|4
"Τι εννοείς είσαι τιμωρία μετά το σχολείο;!" αναφώνησε σοκαρισμένη η Λυδία.
"Μήπως θέλεις και ντουντούκα για να σε διευκολύνει στο να το μάθει όλο το σχολείο;" ειρωνεύτηκε η Μυρτώ.
"Τι εννοείς είσαι τιμωρία μετά το σχολείο;" επανέλαβε το ερώτημα της ψιθυριστά.
Ναι, γιατί δεν σε άκουσαν ήδη... σκέφτηκε η Μυρτώ όταν είδε κάποιες παρέες που βρίσκονταν κοντά τους στο προαύλιο να τους κοιτάνε.
"Εννοώ ότι είμαι τιμωρία μετά το σχολείο..."
"Μα γιατί;" απόρησε ο Νίκος.
"Με είδε ο λυκειάρχης να βγαίνω από την αποθήκη του επιστάτη..."
"Τι δουλειά είχες εκεί μέσα;" η έκφραση και η φωνή του σκλήρυναν αμέσως για κάποιον λόγο.
"Εεεμ, η και οοο που... Εε η-ήθελα χαρτί υγείας."
"Τι να το κάνεις;" ρώτησε ξανά η Λυδία.
"Ε τι να το κάνω το χαρτί υγείας ρε Λυδία;"
"Μα τι το ήθελες, αλήθεια..."
"Με έπιασε κόψιμο, πρόβλημα;"
"Καλά, ας πούμε ότι το πιστεύουμε." την κοίταξε καχύποπτα ο Νίκος."Η τιμωρία είναι δύο ώρες, τι θα κάνεις με το κτηνιατρείο;" τη ρώτησε.
"Θα κάνω τα μαθήματα μου τις δύο αυτές ώρες οπότε μετά θα προλάβω να πάω από εκεί να βοηθήσω. Θα στείλω πάντως μήνυμα στην Μελίνα να της πω ότι μπορεί να αργήσω."
Κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους οι δύο φίλοι της και άλλαξαν το θέμα συζήτησης αφότου το ζήτησε η ίδια.
Άθελα της τα μάτια της ταξίδεψαν σε όλο το προαύλιο ψάχνοντας για το μαύρο, δερμάτινο μπουφάν του που φορούσε συνέχεια. Τον εντόπισε στην πιο μακρινή γωνία της σχολικής αυλής όπου ήταν με την παρέα του. Το χέρι του ήταν γύρω από την μέση της κοπέλας από το μπάνιο και εκείνη τη στιγμή, εκείνη τον φιλούσε στο μάγουλο. Εκείνος δεν αντέδρασε στην στοργή της και συνέχιζε να κοιτάει μπροστά του με ένα πολύ σοβαρό βλέμμα.
Πιθανότατα για αυτόν έλεγε στο μπάνιο η Διαμαντάκη. Ώστε τον λένε Αλέξανδρο; Ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να έλεγε για άλλον ενώ τα έχει με άλλον...
"Μυρτώ!"
Γύρισε να κοιτάξει ξαφνιασμένη τον Νίκο. "Ορίστε;" ρώτησε χαμένη.
"Που χάθηκες;" απόρησε εκείνος.
"Εεε τίποτα, πουθενά."
"Χτύπησε κουδούνι, πάμε;" είπε η Λυδία.
"Πάμε." απάντησε με μισή καρδιά η κοπέλα, καθώς ήξερε πως στην τάξη περίμενε ο μαθηματικός. Αντιπαθούσε τα μαθηματικά με όλη της την ψυχή...
Έφτασε στην τάξη της χωρίς να κοιτάξει πίσω της ούτε στιγμή, παρόλο που άκουγε τις φωνές από την παρέα του κάποια μέτρα μακρυά της. Δεν έπρεπε να αφήσει τον εαυτό της να νιώσει κάτι άλλο εκτός από αντιπάθεια για αυτόν...
Πιθανότατα είχε κοπέλα αλλά και να μην είχε, δεν έπρεπε να συμβεί τίποτα μεταξύ τους.
Άσε που αυτός δεν θα γυρίσει να κοιτάξει εμένα... σκέφτηκε. Δεν είχε χαμηλή αυτοεκτίμηση, απλώς ήξερε τα στάνταρ αυτών των αγοριών.
Άλλες δύο μαθητικές ώρες πέρασαν και χωρίς να το καταλάβει βρισκόταν μπροστά από την πόρτα της αίθουσας όπου τα παιδιά περνούσαν την ώρα της τιμωρίας τους.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και διστακτικά άνοιξε την πόρτα. Μπήκε στην αίθουσα και είδε αρχικά έναν καθηγητή στην έδρα να ελέγχει κάποια γραπτά. Ένα δευτερόλεπτο γύρισε να την κοιτάξει και χωρίς να της πει τίποτα, γύρισε το κεφάλι του πάλι στα γραπτά.
Τον αγνόησε και η Μυρτώ και γύρισε προς τα θρανία για να καθίσει σε ένα από αυτά. Της κόπηκε η αναπνοή όμως από αυτό που αντίκρισε μπροστά της.
Στα τελευταία δύο θρανία της μεσαίας και της αριστερής σειράς, δεν καθόταν κανένας άλλος παρά εκείνος με το μαύρο δερμάτινο -του οποίου το όνομα ακόμα δεν ήξερε- και τους τρεις φίλους του.
Εξαιτίας αυτού του αγριάνθρωπου είμαι εγώ τώρα τιμωρία...
Έτριξε τα δόντια της αλλά δεν είπε τίποτα και κάθισε απλώς στο πρώτο θρανίο της μεσαίας σειράς για να είναι όσο πιο μακρυά από αυτούς γινόταν.
Κατάλαβε πως μόλις μπήκε στο δωμάτιο σταμάτησαν τη συζήτηση τους και τα γέλια. Ένιωθε επίσης τα βλέμματα τους να καίνε το πίσω μέρος του κεφαλιού της. Προσπάθησε να μην τους δώσει σημασία και έβγαλε τα βιβλία της από τα οποία είχε ασκήσεις για το σπίτι.
Είχε λύσει μόνο μια άσκηση μαθηματικών όταν ένιωσε κάτι απαλό να την χτυπάει στο κεφάλι. Κοίταξε στο πάτωμα στα δεξιά της και είδε ένα χαρτί τσαλακωμένο σε σχήμα μπάλας να βρίσκεται εκεί. Το αγνόησε και συνέχισε τη δουλειά της.
"Σήκωσε το." άκουσε έναν από αυτούς να λέει έντονα αλλά και πάλι τους αγνόησε.
Μετά από ένα λεπτό ένιωσε μια παρουσία δίπλα της και όταν κοίταξε στα δεξιά της είδε έναν ξανθό με σκούρα μπλε μάτια να την κοιτάει έντονα. Χτύπησε το χέρι του στο θρανίο της και η Μυρτώ είδε πως είχε αφήσει μπροστά της το τσαλακωμενο χαρτί.
"Παρασκευόπουλος, στην θέση σου." ακούστηκε ο καθηγητής από την έδρα και ο ξανθός νεαρός, του οποίου το επώνυμο ήταν προφανώς Παρασκευόπουλος, επέστρεψε στην θέση του χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της μέχρι να φτάσει στο θρανίο του.
Αγανακτησμένη πια, πήρε το χαρτί στα χέρια της και αφού το ξεδίπλωσε διάβασε αυτό που έγραφε.
'Γιατί είναι η πριγκιπέσσα τιμωρία;'
Ρολαρε τα μάτια της προτού τσαλακώσει και πάλι το χαρτί και το πετάξει απαξιωτικά πίσω της. Άκουσε κάποιες καρέκλες να κουνιούνται στο βάθος της τάξης...
"Σε ρωτήσαμε κάτι."
Πετάχτηκε από την δική της καρέκλα όταν άκουσε μια φωνή ακριβώς πίσω της. Γύρισε απότομα και είδε πίσω της δύο από τα αγόρια ενώ τα άλλα δύο καθόντουσαν στο θρανίο στα δεξιά της. Εκείνος, ήταν στο θρανίο στα δεξιά και την κοιτούσε κάπως αλαζονικά.
Ένας με καστανά μαλλιά και γαλάζια μάτια ήταν αυτός που μίλησε και καθόταν πίσω της. Ο τρίτος της παρέας είχε μαύρα μαλλιά και μελί μάτια.
"Σας αφορά και δεν το ξέρω;" είπε η κοπέλα.
"Οοοο βγάζει και γλώσσα!" γέλασε ο ξανθός από νωρίτερα και σκούντιξε με τον αγκώνα του τον σακάτη.
"Εμένα μου λες;" μουρμούρισε εκείνος και ήταν σίγουρη πως δεν το είχε πει για να το ακούσει η ίδια, εκείνη όμως τον άκουσε.
"Έλα, πες τώρα." συνέχισε να προσπαθεί να μάθει ο καστανομάλλης. Μέχρι στιγμής ο μελαχρινός δεν είχε πει λέξη. Φαινόταν πως ήταν ο ήσυχος της παρέας, αυτός που δεν ασχολούταν με πράγματα που δεν τον ενδιέφεραν.
Κοίταξε τον σακάτη και το ύφος του είχε γίνει πάλι αυστηρό. Δεν την ήθελε να πει την αλήθεια...
"Με έπιασε ο λυκειάρχης να βγαίνω από την αποθήκη του επιστάτη..." απάντησε τελικά χωρίς να αναφέρει εκείνον.
Ο ξανθός και ο νεαρός πίσω της χαμογέλασαν πονηρά. "Άτσα, και δεν σου το 'χα..." είπε ο ξανθός.
Τον κοίταξε μπερδεμένη. "Ορίστε;"
"Δεν σου το 'χα να συμβιβάζεσαι με μια απλή αποθήκη του επιστάτη. Νόμιζα πως αυτά ήταν για εμάς, τα λαϊκά παιδιά και όχι για πριγκιπέσσες σαν και εσένα..." σήκωσε το φρύδι του ειρωνικά.
"Και πάλι δεν σε καταλαβαίνω. Δεν ξέρω καν γιατί είμαι τιμωρία..."
"Μα αφού σε έπιασε στην αποθήκη, περίμενες να την γλυτώσεις;" αναρωτήθηκε αυτός πίσω της με τα γαλάζια μάτια.
"Γιατί, τι γίνεται πια σε αυτήν την αποθήκη;"
Υπήρξε μια σύντομη στιγμή απόλυτης σιγής προτού τα τέσσερα αγόρια -ακόμα και ο ήσυχος μελαχρινός- έσκασαν στα γέλια.
Χαίρομαι που σας διασκεδάζω, βλακες...
"Αχ, τόσο αθώα..." άκουσε τον ξανθό από τα δεξιά της και όταν γύρισε να τον κοιτάξει, εκείνος είχε απλώσει ήδη το χέρι του και της τσιμπούσε το μάγουλο σαν τις θείτσες στο χωριό κάθε Πάσχα που σε βλέπουν στην εκκλησία.
"Μαζέψου." του είπε σοβαρά προτού χτυπήσει το χέρι του για να το πάρει μακρυά από το πρόσωπο της.
"Αλήθεια τώρα δεν ξέρεις τι συμβαίνει εκεί;" απόρησε ο ήσυχος μελαχρινός.
Σωπα, μιλάει κιόλας αυτό;
"Όχι, δεν ξέρω!"
"Καλά μην εξάπτεσαι!" γέλασε ο Παρασκευόπουλος.
"Θα μου πείτε τι γίνετε επιτέλους εκεί;" γύρισε τα μάτια της η κοπέλα. Δέκα ώρες έκαναν να πούνε ένα πράγμα...
"Εκεί πάνε τα ζευγαράκια να φασωθούν, πριγκιπέσσα..." χαμογέλασαν και οι τέσσερις πονηρά.
Αρχικά το χρώμα εγκατέλειψε το πρόσωπο της, ενώ έπειτα επέστρεψε πολύ πιο έντονο, σε μια νέα απόχρωση κόκκινου, τόσο έντονο δεν είχε ξαναδεί ποτέ κανείς.
"Νόμιζε δηλαδή ότι εγώ ήμουν εκεί για αυτό;!" το πρώτο κύμα του σοκ.
"Μμμμ." κούνησε ο καστανομάλλης το κεφάλι του καταφατικά.
"Θεέ μου! Σε είδε και εσένα;! Νόμιζε ότι έγινε με εσένα;! Ίου!" το δεύτερο κύμα του σοκ. Απευθυνόταν στον νεαρό με τις μαύρες σπαστες μπούκλες που γνώριζε για λιγότερο από 24 ώρες και ήδη αντιπαθούσε.
"Ναι γιατί θα σε χαλούσε..." την κοίταξε θυμωμένος.
"Πάρα πολύ σε πληροφορώ, ούτε να σε βλέπω δεν θέλω!"
Πωπω ψέμα...
"Όπα ρε παιδιά, τι έχουμε χάσει;" πετάχτηκε ο Παρασκευόπουλος.
Σταύρωσε τα χέρια του ο σακάτης και γλίστρησε πιο κάτω στην θέση του. Έτσι όπως τον έβλεπε, όχι μόνο αυτόν αλλά και τους τέσσερις, οι καρέκλες και τα θρανία ήταν πολύ μικρά για τα μέτρα τους. Ήταν όλοι τους κοντά στα δύο μέτρα, γυμνασμένοι με πλατιές πλάτες.
Κάπου έχασαν τον δρόμο για τη φωτογράφιση του περιοδικού Calvin Klein...
Δεν είχε μείνει μόνο ο σακάτης στην ίδια τάξη, και οι τέσσερις τους ήταν είκοσι χρονών. Από ότι είχε ακουστεί, είχαν μείνει από απουσίες, όσων αφορά τους βαθμούς τους η Μυρτώ δεν ήξερε τίποτα.
Τον κοίταξε στραβά τον Παρασκευόπουλο ο αγριάνθρωπος πριν μουρμουρίσει "Αυτή είναι που σας είπα για εχθές το βράδυ..."
Ξαφνικά η ατμόσφαιρα σοβάρεψε, κανείς τους δεν είχε το αλαζονικό υφάκι τους ούτε γελούσε. Τους κοίταξε μπερδεμένη.
"Εντάξει βρε παιδιά, κάτι πληγές του περιποιήθηκα δεν έγινε και τίποτα. Τι σκοτεινιάσατε όλοι;"
Αντάλλαξαν μεταξύ τους τα αγόρια κάποια γρήγορα βλέμματα, προτού μιλήσει τελικά ο ήσυχος μελαχρινός.
"Τίποτα, τίποτα. Πάμε;" απευθύνθηκε στο τέλος στους φίλους του.
Κοίταξαν όλη προς την έδρα και την είδαν άδεια. Που είχε πάει ο καθηγητής;
"Έχει περίπου τρία λεπτά που έφυγε οπότε αν είναι να φύγουμε πρέπει να το κάνουμε σύντομα." συνέχισε.
"Ναι, πάμε." συμφώνησαν όλοι.
Επιτέλους! ξεφύσηξε η κοπέλα και γύρισε πάλι στο βιβλίο των μαθηματικών της.
Άκουσε τις καρέκλες κοντά τις να σέρνονται και τους είδε να περνάνε από δίπλα της. Φυσικά δεν περίμενε με τίποτα να αρπάξουν το βιβλίο από μπροστά της και να την πάρει ο αγριάνθρωπος από το μπράτσο και να την σηκώσει από την θέση της.
"Εεεε! Τι κάνετε;!" αναφώνησε.
"Δεν πρόκειται να φύγουμε εμείς και να σε αφήσουμε εδώ να μας καρφώσεις..." της απάντησε.
"Ναι γιατί το ότι θα λείπουμε όλοι από την τάξη δεν μας καρφώνει καθόλου... Τι έξυπνος Θεέ μου!"
"Σκάσε..." μουρμούρισε και της πέταξε την τσάντα της.
"Εεειι!" παραπονέθηκε πάλι. Για λίγο πρόλαβε και δεν της έπεσε η τσάντα.
"Απλώς περπάτα... Αν είναι να την πληρώσουμε εμείς, θα την πληρώσεις και εσύ..."
Πολύ ωραίο επιχείρημα, μπαμπουΐνε...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top