Ως εδώ!
"Η οργή μπορεί να πάρει πολλές μορφές... "
.
Το επόμενο πρωί όλα ήταν ήρεμα στο σπίτι. Για πρώτη φορά οι ανάσες της ηταν σε κανονικά επίπεδα. Κατά την διάρκεια της νύχτας και μέχρι να ξημερώσει μπορεί εκείνος να μην πήγε στο δωμάτιο της αλλά η πληρότητα που της άφησε φεύγοντας λειτούργησε ευεργετικά για την ταραχώδη ζωή της.
Σηκώθηκε ευδιάθετη , κοίταξε τον συννεφιασμένο ουρανό αλλά δεν τον άφησε να την συνεπάρει με την μαυρίλα του. Ένιωθε πάνω στο κορμί της την μυρωδιά του. Την σάρκα του πάνω στην δική της κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια και το χαμόγελο της αντανακλούσε την ευτυχία μέσα της . Όσο και να μην ήθελε έκανε ένα μπάνιο. Έπλενε το σώμα της σιγά σιγά απολαμβάνοντας το ζεστό νερό. Κανείς δεν μπορούσε να της στερήσει την ευτυχία εκείνη τη στιγμή.
Χτενισε τα μακριά της μαλλιά και κοίταξε το γυμνό της κορμί στο καθρέφτη. Μπορεί να ηταν γεμάτο μελανιές αλλά εκείνη που είχε στον λαιμό της επισκίαζε τος υπόλοιπες. Ήταν μια μελάνια πάθους, έρωτα και ελπίδας. Έβαλε την στολή της και αποφάσισε να αφήσει ελεύθερα τα μαλλιά της. Η ανησυχία που είχε σχετικά με τον Γουες φυσικά και ήταν καλά φωλιασμενη σε μια άκρη του μυαλού της αλλά κράτησε καλά την υπόσχεση που της έδωσε ο Ίαν .
Βγήκε στο διάδρομο,η ησυχία που επικρατούσε στο σπίτι την έκανε αμέσως να καταλάβει πως όλοι έλειπαν. Προχώρησε προς τα μισά του διαδρόμου και σταμάτησε έξω από την πόρτα της. Είχε να την δει από προχθές. Αδυνατούσε να καταλάβει την συμπεριφορά της αυτές τις μέρες. Άνοιξε την πόρτα αλλά το δωμάτιο ήταν άδειο. Αυτό που την παραξένεψε όμως περισσότερο από όλα ήταν πως έμοιαζε αρκετά τακτοποιημένο. Η ντουλάπα ήταν ανοιχτή και τα ρούχα της έλειπαν . Τρομοκρατηθηκε απευθείας. Που θα μπορούσε να είχε πάει ένα μικρό παιδί μόνο του , αναρωτήθηκε και κατέβηκε προς την κουζίνα γρήγορα.
«καλήμερα!» αναφώνησε και η μαγείρισσα γύρισε και την κοίταξε. Παρά την ανησυχία της ο ενθουσιασμός της ηταν εμφανής προκαλώντας την περιέργεια της.
«Τι χαρά είναι αυτή;» την ρώτησε και η Καταλινα πήρε απλά μια κούπα από το τραπέζι και έβαλε καφέ. Την κοίταξε καλά καλά και χαμήλωσε λιγάκι την ένταση της.
«Έχεις δει πουθενά την Κλαρισα;» Είπε αποφεύγοντας να απαντήσει στην ερώτηση της .
«Νομίζω έφυγε το πρωί με τον κύριο Γουες « Αποκρίθηκε η μαγείρισσα και παραμερίζοντας την περιέργεια της γύρισε προς την προετοιμασία του φαγητού.
Ανακατες σκέψεις δίχως ουσία και νόημα γέμισαν το μυαλό της . Κάτι της ξένισε και δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει. Σκέφτηκε πως για την ώρα θα συνέχιζε τις καθημερινές της εργασίες μέχρι το μεσημέρι όπου και θα γυρνούσαν όλοι για φαγητό. Όχι πως μπορούσε να κάνει και κάτι άλλο φυσικά. Βοήθησε στις ετοιμασίες όπως κάθε πρωί και συνέχισε με τις υπόλοιπες δουλειές του σπιτιού.
Την ίδια στιγμή σε κάποια άλλη πλευρά της πόλης.
«Όπως είπαμε! Μην σε ξαναδώ μπροστά μου ! Πάρε αυτό το χαρτοφύλακα. Θα σου εξασφαλίσει όλα όσα χρειάζεσαι. Το χρέος σου εξάλλου το έκανες και με το παραπάνω. Και τώρα δρόμο!» Η Κλαρισα άπλωσε το χέρι της και πήρε τη μικρή μαύρη βαλίτσα. Μέσα της έκρυβε μια τιμή… την τιμή για την οποία πούλησε την γυναίκα που έγινε θυσία για εκείνη .
Ο Γουες δεν περίμενε να δει τίποτα. Είχε τελειώσει μαζί της. Παρά την τρέλα που τον έδερνε δεν σκέφτηκε λεπτό να την σκοτώσει πριν της δώσει τα χρήματα. Εκτός αυτού ήταν μια συμφωνία και δεν είχε λίγο να την αθετήσει. Όλα έφταναν στο τέλος τους και στο μυαλό του υπήρχε η απόλυτη κυριαρχία. Μπήκε στο αυτοκίνητο. Άναψε ένα τσιγάρο και γέλασε πονηρά. Έπρεπε να κάνει ένα πράγμα ακόμα… ένα ακόμα πριν έρθει αντιμέτωπος με τον Ίαν. Θα την αποτελειωνε, θα συνθλιβε την χαρά της και θα την κρατούσε δίπλα του για να την βλέπει να σβήνει μέρα με τη μέρα. Η παράνοια σε συνδυασμό με τη καταπιεσμένη ζήλια προς το πρόσωπό του αδερφού του χρόνια τωρα, έδεσαν άψογα δημιουργώντας το κατάλληλο κλίμα για να ανθίσει η καταστροφή.
Η Κλαρισα από την άλλη είχε ανάμεικτα συναισθήματα για την πράξη της. Είχε το γνώθι σαυτόν και πληρη επιγνωση του ψέματος που εξαπέλυσε αλλά τα χρήματα υπερτερησαν της λογικής. Η Ασυδωσια της ψυχής λειτούργησε αρνητικά προς την Καταλινα και την πούλησε για 60.000 δολάρια. Αυτή ήταν η τιμή της αμαρτίας που πήρε στο λαιμό της . Σαφώς και ένιωθε μετανιωμενη αλλά μπροστά στην ελευθερία της δεν νοιάστηκε που η Καταλινα χρόνια τώρα θυσιαζε τη δική της για κάθε μικρό πλάσμα μέσα στην έπαυλη. Πόσο μάλλον για την ίδια. Άκουγε τις κραυγές της , τα ουρλιαχτά καταμεσής της νύχτας… νύχτες που έβαζε το μαξιλάρι στα αυτιά για να αποβάλλει τις τύψεις. Δεν υπολόγισε τίποτα όμως απο αυτά. Έβαλε φωτιά και τα έκαψε κάνοντας τα στάχτες.
Κράτησε σφιχτά το χαρτοφύλακα και κοίταξε γύρω της . Ο Γουες την είχε αφήσει στο σταθμό των λεωφορείων. Κοίταξε τις ταμπέλες προσεκτικά. Αποφάσισε να χτίσει τη καινούρια της ζωή αρκετά μακριά. Κοίταξε τη γραμμή για Καλιφόρνια. Είχε ακούσει να μιλάνε μια φορά στο σπίτι για το Σαν Ντιέγκο. Πήρε το πολυπόθητο εισιτήριο. Μπήκε στο λεωφορείο και άρχισε να ονειρεύεται.
Η Εμιλυ κοίταζε έντρομη την κατάληξη των πραγμάτων από απόσταση. Ήξερε πως το να τους παρακολουθήσει θα της έδινε αυτό που χρειαζόταν. Το είδε στα μάτια της ... είδε τον πόνο και την θλίψη να μεταμορφώνεται σε αγαπη...
Έβγαλε το κινητό της . Έπρεπε να ειδοποιήσει τον Ίαν το συντομότερο δυνατό. Ο Γουες έφυγε. Κοίταξε το λεοφωρειο που επιβιβάστηκε η μικρή και σημείωσε τον αριθμό στο μικρό της μπλοκάκι. Η πρώτες ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν και ξεφυσιξε...
"Ο συνδρομητής που καλέσατε έχει πιθανόν το τηλεφωνο του απενεργοποιημένο " Έβρισε και χτύπησε τα χέρια της στο τιμόνι.
Πήρε αρκετές φορές . Είχε ήδη περάσει ώρα και μέσα στον πανικό της δεν σκέφτηκε να πάει στο γραφείο. Ένιωσε χαζή. Του έστειλε στα γρήγορα μήνυμα και έβαλε μπρος. Έπρεπε να τον βρει πριν να ηταν αργά. Μπορεί να είχε αρκετή διαδρομή μπροστά της αλλά δεν την ένοιαζε.
Βρέθηκε μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν το δάχτυλο της πατήσει τη σκανδάλη και τους σκοτώσει και τους δύο. Δυστυχώς όμως ήξερε καλά πως δεν ήταν στη δικαιοδοσία της. Ο Ίαν έπρεπε να βρίσκεται σε αυτή τη θέση. Γκαζωσε για να φτάσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Στην άλλη ακρη της πόλης 1 ώρα μετά.
Πάνω στο γραφείο υπήρχαν ένα σωρό φάκελοι . Χαρτιά πεταμένα από δω και από εκεί. Προσπαθούσε να βγάλει μια άκρη και ήταν μόνος. Μόνος μπροστά στα αδιάψευστα στοιχεία πως ο αδερφός του έκλεβε το ίδιο του το σπίτι. Χθες κοιμήθηκε χαρούμενος. Φυσικά και πήγε στο δωμάτιο της αλλά κοιμόταν τόσο γαλήνια και ήρεμα που δεν ήθελε να την ξυπνήσει. Από την μια κάτι μέσα του έβραζε . Από χθες είχε την υποψία πως κάποια πράγματα δεν γίνονται σωστά. Αποφάσισε να ελέγξει μόνος του τα χαρτιά από διάφορες παραλαβές και μεταφορές των εμπορευμάτων και μετά θα είχε να ασχοληθεί καθαρά με τον αδερφό του. Θα τον αποτελειωνε . Το πρωί δεν τον βρήκε στο σπίτι ουτε και την Εμιλυ φυσικά.
Κοίταξε την ώρα. Είχε πάει ήδη μεσημέρι. Ο ουρανός ήταν κατάμαυρος και η βροχή δυνάμωνε. Το κεφάλι του πονούσε τρομερά αλλά από την άλλη ήξερε ακριβώς το κατάλληλο φάρμακο. Πόσο λαχταρούσε να γυρίσει και απλά να ηταν μόνη σε εκείνο το σπίτι. Να τον έκλεινε στα χέρια της και να κοιμόταν.
Αποφάσισε να πάρει την Εμιλυ να δει που ήταν. Μέσα στο γραφείο σήμα δεν υπήρχε . Πήρε ένα τσιγάρο και βγήκε στον εξωτερικο χωρο του κτηρίου.Καθισε κάτω από το σκεπαστρο και το άναψε. Πριν προλάβει όμως να ανοιξει υο τηλεφωνο εκείνο άρχισε να δέχεται τις δονήσεις από τα αλλεπάλληλα μηνύματα που έρχονταν ένα ένα. Κοίταξε την οθόνη. 26 κλήσεις από την Εμιλυ και 2 μηνύματα. Τρόμαξε.
Πάτησε απευθείας πάνω στην κλήση δίχως να κοιτάξει τίποτα άλλο.
Στο σπίτι την ίδια ώρα.
Κάθισε στο κρεβάτι και έτριψε απαλά τις πατούσες της. Μέχρι στιγμής δεν είχε γυρίσει κανένας σπίτι. Όλα ήταν έτοιμα για το μεσημεριανό τραπέζι και το άγχος της για το που βρισκόταν η Κλαρισα μεγάλο. Έβγαλε την στολή της αφού δουλειάς δεν ήταν το σερβίρισμα και φόρεσε το νυχτικο της. Η βροχή είχε αρχίσει να πέφτει μανιασμένα έξω. Πάντα την χαλαρώνε ο ήχος.
Δεν πρόλαβε όμως να ξαπλώσει. Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε κι εκείνος μπούκαρε μέσα λαχανιασμένος. Το βλέμμα του φανέρωνε την απόλυτη τρέλα. Τα ρούχα του βρεγμένα και τα μάτια του κατακόκκινα.
«Δεν άργησα;» Είπε πονηρά και την πλησίασε.Εκεινη κατατρομαγμενη σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να τρέξει προς το μπάνιο. Δεν πρόλαβε όμως , την άρπαξε από τα μαλλιά και την έσυρε στο πάτωμα. Την πέταξε στην μέση του δωματίου και ανεβηκε επάνω της κρατώντας την όσο πιο σταθερή μπορούσε.
Ούρλιαξε, αλλά το χτύπημα που δέχθηκε ήταν γρήγορο και αρκετά επώδυνο. Η μεταλλική γεύση κατέκλυσε το στόμα της και για ένα δευτερόλεπτο η όραση της χάθηκε.
«Σκάσε γαμω το στανιο μου !» Φώναξε και έσκισε το νυχτικο της.
«Σε παρακαλώ άφησε με « ειπε κλαίγοντας αλλά εκείνος δεν άκουγε. Έβλεπε μονάχα το σκοπό του.
«60 χιλιάρικα ήταν η τιμή σου . Τόσα της έδωσα για να σε πουλήσει.» αποκρίθηκε εκείνος γελώντας αλλά η Καταλινα δεν καταλάβαινε.
«Τι με κοιτάζεις σαν καθυστερημένη. Η μικρή προστατευόμενη σου τα άρπαξε και έφυγε,έπαιξε το ρόλο της … το αγοράκι σου αν σε βρει πίστεψε με θα σε σκοτώσει. Και πώς να μην το κάνει άλλωστε αφού ξέρει ότι είμαστε μαζί;» τα γεγονότα έσκαγαν σαν βόμβες ένα ένα στο μυαλό της που επεξεργάζοταν λεπτομερώς κάθε του λέξη. Φυσικά και της είπε ψέματα. Δεν μπορούσε να της αποκαλύψει πως όλα αυτά γίνανε προχθές. Έπρεπε να την διαλύσει.
«Λες ψέματα!!!» Φώναξε και προσπάθησε να απελευθερωθεί αλλά την χαστουκισε.
«έφυγε! Σε παράτησε! Τι νόμιζες ε ; πως ήσουν κάτι ξεχωριστό;στο έχω ξαναπεί… μια γαμημένη πουτανα είσαι και τώρα… τώρα μωρό μου θα εκπληρώσεις κάθε μου επιθυμία. « Σαν μανιακός άρχισε να ζουλαει ακατάπαυστα το δέρμα της. Πίεζε κάθε μελάνια και κατέληξε σε εκείνη που έκανε ο Ίαν στο λαιμό της. Ήταν φρέσκια και φυσικά φανέρωνε την φύση της. Ένα ρούφηγμα..Η αποτυχία του ζωγραφισμένη πάνω στο κορμί της.
Άνοιξε βίαια τα πόδια της κι εκείνη άρχισε να κλαίει. Δεν θα το έβαζε κάτω όμως . Άπλωσε τα χέρια της για να ακουμπήσει το ρολόι στο κομοδίνο.
«Σταμάτα και απλά απόλαυσε το. Σου αρέσουν οι μελανιές; Θα σου κάνω καλύτερες!» Ένα ακομα χαστούκι έφυγε με δύναμη πάνω της. Έσκισε το εσώρουχο της και κατέβασε το φερμουάρ από το παντελόνι του. Όσο και να χτυπιοταν δεν μπορούσε να τον διώξει από πάνω της.
Την φίλησε σαλιωνοντας το πρόσωπό της παντού και έβαλε απότομα δύο δάχτυλα μέσα της. Φωνή δεν βγήκε όμως. Ούτε ανάσα... καταφερε να της κλείσει την κατάλληλη στιγμή το στόμα. Πίεζε το χέρι του τόσο πολύ στο πρόσωπο της που ακόμα και το να αναπνεύσει ήταν κατόρθωμα. Κουνούσε τα χέρια και το πόδια της . Εκείνος όμως δεν ένιωθε. Είχε φτάσει στα τελικά στάδια. Η τρέλα του έτρωγε την ψυχή και δεν είχε αφήσει ψίχουλο για δείγμα.
«και τώρα η μεγάλη στιγμή κυρίες και κύριοι!» Φώναξε δυνατά και έβγαλε τα δάχτυλα του από μέσα της. Τα έφτυσε και πέρασε με το σάλιο το κεφαλάκι από το μόριο του.
Η διείσδυση δεν έγινε ποτε …
Ο πρώτος πυροβολισμός και ο μοναδικός τον πέτυχε απευθείας στο κεφάλι. Η μικρή κουκίδα από την λεπτεπίλεπτη σφαίρα που διαπέρασε το κρανίο του άφησε μόνο μια κόκκινη σταγόνα αίματος να τρέχει απαλά. Τα μάτια του γύρισαν προς τα πίσω και έπεσε στο πλάι….
Πλησιάζουμε.... :) το πρώτο βιβλίο τελειώνει.❤❤❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top