|30

Ο ήχος των δύο αμαξιών να περνάνε από μπροστά τους σε ταχύτητα φωτός, τρύπησε σχεδόν τα τύμπανα της Μυρτώς.

"Θα τρακαρουν!" ανησύχησε η κοπέλα.

Χασκογέλασε ακριβώς από πίσω της ο Αλέξανδρος "Στην ευθεία;" είπε ενώ κοιτούσε τα δύο αμάξια να τρέχουν στην ευθεία του παλιού αεροδιάδρομου.

"Μα δες πόσο τρέχουν!"

Ένιωσε τα χέρια του να τυλίγονται γύρω της από πίσω της "Μην ανησυχείς, ξέρει τι κάνει ο Νίκος." της είπε κοντά στο αφτί προτού αφήσει ένα φιλί λίγο πιο κάτω.

Αυτό την έκανε να χαλαρώσει ελαφρώς και να γύρει πίσω, επάνω του. Τα χέρια της βρήκαν τα δικά του και έμειναν εκεί. Δίπλα τους η Λυδία με τον Μιχάλη ήταν σε μια παρόμοια κατάσταση, ενώ οι τρεις φίλοι του έπιναν μπύρα από γυάλινα μπουκάλια κοιτώντας πότε τα αμάξια, πότε τις κοπέλες που περνούσαν από δίπλα τους.

Η Μυρτώ χαλάρωσε εντελώς μόνο όταν είδε μήνυμα από τον Νίκο που έλεγε πως είχε φτάσει στην γραμμή τερματισμού και είχε νικήσει κιόλας. Χαμογέλασε και πήρε το μπουκάλι μπύρας από το χέρι του Αλέξανδρου πριν πιει μια γουλιά.

Την κοιτάξει και εκείνη του χαμογέλασε, γύρισε στην αγκαλιά του και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιων της για να του δώσει ένα φιλί.

"Νίκησε!" του είπε και το άκουσαν και οι φίλοι τους. Ζητοκραύγασαν και γέλασαν, ενώ εκείνος απλώς χαμογέλασε. Και αυτό όχι επειδή νίκησε ο Νίκος. Δεν τον απασχολούσε αν νικούσε ή έχανε. Χαμογέλασε γιατί αυτό του προκαλούσε η κοπέλα που βρισκόταν μέσα στα χέρια του. Το να την βλέπει έτσι, τον έκανε να χαμογελάει.

Ο Νίκος εμφανίστηκε τελικά μέσα από το πλήθος με την Ελένη δίπλα του και δέχτηκε αγκαλιές από όλους τους φίλους του. Συμφώνησαν όλοι να βγουν για να γιορτάσουν άλλη μια νίκη του και μόνο όταν βρέθηκαν στα οχήματα ακούστηκε η φωνή του Αλέξανδρου.

"Εμάς θα πρέπει να μας αποχαιρετησετε." γύρισε μπερδεμένη η Μυρτώ να τον κοιτάξει με τα φρύδια της να σχηματίζουν ένα συνοφρυωμα και ένα ερωτηματικό βλέμμα.

Πριν προλάβει να ρωτήσει κανείς τους, συμπλήρωσε "Έχουμε κανονίσει."

Όλοι φάνηκαν εντάξει και τους ευχήθηκαν να περάσουν καλά και να χρησιμοποιήσουν προφυλάξεις.

Το τελευταίο βασικά το είπε ο Θάνος και αυτό αποτέλεσε στον Αλέξανδρο να τον πετύχει με μια πέτρα, ενώ η Μυρτώ απλώς ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινιζουν.

"Έχουμε κανονίσει και δεν το ξέρω;" τον ρώτησε τελικά όταν έφτασαν την μηχανή του.

"Έκπληξη!" απάντησε εκείνος με μια υποτιθέμενη ενθουσιώδη φωνή, η οποία κέρδισε ένα γέλιο από την Μυρτώ.

Της έδωσε το ένα κράνος, ενώ έβαλε το δικό του και αφού ανέβηκε στην μαύρη μηχανή, το ίδιο έκανε και η Μυρτώ αφού στηρίχτηκε από τους ώμους του.

Η μηχανή πήρε μπρος και πριν το καταλάβει η κοπέλα, πετούσαν στον δρόμο ανάμεσα από αμάξια. Τα χέρια της ήταν σφιγμένα γύρω από την μέση του, ενώ είχε στηρίξει το κεφάλι της στην πλάτη του, έτσι ώστε να βλέπει τα πολύχρωμα φώτα της πόλης να περνάνε μπροστά από τα μάτια της.

Τα φώτα αυτά όμως ελαττωθηκαν, ώσπου τελικά σχεδόν εξαφανίστηκαν και όταν κοίταξε γύρω της η Μυρτώ κατάλαβε πως ανέβαιναν τον δρόμο για τον λόφο δίπλα στην πόλη.

Λίγα λεπτά μετά είχαν φτάσει τουλάχιστον στην μέση του λόφου όταν κατάλαβε και άκουσε την μηχανή να σταματάει.

"Θα με αφήσεις;"

Συνειδητοποίησε η Μυρτώ πως δεν τον είχε αφήσει ακόμα. Πήρε λοιπόν τα χέρια της από γύρω του και αφού έβγαλε το κράνος της, του το έδωσε.

Κρατήθηκε από τους ώμους του ξανά για να κατέβει από την μηχανή και τα είχε σχεδόν καταφέρει, στο τελευταίο βήμα όμως το μικρό τακούνι από το μποτάκι της σκάλωσε κάπου στην μηχανή και έχασε την ισορροπία της.

Έκλεισε τα μάτια της και ήταν έτοιμη να νιώσει το σκληρό έδαφος από κάτω της, αντ' αυτού όμως ένιωσε δύο γερά χέρια να τυλίγονται γύρω της. Άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε το μαγευτικό πράσινο χρώμα των δικών του.

Δεύτερη φορά που είχε βρεθεί σε αυτή τη κατάσταση "Νομίζω πως πρέπει να σταματήσουμε να βρισκόμαστε σε αυτή τη θέση." χαμογέλασε στραβά εκείνος, με αυτή τη μοναδική γοητεία του.

Χαμογέλασε και η Μυρτώ και χαιρόταν από μέσα της που ο φωτισμός ήταν χαμηλός και δεν φάνηκε το ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλα της.

Σηκώθηκε καλά στα πόδια της και εκείνος πήρε τα χέρια του από γύρω της, προτού εκείνη ρωτήσει "Τι κάνουμε στην μέση του πουθενά με αυτό το ψοφοκρυο;"

Έτριψε τα μπράτσα της πάνω από το χοντρό μπουφάν της για να δημιουργήσει θερμότητα. Εκείνος έβαλε στην άκρη τα δύο κράνη, προτού περάσει το χέρι του γύρω από τους ώμους της.

"Κάπου εδώ σκεφτόμουν πως θα ήταν κατάλληλο μέρος για την δολοφονία σου. Δεν συμφωνείς;" ρώτησε με ένα γελάκι.

"Χα χα. Ξεκαρδιστικα." αποκρίθηκε η Μυρτώ αλλά χαμογέλασε, καθώς το βρήκε ελάχιστα αστείο.

Παρατήρησε πως πλησίαζαν ένα σχετικά μικρό, ξύλινο κιόσκι, το οποίο ήταν καλυμμένο γύρω-γύρω με παράθυρα και έτσι θα τους προφυλασσε από το κρύο. Άνοιξε ο Αλέξανδρος την μικρή πόρτα και πέρασαν μέσα. Το κρύο σίγουρα είχε ελαττωθει αλλά δεν είχε εξαφανιστεί εντελώς.

Οι κουβέρτες που βρίσκονταν όμως εκεί, μαζί με λίγα κεριά και μια σακούλα που φαινόταν να έχει φαγητό, την έκαναν να νιώσει λίγη ανακούφιση.

"Το είχες καλά σχεδιασμένο." παρατήρησε.

"Δεν κάνω ποτέ μισές δουλειές." απάντησε ο Αλέξανδρος.

"Ποιος θα πίστευε πως ο Αλέξανδρος Σωτηρίου είναι ρομαντικός τύπος." χαμογέλασε η κοπέλα παιχνιδιαρικα.

Εκείνος χασκογέλασε λίγο. Έδωσε μια από τις κουβέρτες στην κοπέλα και εκείνη κάθισε αναπαυτικά στο ξύλινο παγκάκι που ήταν κολλημένο στην άκρη στο κιοσκι. Άρχισε να ανάβει τα κεριά και αφού τα τοποθέτησε στις γωνίες, άνοιξε την σακούλα και με την μυρωδιά που απλώθηκε σε όλο τον χώρο, επιβεβαιωθηκε η Μυρτώ πως περιείχε φαγητό. Ήλπιζε πως ο ήχος της πεινασμένης κοιλιάς της δεν ακούστηκε δυνατά, δεν μπορούσε να κάνει όμως και αλλιώς, καθώς η μυρωδιά ήταν απλώς υπέροχη.

Έδωσε ένα κουτί στην Μυρτώ και αφού πήρε και την δική του κουβέρτα, κάθισε δίπλα της με το φαγητό του. Η Μυρτώ άνοιξε το κουτί της και γύρισε να τον κοιτάξει.

"Το καλύτερο μαγειρευτό φαγητό σε ολόκληρη την πόλη." της χαμογέλασε και άρχισε αμέσως να τρώει.

Γέλασε εκείνη "Να φανταστώ, η μητέρα σου το μαγείρεψε;"

Ο Αλέξανδρος άρχισε να βήχει απότομα, καθώς είχε στραβοκαταπιει. Ήπιε λίγο νερό και συνήλθε.

"Είσαι καλά; Τι είπα;" τον ρώτησε ανήσυχη.

"Δεν είπες τίποτα." την διαβεβαίωσε προτού φάει μια ακόμα μπουκιά.

Τότε σκέφτηκε η Μυρτώ και το άλλο "Μήπως δεν έχεις μητέρα και σε τάραξα; Συγγνώμη, εγώ δεν-"

"Μυρτώ σταμάτα." την κοιτάξει ουδέτερα αλλά η κοπέλα είδε τον μυ στο σαγόνι του να σφίγγεται "Έχω μητέρα, δεν θέλω να το συζητήσω όμως."

Κούνησε γρήγορα το κεφάλι καταφατικά η κοπέλα "Εντάξει, συγγνώμη."

"Δεν χρειάζεται να απολογείσαι. Τρωγε τώρα όμως... " αποκρίθηκε εκείνος και επικράτησε μεταξύ τους μια άνετη ησυχία ενώ και οι δύο έτρωγαν. Την ησυχία αυτή ταραζαν μονάχα δύο-τρεις κουβέντες που αντάλλαζαν προσπαθώντας να μάθουν περισσότερα ο ένας για τον άλλον.

"Είχες παρεξηγηθεί όταν σε είχα αποκαλέσει πριγκίπισσα. Γιατί δεν μου λες κάτι παραπάνω για την ζωή σου;" της πρότεινε αφού είχαν τελειώσει το φαγητό τους.

Έτσι όπως ήταν στηριγμένη στο στήθος του, σήκωσε λίγο το κεφάλι της για να τον κοιτάξει προτού κοιτάξει ξανά την θέα μπροστά της. Τα φώτα της πόλης που έδειχναν πως ήταν ζωντανή ακόμα και εκείνη την ώρα.

Ξεροκατάπιε και άρχισε να μιλάει "Προσπαθούσα πάντα να μην απογοητεύσω τους γονείς μου. Βλέπεις ο ένας είναι πασίγνωστος δικηγόρος στην χώρα, ενώ η άλλη σπουδαγμένη στην Γαλλία με τις καλύτερες γνώσεις στην υψηλή ραπτική. Έτσι πίστευα πως το λιγότερο που μπορούσα να κάνω είναι να είμαι πάντα άριστη στα μαθήματα μου. Στο σχολείο, στα αγγλικά, στα γαλλικά, στο πιάνο, στο μπαλέτο... Παντού."

"Προφανώς όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για την μητέρα μου. Άφησε εμένα και τον πατέρα μου όταν ήμουν μόλις δέκα. Βλέπεις, τα μοντέλα της και τα ρούχα της ήταν πιο σημαντικά από την οικογένεια της. Για δύο χρόνια προσπαθούσα να έρθω σε επαφή μαζί της. Γράμματα, μηνύματα, κλήσεις τα πάντα, ό,τι μπορείς να φανταστείς για να έρθει κανείς σε επικοινωνία με κάποιον. Ώσπου στα δώδεκα κατάλαβα πως δεν θα επέστρεφε και σταμάτησα να προσπαθώ. Ήταν δύσκολο αλλά μετά από έναν ακόμα χρόνο έβαλα τον εγωισμό μου πάνω από όλα και την ξέχασα. Ξέχασα πως είχα ποτέ μητέρα."

"Συνέχισα την ζωή μου κανονικά με τον πατέρα μου. Φυσικά αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο ούτε για εκείνον. Ήμουν τυχερή όμως που ήταν δυνατός και δεν κατέληξε σαν αυτούς τους αλκοολικούς πατεράδες που το ρίχνουν στο ποτό όταν τους αφήνουν οι γυναίκες τους. Δεν ξέρω πλέον που βρίσκεται αυτή η γυναίκα και για να πω την αλήθεια, δεν θέλω να μάθω."

Τελείωσε και ένιωσε ένα βάρος να σηκώνεται από πάνω της. Δεν πίστευε πως θα της έκανε τόσο καλό το να διηγηθεί όλη αυτή την ιστορία σε κάποιον άλλον. Το ένιωσε όμως, ένιωθε ήδη καλύτερα. Ίσως βέβαια είχε να κάνει και το γεγονός πως το άτομο στο οποίο το είπε ήταν ο Αλέξανδρος...

Ένιωσε το δάχτυλο του στο πηγούνι της και σήκωσε το κεφάλι της έτσι ώστε να τον κοιτάει. Ο Αλέξανδρος περίμενε να δει τουλάχιστον λίγα δάκρυα στα μάτια της, αλλά αντ' αυτού η έκφραση της ήταν απολύτως ουδέτερη. Η αλήθεια ήταν πως σχεδόν οχτώ χρόνια μετά πια, η Μυρτώ το είχε ξεπεράσει. Δεν είχε ξεπεράσει φυσικά το γεγονός πως η μητέρα της την είχε εγκαταλείψει, πότε δεν θα το έκανε. Είχε ξεπεράσει όμως το στάδιο όπου έκλαιγε και μόνο στην ανάμνηση της.

Την ανάμνηση του χαμόγελου της που έφτανε ως τα καφέ ματιά της μονάχα όταν ήταν με καλεσμένους, πελάτες, συγγενείς ή όταν ήταν ακόμα μικρή η Μυρτώ. Των καφέ μαλλιών της που ήταν πάντοτε πιασμένα σε έναν άψογο κότσο. Των αψογων ρούχων της με τα τέλεια αξεσουάρ και παπούτσια.

Τα χείλη του Αλέξανδρου πάνω στα δικά της την έβγαλαν από τις σκέψεις της, στις οποίες ήταν βαθιά βυθισμένη και ανταποκριθηκε στο άγγιγμα του.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και στήριξε ξανά το κεφάλι της στο στερνο του, ενώ ήρθε ακόμα πιο κοντά του. "Σειρά σου να μου πεις κάτι για την οικογένεια σου."

Τον ένιωσε να σφίγγεται προτού τελικά της απαντήσει "Ίσως κάποια άλλη φορά."

Η απάντηση του δεν της άρεσε, καθώς εκείνη του είχε μιλήσει. Εκτός από αυτό όμως, ήθελε να τον γνωρίσει περισσότερο. Δεν έδειξε όμως την ενόχληση της και συνέχισαν την βραδιά σε μια άνετη ησυχία, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, να κοιτάνε τα φώτα της πόλης να σβήνουν ένα ένα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top