|13

"Που ήσουν;" ένιωσε τον Νίκο να την τραβάει από τον αγκώνα της.

Γύρισε και τον κοίταξε. Οι μελανιές στο πρόσωπο του είχαν ήδη γίνει πιο μικρές αλλά μπορούσε να διακρίνει η Μυρτώ το μεικ-απ που της κάλυπτε, πιθανότατα κλεμμένο από την μικρή αδερφή του Νίκου. Τράβηξε το χέρι της από την λαβή του "Καλημέρα και σε εσένα."

"Άσε τις καλημέρες. Που ήσουν την Παρασκευή το βράδυ που σε έψαχνα και όλο το σαββατοκύριακο που δεν σήκωνες τα τηλέφωνα ή δεν απαντούσες στα μηνύματα;"

"Δεν απαντούσα γιατί ήξερα ότι θα ακολουθήσει κήρυγμα, κάτι για το οποίο δεν είσαι σε θέση εσύ να κάνεις σε εμένα, καθώς σου τα έχω και εγώ μαζεμένα."

Την κοίταξε στραβά "Σου ζήτησα συγγνώμη που σου το κράτησα μυστικό, το πείσμα σου δεν ήταν λόγος για να με κρατήσεις εμένα ανήσυχο όλο το σαββατοκύριακο."

"Τη δέχτηκα τη συγγνώμη σου. Δεν έγινε τίποτα την Παρασκευή βράδυ, είδα λίγο ακόμα τους αγώνες και έφυγα. Σου είπα γιατί δεν απαντούσα στα τηλέφωνα οπότε τώρα είμαστε εντάξει." απάντησε εκείνη ψύχραιμα και έκλεισε το ντουλάπι της, αφού άφησε εκεί κάποια τετράδια που δεν χρειαζόταν.

"Εντάξει." είπε και εκείνος. Είδαν από το τέλος του διαδρόμου την Λυδία να τους πλησιάζει με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά.

Χαμογέλασε και αυτή αλλά ψιθύρισε στον Νίκο "Στο διάλειμμα θα της μιλήσουμε για τους αγώνες και θα σας πω και εγώ κάτι που θέλω..."

Είχε σκοπό να τους πει για τον Αλέξανδρο. Απλώς ότι είχαν έρθει σε επικοινωνία, όχι πολλές λεπτομέρειες, τουλάχιστον όχι στον Νίκο. Δεν ήθελε να τους κρατάει μυστικά ή να λέει ψέματα. Όχι μόνο επειδή δεν της άρεσε αλλά και επειδή μετά δημιουργούνταν μπερδέματα...

Η Λυδία τους έφτασε και αγκάλιασε την Μυρτώ "Αχ με έσωσες πάντως, πάλι καλά που σου έκοψε και το είπες αυτό στον πατέρα μου." της είπες η Μυρτώ.

Την Παρασκευή βράδυ ο πατέρας της είχε πάρει τηλέφωνο την Λυδία και ρωτούσε γιατί δεν σηκώνει το τηλέφωνο η κόρη του. Η Λυδία του είχε πει πως ήταν έξω και πως η Μυρτώ θα περνούσε το βράδυ στο σπίτι της. Οι γονείς της έλειπαν σε επαγγελματικό ταξίδι, ο καθένας σε άλλον προορισμό, οπότε ο πατέρας της Μυρτώς δεν θα έπαιρνε τηλέφωνο κάποιον από τους δύο για να το επιβεβαιώσει.

"Φυσικά και μου έκοψε, δεν το κατάλαβα αυτό το σχόλιο σου, με θεωρείς χαζή;"

"Εγώ;! Να θεωρώ εσένα χαζή;! Άπαπαπα, φωτιά να πέσει να με κάψει." γέλασε η Μυρτώ.

"Μην τα λες αυτά, ο διευθυντής έχει να συντηρήσει τους πυροσβεστήρες από το 1821..." είπε ο Νίκος και γέλασαν και οι τρεις.

Το κουδούνι χτύπησε και άρχισαν να κατευθύνονται προς τις τάξεις τους. Προτού μπει όμως στην τάξη της, η Μυρτώ πρόλαβε να προσέξει τις μαύρες μπούκλες στο βάθος του διαδρόμου, οι οποίες ήταν όλο το σαββατοκύριακο και στο βάθος του μυαλού της.

|-|

Το διάλειμμα είχε φτάσει και είχε τελειώσει κιόλας. Η Λυδία πλέον ήξερε ότι ο Νίκος έπαιρνε μέρος σε παράνομους αγώνες με αυτοκίνητα και ήξερε και για το βράδυ της Παρασκευής.

Φυσικό και επόμενη ήταν να μην είναι χαρούμενη για αυτό και να ανησυχεί για τον κολλητό της. Και αυτή, όπως και η Μυρτώ, τον έβαλε να υποσχεθεί πως δεν θα ξανατρέξει ποτέ και εκείνος το υποσχέθηκε.

Η Μυρτώ ενημέρωσε τον Νίκο για εκείνο το βράδυ στο κτηνιατρείο, δηλαδή για το πως γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο.

Μετά, έμαθαν και οι δύο για την διανυκτέρευση της στο αμάξι του Αλέξανδρου, όχι με πολλές λεπτομέρειες φυσικά. Θα της έλεγα αργότερα μόνο στην Λυδία...

Εκείνη την φορά, ο Νίκος ήταν αυτός που δεν ήταν ευχαριστημένος αλλά είχε καταλάβει πως δεν μπορούσε να αλλάξει την γνώμη της Μυρτώς και να την σταματήσει από το να τον βλέπει. Την προειδοποίησε απλώς για άλλη μια φορά...

Μία σχετικά εύκολη μέρα στο σχολείο είχε επιτέλους τελειώσει και ήταν η στιγμή που μόλις έβγαινε η Μυρτώ από τις πόρτες του κτηρίου, όταν τον είδε να στηρίζετε σε ένα ασημί αυτοκίνητο, που έμοιαζε πολύ ακριβό, με τους δύο φίλους του κοντά του.

Ο Γιαννακόπουλος...

Στο φως της ημέρας μπόρεσε να τον μελετήσει καλύτερα και μπορούσε να πει πως ήταν πολύ ελκυστικός.

Γκρι μάτια, μαύρα κοντά μαλλιά, όμορφο πρόσωπο με γωνίες και μια ίσια μύτη. Έμοιαζε και αυτός να είναι γύρω στα είκοσι.

Σίγουρα όμως κάποιος άλλος είναι ακόμα πιο όμορφος... σκέφτηκε και χαμογέλασε μόνη της.

"Που χαζεύεις;" κατά φωνή και ο γάιδαρος...

Γύρισε και τον είδε στα δεξιά της. "Πουθενά..." μουρμούρισε γρήγορα, ξαφνικά ένιωθε αμήχανα και αγχωνοταν. Έφταιγε το φιλί που θυμήθηκε...

"Πρέπει να πάω στο κτηνιατρείο, γεια!" είπε γρήγορα και πρόλαβε να κατέβει μόνο ένα σκαλί πριν νιώσει το χέρι του να την κρατάει από τον αγκώνα της.

"Με αποφεύγεις;" την ρώτησε.

"Ε-Εγώ; Όχι!" η απάντηση της ήταν πιο γρήγορη από όσο θα έπρεπε.

Σήκωσε το φρύδι του και χαμογέλασε σαρδόνια αλλά δεν είπε τίποτα. Άφησε το χέρι της και κατευθύνθηκε προς το αμάξι του Ορέστη όπου τον περίμεναν οι φίλοι του. Τον είδε να ρίχνει ένα έντονο βλέμμα προς τον Γιαννακοπουλο και πρόσεξε πως και εκείνος το ανταπέδωσε. Ήταν σίγουρη πλέον πως δεν τα πήγαιναν καλά...

Τους αγνόησε και άρχισε να περπατάει προς το κτηνιατρείο. Ήταν έτοιμη να βάλει και το δεύτερο ακουστικό στο αυτί της όταν είδε ένα ασημί αμάξι να σταματάει δίπλα της στον δρόμο. Γύρισε να το κοιτάξει και είδε πέρα από το κατεβασμένο παράθυρο του αμαξιού, τον Γιαννακόπουλο στην θέση του οδηγού.

Είχε ένα γοητευτικό χαμόγελο στο πρόσωπο του. Η Μυρτώ ανταπέδωσε ένα σύντομο ευγενικό χαμόγελο προτού γυρίσει μπροστά της ξανά. Παρόλο που είχε ακουστικά κατάλαβε πως το αμάξι την ακολουθούσε με χαμηλή ταχύτητα.

"Θέλεις μήπως να σε πετάξουμε κάπου;"

"Όχι, ευχαριστώ."

"Μα τι βλακας..." τον άκουσε να μουρμουράει. "Δεν συστήθηκα!"

Άκουσε την πόρτα του αμαξιού να ανοίγει, να κλείνει και όταν γύρισε να κοιτάξει πίσω της, είδε τον ψηλό νεαρό εκεί με το χαμόγελο ακόμα στα χείλη του. Τα ωραία χείλη του...

"Λουκάς." άπλωσε το χέρι του. Εκείνη το κοίταξε και μετά από λίγα δευτερόλεπτα, του έδωσε το δικό της.

"Μυρτώ."

"Το ξέρω." απάντησε εκείνος προτού αφήσει ένα φιλί στο ανάποδο του χεριού της, όπως είχε κάνει και εκείνο το βράδυ, στους αγώνες μποξ.

"Νομίζεις πως δεν θα μάθαινα το όνομα της πιο όμορφης κοπέλας της πόλης;"

Πολύ μελό ρε φίλε...

Δεν ήξερε τι να πει Μυρτώ, δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιες φιλοφρονήσεις. Παρέμεινε σιωπηλή...

"Το ξέρω ότι θα σου ακουστεί παράξενο, δεν σε ξέρω δεν με ξέρεις, είναι πολύ σύντομα, θα ήθελα όμως πολύ να βγεις έξω μαζί μου."

Βουρ στον πατσά ο τύπος...

Η Μυρτώ φυσικά και ήταν έτοιμη να πει όχι. Δεν ήταν άτομο που έκρινε από την εμφάνιση, αλλά δεν της φαινόταν πως ήταν και από τα καλύτερα παιδιά. Η αντιπαλότητα του με τον Αλέξανδρο της το επιβεβαίωνε κιόλας αυτό, κάτι παραπάνω θα ήξερε εκείνος...

Όταν τον είδε όμως λίγο πιο κάτω, στην γωνία του σχολείου με εκείνη την ξανθιά κοπέλα, τα λαμπάκια στο μυαλό της άναψαν κόκκινα. Ήταν κολλημένος επάνω της, λίγο ακόμα και θα μπορούσε να τους θεωρήσει κανείς σιαμαία δίδυμα. Ανησυχούσε η Μυρτώ μήπως και την έπνιγε την κοπέλα, τόσο βαθιά στον λαιμό της που είχε την γλώσσα του...

Έτριξε τα δόντια της... Μαλακας...

Μόλις είδε θηλυκό, ξέχασε και τα φιλιά και της αγκαλιές και όλα... Το καλοσκέφτηκε όμως η Μυρτώ και συνειδητοποίησε πως δεν είχε κανένα δικαίωμα να ζηλεύει. Είχαν ανταλλάξει μονάχα μια αγκαλιά και ένα φιλί στο μάγουλο, ούτε καν στα χείλη. Κάτι που θα έκαναν κάλλιστα και δύο απλοί φίλοι. Τι ήταν τελικά, ούτε αυτή ήξερε. Ήταν φίλοι ή απλώς γνωστοί.

Είχε παρεξηγήσει πολύ την κατάσταση, είχε αφήσει τον εαυτό της να παρερμηνεύσει τα γεγονότα και να τα πλάσει στο μυαλό της ως ένα ωραίο παραμυθάκι. Είχε αφήσει τον εαυτό της να νιώσει κάτι για αυτόν... Μέγα λάθος!

Τώρα, η Μυρτώ δεν ήταν άτομο που δρούσε αυθόρμητα ανάλογα με τα συναισθήματα της, προσπαθούσε να το αποφύγει, καθώς την είχε πατήσει πολλές φορές. Αυτή την φορά όμως δεν την ένοιαζε, έβραζε από θυμό μέσα της, παρόλο που δεν θα έπρεπε. Γιαυτό και προτίμησε η απάντηση της στον Λουκά να είναι βασισμένη στον θυμό της...

"Ναι, μετά χαράς θα βγω μαζί σου." του χαμογέλασε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top