιά."
Βρέθηκε πίσω της και τον ένιωσε να τραβάει την ζακέτα της. Δεν πρόλαβε να τον σταματήσει και το ρούχο βρέθηκε στο πάτωμα. Ξαφνικά, ένιωσε γυμνή μπροστά στα τέσσερα ζευγάρια ματιών που τα ένιωθε να καίνε το κορμί της, παρόλο που η μπλούζα της έκρυβε τα πάντα.
Ένιωσε το χέρι του στο παγωμένο δικό της και την τράβηξε ελαφρώς προς τον καναπέ, όπου αφού είπε στους φίλους του να κάνουν στην άκρη, την έβαλε να κάτσει δίπλα του, ανάμεσα τους.
"Τι θα πιεις;" την ρώτησε ένας από αυτούς.
"Τ-Τίποτα." ψιθύρισε εκείνη. Ένιωθε το γνωστό τσίμπημα ανάμεσα στα μάτια και την μύτη της και ανησυχούσε πως τα δάκρυα θα ξέφευγαν σύντομα. Ήταν κάτι παραπάνω από τρομοκρατημένη.
Δεν ήξερε ποιες ήταν οι προθέσεις του για εκείνη αλλά ήταν σίγουρη πως δεν ήταν οι καλύτερες.
"Χαλάρωσε λίγο..." της χαμογέλασε ελαφρώς και αν η κοπέλα δεν αισθανόταν αηδία και μισός προς αυτόν τον άντρα και δεν την τρόμαζε, θα παραδεχοταν πως ήταν γοητευτικός.
Προσποιηθηκε ένα χαμόγελο και η Μυρτώ και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, καθώς δεν ήθελε να τον αναστατώσει. Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και όταν εκείνη άνοιξε και εμφανίστηκε μια κοπέλα, η καρδιά της Μυρτώς φτερούγησε από ανακούφιση. Αυτή ήταν η ευκαιρία της να σκεφτεί μια δικαιολογία και να φύγει μαζί με την κοπέλα.
Εκείνη όμως απλώς γέμισε τα ποτήρια των αντρών, πήρε τα άδεια μπουκάλια και δίχως να ρίξει ούτε μια ματιά προς το μέρος της Μυρτώς, βγήκε ξανά από το δωμάτιο. Ήταν συνηθισμένο το αφεντικό να έχει κοπέλες εκεί μέσα οπότε κανείς δεν τους έδινε σημασία. Και εκτός από αυτό, ό,τι και να γινόταν εκεί μέσα, όλοι έκαναν τα στραβά μάτια, καθώς εκείνος ήταν το αφεντικό.
Ο Αντωνόπουλος άπλωσε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και την ένιωσε να σφίγγεται και άλλο. Η Μυρτώ μαζεύτηκε και άλλο στον εαυτό της και έσκυψε το κεφάλι της. Σιχαινόταν τον εαυτό της εκείνη τη στιγμή, πότε της δεν ήταν αδύναμη, να όμως που εκείνη τη στιγμή επιβεβαιωνε τα λόγια του.
"Γλυκά, αθώα, μόνα,αδύναμα, αβοήθητα... "
Το χέρι του βρέθηκε σε δευτερόλεπτα στο σαγόνι της και τράβηξε το πρόσωπο της έτσι ώστε να τον κοιτάει.
"Δεν με προσέχεις και δεν μου αρέσει καθόλου αυτό..." έτριξε μέσα από τα δόντια του.
Άφησε το πρόσωπο της απότομα και σηκώθηκε "Ήλπιζα πως θα καταφέρουμε να περάσουμε καλά, αλλά δεν το κάνεις καθόλου εύκολο. Σχέδιο Β..." είπε και έκανε νόημα με τα δύο δάχτυλα του προς τον μπράβο.
Κοιτούσε αυτούς τους δύο η Μυρτώ και δεν πρόσεξε τα χέρια που παραμονευαν πίσω της. Ένας από τους τρεις φίλους του την άρπαξε και την τράβηξε προς το τραπέζι του μπιλιάρδου, πάνω στο οποίο την πέταξε.
"Αααα!" ένα βογκητο πόνου της ξέφυγε, καθώς ένας πόνος διαπέρασε το σώμα της αφού χτύπησε δυνατά στην γωνία του τραπεζιού.
Σκληρά χέρια την έπιασαν από την μέση και ενστικτωδώς το χέρι της πετάχτηκε και έπιασε την ξύλινη στέκα που βρισκόταν μπροστά της πάνω στο τραπέζι. Γύρισε και έκανε να χτυπήσει τον άγνωστο άντρα με αυτή, τα αντανακλαστικα του όμως ήταν πολύ γρήγορα και την έπιασε πριν προλάβει να χτυπήσει το κεφάλι του.
Την πήρε από το χέρι της Μυρτώς και την έσπασε με μεγάλη ευκολία στο πόδι του, προτού πετάξει τα δύο κομμάτια στο πάτωμα δίπλα του.
Ένα σατανικό χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του στο πρόσωπο του και έφτασε ως τα μαύρα μάτια του.
"Κρίμα που πρέπει να χαλάσουμε ένα τόσο όμορφο προσωπάκι..." είπε σιγά και το τελευταίο που θυμόταν η Μυρτώ, προτού όλα μαυρίσουν γύρω της, ήταν τα μαύρα μάτια του άντρα.
Αυτά τα μαύρα μάτια... Ήταν ένας από τους διαρρήκτες εκείνο το βράδυ στο σπίτι της. Τη στιγμή που το συνειδητοποίησε αυτό, τα μάτια της κοπέλας άνοιξαν διάπλατα.
"Δεν έπρεπε να το είχες κάνει αυτό γλυκιά μου..." της είπε και αναγνώρισε αμέσως και την βαριά φωνή του.
Πιάνοντας την από τα μαλλιά, την τράβηξε πάνω στο τραπέζι έτσι ώστε να είναι ξαπλωμένη. "Άφησε με!" ούρλιαξε πιάνοντας το χέρι του, προσπαθώντας να το πάρει από τα μαλλιά της. Κλωτσούσε και φώναζε, μέχρι που ένιωσε κάποιον να της πιάνει τα πόδια και να την ακινητοποιεί.
Την φωνή της σταμάτησε ένα κομμάτι πανί που δέθηκε γύρω από το στόμα της. Το χέρι από τα μαλλιά της εξαφανίστηκε και ξαφνικά ένιωσε την μπλούζα της να σχίζεται , αφήνοντας την εκτεθημενη, μονάχα με το σουτιέν της.
"Σε άφησα έτσι εκείνο το βράδυ. Δεν θα είσαι τόσο τυχερή και απόψε..." η φωνή του ήταν τρομακτικά χαμηλή.
Άρχισε να ουρλιάζει ξανά μέσα από το πανί. Το χέρι του άντρα με τα μαύρα μάτια ακούμπησε την γυμνή κοιλιά της και κατευθύνθηκε προς το στήθος της, πριν φτάσει όμως εκεί ο Αντωνόπουλος τον τράβηξε πίσω.
"Μαζέψου." ξεκάθαρη η εντολή του. Αν τα βλέμματα σκότωναν, τότε ο άντρας με τα μαύρα μάτια θα βρισκόταν εκείνη τη στιγμή έξι μέτρα κάτω από την γη.
"Τι, δεν θα περάσουμε λίγο καλά;" ρώτησε και έπιασε την ζώνη του.
Ο γαλανομάτης τον άρπαξε από τον γιακά του πουκάμισου του και τον κόλλησε στον τοίχο "Δεν θα την βιάσεις μαλακα!" έτριξε μέσα από τα δόντια του. Τον άφησε εκεί και αφού έβγαλε το σακάκι του και έμεινε με το γκρι του πουκάμισο, πλησίασε ξανά την Μυρτώ.
"Αν είχες χαλαρώσει λίγο, όλο αυτό θα ήταν πιο εύκολο, καθώς στο τέλος της βραδιάς θα περνούσαμε τόσο καλα που θα το έκανες μόνη σου αυτό που θα σου κάνω εγώ..."
Κράτησε απλωμένο το αριστερό της χέρι, ενώ το ίδιο έκαναν με το άλλο χέρι της και τα πόδια της οι άλλοι δύο φίλοι του. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, ήταν εντελώς αβοήθητη και η τελευταία κλωστή που κρατούσε τα δάκρυα της τεντώθηκε, ώσπου τελικά έσπασε. Αλμυρές σταγόνες έτρεχαν στα μάγουλα της και έπεφταν στα καστανά μαλλιά της.
"Σςςςς μην κλαις." δίπλα της σκούπισε τα δάκρυα της απαλά ο Αντωνόπουλος "Θα γνωρίσεις απλώς έναν παλιό φίλο του Αλέξανδρου." της είπε και οι λυγμοι της ελαττωθηκαν καθώς τον κοίταξε μπερδεμένη.
"Βλέπεις, εγώ έκανα τον Αλέξανδρο αυτό που είναι σήμερα. Χωρίς εμένα, θα ήταν ακόμα το χαμένο παιδάκι που ζούσε σε μια παράγκα με την προβληματική του οικογένεια."
"Φυσικά αυτός έχει τις καταπληκτικές ικανότητες στο μποξ, αυτό του το παραδέχομαι. Αν δεν ήμουν όμως εγώ για να τον προωθήσω στους αγώνες, θα έδερνε μονάχα παιδάκια στο σχολείο. Ήταν αχόρταγος όμως, δεν του έφταναν μόνο τα κέρδη από τους αγώνες του μποξ."
"Οπότε τον έβαλα και στο παιχνίδι με τα ναρκωτικά, αφού το ζήτησε. Τα πουλούσε και μαζί με τα λεφτά από τους αγώνες βγάζαμε μαζί μια μικρή περιουσία. Λεφτά, γκόμενες, βία, ποτό, τα είχε όλα. Φυσικά όμως πάλι δεν του έφταναν αυτά, ήθελε να κάνει και χρήση ναρκωτικών, δεν του αρκούσε που τα πουλούσε."
"Το έκανε και αυτό λοιπόν. Ώσπου ξαφνικά τα παράτησε. Παράτησε τα ναρκωτικά εντελώς και μαζί τους και εμένα. Δεν με αντιπροσώπευε πλέον στους αγώνες μποξ. Ξέρεις πόσα λεφτά έχασα όταν το έκανε αυτό; Πάρα πολλά. Άρα τι έπρεπε να κάνω εγώ Μυρτώ; Να τον αφήσω έτσι; Δεν γινόταν... Έπρεπε να του δείξω πως υπάρχουν συνέπειες όταν κάποιος είναι αχάριστος απέναντι μου. Εσύ θα είσαι η συνέπεια του λοιπόν... "
Πως ξέρει το όνομα μου;
Ένιωσε κάτι να σφίγγει το αριστερό της χέρι και είδε πως ένα λάστιχο ήταν τυλιγμένο γύρω από το μπράτσο της.
"Μη! Μη! Οχι, μη! Σας παρακαλώ!" προσπάθησε να φωνάξει μα έβγαιναν μονάχα μπερδεμένες λέξεις πίσω από το πανί.
"Δεν θα πονέσει, το υπόσχομαι." τον άκουσε να της λέει ενώ κοιτούσε πανικοβλημενη γύρω της. Κοίταξε τον κάθε άντρα στο πρόσωπο, παρακαλώντας τους να σταματήσουν όλο αυτό, κανείς τους όμως δεν τολμούσε να αφήσει τα μάτια του να συναντήσουν τα δικά της.
Ένιωσε την βελόνα να τρυπάει το δέρμα της και μια τσιριδα βγήκε από το στόμα της. Είδε το καφέ υγρό να εξαφανίζεται από την σύριγγα και το ένιωσε να τρέχει πλέον στις φλέβες της.
Σε δευτερόλεπτα η βελόνα είχε εξαφανιστεί, το ίδιο και τα χέρια από πάνω της και το πανί από το στόμα της.
Με το ζόρι κατάφερνε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά, ενώ ένιωθε την καρδιά της έτοιμη να σπάσει από το πόσο γρήγορα είχε αρχίσει να χτυπάει. Εξουθενωμενη όπως ήταν, έμεινε ξαπλωμένη εκεί πέρα για τουλάχιστον δύο λεπτά, ώσπου προσπάθησε να σηκωθεί. Στηρίχτηκε με χίλια ζόρια στα χέρια της και σηκώθηκε από το τραπέζι, τη στιγμή όμως που τα πόδια της ακούμπησαν το πάτωμα, όλα χάθηκαν γύρω της.
Βρέθηκε πεσμένη στο κρύο, τσιμεντένιο πάτωμα, ίδρωνε υπερβολικά πολύ και ένιωθε πως γινόταν ένας πόλεμος στο στομάχι της. Ζαλιζοταν και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Κατάφερε μόνο να γυρίσει στο πλάι έτσι ώστε να μην πνίγει από τον εμετό της.
Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν πριν μαυρίσουν όλα γύρω της, ήταν τα γαλάζια ματιά του από πάνω της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top