|36
Επέστρεψε το γατάκι στο κλουβί του και έκλεισε την πόρτα. Σιγουρευτηκε πως είχε νερό, προτού γυρίσει στο γραφείο στην αίθουσα υποδοχής. Ευτυχώς για εκείνη, η μέρα έφτανε στο τέλος της, καθώς ήταν πολύ κουραστική, αφού είχε περάσει και ο τελευταίος ιδιοκτήτης με το άρρωστο κατοικίδιο του στην αίθουσα εξέτασης, όπου τους περίμενε η Μελίνα.
Λίγη ώρα μετά, έφυγε και εκείνος αφού πήρε τα φάρμακα που θα χρειαζόταν το κουνέλι του. Είχε μόλις τελειώσει να γράφει κάποια τιμολόγια, όταν ένιωσε το χέρι της Μελίνας στον ώμο της.
Γύρισε να την κοιτάξει. "Όλα καλά;" την ρώτησε η γυναίκα.
Το ενδιαφέρον της για εκείνη κατάφερε για άλλη μια φορά να κάνει τη Μυρτώ να χαμογελάσει "Μία χαρά."
"Σε βλέπω κάπως πιεσμένη αυτόν τον καιρό. Μήπως θες άδεια; Έχεις διάβασμα πάλι;"
"Οχι, όχι. Μια χαρά είμαι."
"Δεν είσαι όμως..."
Άφησε το στυλό από το χέρι της η Μυρτώ "Για να πω την αλήθεια όχι. Έχουμε κάποιες διαφωνίες με τον Αλέξανδρο. Αυτό είναι όλο όμως, τίποτα σοβαρό."
Η αφεντικινα της ήξερε για τον Αλέξανδρο από την πρώτη εβδομάδα που ήταν μαζί. Η αντίδραση της φυσικά ήταν η αναμενόμενη 'στα έλεγα εγώ'.
"Όλες οι σχέσεις τα περνάνε αυτά, μην ανησυχείς." την διαβεβαίωσε.
"Ναι, δεν ανησυχώ..."μουρμούρισε δυσπιστα η Μυρτώ, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει.
Έκλεισαν μαζί το ιατρείο και μετά από ένα 'Καληνύχτα' χώρισαν τους δρόμους τους, η καθεμία για το σπίτι της.
Η μέρα πλέον είχε μικρύνει και ο ήλιος έδυε πιο νωρίς. Έτσι έμενε η Μυρτώ να περπατάει στα σκοτάδια -αν εξαιρέσει κανείς τις λίγες λάμπες στα πεζοδρόμια- στις εννιά η ώρα για να γυρίζει σπίτι της.
Ήταν μόλις δύο τετράγωνα μακρυά από το σπίτι της όταν άκουσε ένα αμάξι να περνά από τον δρόμο δίπλα της με σχετικά χαμηλή ταχύτητα. Όταν πέρασε, είδε πως ήταν μαύρο, με φιμε παράθυρα και οι πινακίδες του ήταν δύσκολες να διαβαστούν.
Που το έχω ξαναδεί αυτό το αυτοκίνητο...;
Θυμήθηκε τότε πως λίγες μέρες πριν το είχε δει έξω από το κτηνιατρείο.
Απλώς σύμπτωση...
Συνέχισε να περπατάει και μετά από λίγα λεπτά έφτασε σπίτι της. Ο πατέρας της έλειπε, θα δούλευε εκείνες τις ημέρες πολύ για να καταφέρει να λείψει όλο το Σάββατο για να προετοιμασουν το δείπνο.
Κλείδωσε την πόρτα πίσω της πριν ανέβει στο δωμάτιο της. Άφησε την τσάντα της στην άκρη και άλλαξε βιαστικά στις πιτζάμες της. Ήταν έτοιμη να πέσει στο κρεβάτι της και να χαλαρώσει με ένα βιβλίο, όταν τα μάτια της κοίταξαν εντελώς τυχαία έξω από το παράθυρο της.
Πλησίασε το τζάμι, και όσο πιο διακριτικά μπορούσε, χωρίς να κουνήσει την κουρτίνα της, κοίταξε έξω από το παράθυρο. Στον δρόμο μπροστά από το σπίτι της είχε παρκάρει εκείνο το μαύρο αυτοκίνητο.
Ίσως τελικά και να μην ήταν απλώς σύμπτωση...
|-|
Πρώτη φορά στη ζωή της η Μυρτώ δεν ανυπομονούσα καθόλου για το Σαββατοκύριακο. Και πρώτη φορά που η εβδομάδα πέρασε τόσο γρήγορα και είχε φτάσει το Σάββατο βράδυ, η ώρα 8 παρά τέταρτο.
Η Μυρτώ έβαλε τις πέρλες στα αυτιά της, την τελευταία πινελιά στο ντύσιμο της, προτού κοιτάξει στον ολόσωμο καθρέφτη της. Φορούσε ένα απλό φόρεμα με μπαλαρίνες, είχε αφήσει να μαλλιά της φυσικά και δεν είχε ασχοληθεί καθόλου με το μακιγιάζ της.
Κατέβηκε στο ισόγειο και είδε τον πατέρα της στη κουζίνα να σβήνει τη φωτιά του φαγητού. Άφησε την πετσέτα που κρατούσε στον πάγκο και γύρισε να την κοιτάξει.
Πήγε δίπλα της, άφησε ένα φιλί στο μέτωπο της, προτού πει "Πάω να αλλάξω μπλούζα και έρχομαι" και φύγει βιαστικά στον επάνω όροφο.
"Έχουμε ένα τέταρτο ακόμα, ηρεμισε." γέλασε η κοπέλα. Κάθισε στο σαλόνι και χάζεψε λίγο το κανάλι στην τηλεόραση που ήταν ανοιχτή.
Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαίρεται ή όχι για εκείνο το βράδυ. Η αλήθεια ήταν πως σίγουρα θα ήθελε ο πατέρας της να γνωρίζει το αγόρι της, όχι όμως όταν εκείνοι δεν ήταν και στα καλύτερα τους.
Άκουσε τον πατέρα της να κατεβαίνει τα σκαλιά και εμφανίστηκε μπροστά της. Τον είδε να ισιώνει το άσπρο του πουκάμισο. "Έτοιμος. Εντάξει είμαι;"
Χασκογέλασε λίγο η Μυρτώ.
"Τι γελάς;" την ρώτησε.
"Ανησυχείς για το τι θα βάλεις; Ανυπομονείς περισσότερο και από εμένα."
"Δεν ανησυχώ για το τι θα βάλω. Ανησυχώ γιατί θέλω να κάνω καλύτερη εκτίμηση της σχέσης σου από την προηγούμενη φορά..."
Η κοπέλα ξεροκαταπιε και ανακαθησε στον καναπέ. "Μπαμπά..."
"Καλά, καλά συγγνώμη. Δεν το αναφέρω..."
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το κουδούνι του σπιτιού. "Πάνε να ανοίξεις, πάω να στήσω το τραπέζι." είπε προτού χαθεί στην κουζίνα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα η Μυρτώ, προτού σηκωθεί από τον καναπέ και ισιώσει το φόρεμα της. Έφτασε στην πόρτα και όταν την άνοιξε, έμεινε σχεδόν με το στόμα ανοιχτό.
Μπροστά της στεκόταν ο Αλέξανδρος Στεργιου, ντυμένος με ένα πανέμορφο μαύρο κουστούμι, κάτω από το οποίο φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο του οποίου τα πρώτα δύο κουμπιά ήταν ανοιχτά. Ήταν ξυρισμένος και οι ατημέλητες μαύρες μπούκλες του παρέμεναν ατημέλητες, παρόλα αυτά φαινόταν στην Μυρτώ σαν να τις είχε περιποιηθει λίγο. Αφού θαύμασαν το αγόρι της, τα μάτια της πήγαν στο μπουκέτο που κρατούσε στα χέρια του.
"Κρίνοι..." ψιθύρισε η κοπέλα έκπληκτη που θυμόταν-
"Το αγαπημένο σου λουλούδι." τον άκουσε να λέει, προτού σκύψει και αφήσει ένα φιλί στο μάγουλο της.
Η κοπέλα δεν τραβήχτηκε και όταν ένιωσε τα χείλη του στο μάγουλο της, συνειδητοποίησε πως της είχε λείψει λίγο την εβδομάδα που δεν του μιλούσε και δεν ήταν μαζί του.
"Δεν είχες αγώνα σήμερα;" τον ρώτησε.
Ανασηκωσε αδιάφορα τους ώμους του "Τον ακύρωσα."
Ένιωσε την καρδιά της να ζεσταίνεται στο γεγονός ότι είχε ακυρώσει τον αγώνα του για να πάει στο δείπνο με εκείνη και τον πατέρα της, παρόλα αυτά όμως προσπάθησε να μην δείξει πόσο την επηρέασε.
Πήρε τα λουλούδια στα χέρια της, αφού της τα πρόσφερε και εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο πατέρας της.
"Αλέξανδρε." ακούστηκε επίσημος αλλά και ευπρόσδεκτος.
"Χαίρομαι που ήρθες."
"Χαίρομαι που με καλέσατε."
Ένωσαν τα χέρια τους σε μία χειραψία, ο πατέρας της ακούμπησε φιλικά τον Αλέξανδρο στον ώμου του και χαμογέλασαν λίγο και οι δύο.
"Πάω να βάλω αυτά σε ένα βάζο με νερό και έρχομαι. Καθίστε στο σαλόνι." είπε η Μυρτώ και χάθηκε στην κουζίνα. Έκανε αυτό που είπε και αφού έβαλε το βάζο στον πάγκο της κουζίνας όπου φαίνονταν ξεκάθαρα, πήγε και η ίδια στο σαλόνι.
Εκεί βρήκε τους δύο άντρες να μιλάνε. Ο πατέρας της καθόταν στην πολυθρόνα του, ενώ ο Αλέξανδρος σε έναν από τους δύο καναπέδες. Θεώρησε πως θα ήταν αμήχανο να κάτσει στον άλλον καναπέ, γιαυτό κάθισε δίπλα του, αλλά με μια ασφαλή απόσταση μεταξύ τους.
Φυσικά το μεγαλύτερο μέρος της κουβέντας τους αποτελούταν από ερωτήσεις του μπαμπά της προς τον Αλέξανδρο. Ρώτησε για την οικογένεια του. Εκείνος ανέφερε την μικρή του αδερφή και την μητέρα του, χωρίς πολλές λεπτομέρειες. Ρώτησε για την εκπαίδευση του. Ο Αλέξανδρος απάντησε πως είχε μείνει δύο φορές στην τελευταία τάξη του λυκείου, καθώς τα πράγματα είχαν δυσκολέψει στο σπίτι και έπρεπε να συντηρήσει την οικογένεια του. Ξανά, χωρίς πολλές λεπτομέρειες.
Στο τραπέζι, αφού η Μυρτώ είχε σερβίρει το μοσχαράκι με τα μακαρόνια που είχε φτιάξει ο πατέρας της, η ερώτηση του για τον Αλέξανδρο αναφερόταν στην εργασία του.
Εκεί ο νεαρός για μια στιγμή είχε κομπλαρει και η ίδια η Μυρτώ είχε κατεβάσει την μπουκιά του φαγητού της αμασητη.
Μην αναφέρεις το μποξ, μην αναφέρεις το μποξ, μην αναφέρεις το μποξ...
"Έχω κάνει πολλές δουλειές κατά καιρούς. Από συνεργεία, σε αποθήκες και εργοτάξια."
Η Μυρτώ άφησε μια εκπνοή ανακούφισης.
"Και τώρα;"
"Τώρα δουλεύω σε μια μεταφορική εταιρία."
"Κατάλαβα." είπε ο πατέρας της, προτού φάει μια μπουκιά από το φαγητό του. Για το οποίο ο Αλέξανδρος είχε προλάβει να κάνει μια φιλοφρόνηση.
Ξαφνικά το κινητό του άντρα που καθόταν στην κεφαλή του τραπεζιού ακούστηκε να χτυπάει.
"Συγγνώμη." είπε προτού απαντήσει.
"Παρακαλώ;"
Ακολούθησε ησυχία, καθώς το άτομο στην άλλη άκρη του τηλεφώνου μιλούσε.
"Είμαι λίγο απασχολημένος αυτή τη στιγμή."
Ησυχία ξανά.
Τον είδε να ξεφυσαει η Μυρτώ και κατάλαβε αμέσως. Είχε συνηθίσει τόσα χρόνια αυτή τη διαδικασία. Απαντάει στο τηλέφωνο. Λέει πως δεν μπορεί. Φεύγει παρόλα αυτά. Ήλπιζε απλώς πως δεν θα έφευγε και εκείνη τη φορά και δεν θα την έφερνε σε δύσκολη θέση μπροστά στο αγόρι της...
"Λυπάμαι, πρέπει να φύγω." είπε αφού τερμάτισε την κλήση "Με πήρε η γραμματέας μου. Κάτι έπαθε ξαφνικά ένας πελάτης και θέλει να με δει τώρα."
Η Μυρτώ παρέμεινε σιωπηλή και κοιτούσε το πιάτο της. Ο Αλέξανδρος μίλησε "Ναι, ναι φυσικά καταλαβαίνω."
Σηκώθηκε από την καρέκλα του ο πατέρας της και έσκυψε να αφήσει ένα φιλί στο μέτωπο της. Γύρισε προς τον Αλέξανδρο και σηκώθηκε και εκείνος.
Ένωσαν τα χέρια τους ξανά σε μια χειραψία "Λυπάμαι πολύ που τελειώνει έτσι η βραδιά. Χάρηκα πάντως πολύ που σε γνώρισα. Να το ξανακάνουμε κάποια στιγμή."
Χαμογέλασε ευγενικά ο Αλέξανδρος "Και εγώ χάρηκα πολύ. Και μην ανησυχείτε, δεν πειράζει."
Τους καληνύχτισε, προτού βγει από την μπροστινή πόρτα και ακουστεί το αμάξι του να παίρνει μπρος και να φεύγει από τον δρόμο μπροστά από το σπίτι τους.
Ο Αλέξανδρος γύρισε να κοιτάξει την Μυρτώ. Εκείνη τη στιγμή αυτή σηκώθηκε και άρχισε να μαζεύει το τραπέζι. Εκείνος ξεκίνησε να την βοηθάει.
"Δεν χρειάζεται να βοηθήσεις..." είπε η κοπέλα όταν τον άκουσε πίσω της να την ακολουθεί στην κουζίνα.
Εκείνος δεν απάντησε και συνέχισε να την βοηθάει ώσπου το τραπέζι ήταν μαζεμένο και τα πιάτα στο πλυντήριο πιάτων. Καθ' όλη τη διάρκεια, επικρατούσε μια σιωπή που κάνεις τους δεν τολμούσε να σπάσει.
Ώσπου το έκανε εκείνος "Θα μιλήσουμε ποτέ;"
"Για ποιο πράγμα;" έβαλε την πετσέτα της κουζίνας στην άκρη η κοπέλα πριν τον κοιτάξει.
"Για αυτό που σε απασχολεί."
"Α τώρα θες να μιλήσουμε για αυτό το θέμα;"
"Αν είναι να μην μου μιλάς και να είσαι απόμακρη, τότε προτιμώ να σου τα πω όλα." αποκρίθηκε εκείνος.
"Για ξεκινά λοιπόν..." Σταύρωσε τα χέρια της και στήριξε τον γοφο της στον πάγκο δίπλα της.
Σταύρωσε και εκείνος τα χέρια του και οι μύες που φαινοντουσαν, αφού το πουκάμισο του ήταν διπλωμένο μέχρι τους αγκώνες του, τεντωθηκαν και τα μάτια της Μυρτώς πήγαν εκεί για λίγα δευτερόλεπτα.
"Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες. Το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις είναι ότι γνωρίζω επικίνδυνα άτομα. Κάποιοι ανήκουν στο παρελθόν μου, κάποιοι ακόμα στο παρόν μου, πολλοί λίγοι όμως. Ο λόγος που δεν ήθελα να γνωρίζεις για αυτό ήταν το ότι όσα λιγότερα ξέρεις, τόσο το καλύτερο για σένα."
"Αν δεν γνώριζες για αυτούς, δεν θα ρωτούσες και δεν θα μάθαινες περισσότερα, γιατί ξέρω πόσο περίεργη είσαι και πως επειδή είσαι και πολύ πεισματάρα, σίγουρα θα μάθαινες κάτι. Έτσι θα έμενες μακρυά από μπελάδες."
"Τι εννοείς επικίνδυνα άτομα;"
"Ναρκωτικά, όπλα..."
Ξεροκαταπιε η κοπέλα. Κοίταξε τις μαύρες μπαλαρίνες της πριν αφήσει τα χέρια της να πέσουν δίπλα της και κάνει ένα βήμα προς το μέρος του.
"Χάρηκες τώρα που έμαθες;"
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της "Ευχαριστώ που μου είπες."
Έκανε άλλο ένα βήμα προς το μέρος του και βρέθηκε μπροστά του. Σήκωσε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει στα μάτια. Πέρασε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και του είπε σιγά "Υπόσχομαι πως δεν θα ρωτήσω κανέναν για τίποτα. Θα μείνω μακρυά από μπελάδες όπως ήθελες."
"Έτσι μπράβο." είπε εκείνος, προτού τυλίξει τα χέρια του γύρω της και ενώσει τα χείλη τους σε ένα παθιασμένο φιλί.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top