|24

Μετά από ώρα αναζήτησης, επέλεξε επιτέλους ένα βιβλίο και κάθισε σε ένα από τα πολλά τραπέζια της δημόσιας βιβλιοθήκης. Δεν είχε ιδέα για ποιον λόγο βρισκόταν εκεί... Τις τελευταίες μέρες ένιωθε πνιγμένη με την καθημερινή ρουτίνα της. Διάβασμα ή δουλειά μέσα στους τοίχους του σχολείου, του κτηνιατρείου ή του δωματίου της. Δεν είχε βγει καθόλου και η επικοινωνία της με τον οποιοδήποτε ήταν ελάχιστη, καθώς όλοι οι φίλοι και γνωστοί της -οι οποίοι δεν ήταν και πολλοί- είχαν και εκείνοι υποχρεώσεις.

Εκτός από όλα αυτά, δεν είχε καθόλου καλή διάθεση. Η ίδια ήθελε να πιστέψει πως έφταιγε απλώς ο χειμωνιάτικος καιρός, αλλά βαθιά μέσα της ήξερε πως έφταιγε εκείνος. Μέσα στο χρονικό διάστημα των δύο εβδομάδων τον είχε δει μονάχα δυο-τρεις φορές στους διαδρόμους του σχολείου και δεν είχαν ανταλλάξει καμία κουβέντα, ούτε καν ένα βλέμμα.

Μόνο οι τρεις φίλοι του της χαμογελούσαν που και που όταν την έβλεπαν και κάποιες φορές την ενοχλούσε αυτό, γιατί το χαμόγελο τους την έκανε να νιώθει πως την λυπόντουσαν. Θα νόμιζαν πως ήταν καμιά καημένη κοπελίτσα που έτρεχε πίσω από το 'κακό αγόρι' του σχολείου, επειδή τον ήθελε και πως τελικά είχε φάει απόρριψη και αυτό την εξόργιζε και μόνο στην σκέψη. Παρόλο που στην ουσία είχε γίνει κάτι τέτοιο...

Κοίταξε το εξώφυλλο του ρομαντικού μυθιστορήματος που είχε επιλέξει -ούτε επίτηδες να το έκανε- προτού ανοίξει το βιβλίο και αρχίσει να διαβάζει. Ένιωσε όμως σύντομα μια παρουσία πίσω της και όταν γύρισε να κοιτάξει, ξαφνιάστηκε από τον άγνωστο που αντίκρισε.

"Κατά την γνώμη μου υπάρχουν και καλύτερα ρομαντικά μυθιστορήματα..." δεν περίμενε η φωνή του να είναι τόσο βαθιά και ωραία.

Έσπρωξε τα μαύρα, τετράγωνα γυαλιά του πιο ψηλά στην μύτη του και ήρθαν στην ίδια ευθεία με τα γαλάζια ματιά του. "Συγγνώμη αν σε τρόμαξα."

Κούνησε το κεφάλι της η Μυρτώ, επαναφεροντας τον εαυτό της στην πραγματικότητα και μίλησε επιτέλους "Δεν με τρόμαξες. Μην ανησυχείς."

Χαμογέλασε εκείνος και εκείνη ανταπέδωσε ένα μικρό χαμογελάκι.

"Και νομίζω πως έχεις δίκιο, σίγουρα υπάρχουν καλύτερα βιβλία από αυτό." συμπλήρωσε η κοπέλα και έκλεισε το βιβλίο που δεν της άρεσε από τις πρώτες σελίδες που διάβασε. Ήταν πολύ κλισέ...

"Είσαι καινούργια εδώ ή απλώς εγώ δεν σε έχω ξαναδεί;" την ρώτησε και ίσιωσε πάλι τα γυαλιά του.

"Το πρώτο." απάντησε εκείνη.

"Εσύ; Έρχεσαι συχνά εδώ;"

"Εγώ δουλεύω εδώ. Κάνω την πρακτική μου για την ακρίβεια." εξήγησε ο ξανθός νεαρός.

"Αααα μάλιστα. Βιβλιοθηκαριος θα γίνεις δηλαδή;"ρώτησε ύστερα.

Ίσιωσε ξανά τα γυαλιά του, μια αμήχανα συνήθεια, κατάλαβε η Μυρτώ. "Όχι, για την ακρίβεια σκοπεύω να δουλέψω σε εκδοτικό οίκο."

"Και τότε τι δουλειά έχεις εδώ;"

Ανασήκωσε τους ώμους του "Είναι η μόνη δουλειά που κατάφερα να βρω πάνω στο στοιχείο μου, τα βιβλία."

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της η Μυρτώ "Κατάλαβα." είπε και γύρισε λίγο το βλέμμα της στο βιβλίο στα χέρια της.

"Αργύρης." τον άκουσε να λέει και είδε το χέρι του απλωμένο μπροστά της.

Χαμογέλασε αμήχανα όταν συνειδητοποίησε πως δεν είχαν συστηθεί. Άπλωσε και η ίδια το χέρι της και κούνησε το δικό του σε μια χειραψία. Η λαβή του ήταν δυνατή αλλά όχι επώδυνη και το χέρι του ήταν ζεστό. Στην κίνηση του αυτή, η ωραία κολόνια του έφτασε στην μύτη της.

"Μυρτώ." αποκρίθηκε εκείνη.

Άνοιξε το στόμα του και ήταν έτοιμος να μιλήσει, τον απέτρεψε όμως μια κυρία που τον κάλεσε στο μπροστινό γραφείο της βιβλιοθήκης.

Δυσανασχετεισε αλλά δεν διαμαρτυρηθηκε, ισιωσε απλώς τα γυαλιά του. "Ελπίζω να σε δω ξανά." της χαμογέλασε.

"Και εγώ το ίδιο." χαμογέλασε και η κοπέλα και εννοούσε αυτό που έλεγε. Θα ήθελε να τον δει ξανά, της ήταν συμπαθής.

Ο Αργύρης έφυγε και την άφησε μόνη της. Η Μυρτώ είχε χάσει πλέον το ενδιαφέρον για το βιβλίο -το οποίο δεν ήταν τελικά και τόσο ωραίο- αλλά και για οποιοδήποτε άλλο βιβλίο και έτσι αφού το επέστρεψε στην θέση του, βγήκε από την δημοτική βιβλιοθήκη.

Έκρυψε τα χέρια της στις ζεστές τσέπες του μπουφάν της και με ένα γρήγορο βήμα, ξεκίνησε για να φτάσει στη ζέστη του σπιτιού της όσο πιο γρήγορα γινόταν.

Στη μέση της διαδρομής, άκουσε το κινητό της να χτυπάει και το σκεφτόταν πολύ σοβαρά να το αγνοήσει, για να μην χρειαστεί να βγάλει τα χέρια της από τις τσέπες της στο έντονο κρύο. Τελικά όμως απάντησε και άκουσε στην άλλη άκρη την φωνή της κολλητής της.

"Που σε βρίσκω;"

"Στον δρόμο για το σπίτι." απάντησε η Μυρτώ προτού τραβήξει το κασκόλ της πιο ψηλά στην κόκκινη από το κρύο μύτη της.

"Αααα ωραία, κάνε αναστροφή και ξεκινά για το σπίτι μου."

Σταμάτησε τα βήματα της η Μυρτώ "Γιατί;"

"Γιατί θα βγούμε!"

Ρολαρε τα μάτια της η κοπέλα, νόμιζε πως είχε γίνει κάτι σημαντικό. Συνέχισε να περπατάει στο πεζοδρόμιο λέγοντας "Είναι Παρασκευή βράδυ και έξω έχει ψωφοκρυο. Έχω σκοπό να κάνω ένα καυτό μπάνιο και να κρυφτώ στις κουβέρτες μου με ζεστή σοκολάτα και ένα από τα βιβλία μου αγκαλιά, μέχρι να χρειαστεί να έρθω ξανά σε επαφή με τον έξω κόσμο. Οπότε μην με συμπεριλάβεις σε οποιαδήποτε σχέδια σου για απόψε. Ή αύριο... Ή την Κυριακή..." είπε τελικά. Παρόλο που τώρα γυρνούσε από την δημοτική βιβλιοθήκη, στην οποία δεν είχε πάει για κανέναν συγκεκριμένο λόγο...

"Από ποτέ έγινες εσύ ένα τόσο αντικοινωνικο σκουληκάκι;" γέλασε η κολλητή της.

"Δεν είμαι αντικοινωνική!" διαμαρτυρηθηκε αμέσως η Μυρτώ. "Απλώς το ξέρεις πως τον χειμώνα με πιάνει η κατάθλιψη που θέλω να είμαι όλη την ώρα στο κρεβάτι μου."

"Το ξέρω αλλά ήρθε ο καιρός να αλλάξει αυτό. Αυτός θα είναι ο χειμώνας που δεν θα είσαι κάθε μέρα στο κρεβάτι σου αν δεν είσαι στο σχολείο ή στο κτηνιατρείο."

Ξεφυσηξε η κοπέλα "Εμένα με ρώτησες αν θέλω;"

"Δεν ακούω τίποτα. Θα μας πάει ο Μιχάλης σε ένα άλλο κλαμπ που δεν έχουμε πάει. Ο Νίκος βέβαια στην αρχή έφερε αντίρρηση, κάτι έλεγε ότι δεν είναι ωραίο μέρος αλλά τέλος πάντων, θα πάμε... Αντε περπάτα πιο γρήγορα, θα ζεσταθείς κιόλας!"

"Και πες ότι έρχομαι σπίτι σου και θα βγούμε, τι θα βάλω ρε βλήμα αφού τα ρούχα μου είναι στο σπίτι μου;"

"Έμ, θα βάλεις κάτι από τα δικά μου;" απάντησε η Λυδία με έναν τόνο που έδειχνε πως το θεωρούσε αυτονόητο.

"Δεν πρόκειται! Άσε με ήσυχη! Αντε κλείνω, bye..."

"Μυρτώ Παπαστεφανου, έτσι και τολμήσεις να κλείσεις το τηλ-"

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια της η Λυδία, η κολλητή της είχε ήδη τερματίσει την κλήση και έβγαζε τα κλειδιά του σπιτιού από την τσάντα της.

Άνοιξε την πόρτα, πέταξε το παλτό της και την τσάντα της από πάνω της και έτρεξε πάνω στο δωμάτιο της. Έβγαλε τα ρούχα της που είχαν πάρει την κρύα θερμοκρασία του καιρού έξω, προτού βάλει τις ζεστές βαμβακερες πιτζάμες της και χωθεί κάτω από το πάπλωμα της.

Άνοιξε το βιβλίο που διάβαζε εκείνη την περίοδο και συνειδητοποίησε πως είχε ξεχάσει να κάνει την ζέστη σοκολα που σκεφτόταν.

Δεν βαριέσαι... σκέφτηκε και παρέμεινε στο κρεβάτι της. Θα επιζούσε και χωρίς την σοκολάτα της αν αυτό σήμαινε πως δεν θα έφευγε από τις κουβέρτες της.

Εκείνη τη στιγμή όμως ακούστηκε το κουδούνι να χτυπάει και η Μυρτώ έβρισε από μέσα της.

"Πλάκα μου κάνεις τώρα..." μουρμούρισε και πέταξε το πάπλωμα από πάνω της νευριασμενη.

Με βαριά βήματα κατέβηκε τα σκαλιά και έφτασε στην πόρτα με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα. Την άνοιξε και δυσανασχετησε με το άτομο που βρήκε μπροστά της.

Φρύδι σηκωμένο, χέρι στον γοφο και το τακούνι του παπουτσιού της να χτυπάει στην βεράντα της. "Σου είπα να μην κλείσεις το τηλέφωνο..."

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top