|32

"Να καταλάβω τι;" ύψωσε λίγο την φωνή του, είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του.

"Και που πας μόνη σου μέσα στην νύχτα χωρίς κινητό;" τον άκουγε να περπατάει πίσω της όταν το ρώτησε αυτό.

Σταύρωσε τα χέρια της και δεν απάντησε. Συνέχισε να περπατάει με τον θυμό να βράζει μέσα της, σε αντίθεση με την παγωμένη νύχτα.

Ένιωσε το χέρι του στο μπράτσο της προτού την γυρίσει για να τον κοιτάξει. Τράβηξε το χέρι της από την λαβή του και σήκωσε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει θυμωμένη.

"Θες κάτι;"

"Να μου πεις τι στον διάολο σε έπιασε! Έχεις περίοδο ή κάτι;"

Η κοπέλα έμεινε να τον κοιτάει με το στόμα ανοιχτό. "Δεν χρειάζεται να έχω περίοδο για να σου είμαι θυμωμένη, μου φτάνει το γεγονός ότι είσαι μαλακας!" φώναξε και έκανε να γυρίσει να φύγει, εκείνος όμως την κράτησε.

"Παρτο πίσω αυτό." ετριξε μέσα από τα δόντια του αφού την τράβηξε επάνω του.

"Θα το έπαιρνα αν δεν ήταν αλήθεια..." ψιθύρισε ενώ τον κοιτούσε κατάματα και εκείνη τη στιγμή ο Αλέξανδρος έβλεπε αυτές τις σπίθες μέσα στα μελι της ματιά που λάτρευε τόσο.

"Και γιατί είναι αλήθεια;"

"Να το βρεις μόνος σου, Ιούδα."

Την κοίταξε για ένα λεπτό μπερδεμένος προτού το ύφος του αλλάξει σε ένα όπου έδειχνε πως είχε καταλάβει.

"Επειδή δεν είπα σε όλους ότι είμαστε μαζί;"

Τον έσπρωξε ελαφρά στο στήθος για να πάρει το χέρι του από γύρω της και το έκανε, βάζοντας μια μικρή απόσταση μεταξύ τους. "Δεν ήθελα να πεις σε όλους ότι είμαστε μαζί. Ήθελα απλώς να μην απομακρυνεσαι από εμένα λες και έχω λέπρα."

"Τς, υπερβάλεις..." ακούστηκε ενοχλημένος. "Είχα τους λόγους μου."

Στενεψε τα μάτια της η κοπέλα "Είμαι σίγουρη..."

"Τι πάει να πει αυτό;"

"Μην μαθευτεί ότι ο ζόρικος μποξέρ βρήκε γκόμενα και χάσεις τις θαυμάστριες σου..." μιλούσε και τα λόγια της εσταζαν φαρμάκι.

Ήταν σειρά του να στενέψει τα μάτια του "Γιαυτό νομίζεις πως το έκανα;"

Κούνησε με σιγουριά καταφατικά το κεφάλι της.

"Δεν το πιστεύω ότι είμαστε μαζί για λιγότερο από δύο μήνες και έχεις αρχίσει ήδη τις ζήλιες..." μουρμούρισε.

"Δεν θα ζήλευα αν δεν μου έδινες αφορμές! Άσε που πρώτος ζήλεψες εσύ με τον Αργύρη..."

"Εχω κάθε δικαίωμα να ζηλεύω, εντάξει;"

"Ορίστε;" απόρησε έκπληκτη "Και εγώ δεν έχω;"

"Εσύ είσαι αυτή που σου την πέφτουν τύποι όπου και να πας, δεν φταίω εγώ!" της εξήγησε.

"Ναι, γιατί εσύ πας πίσω!"

Έμεινε να την κοιτάει για λίγο ώσπου ένα μικρό, στραβό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του "Στα είκοσι χρόνια που είμαι ζωντανός, ευτυχώς δεν μου την έχει πέσει κανένας τύπος..."

Γύρισε το κεφάλι της λίγο στο πλάι και τον κοίταξε στραβά, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μείνει σοβαρή και να μην υποκύψει στο αστείο του "Τς, ξέρεις τι εννοώ."

Πέρασε το χέρι του μέσα από τις μαύρες μπούκλες του "Το μόνο που ξέρω είναι ότι λες μαλακιες. Άμα ήθελα τις άλλες δεν θα ήμουν μαζί σου. "

"Τότε γιατί με απέφευγες; Γιατί λες στους φίλους σου και στην αδερφή σου πως είμαστε μαζί αλλά φοβάσαι να το μάθουν και άλλοι; Δεν χρειάζεται να το διατυμπανιζουμε, αλλά όχι να κρυβόμαστε κιόλας. Τι φοβάσαι λοιπόν; "

"Δεν φοβάμαι..."

"Φοβάσαι." επέμενε η κοπέλα.

"Όχι!"

"Ναι!"

"Εντάξει φοβάμαι!" φώναξε τελικά και έμειναν απλώς να κοιτάνε ο ένας τον άλλον για λίγο.

"Φοβάμαι για εσένα. " συνέχισε ο Αλέξανδρος.

Η Μυρτώ ζαρωσε τα φρύδια της μπερδεμένη "Δεν καταλαβαίνω..."

"Αυτό είναι το θέμα, κάποια πράγματα δεν τα καταλαβαίνεις. Και δεν τα καταλαβαίνεις γιατί δεν γνωρίζεις αρκετά, αλλά για την δική σου ασφάλεια πρέπει να παραμείνει έτσι." εξήγησε, ήρεμος πλέον.

"Δηλαδή δεν θες να το μάθει ο κόσμος για το δικό μου καλό;"

"Ναι."

"Για να με προστατέψεις;"

"Ακριβώς..."

"Μάλιστα..." μουρμούρισε η κοπέλα, μπερδεμένη και ίσως απογοητευμένη που ήξερε πλέον στα σίγουρα πως κάτι της έκρυβε.

Με τα χέρια ακόμα σταυρωμένα, την κοίταξε "Να σε πάω σπίτι;"

Η Μυρτώ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της σε αυτή του την ερώτηση "Κρυώνω και πάνω στην μηχανή έχει ακόμα περισσότερο κρύο. Θέλω να καλέσω ταξί." απάντησε και άπλωσε την παλάμη της περιμένοντας να της επιστρέψει το κινητό της.

Με ένα απογοητευμένο ύφος και μια βαριά εκπνοή, το άφησε στο χέρι της. Την κοιτούσε ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο και έμεινε μαζί της μέχρι να εμφανιστεί το κίτρινο όχημα μπροστά τους.

Έσκυψε και άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της πριν προλάβει να φύγει λέγοντας "Καληνύχτα."

Η ίδια, δεν τον κοίταξε και πριν κλείσει την πόρτα του αμαξιού, ψιθύρισε σχεδόν "Καληνύχτα."

Έδωσε την οδό της στον οδηγό και στήριξε το μέτωπο της στο παράθυρο, καθώς κοιτούσε τα φώτα της πόλης και χανοταν στις σκέψεις της.

Ο Αλέξανδρος κοίταξε εκνευρίσμενος τις μαύρες μπότες του, προτού τριξει τα δόντια του και κλωτσήσει μια μικρή πέτρα που βρισκόταν δίπλα του. Άφησε το κεφάλι του να πέσει πίσω, ώστε να βλέπει τα άστρα και δυσανασχετησε.

Υπήρχαν πολλά που έκρυβε από την Μυρτώ και ήθελε να παραμείνει έτσι για πολύ καιρό ακόμα, για το δικό της καλό. Ήξερε όμως πόσο δυναμική, περίεργη και ξεροκέφαλη ήταν οπότε γνώριζε πως αυτό θα ήταν δύσκολο.

Έχοντας χάσει πλέον την καλή διάθεση που είχε, έστειλε μήνυμα στον Ορέστη πως θα επέστρεφε σπίτι του. Έβαλε το κράνος του και σε δευτερόλεπτα βρισκόταν στον δρόμο πάνω στην μηχανή. Όταν ένιωσε τον κρύο αέρα γύρω του συνειδητοποίησε πως τα μικρά χέρια της γύρω από των μέση του και εκείνη πάνω στην πλάτη του, τον έκαναν να νιώθει πολύ πιο όμορφα πάνω στο δίκυκλο, αλλά και για κάποιον λόγο ασφαλή.

Μπαίνοντας στο διαμέρισμα που ζούσε με την οικογένεια του, έκλεισε σιγά πίσω του την πόρτα, καθώς από τα σβηστά φώτα κατάλαβε πως κοιμοντουσαν. Έβγαλε το μπουφάν του και το κρέμασε δίπλα από την πόρτα. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε περπάτησε στον διάδρομο του διαμερίσματος και έφτασε έξω από την μισανοιχτη πόρτα του δωματίου της μικρής αδερφή τους. Έριξε μια ματιά μέσα και αφού είδε πως κοιμόταν ήρεμα, πήγε στο δικό του δωμάτιο.

Έκλεισε την πόρτα πίσω του, έβγαλε βιαστικά τις μπότες του και δίχως να κάνει το ίδιο με τα ρούχα του, έπεσε στο κρεβάτι του. Το κεφάλι του ακούμπησε το μαξιλάρι του την ίδια στιγμή που τα καστανά μαλλιά της Μυρτώς σκορπιστηκαν στο δικό της.

Εκείνο το βράδυ και οι δύο δυσκολεύτηκαν να κοιμηθούν, καθώς οι σκέψεις τους δεν τους το επέτρεπαν.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top