|15
Ήταν μόλις δέκα και μισή το βράδυ, η νύχτα ήταν ακόμα στην αρχή της. Πέρασαν την ώρα τους μιλοντας ο καθένας για τον εαυτό του. Φαινόταν πως ο Λουκάς βαριόταν την ψιλή κουβέντα και προσπαθούσε απλώς να έρθει κοντά στην Μυρτώ αλλά εκείνη δεν του το έκανε και εύκολο...
"Πάω λίγο στις τουαλέτες, επιστρέφω σε λίγο." του είπε και σηκώθηκε από το σκαμπό για να κατευθυνθεί προς τις γυναικείες τουαλέτες, αφού είχε ρωτήσει τον μπάρμαν προς τα που ήταν.
Με δυσκολία πέρασε ανάμεσα από τα ιδρωμένα σώματα εκείνον που χόρευαν αλλά τελικά κατάφερε να φτάσει. Φρεσκαρε το μακιγιάζ της και επέστρεψε στο μπαρ. Η μουσική ήταν πολύ δυνατή αλλά αυτό δεν την εμπόδισε από το να ακούσει αυτό που έλεγε ο Λουκάς -ο οποίος δεν την είχε δει, καθώς είχε γυρισμένη την πλάτη του- στον μπάρμαν.
"Οι γυναίκες φίλε μου είναι σαν τα αμάξια όταν είσαι μηχανικός. Ανοίγεις καπό, χώνεσαι, επισκευάζεις, κλείνεις καπό και πας στο επόμενο. Σωστά;" γέλασε και ο μπάρμαν συμφώνησε μαζί του. Του κόπηκε όμως απότομα αυτό το γέλιο όταν είδε την Μυρτώ και επέστρεψε στο να γυαλίζει κάτι ποτήρια.
Ο Λουκάς είδε την απότομη αλλαγή συμπεριφοράς του γνωστού του και κατάλαβε ότι είχε κάνει μεγάλη βλακεια. Γύρισε αργά, καθώς ήξερε πως εκεί τον περίμενε μια θυμωμένη Μυρτώ.
Έκανε λάθος όμως, η Μυρτώ δεν ήταν θυμωμένη. Ήξερε ότι αυτός ήταν ο σκοπός τους εξ αρχής. Έτσι, δεν αντέδρασε και δεν είπε τίποτα, πήρε απλώς την τσάντα της από το σκαμπό και άρχισε να περπατάει προς την έξοδο, αγνοώντας τον Λουκά που φώναζε το όνομα της.
Η πρόσβαση όμως στην είσοδο από όπου είχαν μπει ήταν δύσκολη, καθώς πολύς κόσμος χόρευε εκεί. Δυσανασχέτησε η Μυρτώ αλλά για καλή της τύχη είχε δει και την άλλη είσοδο όταν είχαν μπει αρχικά στο κλαμπ εκείνο το βράδυ. Εκείνη η πόρτα βρισκόταν στο βάθος ενός διαδρόμου οπότε κατευθύνθηκε προς τα εκεί.
Έφτασε στον διάδρομο και είδε πως ήταν απλώς ένα ακόμη κομμάτι του κλαμπ όπου είχε μικρά σαλονάκια με ημιδιαφανες κουρτίνες να τα διαχωρίζουν, για τους πελάτες που ήθελαν περισσότερη ιδιωτικότητα.
Προσπέρασε τα πρώτα σαλονάκια κοιτώντας ευθεία, καθώς δεν ήθελε να φανεί αδιάκριτη, τα μάτια της όμως δεν κατάφεραν να αγνοήσουν τις μαύρες μπούκλες που παρατήρησε σε ένα από αυτά. Καθώς περνούσε, τα μάτια της έπεσαν επάνω στα πράσινα δικά του και εντελώς ξαφνιασμένη, έμεινε να τον κοιτάει.
Το χαλαρό ύφος που είχε, αγρίεψε μόλις την είδε. Έδιωξε την κοπέλα που είχε επάνω του και φιλούσε τον λαιμό του και σε κλάσματα δευτερολέπτου είχε βρεθεί μπροστά της. Αυτό τράβηξε τα βλέμματα των φίλων του.
Την άρπαξε γρήγορα από το χέρι της με μια δυνατή λαβή και την έφερε κοντά του σε απόσταση αναπνοής.
"Τι στον διαολο θες εσύ εδώ;" έτριξε μέσα από τα δόντια του.
Τον κοιτούσε ξαφνιασμένη, δεν ήξερε τι να πει. "Ή-Ήμουν με παρέα..." ψιθύρισε. Δεν ήταν μυστικό πως ήταν αρκετά τρομακτικός όταν ήταν θυμωμένος και εκείνη την στιγμή, φαινόταν έξαλλος...
Ένιωσε το χέρι του να σφίγγει ακόμα περισσότερο το δικό της και δεν κατάφερε να συγκρατήσει το παράπονο της "Μ-Με πονάς..."
"Βούλωσε το! Δεν έχεις καμία δουλειά εδώ. Δεν είναι αυτό μέρος για πριγκίπισσες, εδώ έρχονται από μέλη συμμοριών μέχρι και πρώην κατάδικους. Μείνε μακρυά από αυτό το μέρος αλλά και από εμένα. Δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου." είπε απότομο και κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του ήταν ένα βέλος στην καρδιά της Μυρτώς.
Άφησε το χέρι της και στην διαδικασία, την έσπρωξε προς την πόρτα. Εκείνη έτρεξε σχεδόν προς την έξοδο προσπαθώντας να κρατήσει τα δάκρυα της μέχρι να βγει από το κλαμπ, δεν ήθελε να την δει να κλαίει.
Πίσω από το κλαμπ, σε μια γωνία βρέθηκε η Μυρτώ να αφήνει τα δάκρυα της να κυλήσουν από τα μάτια της και από αυτές τις σταγόνες αλμυρού νερού που έτρεχαν στα μάγουλα της, κατάλαβε πως ο Αλέξανδρος της είχε αρέσει πραγματικά και ότι εκείνος την είχε πληγώσει πραγματικά.
Δεύτερη φορά που πληγωνώταν από αγόρι, δεύτερη φορά που ένιωθε αυτή την απαίσια αίσθηση μέσα της. Την πρώτη φορά εκείνος είχε πάρει την καρδιά της και την είχε καταστρέψει, την δεύτερη φορά, η Μυρτώ ήταν τυχερή που δεν είχε αφήσει την καρδιά της στα χέρια του Αλέξανδρου.
Σκούπισε τα δάκρυα της γρήγορα, συνειδητοποίησε πως δεν άξιζε να τα χαραμίζει για εκείνον. Άρχισε να περπατάει προς τον δρόμο για να καλέσει ένα ταξί και να την πάει σπίτι.
Ήταν με το κινητό στο χέρι όταν άκουσε την ανδρική φωνή από μακρυά να την φωνάζει "Μυρτώ!"
Γύρισε και είδε τον Λουκά να τρέχει προς το μέρος της. "Μυρτώ, συγγνώμη, έχεις δίκιο να με μισείς, ήμουν μαλακας εκεί μέσα." πήρε μια βαθιά ανάσα "Όμως άσε με σε παρακαλώ να σε πάω σπίτι, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να σου δείξω πόσο πολύ λυπάμαι."
Το προηγούμενο αλαζονικό υφακι του είχε εξαφανιστεί και στην θέση του υπήρχε το ύφος ενός μετανιωμένου άνδρα. Αρνήθηκε η Μυρτώ αλλά εκείνος επέμενε οπότε βρέθηκε η κοπέλα στο αμάξι του, έτοιμη να βάλει την ζώνη ασφαλείας όταν τον άκουσε να την ρωτάει.
"Έκλαιγες;"
Δεν απάντησε και τότε ένιωσε το χέρι του στο σαγόνι της και εκείνος γύρισε το κεφάλι της έτσι ώστε να την κοιτάει στα μάτια.
"Έκλαιγες. Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε κάνω να-"
"Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου." έδιωξε το χέρι του από το σαγόνι της "Δεν έκλαιγα για εσένα."
Υπήρξαν μια στιγμή σιγής. "Και πάλι όμως, συγγνώμη." απολογήθηκε εκείνος.
Κοιτούσε τα χέρια της που έπαιζαν αμήχανα με το ύφασμα του φορέματος της, όταν ένιωσε τα χείλη του στο μάγουλο της. Δεν αντέδρασε, καθώς δεν ήθελε να φανεί υπερβολική αλλά όταν ένιωσε τα χείλη του κοντά στα δικά της, τράβηξε το κεφάλι της πίσω και τον κοίταξε μπερδεμένη.
"Λουκά τι κάνεις;"
"Άσε με να σου δείξω πόσο λυπάμαι." είπε και άφησε το χέρι του να ακουμπήσει τον μηρό της.
Πλησίασε ξανά τα χείλη του στα δικά της και σιγά σιγά ανέβασε το χέρι του πιο πάνω στο πόδι της. Η κοπέλα γύρισε το κεφάλι της προς την αντίθετη μεριά και προσπάθησε να σπρώξει το χέρι του αλλά δεν μπορούσε. Εκείνος ήταν πιο δυνατός και πιο επίμονος.
"Λουκά σταμάτα, δεν θέλω!"
Το χέρι του είχε χωθεί πια κάτω από τη φούστα του φορέματος της, ενώ το άλλο την κρατούσε δυνατά από τον σβέρκο έτσι ώστε να μην μπορεί να γυρίσει το κεφάλι της και να μπορεί εκείνος να επιτεθεί στα χείλη της.
Η Μυρτώ ένιωθε αδύναμη κάτω από το βάρος του και δεν της άρεσε καθόλου, ένιωθε αβοήθητη και στην ουσία ήταν.
"Λουκά!"
"Σκάσε, θα σου αρέσει." μουρμούρισε και έσκυψε το κεφάλι του για να φιλήσει τον λαιμό της.
"Λουκά, σε παρακαλώ..." η φωνή της είχε γίνει λεπτή, παρακλητικη.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο και συνειδητοποίησε πως αυτό ήταν το σχέδιο του εξ αρχής, βρίσκονταν στην πιο απόμακρη γωνία του πάρκινγκ του κλαμπ. Κανείς δεν θα την άκουγε...
|-|
Εδώ να σας ενημερώσω πως το βιβλίο είναι ολοκληρωμένο και κάθε μέρα θα δημοσιεύετε τουλάχιστον ένα κεφάλαιο, αν δεν το είχατε καταλάβει ήδη.
Αν σας άρεσε πατήστε το αστεράκι και αφήστε σχόλια!
xoxo Thania_K 💋
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top