|37

Ανατρίχιασε όταν ένιωσε το κρύο μάρμαρο του πάγκου να ακουμπάει το πίσω μέρος των ποδιών της. Ένιωσε τα χέρια του στους γοφούς της να την κρατάνε σταθερή. Άνοιξε λίγο τα πόδια της για να σταθεί εκείνος πιο κοντά στον πάγκο όπου καθόταν η ίδια.

Τον φίλησε τόσο όσο δεν τον είχε φιλήσει όλη την εβδομάδα και της είχε λείψει. Το ίδιο έκανε και ο ίδιος περνώντας την γλώσσα του στο κάτω χείλος της.

Τα χέρια του πήγαν στα πόδια της και ανέβασε λίγο το φόρεμα της έτσι ώστε να ακουμπάει το ζεστό της δέρμα. Εκείνη πέρασε τα χέρια της πάνω από το γυμνασμένο στήθος του, το οποίο προς την δυσαρέσκεια της, ήταν καλυμμένο από το άσπρο πουκάμισο του.

Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του ξανά και κόλλησε επάνω του. "Πάμε στο δωμάτιο μου." του ψιθύρισε με την ανάσα της να είναι άνιση.

Σε δευτερόλεπτα βρισκόταν στον αέρα, μέσα στα δυνατά του μπράτσα, ενώ είχε τυλίξει τα πόδια της γύρω από τη μέση του. Δεν κατάλαβε η κοπέλα πότε είχαν ανέβει τα σκαλιά και βρισκοντουσαν στον διάδρομο του δεύτερου ορόφου.

Την κόλλησε στον τοίχο, ενώ την είχε ακόμη στην αγκαλιά του και άρχισε να φιλάει τον λαιμό της. Από την κλειδα της, την βάση του λαιμού της, το σαγόνι της και το μάγουλο της, έφτασε ξανά στα χείλη της.

"Ποια πόρτα;" την ρώτησε λαχανιασμενος.

"Τελευταία δεξιά." απάντησε εκείνη, προτού επιτεθεί ξανά στα χείλη του.

Για άλλη μια φορά δεν κατάλαβε πότε την είχε μεταφέρει και βρισκοντουσαν στο δωμάτιο της. Ένιωσε την πλάτη της να ακουμπάει κάπου μαλακά και κατάλαβε πως την είχε αφήσει στο κρεβάτι της. Συνέχισαν να φιλιούνται με αυτόν από πάνω της και όταν η Μυρτώ κουράστηκε να χαϊδεύει το λευκό του πουκάμισο, άρχισε να ανοίγει ένα-ένα τα κουμπιά του πουκαμισου του, καθώς ήθελε να νιώσει το δέρμα του.

Όταν ήταν πια εντελώς ανοιχτό και μια κρύα ασημί αλυσίδα που κρεμόταν από τον λαιμό του ακουμπούσε επάνω της, πέρασε τα χέρια της πάνω από το γυμνασμένο στήθος του και τους κοιλιακούς του. Στον δεξί ώμο του φαινόταν και λίγο η αρχή του τατουάζ του που κάλυπτε όλο το χέρι του. Το χαϊδεψε σιγά με τα δάχτυλα της, προτού γυρίσει και τον φιλήσει ξανά.

Όταν τον άγγιξε στο στήθος τον ένιωσε να ανατριχιαζει και από μέσα της χάρηκε πολύ που και εκείνη τον επηρέαζε όπως την επηρέαζε αυτός.

Ο Αλέξανδρος άφησε τα χείλη της και κοίταξε για λίγο το πρόσωπο της. Χείλη ροδαλά, το ίδιο και τα μάγουλα της. Μάτια φωτεινά που σχεδόν έλαμπαν από τις μελι σπίθες που φαίνονταν στο φως του φεγγαριού που έμπαινε από το παράθυρο της.

Άρχισε να φιλάει το σαγόνι της και κατέβηκε σιγά σιγά στον λαιμό της. Φιλούσε εκεί το δέρμα, ενώ ταυτόχρονα κατέβαζε σιγά την τιραντα του φορέματος της Μυρτώς. Όταν την κατέβασε αρκετά, άρχισε να φιλάει το δέρμα εκεί. Καθ' όλη την διάρκεια, η κοπέλα είχε γύρει το κεφάλι της πίσω και έπαιρνε βαριές ανάσες.

Το χέρι του ανέβηκε λίγο στον μηρό της και γύρισε να την κοιτάξει "Είσαι εντάξει;"

Η Μυρτώ τον κοίταξε στα πράσινα του μάτια που είχαν σκοτεινιασει. Έγλυψε το κάτω χείλος της και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, προτού το γύρει ξανά πίσω στο κρεβάτι της και κλείσει τα μάτια της.

Ο Αλέξανδρος ήταν έτοιμος να κατεβάσει και την άλλη τιραντα του φορέματος, όταν η κοπέλα άκουσε την γνώριμη μηχανή ενός αυτοκινήτου και τα λάστιχα του έξω από το σπίτι της. Άνοιξε τα μάτια της και έβαλε το χέρι της στον ώμο του Αλέξανδρου, ο οποίος είχε αρχίσει να φιλάει κοντά στο στήθος της, για να τον κάνει να σηκωθεί.

"Τι έγινε;" την ρώτησε όταν κατάλαβε πως τον σήκωνε από πάνω της. Εκείνη δεν απάντησε, σηκώθηκε από το κρεβάτι της και πλησίασε το παράθυρο της ενώ έφτιαχνε την τιραντα της. Κοίταξε έξω από το τζάμι χωρίς να κουνήσει την κουρτίνα της. Το μαύρο αμάξι από εκείνο το βράδυ ήταν ξανά έξω από το σπίτι της.

"Τι συμβαίνει;" άκουσε τον Αλέξανδρο πίσω της και πριν προλάβει να του πει τίποτα, άνοιξε την κουρτίνα της και κοίταξε εκεί που κοιτούσε και η ίδια. Το θέαμα του γυμνασμένου κορμιού του μπροστά στο φως το φεγγαριού ήταν υπέροχο, όμως η Μυρτώ ήταν περισσότερο συγκεντρωμενη στο μαύρο όχημα.

"Είδα το ίδιο αμάξι έξω από το κτηνιατρείο την προηγούμενη εβδομάδα. Την Τρίτη με ακολούθησε για λίγο την ώρα που γυρνούσα σπίτι και ύστερα το είδα ξανά έξω από το σπίτι παρκαρισμένο ακριβώς εκεί. Είναι τρίτη φορά που το βλέπω..." έτριψε λίγο τα μπράτσα της, καθώς ανατρίχιασε.

Ο Αλέξανδρος έφυγε από πίσω της και πρόλαβε να δει η κοπέλα μονάχα το πουκάμισο του να πετάει πίσω του την ώρα που έφευγε από το δωμάτιο της.

Τον ακολούθησε και τον πρόλαβε στα σκαλιά, τα οποία κατέβαινε δύο-δύο, ενώ κούμπωσε δύο-τρία από τα κουμπιά του. Τον είδε να ανοίγει διάπλατα την μπροστινή πόρτα του σπιτιού και να βγαίνει έξω βιαστικά. Ξανά, τον ακολούθησε και σταμάτησε στην βεράντα της, όταν είδε τον Αλέξανδρο πέντε βήματα μακρυά από την βεράντα και το μαύρο αυτοκίνητο ήδη να φεύγει.

Έτρεξε εκείνος λίγο προς την άκρη του δρόμου με την πρόθεση να προλάβει να δει την πινακίδα του οχήματος, όμως δεν τα κατάφερε. Γύρισε βιαστικά να κοιτάξει την Μυρτώ και με μεγάλα βήματα την έφτασε. Τύλιξε το χέρι του γύρω της, προτού την πάρει μέσα στο σπίτι και κλείσει την πόρτα.

"Ξέρεις ποιος ήταν;" τον ρώτησε.

"Όχι." απάντησε εκείνος κοφτά. Είδε η κοπέλα πως μια μικρή γραμμή είχε σχηματιστεί ανάμεσα στα φρύδια του και τα πράσινα μάτια του φαίνονταν χαμένα. Ήταν σκεπτικός.

"Θα μείνω εδώ μέχρι να επιστρέψει ο πατέρας σου." της είπε.

"Δεν χρειάζεται, αλήθεια. Δεν νομίζω πως είναι τόσο ανησυχητικό.

"Μυρτω-"

"Αλέξανδρε, αλήθεια." τον διέκοψε "Πάνε σπίτι στην Ειρήνη. Θα τα πούμε αύριο." του χαμογέλασε γλυκά, ενώ έβαλε το χέρι της στο στήθος του.

Ξέροντας πόσο πεισματάρα ήταν, δεν το συνέχισε. Κούμπωσε το πουκάμισο του, πήρε το σακάκι του και την φίλησε για καληνύχτα.

Μπροστά στην πόρτα της είπε "Μόλις φύγω βάλε τον συναγερμό και έχε το κινητό σου κοντά σου. Ό,τι χρειαστείς πάρε με."

"Εντάξει." απάντησε εκείνη και αφού του έδωσε άλλο ένα φιλί, έκλεισε την πόρτα. Τον είδε να μπαίνει στο αυτοκίνητο του και ενεργοποίησε τον συναγερμό του σπιτιού. Έλεγξε κάθε παράθυρο, πατζουρι και πόρτα του σπιτιού.

Συνέχισε να νιώθει μια ανασφάλεια και έτσι άναψε το φως σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού και έψαξε για να σιγουρευτεί πως ήταν μόνη της. Όταν ήταν πια σίγουρη, πήγε στο δωμάτιο της και ξάπλωσε στο κρεβάτι της.

Το μήνυμα από τον πατέρα της που έλεγε ότι θα έφτανε σπίτι σύντομα την καθησυχασε, το ίδιο και το μήνυμα του Αλέξανδρου που ρωτούσε αν όλα ήταν καλά. Του απάντησε καταφατικά, προτού αφήσει το κινητό της στο κομοδίνο και κλείσει τα μάτια της.

Προσπάθησε να διώξει την άσχημη αίσθηση που είχε μέσα της για την κατάσταση με το μαύρο αμάξι και το κατάφερε όταν άρχισε να σκέφτεται την όμορφη στιγμή που είχε με τον Αλέξανδρο. Έτσι, στην ανάμνηση εκείνου την πήρε σιγά-σιγά ο ύπνος με ένα χαμόγελο στα χείλη της.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top