|20

Ο αγώνας είχε τελειώσει και ο Νίκος ήταν ο νικητής με μεγάλη διαφορά.

Όλη η παρέα πια -μαζί και η Ελένη, η κοπέλα του Νίκου- βρισκόταν σε μια γνωστή πιτσαρία με την καλύτερη πίτσα της πόλης. Η Μυρτώ είχε καταλάβει πως ο Νίκος ήταν τελικά καλός φίλος με τον Αλέξανδρο αλλά και όλα τα παιδιά της παρέας του, παρόλο που τόσο καιρό της έλεγε να μείνει μακρυά του.

Προφανώς δεν είχε κάποιο πρόβλημα μαζί του, αλλά μόνο με το γεγονός πως ανήκε και αυτός στον κόσμο της παρανομίας.

Κουβεντιαζαν και γελούσαν δυνατά όταν η πόρτα του μαγαζιού άνοιξε και ένιωσαν τον κρύο φθινοπωρινό αέρα να μπαίνει μέσα στο μαγαζί.

Η Μυρτώ κοίταξε στην πόρτα και ένα ρίγος την διαπέρασε, όχι μόνο από το κρύο που την έφτασε αλλά και από την παρουσία ενός νέου ατόμου στον χώρο.

Το γέλιο της κόπηκε αμέσως και κατέβασε το κεφάλι της κοιτώντας επίμονα το κομμάτι πίτσα που είχε περισέψει στο πιάτο της.

"Τι έπαθες;" γέλασε ο Νίκος.

"Ε; Τίποτα." απάντησε γρήγορα. Ο Αλέξανδρος δίπλα της παρατήρησε την αλλαγή στην συμπεριφορά της επίσης και αυτόματα τα μάτια του πήγαν στην πόρτα. Έτριξε τα δόντια του και έσφιξε τις γροθιές του. Ενστικτωδώς, το χέρι του απλώθηκε στην πλάτη της καρέκλας της Μυρτώς και πρώτη φορά εκείνο το βράδυ, η κοπέλα ήταν ευγνώμων που ο αγριάνθρωπος καθόταν δίπλα της. Το άρωμα του και το χέρι του γύρω από την πλάτη της την έκαναν να νιώσει ασφάλεια αμέσως.

Οι βαριές μπότες εκείνου και τον φίλων του ακούγονταν στο ξύλινο δάπεδο του μαγαζιού, ώσπου σταμάτησαν μπροστά από το τραπέζι τους.

"Βρε βρε, όλα τα καλά παιδιά εδώ..." τον άκουσε η Μυρτώ να λέει. Ένιωσε τον Αλέξανδρο δίπλα της να τσιτώνεται και παρακαλούσε από μέσα της να συγκρατηθεί και να μην κάνει σκηνή.

"Ωπ, Λουκά. Πως και από εδώ;" χαμογέλασε ο Νίκος και η Ελένη, ενώ όλοι οι άλλοι στο τραπέζι ήταν σκυθρωποί και κοιτούσαν τα πιάτα τους.

"Πεινάσαμε και είπαμε να έρθουμε να τσιμπήσουμε κάτι. Αν ξέραμε ότι είχατε μια τόσο όμορφη παρέα, θα σας είχαμε πει να έρθουμε και εμείς μαζί σας." ακούγοντας αυτά του τα λόγια, η κοπέλα ένιωσε το βλέμμα του να καίει το πρόσωπο της.

"Μπορείτε και τώρα να κάτσετε. Θα τους πούμε να φέρουν ένα ακόμα τραπέζι..."

Ενστικτωδώς η Μυρτώ γύρισε να κοιτάξει απότομα τον κολλητό της. Προσκαλούσε τον λύκο μέσα στα πρόβατα...

Ο Νίκος απλώς την κοίταξε χωρίς να καταλάβει την δυσαρέσκεια της ως προς τους τρεις όρθιος νεαρούς, προτού γυρίσει το βλέμμα του πάλι προς αυτούς.

"Δεν πειράζει μωρέ, δεν νομίζω έτσι και αλλιώς να είμαστε πολύ ευπρόσδεκτοι." είπε με το συνηθισμένο αλαζονικό χαμόγελο του και αφού τους αποχαιρέτησαν, έφυγαν από το μαγαζί.

"Τι εννοούσε βρε παιδιά; Δεν τους συμπαθείτε;" ρώτησε ο Νίκος.

Άνοιξε το στόμα της η Λυδία αλλά η Μυρτώ την πρόλαβε πριν μιλήσει "Απλώς θέλαμε να είμαστε μόνο οι στενοί φίλοι, δεν τους ξέρουμε καλά..."

Ο Νίκος κούνησε απλώς καταφατικά το κεφάλι του και πριν συνεχίσει την πίτσα του, το βλέμμα του έπεσε στο χέρι του Αλέξανδρου, το οποίο βρισκόταν ακόμα στην καρέκλα της κολλητής του.

Ο ίδιος το παρατήρησε αυτό και το τράβηξε για να πιάσει το ποτήρι με την μπύρα του.

Η βραδιά συνέχισε ήρεμα, σε ένα άνετο κλίμα αφού είχαν φύγει εκείνοι. Είχε πάει αργά η ώρα όταν αποφάσισαν να φύγουν.

Για ακόμα μια φορά, η Μυρτώ χωρίς να το θέλει, βρέθηκε συνοδηγός με τον Αλέξανδρο, καθώς όλοι είχαν βολευτεί στα άλλα οχήματα πριν από αυτή. Αυτή την φορά όμως δεν θα ήταν συνοδηγός στο αμάξι του αλλά...

"Δεν ανεβαίνω εγώ σε αυτό το πράγμα." ανακοίνωσε η κοπέλα.

"Αυτό το πράγμα, το λέω μηχανή στο χωριό μου. Και είτε θα ανέβεις για να σε πάω σπίτι ή θα περπατήσεις μέχρι το κέντρο για να φτάσεις στο σπίτι σου."

"Καλώς." είπε εκείνη και βάζοντας τα χέρια της στις τσέπες του μπουφάν της για να τα προστατέψει ακόμα περισσότερο από το κρύο, πέρα από τα γάντια που φορούσε, άρχισε να περπατάει προς την κατεύθυνση του σπιτιού της.

Άκουσε πίσω της τον κινητήρα της μηχανής να ζωντανεύει και σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα εκείνος βρισκόταν στον δρόμο δίπλα της.

"Μυρτώ ανέβα επάνω." ήταν απόλυτος.

Τον αγνόησε και συνέχισε να περπατάει. Δεν πρόλαβε να ανοιγοκλείσει τα μάτια της προτού βρεθεί στον αέρα, μέσα σε δύο γερά μπράτσα και αφού μια τσιρίδα της ξέφυγε, βρέθηκε επάνω στην όμορφη μαύρη μηχανή.

Κακά τα ψέματα, οι μηχανές πάντα τις άρεσαν, όπως και τα αμάξια, αλλά μόνο για να τις βλέπει. Δεν ήθελε να οδηγήσει ποτέ της και φοβόταν πολύ για να ανέβει σε μια.

"Πας καλά παιδί μου;!" του φώναξε και προσπάθησε να κρατηθεί γερά από την σέλα της μηχανής.

Εκείνος απλώς κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας, έτοιμος να γελάσει. Πήρε στα χέρια του ένα από τα δύο κράνη και το έβαλε στο κεφάλι της Μυρτώς, προτού βάλει και ο ίδιος το δικό του.

Ανέβηκε στην μηχανή και πριν ξεκινήσει της είπε "Καλύτερα να κρατηθείς από επάνω μου."

Αρνήθηκε η κοπέλα λέγοντας "Καλά είμαι και έτσι." ενώ κρατιοταν όσο μπορούσα από τα πλάγια της σέλας.

"Καλά..." μουρμούρισε εκείνος και με το ένα άκρο των χειλιών του σηκωμένο, σήκωσε το σταντ της μηχανής.

Δεν είχε προλάβει να οδηγήσει ούτε για δύο μέτρα όταν ένιωσε τα χέρια της Μυρτώς να πετάγονται και να τυλίγονται γύρω από την μέση του. Ένιωσε το κεφάλι της να ακουμπάει την πλάτη του και την λαβή της γύρω από τον κορμό της να είναι παρόμοια με εκείνη ενός πύθωνα.

Δεν τον πείραζε όμως καθόλου. Στον αέρα της παγωμένης νύχτας επάνω στην μηχανή, το άγγιγμα εκείνης τον έκανε να καίει ολόκληρο.

Η Μυρτώ με το κεφάλι της στηριγμένο επάνω του, κοιτούσε έκπληκτη πως τα φώτα της πόλης περνούσαν τόσο γρήγορα μπροστά από τα μάτια της. Δεν υπήρχε πολύ κίνηση στους δρόμους οπότε δεν χρειαζόταν να μειώσουν ταχύτητα και έτσι το απολάμβανε περισσότερο.

Δεν ήθελε να το παραδεχτεί αλλά της άρεσε η αίσθηση των χεριών της γύρω από τον γεροδεμένο κορμό του. Της άρεσε η ζεστασιά και η ασφάλεια που της προσέφερε, παρόλο που βρισκόταν πάνω σε μια μηχανή που κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα, ένα κρύο βράδυ του φθινοπώρου.

Χωρίς να το καταλάβει είχαν φτάσει έξω από το σπίτι της. Το αμάξι του πατέρα της έλειπε ξανά...

"Μπορείς να με αφήσεις τώρα..." σχεδόν άκουγε το αλαζονικό χαμογελάκι που υπήρχε στα χείλη του.

Τράβηξε γρήγορα τα χέρια της και προσπάθησε να κατέβει από την μηχανή. Φυσικά τόσο απρόσεκτη που ήταν όμως, κατέληξε στα χέρια του Αλέξανδρου, ο οποίος την είχε πιάσει πριν προλάβει να χτυπήσει στο έδαφος.

"Τόσο απρόσεκτη..." μουρμούρισε και την σήκωσε στα πόδια της, πριν πάρει τα χέρια του γύρω από την μέση της.

Η Μυρτώ δεν είπε τίποτα, τον κοίταξε απλώς στραβά προσπαθώντας να αγνοήσει το αίσθημα ανατριχίλας από το άγγιγμα του.

Μουρμούρισε ένα 'ευχαριστώ' που την είχε φέρει σπίτι και άρχισε να περπατάει προς την πόρτα του σπιτιού της.

Είχε φτάσει την βεράντα και έβγαζε τα κλειδιά της από την τσάντα της όταν τον ένιωσε πίσω της. Γύρισε να τον κοιτάξει.

"Τι κάνεις;" ρώτησε μπερδεμένη.

"Περιμένω να ανοίξεις."

"Δεν πρόκειται να έρθεις μέσα." γέλασε η κοπέλα και πήγε να ανοίξει την πόρτα.

"Καλά, τότε θα πρέπει να το κάνω εδώ."

"Τι να κα-" πήγε να ρωτήσει αλλά δεν κατάφερε να βγάλει άλλη λέξη από το στόμα της.

Σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα εκείνος την είχε πάρει από το χέρι, την είχε τραβήξει επάνω του και πριν προλάβει η κοπέλα να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, είχε ενώσει τα χείλη τους.

Προς μεγαλύτερη έκπληξη της το φιλί του ήταν απαλό. Θα ήταν ψέματα αν έλεγε η Μυρτώ πως δεν είχε σκεφτεί ποτέ της τα χείλη του στα δικά της, σίγουρα το είχε σκεφτεί και πολλές φορές μάλιστα. Πάντα όμως περίμενε το φιλί του να είναι άγριο και δυνατό, ακριβώς σαν τον χαρακτήρα του.

Ήταν όμως ήρεμο, απαλό θα τολμούσε κάνεις να το πει στοργικό, δεν είχε καμία ένταση. Η γλώσσα του πέρασε από το κάτω χείλος της και αυθόρμητα η κοπέλα χώρισε τα χείλη της για εκείνον.

Τα χέρια του έσφιξαν γύρω από την μέση της ενώ εκείνη χωρίς να ξέρει τι να κάνει με τα δικά της, τα άφησε πάνω στο σφιχτό στερνο του.

Η γλώσσα του χάιδεψε την δικιά της και όταν η Μυρτώ ήταν έτοιμη να ανταποδώσει την κίνηση, εκείνος τραβήχτηκε και στήριξε απλώς το μέτωπο του στο δικό της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και αφού άνοιξε τα βλέφαρά του, αντίκρισε τις σπίθες στα μάτια της.

Άφησε ένα τελευταίο απαλό φιλί στο μέτωπο της και χωρίς να πει καμία λέξη, ανέβηκε στην μηχανή του και έφυγε, αφήνοντας την Μυρτώ σαστισμενη στην βεράντα της να κοιτάει τον άδειο δρόμο από τον οποίο είχε φύγει μέσα στην νύχτα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top