|38

Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το μικρό ρολόι στο κομοδίνο της. Η ώρα ήταν κοντά 12. Κοίταξε το τηλέφωνο της για νέα μηνύματα από τον πατέρα της. Είχε ένα...

'Συγγνώμη γλυκιά μου, θα αργήσω τελικά. Είμαι στο αστυνομικό τμήμα με τον πελάτη.'

Άφησε το κινητό της στο κομοδίνο και ανακαθισε στο κρεβάτι της. Τα πόδια της ακούμπησαν στο μαλακό άσπρο χαλί της και τεντωθηκε, προτού σηκωθεί. Δεν ήξερε γιατί είχε ξυπνήσει, αλλά ο ύπνος δεν θα την ξαναεπαιρνε σύντομα.

Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και είχε κάνει μόλις δύο βήματα στον διάδρομο, όταν άκουσε θόρυβο από το ισόγειο.

Τελικά ο πατέρας της είχε γυρίσει;

Πλησίασε τα σκαλιά και ήταν έτοιμη να κατέβει το πρώτο, όταν άκουσε μια άγνωστη φωνή να ψιθυρίζει "Πρέπει να κοιμάται επάνω."

Η κοπέλα πάγωσε στην κορυφή της σκάλας και κράτησε δυνατά το κάγκελο δίπλα της.

Κλέφτες;

Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, έτρεξε στις μύτες των ποδιων της στο υπνοδωμάτιο της. Έστρωσε λίγο το κρεβάτι της για να μην φανεί πως βρισκόταν εκεί, προτού κρυφτεί από κάτω. Θυμήθηκε πως το κινητό της βρισκόταν στο κομοδίνο και ήταν έτοιμη να βγει κάτω από το κρεβάτι για να το πάρει, όμως εκείνη τη στιγμή άκουσε βαριά βήματα μπροστά από την πόρτα του δωματίου της.

"Δεν είναι εδώ;" άκουσε μια διαφορετική φωνή από την προηγούμενη να ψιθυρίζει.

Δεν υπήρξε απάντηση, είδε ένα από τα δύο ζευγάρια μαύρες μπότες να μπαίνει στο δωμάτιο της. Έφτασε δίπλα από το κρεβάτι της και η κοπέλα ήταν σε απόσταση αναπνοής από τις μαύρες μπότες του ενός ληστή. Στο μεταξύ, το δεύτερο ζευγάρι είχε εξαφανιστεί μπροστά από την πόρτα και είχε συνεχίσει να περπατάει στον διάδρομο.

Άκουσε τον κλέφτη στο δωμάτιο της να μονολογεί "Που θα πήγαινε μια δεκαεφταχρονη κοπέλα χωρίς το κινητό της;"

Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, η Μυρτώ άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και κάλυψε γρήγορα το στόμα της για να αποτρέψει έναν μικρό θόρυβο φόβου να της ξεφύγει.

Είδε τις μαύρες μπότες να φτάνουν στο τέλος του κρεβατιού της και πριν προλάβει να το συνειδητοποιήσει, ο εισβολέας είχε σκύψει και κοιτούσε την Μυρτώ. Σε δευτερόλεπτα την είχε τραβήξει από τους αστραγάλους της και μια τσιριδα της ξέφυγε.

"Άφησε με!"

Την έβγαλε κάτω από το κρεβάτι της, την άρπαξε από τους ώμους και την πέταξε πάνω σε αυτό. Πριν προλάβει όμως να κάνει κάτι άλλο, η Μυρτώ πρόλαβε και τον κλώτσησε ανάμεσα στα πόδια, με αποτέλεσμα εκείνος να πέσει στο πάτωμα.

Σε κλάσματα δευτερολεπτου η κοπέλα είχε βγει από το δωμάτιο της κλείνοντας πίσω της την πόρτα, ελπίζοντας να τον καθυστερήσει, έστω και τόσο λίγο.

Το δεξί της πόδι είχε μόλις ακουμπήσει το πρώτο σκαλί της σκάλας, όταν ξαφνικά ένιωσε έναν οξύ πόνο στο κεφάλι της.

"Έλα εδώ!" ο δεύτερος εισβολέας την είχε τραβήξει από τα μαλλιά. Έπεσε πάνω του και κατάλαβε πως ήταν ψηλός και γεροδεμένος, όπως και ο άλλος. Πανικοβληθηκε ακόμα περισσότερο, καθώς συνειδητοποίησε πως δύσκολα θα τους ξέφευγε.

Γύρισε όσο μπορούσε και με το δεξί της χέρι του έδωσε μια γροθιά στο πρόσωπο, κάνοντας τον να παραπατησει πίσω και να την αφήσει για να καταφέρει να κρατήσει την ισορροπία του.

Αγνόησε τον δυνατό πόνο στο χέρι της και αρπάζοντας την ευκαιρία, κατέβηκε δύο-δύο τις σκάλες και έφτασε την μπροστινή πόρτα. Γύρισε το πομολο και από εκεί που περίμενε να ανοίξει η πόρτα, να την χτυπήσει ο κρύος βραδινός αέρας και να βρεθεί έξω από το σπίτι για να βρει βοήθεια, δεν έγινε τίποτα. Η πόρτα δεν άνοιγε...

Προσπάθησε ξανά. Και ξανά. Μα τίποτα. Η πόρτα είχε μπλοκάρει. Ή μάλλον την είχαν μπλοκάρει...

Έκανε να τρέξει στην πίσω πόρτα που βρισκόταν στην κουζίνα, μα θα χρειαζόταν να περάσει μπροστά από την σκάλα από όπου άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Έτσι έτρεξε στο γραφείο του πατέρα της και κρύφτηκε κάτω από το μεγάλο γραφείο.

Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τα γόνατα της και στήριξε πάνω τους το κεφάλι της, προσπαθώντας να ηρεμήσει την ανάσα της.

Άκουσε τα βαριά βήματα τους στο χολ, μπροστά από την πόρτα του γραφείου.

"Που πήγε;" άκουσε τον έναν.

Κάλυψε το στόμα της με χέρι της για να μην ακούγονται πολύ οι λαχανιασμενες ανάσες της.

"Δεν ξέρω, ψάξε παντού. Μπορεί να πήγε και στο υπόγειο."

Η πόρτα του υπογείου ακούστηκε να τρίζει λίγο ενώ άνοιγε και ύστερα, ακούστηκαν τα βήματα τους να εξαφανιζονται σιγά-σιγά προς τις σκάλες του υπογείου.

Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε έσπρωξε την καρέκλα του γραφείου μακρυά της και βγήκε κάτω από το έπιπλο. Με αθόρυβα βήματα, βγήκε από το δωμάτιο και άρχισε να περπατάει όσο πιο γρήγορα αλλά ταυτόχρονα αθόρυβα μπορούσε. Πριν μπει στη κουζίνα είδε την πίσω πόρτα και μια φλόγα ελπίδας άναψε βαθιά μέσα της.

Απέχω μόνο δέκα βήματα...

Πέρασε την πόρτα της κουζίνας και άπλωσε το χέρι της προς την πίσω πόρτα, τα δάχτυλα της απείχαν μόλις λίγα εκατοστά, όταν ένιωσε κάποιον πίσω της. Χέρια τυλίχθηκαν γύρω από τον κορμό της και την τράβηξαν πίσω. Πήγε να ουρλιαξει όμως ένα μεγάλο κρύο χέρι κάλυψε το στόμα της και την εμπόδισε.

Δάγκωσε το χέρι του ληστή και εκείνος βογκηξε από τον πόνο, ενώ την έσπρωξε μακρυά του με δύναμη. Η κοπέλα δεν κατάφερε να κρατηθεί από κάπου και καθώς την έσπρωξε με μεγάλη δύναμη, παραπατησε, έπεσε και χτύπησε το κεφάλι της στο τραπέζι της κουζίνας.

Βρέθηκε ξαπλωμένη στο πάτωμα με τους δύο άντρες να την κοιτάνε, ενώ όλα γύρω της γύριζαν ή χάνονταν που και που στο μαύρο.

"Του αρέσουν οι ζόρικες φαίνεται." είπε ο ένας.

"Τι περίμενες;" γέλασε ο άλλος.

"Και βαράει δυνατά γαμωτο." είδε τον έναν να πιάνει το σαγόνι του. Υπέθεσε εκείνος τον οποίο χτύπησε στις σκάλες.

Ο άλλος χαμήλωσε στα γόνατα του και κοίταξε καλά την Μυρτώ, ενώ εκείνη ακόμα ζαλιζοταν. Ένιωσε δύο δάχτυλα να κρατάνε το πηγούνι της και να γυρνάνε το κεφάλι της έτσι ώστε να κοιτάει τον άγνωστο άντρα.

"Κρίμα που πρέπει να χαλάσουμε ένα τόσο όμορφο προσωπάκι..." είπε σιγά και το τελευταίο που θυμόταν η Μυρτώ, προτού όλα μαυρίσουν γύρω της, ήταν τα μαύρα μάτια του άντρα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top