|34

"Θα πεθάνουμε εδώ πάνω." πανικοβληθηκε καθώς έσφιξε το χέρι του στο δικό της και έκλεισε τα μάτια της όσο πιο σφιχτά μπορούσε.

Τον άκουσε να χασκογελάει και αυτό αντί να την εκνευρίσει, την έκανε να χαλαρώσει καθώς λάτρευε το βαθύ γέλιο του.

"Δεν θα πεθάνουμε, δεν έχουμε καν κολλήσει. Βλέπεις; Κουνιέται ακόμα."

"Δεν βλέπω! Και δεν θέλω να δω! Δεν καταλαβαίνω πως αυτό με βοηθάει στο να μάθω περισσότερα για εσένα!" έσφιξε και άλλο τα μάτια της και το χέρι του.

"Μα πως. Έμαθες πως δεν έχω υψοφοβια και εγώ έμαθα πως εσύ έχεις."

"Μην με κοροϊδεύεις!" κλαψουρισε όταν ένιωσε την ρόδα να τρανταζεται λίγο.

Γελασε λίγο εκείνος αλλά σταμάτησε γρήγορα "Εντάξει, εντάξει συγγνώμη. Σχεδόν τελείωσε οπότε μπορείς να ανοίξεις τα μάτια σου."

Η Μυρτώ τα άνοιξε διστακτικά και αμέσως μια τσιριδα της ξέφυγε όταν είδε πως βρισκοντουσαν στο πιο ψηλό σημείο της ρόδας.

"Ψεύτη!" του φώναξε, τον χτύπησε ελαφρώς στον ώμο προτού κρύψει το πρόσωπο της στο ίδιο σημείο.

"Συγγνώμη αλλά έπρεπε να δω την έκφραση σου." συνέχισε να γελάει εκείνος.

Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε με δάκρυα στα μάτια, το γέλιο του κόπηκε αμέσως και το ύφος του έγινε ανήσυχο.

"Μη κλαις, συγγνώμη. Σςςς μην κλαις σε παρακαλώ θα του πω να κατέβουμε αμέσως, απλώς μην κλαις." πανικοβληθηκε και κοίταξε κάτω, όπου κανονικά βρισκόταν ο υπεύθυνος της ρόδας του λούνα παρκ, θέλοντας να του ζητήσει να σταματήσει το μηχάνημα.

Ήταν σειρά της Μυρτώς να γελάσει με την αντίδραση του. Έπιασε το στομάχι της που πονούσε από τα γέλια, προτού τον κοιτάξει.

"Σκουπισου λίγο εδώ μωρό μου, έχεις λίγο αιματακι. Ψαρουκλα!" σκούπισε λίγο τις άκρες των χειλιών της υποδειγματικα, προτού ξεσπάσει σε γέλια ξανά.

Καθ' όλη την ώρα που εκείνη γελούσε, εκείνος την κοιτούσε απολύτως σοβαρός, θέλοντας να κρύψει το γεγονός ότι το έβρισκε αστείο.

Άφησε ένα φιλί στα χείλη του προτού του χαμογελάσει "Να μάθεις να με κοροϊδεύεις."

"Τουλάχιστον σε έκανα να ξεχάσεις την υψοφοβια σου." είπε τελικά ο Αλέξανδρος όταν κατέβηκαν από την ρόδα.

"Δεν θα το έλεγα." γέλασε ελαφρώς εκείνη προτού φάει λίγο από το μαλλί της γριάς που είχαν μόλις αγοράσει.

Εκείνος γύρισε απλώς να την κοιτάξει προτού βάλει το χέρι του γύρω από την μέση της και την οδηγήσει προς την έξοδο του λούνα παρκ.

"Φεύγουμε κιόλας; Που πάμε;" τον κοίταξε με περιέργεια.

"Θα δεις."

Περπάτησαν για λίγο, ώσπου έφτασαν στη προβλήτα που βρισκόταν δίπλα από το λούνα παρκ. Ο κόσμος γύρω τους ήταν λιγοστός, ακούγονταν κάποιοι γλάροι και η γαλάζια θάλασσα που έσκαγε στην αμμουδιά. Στηρίχτηκαν στα κάγκελα της προβλήτας και η Μυρτώ έκλεισε τα μάτια της, προτού πάρει μια βαθιά ανάσα και αφήσει ένα μικρό χαμόγελο να εμφανιστεί στο πρόσωπο της.

"Σου αρέσει η θάλασσα;" άκουσε τον Αλέξανδρο να την ρωτάει και άνοιξε τα μάτια της για να τον κοιτάξει.

"Την λατρεύω. Από τον πατέρα μου το πήρα. Όταν ήμουν μικρότερη ερχόμασταν με την οικογένεια μου κάθε Κυριακή. Βέβαια το συνηθίζαμε την άνοιξη και το καλοκαίρι, όχι το φθινόπωρο."

Κοίταξε μπροστά της τον πανέμορφο ουρανό με τον ήλιο που εδυε. Ήταν μια ανάμιξη από αποχρώσεις του μοβ, ροζ και πορτοκαλί.

Ένα αεράκι την διαπέρασε και τύλιξε τα χέρια της γύρω της. "Πάντα ήμουν χαρούμενη όταν ερχόμουν εδώ. Καθόμουν για ώρες και κοιτούσα τους γλάρους. Άκουγα τα κύματα να σκάνε στην ακτή. Ένιωθα τις ακτίνες του ήλιου στο δέρμα μου και ήμουν χαρούμενη. Γιατί ήμουν ελεύθερη. Δεν χρειαζόταν να ασχοληθώ με τις υποχρεώσεις μου για να ικανοποιήσω την απαιτητική μητέρα μου."

"Όταν μας άφησε όμως σταματήσαμε να ερχόμαστε εγώ και ο πατέρας μου, δυστυχώς. Εκείνος επικεντρωθηκε στην δουλειά του και εγώ κλείστηκα στον εαυτό μου." κατάπιε και γύρισε να τον κοιτάξει ξανά.

Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε τι έκανε και γέλασε λιγάκι. "Χαίρομαι πάντως που μιλάς εσύ για τον εαυτό σου και όχι εγώ."

Γέλασε και εκείνος "Δεν με χαλάει καθόλου. Μου αρέσει όταν μιλάς για εσένα."

"Γιατί;" τον ρώτησε.

"Γιατί όταν μιλάς για κάτι που σου αρέσει, δεν χορταίνω να κοιτάω τα μάτια σου. Έχουν μια λάμψη που τα κάνει ακόμα πιο όμορφα." της εξήγησε. Την πλησίασε και έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπο της, ώστε να την κοιτάει σε αυτά τα δυο μελι μάτια.

Εκείνη δάγκωσε λίγο το κάτω χείλος της για να σταματήσει το στόμα της από το να σχηματίσει ένα χαμόγελο. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιων της και τύλιξε τα χέρια της γύρω από εκείνον. Ακούμπησε τα χείλη της στα δικά του σε ένα γλυκό φιλί το οποίο εκείνος ανταπέδωσε. Τραβήχτηκε πίσω για να μπορέσει να κοιτάξει τα πράσινα του μάτια.

"Δεν νομίζεις πως είναι η σειρά σου να αρχίσεις να μιλάς για κάτι που σου αρέσει; Έτσι ώστε να δω εγώ πως είναι τα μάτια σου τότε;"

Χωρίς να πάρει τα χέρια του από το πρόσωπο της, γύρισε λίγο το κεφάλι του στο πλάι και την κοίταξε με ένα γοητευτικό χαμόγελο "Θες να αρχίσω να μιλάω για εσένα δηλαδή;"

Η κοπέλα γέλασε και χάρηκε από μέσα της που ο ήλιος είχε πέσει σχεδόν εντελώς και δεν ήταν ευδιάκριτο το κοκκίνισμα στα μάγουλα της. "Αλήθεια τώρα, πες μου για εσένα. Είμαστε μαζί δύο μήνες και ξέρεις σχεδόν τα πάντα για εμένα ενώ εγώ ξέρω απλώς τους φίλους σου, την αδερφή σου και το ότι συμμετέχεις σε παράνομους αγώνες μποξ."

"Αυτά που είπες είναι περισσότερα από ότι ξέρουν άλλοι για εμένα. Άρα ξέρεις ήδη αρκετά." χαμογέλασε δείχνοντας ότι το διασκέδαζε.

"Αλέξανδρε..." τον κοίταξε εκείνη επίμονα.

Δυσανασχετησε ο νεαρός "Αλήθεια δεν υπάρχει κάτι στην ζωή μου που να μου αρέσει... Εκτός από την Ειρήνη, τα παιδιά, το μποξ και εσένα."

Ο Μυρτώ ξεροκαταπιε και τον κοίταξε με ένα ίχνος λύπης στα μάτια της "Γιατί το λες αυτό;"

Πήρε τα χέρια του από το πρόσωπο της και τα έχωσε στις τσέπες του παντελονιού του. Ανασηκωσε τους ώμους του "Απλώς λέω την αλήθεια."

Πέρασε το χέρι του μέσα από τις μπούκλες του προτού τρίψει τα μάτια του "Μου είναι δύσκολο να μιλάω για το παρελθόν μου... Από τότε που έχω αναμνήσεις, τα περισσότερα σκατα μου πήγαιναν. Επιχειρηματίας πατέρας που έλειπε πάντα στην δουλειά και όταν θυμόταν να έρθει σπίτι, έπινε μέχρι να ξεραθεί στον καναπέ. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί η μητέρα μου παρέμενε δίπλα του, αντί να μας πάρει και να φύγει. Τελικά το έκανε αυτός. Ήμουν 13 όταν ξαφνικά μια μέρα δεν επέστρεψε στο σπίτι. Ήταν σειρά της μάνας μου να το ρίξει στο ποτό. Από όταν ήταν ενός μέχρι σήμερα εγώ προσέχω την Ειρήνη. Εκείνη δεν είναι ικανή να είναι μάνα, μένει κλεισμένη στο δωμάτιο της για μέρες και βγαίνει μονάχα λίγες φορές τον μήνα. Καλύτερα για να σου πω την αλήθεια, δεν χρειάζεται να την βλέπει η Ειρήνη έτσι..."

Δεν ήθελε να του φέρει αντίρρηση ή να τον διακόψει αλλά η Μυρτώ δεν κρατήθηκε και είπε "Μην μιλάς έτσι, σε παρακαλώ. Είναι μητέρα σου, ακόμη και αν δεν είναι καλή σε αυτό."

Ο Αλέξανδρος την κοίταξε και ο μόνος λόγος που δεν της έδωσε την απάντηση που ήθελε πάνω σε αυτό το θέμα, ήταν το ότι ήξερε για την κατάσταση με τη δική της μητέρα.

"Από τα 14 άρχισα να δουλεύω στον υπόκοσμο. Μικροαγγαρειες που μου έδιναν καλή ανταμοιβή. Δεν μου άρεσε αλλά έπρεπε να το κάνω, είχα ένα μωρό στο σπίτι. Στα 16 μου ξεκίνησα με τους αγώνες. Τα λεφτά ήταν πολύ καλύτερα και χάρη σε αυτά έχουμε τώρα εγώ και η Ειρήνη αυτά που έχουμε. Δεν είμαι περήφανος για αυτό αλλά μετά από τέσσερα χρόνια έχω μάθει να μου αρέσει. Η αδρεναλίνη που νιώθω κατά τη διάρκεια του αγώνα, η δύναμη μετά την νίκη και το ότι χρησιμοποιώ το μυαλό μου για να κάνω τους σωστούς συνδιασμους χτυπημάτων."

"Αυτά με κάνουν αυτό που είμαι και δεν μπορώ να το αλλάξω. Έτσι είναι η ζωή, τι να κάνουμε..."

Τελείωσε να μιλάει και ένιωσε το χέρι της στην πλάτη του. Έστρεψε τα μάτια του από τον ορίζοντα σε εκείνη. Η Μυρτώ άφησε το χέρι της να χαϊδεψει το μάγουλο του, προτού τον φιλήσει.

"Το μποξ δεν σε κάνει αυτό που είσαι. Η αγάπη σου για την αδερφή σου και τους φίλους σου, το θάρρος, η γενναιότητα σου και η δύναμη σου σε κάνουν αυτό που είσαι." του χαμογέλασε μέσα από την καρδιά της.

Ακούμπησε ύστερα το μέτωπο της στο δικό του και με κλειστά τα μάτια του ψιθύρισε "Ευχαριστώ."

Εκείνος άνοιξε τα δικά του και την κοίταξε με ένα ύφος που ρωτούσε 'γιατί'.

"Που μου μίλησες για εσένα. Παρόλο που σου ήταν δύσκολο." του χαμογέλασε γλυκά και η κρύα καρδιά του ζεστάθηκε, όπως έκανε κάθε φορά που ήταν κοντά της.

Τύλιξε τα χέρια της γύρω του και έκρυψε το πρόσωπο της στο στερνο του "Είσαι τόσο δυνατός. Έχεις καταφέρει τόσα χρόνια να τα κάνεις όλα μόνος σου."

Ένιωσε τα χέρια του γύρω της ενώ ο Αλέξανδρος παρέμεινε σιωπηλός. Υπήρχε και κάτι άλλο που έπρεπε να ξέρει για εκείνον, αλλά προτίμησε να μην μιλήσει...

"Δεν μου είπες όμως από τι πρέπει να με προστατέψεις." σήκωσε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει.

Με αυτή της την πρόταση ο Αλέξανδρος ξέφυγε από τις σκέψεις του και την κοίταξε ξαφνιασμενος, καθώς πίστευε πως θα το είχε ξεχάσει.

Γυναίκες... Θυμούνται τι είπες από την πρώτη μέρα που τις γνώρισες...

Το βλέμμα του σκληρυνε και πήρε τα χέρια του από γύρω της. Το ίδιο έκανε και εκείνη όταν παρατήρησε την αλλαγή στη διάθεσή του.

"Αυτό δεν χρειάζεται να το ξέρεις." της απάντησε κοφτά προτού αρχίσει να απομακρύνεται από την προβλήτα. Κοίταξε μπερδεμένη την μεγάλη φιγούρα του που απομακρυνοταν όλο και περισσότερο από εκείνη.

Σταύρωσε τα χέρια της και δυσανασχετησε. Γύρισε να κοιτάξει ξανά τον ωκεανό αφού στήριξε τα χέρια της στα κάγκελα. Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να μην αφήσει τις σκέψεις της να επηρεαστούν πολύ από την συμπεριφορά του. Αυτό ήταν όμως αδύνατο.

Ήταν διπολικός. Αυτό το είχε καταλάβει. Την μια στιγμή της ανοίγεται και μιλάει για εκείνον λέγοντας της πράγματα που έχει πει σε ελάχιστους αν όχι σε κανέναν και την άλλη στιγμή, όλα αυτά χάνονται και την αφήνει μόνη της μόνο και μόνο για μια ερώτηση που του έκανε.

Τι θα μπορούσε να είναι τόσο επικίνδυνο πια που έπρεπε να της το κρύψει για να την προστατέψει; Ήξερε ότι ήταν μπλεγμένος με τον υπόκοσμο, αλλά το μόνο πράγμα που έκανε ήταν να παίζει μποξ. Ούτε σωματεμποριο έκανε, ούτε διακίνηση ναρκωτικών. Και το πιο επικίνδυνο άτομο που μπορεί να γνώριζε ήταν πιθανότατα κάποιος αντίπαλος μποξέρ τον οποίον εκείνη δεν γνώριζε. Οπότε γιατί ήταν τόσο μυστικοπαθης πάνω σε αυτό το θέμα;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top