Chapter 2
ΒΕATRIX
Καποτε ο Άντον Τσέχωφ ειχε πει «Οι άνθρωποι δεν προσέχουν αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι, όταν είναι ευτυχισμένοι.» . Απο την στιγμη που ειχα συναντηθει με τον Τζεισον και ημασταν μαζι ποτε δεν ειχα καταλαβει πως ο καιρος περναει. Το πως ο χρονος κυλαει τοσο γρηγορα. Σαν χθες ηταν που μου χαρισε το πρωτο μου φιλι χαριζοντας μου την ελευθερια και το δικαιωμα στην αγαπη οπου η κοινωνια και ολος ο κοσμος μου το ειχε απαγορευψει. Δεν ειχα συνειδητοποιησει ποσοι χειμωμενες και καλοκαιρια ειχαν περασει απο εκεινη την μερα. Το μονο που ειχα συνειδητοποιησει ηταν πως ημουν ελευθερη ψυχικα. Τους κοιταζα ολους να ετοιμαζουν τα πραγματα τους και ηξερα πως αυτο λεγοταν ευτυχια. Τι χρειαζεσαι τα μεγαλα σπιτια και τα πολλα αμαξια οταν εχεις αυτο το πανεμορφο θεαμα μπροστα σου? Τα μεγαλα ηχηρα και ισχυρα γελια των φιλων σου , τις στιγμες ευτυχιας να κανεις κατι μικρο οπου θα το θυμασαι για ολη σου την ζωη. Δεν μας κανουν ευτυχισμενους τα πραγματα , δεν το λεω γιατι ειναι γιορτες , οπως συνηθως λενε ολοι οι ανθρωποι τετοια εποχη. Με εκνευριζει το γεγονος το οτι μονο ενα μηνα γινονται «ανθρωποι» και μετα ξεχνανε τα παντα. Το λεω γιατι το πιστευω. Τα πραγματα καλυπτουν τα κενα μας και κρυβουν τους εφιαλτες που δεν θελουμε να αντιμετωπισουμε. Κανενα πραγμα δεν θα αντικαταστησει το χαμογελο του φιλου σου οπου θα του χαρισεις την λεξη «σαγαπω» σε μια απροσδοκητη στιγμη.
«Μωρο μου ανεβα» Ακουσα την φωνη του Τζεισον να λεει και τον κοιταξα.
Ηταν ολοι ετοιμοι και καθισμενοι στις μηχανες τους. Ολοι σε ζευγαρια. Αυτο που ακομα και στα χιονια μου βρηκαν μηχανες με ξεπερναει. Ο Τζεισον ειχε αποφασισει να παρει μηχανες ειδικες στο χιονι και να παμε για σκι σε ενα κοντινο βουνο. Χριστε μου! Μην δει βουνο , λοφο , θα τρεξει αμεσως. Απο τοτε που ημασταν στο σχολειο , αν κανω λιστα , θα εχουμε ανεβει – σκαρφαλωσει η' πεσει απο 10 λοφους και παραπανω. Αρχιζω να πιστευω πως το κανει επιτηδες γιατι εχω υψοφοβια. Ξεφυσηξα και ανεβηκα πανω στην μηχανη. Ο Τζουλιαν ειχε καθισει ηδη πισω απο τον μπαμπα του. Αλλο τρελο κι αυτο. Θα καθισουμε και τρεις πανω σε μια μηχανη. Ετσι και παθει κατι ο γιος μου θα τον σκοτωσω επι τοπου.
«Εγω συνεχιζω να επιμενω , επρεπε να παμε με αμαξια» Ακουσα την φωνη του Τζαστιν να λεει. Φυσικα ποιος αλλος θα εφερνε αντιρρηση? Ο μανιακος οδηγος αγωνιστηκων
«Εσυ οδηγε βουλωστο. Δεν θα σε γαμω χαλαγε λιγη δραση. Μπας και καταλαβεις πως τα πουστικα τα αυτοκινητα ειναι ξενερωτα» Του μπηκε ο Τζεισον. Ωχ θεε μου! Ξεκινησαμε την γνωστη κοντρα. Μηχανες εναντιον αυτοκινητων. Απο τοτε που γιναμε παρεα . Τα ιδια και ξανα τα ιδια.
Ο Τζαστιν του απαντησε αναλογα «Ασε μας McCann , τα αγωνιστηκα δεν συγκρινονται με τις μηχανες σου»
«Ω θεε μου! Σταματηστε και δυο και ξεκινηστε. Εχουμε παγωσει εδω περα» Πεταχτηκα στην μεση και ολοι γελασαν.
«Συμφωνω με την Μπεατριξ , Τζαστιν μωρο μου βουλωστο και ξεκινα» Επεμβηκε η Νεξι και απαντησε με επιβλητικη φωνη στον Τζαστιν.
Μερικες φορες σκεφτομαι αν ο Τζαστιν δεν τα εφτιαχνε με την Νεξι και εμενε με την Ναταλι. Πιστευω δεν θα ηταν τοσο ωριμος οσο τωρα. Η Νεξι τον συγκρατει , του επιβαλεται οταν πρεπει , ασε που φαινεται στα ματια τους ποσο ερωτευμενοι ειναι. Τελικα για ολα υπαρχει καποιος λογος που συμβαινουν.
Γυρισε προς τα πισω και την κοιταξε. «Εσενα θα στο βουλωσω μετα ομως μωρο μου» Αυτη δαγκωσε το κατω χειλος της και τον εσφυξε πιο πολυ στην μεση.
Η ματια μου εκανε ενα γυρο για να ελεγξω ολα τα ζευγαρια. Ο Φεντε με την Ανναμπελ συζητουσαν για κατι που δεν μπορουσα να καταλαβω ενω απο την αλλη ειδα τον Ντυλαν να εχει γυρισει προς τα πισω και να φιλαει την Ναταλι. Αυτη καθοταν πισω του και ειχε κρεμασει τα χερια της πανω στους ωμους του. Τους παρατηρουσα ολους και εβλεπα πως καθε ζευγαρι ειχε κι ενα χαρακτηριστικο που το στιγματιζε. Η Ναταλι με τον Ντυλαν ειχαν κατι ρομαντικο και γλυκο , τον βοηθησε να ξεπερασει το θανατο της Serena. Ναι , μετα απο τοσο καιρο ο Ντυλαν μου ειχε πει γιατι ειχε κλειδωθει στο εαυτο του και ειχε ξεχασει οριστικα τον ερωτα. Τωρα καταλαβαινα την φραση «Ξυπνησαν πραγματα που εθαψα τοσο καιρο» οπου μου ειχε πει πριν πολυ καιρο. Τον καταλαμβαινα. Κι εγω αν παθαινε κατι ο Τζεισον δεν θα ειχα ξανα την ικανοτητα να αγαπησω. Απο την αλλη ο Φεντε με την Ανναμπελ ειχαν κατι σοβαρο και ωριμο , πως να το εξηγησω? Την βοηθησε να σταθει στα ποδια της , να βγει απο τα ναρκωτικα και να αφησουν κι δυο πισω το παρελθον τους. Δεν μπορουσα να τους καταλαβω κι πολυ. Η σχεση τους ηταν περιεργη. Δεν ηταν τοσο εκφραστικοι προς τα εξω οπως τους υπολοιπους. Ο Τζαστιν με την Νεξι θα μπορουσα να πω πως ειχαν αυτο το παθος. Το παθος για τα αυτοκινητα. Η Νεξι κρατουσε τον Τζαστιν στην γη και να μην παρασυρετε απο την φημη και την δοξα. Ειχαν κατι που λιγοι καταφερναν να εχουν. Συμβαδιζαν οι ζωες τους , μαζι στην δουλεια μαζι και στην ζωη. Εμεις με τον Τζεισον παλι , μεγαλη ιστορια. Εμεις ειμαστε παρανοικοι και εθισμενοι ο ενας για τον αλλον. Οπως λεει και ο Τζεισον , ειμαι το ναρκωτικο του , η εκσταση του.
Ακουσα τις μηχανες να ξεκινανε και αγκαλιασα τον Τζεισον στην μεση. Ειχαμε στην μεση τον Τζουλιαν για ασφαλεια. Ειτε μπροστα απο τον Τζεισον , ειτε πισω μου , θα διατρεχε πιο μεγαλο κινδυνο. Πατησαν ολοι γκαζι και ειδα το χιονι που εκτιναχτηκε στον αερα απο την πιεση που ασκησαν στις μηχανες. Ο δυνατος ηχος της μηχανης ακουστηκε και ο Τζεισον αρχισε να τρεχει πρωτος με τους υπολοιπους να ακολουθουν. Ενιωσα τον παγωμενο αερα της Λαπωνιας να χτυπαει στο προσωπο μου και εσφυξα πιο πολυ τον Τζεισον. Κοιταζα γυρω μου , ολα λευκα με την μυρωδια των ζεστων καστανων μαζι με την μυρωδατη σοκολατα εβγαιναν απο τις μεγαλες καμιναδες των σπιτιων θυμιζοντας την εποχη οπου βρισκομασταν. Μονοπατια σχηματιζονταν απο τα ψηλα χιονισμενα ελατα ενω απο τους ψηλους λοφους φαινονταν μερικοι ελευθεροι ταρανδοι. Ηταν τοσο φανταστικα , ηταν λες και ειχες μπει σε παραμυθι. Τοσο υπεροχα που νομιζες πως ηταν μια ψευτικη εικονα. Ξαφνικα ενιωσα ενα ταρακουνημα και καταλαβα πως ο Τζεισον ειχε πηδηξει για να ξεφυγει απο ενα μικρο υψωμα. Τον ειδα να χαμογελαει στον Φεντε , τον Ντυλαν και τον Τζαστιν και επιασα το μηνυμα τι σκοπευε να κανει.
«Ετσι και παθει κατι ο Τζουλιαν θα σε σκοτωσω McCann» του ειπα προειδοποιητικα.
Με μια αυστηρη και σοβαρη φωνη μου απαντησε «Ξερω τι κανω μωρο μου. Αλλωστε γαμω ειναι εκπαιδευμενος ο Τζουλιαν» Τοτε γουρλωσα τα ματια. Τι εννοει με αυτο? Θα τον σκοτωσω , παει. Τελος!
Πατησε πιο πολυ γκαζι και αρχισε να τρεχει με πιο μεγαλη ταχυτητα. Ακουλουθησαν και αλλοι τρεις το παιχνιδι του και αρχισαν κοντρα στα χιονια. Κρατησα σφιχτα τον Τζουλιαν πανω μου ενω πιεσα το σωμα μου πανω στον Τζεισον. Ανεβαιναμε στα γρηγορα λοφους και υψωματα με τα αγορια να τρεχουν ποτε ο ενας μπροστα , ποτε αλλος. Καθως η ταχυτητα ειχε κυριαρχησει σκεφτομουν πως , οπως μια γρηγορη διαδρομη ετσι ειναι και η ιδια η ζωη μας. Ποσο γρηγορα κυλαει και χανεται μπροστα απο τα ματια μας. Απο την στιγμη οπου γνωρισα τον Τζεισον ειχα αντιληφθει αυτο το πραγμα. Μεσα στην θλιψη μου εχανα τοσα πολλα πραγματα και ειχα πεσει σε χειμερια ναρκη μεχρι που εμφανιση του Τζεισον ανατρεψε τα νερα της θλιψης μου. Κυριολεκτικα με εκανε να ζησω ολα τα εντονα συναισθηματα μεσα σε τοση μικρη χρονικη περιοδο , με εκανε να νιωσω ζωντανη και οχι νεκρη που επιβιωνα σε αυτον τον κοσμο.
Μπροστα μου απλωθηκε η θεα ενος κεντρου οπου μπορουσες να κανεις σκι και ακουσα τον Τζεισον να λεει περηφανος και ικανοποιημενος που ειχε βγει νικητης στην κοντρα «Σας γαμησα παλι»
Πηρα μια βαθια ανασα και κοιταξα τον Τζουλιαν. «Εισαι καλα μωρο μου?» τον ρωτησα γεματο ανησυχια.
«Ναι γαματα! Πρεπει να το γαμω επαναλαβουμε μπαμπα» ειπε μεσα σε ενθουσιασμο οπου με αφησε εκπληκτη. Χριστε μου! Ακολουθει τα χναρια του μπαμπα του.
«Φυσικα μωρο μου» Του απαντησε και εσβησε την μηχανη
Τον κοιταξα και στριφογυρισα τα ματια μου. «Ω θεε μου μαζι σας» Κατεβηκα απο την μηχανη στα γρηγορα και αρπαξα τον Τζουλιαν απο την μεση κατεβαζοντας τον κι αυτον.
...
Μερικες στιγμες μετα ειχαμε ηδη αλλαξει και ημασταν ετοιμοι για σκι. Τι σκι φυσικα? Εγω δεν μπορουσα καν να ισορροπισω. Γαμω τις ιδεες σου πια Τζεισον! Εκλεισα το φερμουαρ την ειδικης στολης μου και βγηκα εξω απο το χιονοδρομικο κεντρο οπου με περιμεναν ολοι. Τοτε ακουσα τις φωνες του Τζουλιαν και του Τζεισον.
Τους πλησιασα και ειδα τον Τζεισον αγριεμενο. «Μπαμπα γιατι να μην παρω ενα γαμω σνοουμπορντ σαν εσενα και πρεπει να φορεσω αυτα τα ηλιθια τα πεδιλα του σκι?» Ακουσα τον Τζουλιαν να λεει. Ο Τζεισον κρατουσε μια μπλε σανιδα του σνοουμπορντ ενω ο Τζουλιαν κρατουσε στα χερια ενα μικρο ζευγαρι πεδιλα. Τωρα τι στο καλο εγινε και τσακωνονται?
«Τι γινεται εδω?» Τους ρωτησα , με αγνοησαν και δυο συνεχιζοντας την συζητηση τους
«Γιατι εισαι μικρος Τζουλιαν δεν ξερεις να γαμω ισορροπεις ακομα» Του απαντησε ο Τζεισον αυστηρα. Αν και του μιλουσε ηρεμα τον ηξερα , ειχε εκνευριστει. Αυτη η εκφραση που ειχε παρει την ειχα δει εκατονταδες φορες οταν τσακωνομασταν και προσπαθουσε να μου επιβληθει. Τιποτα δεν ειχε αλλαξει.
«Μα θελω σνοουμπορντ σαν εσενα» Συνεχισε να επιμενει ο Τζουλιαν . Αμαν πια! Πηρε την ξεροκεφαλια του Τζεισον. Εκει να επιμενει μεχρι να γινει το δικο του.
Επιβλητικα ο Τζεισον με σκληρη φωνη του ειπε «Κατι ειπα Τζουλιαν»
«Μα μπορω να ισορροπησω , κοιτα» Του απαντησε ο Τζουλιαν και τον ειδα να αρπαζει μια προχειρη σανιδα και στηριχτηκε στο ενα του ποδι. Ηθελε να του αποδειξει πως μπορει να ισορροπησει προφανως.
Ο Τζεισον γρυλισε και ειδα την φλεβα του λαιμου του να πεταγεται. Ωχ θεε μου νευριασε αγρια. «Μην το γαμω ζοριζεις Τζουλιαν γιατι θα σε στειλω στο ξενοδοχειο με τον Φεντε» Του απαντησε κοφτα και ο τονος της φωνης του ψηλωσε.
Τοτε αμεσως επεμβηκα «Μην του φωναζεις Τζεισον»
Το κεφαλι του γυρισε αποτομα προς το μερος μου και με αγριοκοιταξε. «Μην τον ντανταευεις Μπεατριξ . Πρεπει να ξερει τα ορια του.» Μου ειπε ενω ακουσα να τριζουν τα δοντια του. Ειχα καταλαβει γιατι το εκανε. Ηθελε να του επιβληθει και να μην γινει κακομαθημενο ο Τζουλιαν. Εν μερει ειχε δικιο αλλα δεν μου αρεσε που του φωναζε.
Γυρισα και κοιταξα τον Τζουλιαν. Ειχε κατεβασει το κεφαλι και κοιταζε θλιμενος το πατωμα. Καθισα στα πελματα και χαιδεψα απαλα τα χερακια του . «Μωρο μου εχει δικιο ο μπαμπας. Αν ανεβεις στο σνοουμπορντ μπορει να χτυπησεις. Οταν γυρισουμε πισω στον Καναδα θα σε μαθει ο μπαμπας να κανεις σκι στην σανιδα. Ενταξει?» Του εξηγησα και με κοιταξε.
«Ενταξει» Η φωνη του ηταν χαμηλη, ηταν λυπημενος. Δεν μπορουσα να κανω κατι ομως. Ο Τζεισον ειχε δικιο. Για το καλο του το εκανε.
...
Τους κοιταζα και σκεφτομουν ποσο μοιαζουν μεταξυ τους. Χριστε μου! Ο Τζουλιαν ειχε γινει τοσο πολυ ιδιος με τον πατερα του. Αμφιβαλω αν πηρε τιποτα απο μενα εκτος τα γκριζα μου ματια. Ξεροκεφαλοι και πεισματαρηδες και δυο τους. Το προβλεπω , οταν μεγαλωσει ο Τζουλιαν θα ακολουθουσε τα χναρια του πατερα του , ριψοκινδυνος , δεν θα τον νοιαζει τιποτα και ξερω καλα , πως οτι κι αν εκανε θα κατακτουσε τον κοσμο. Αφου πλεον ο καβγας τους λυθηκε ολοι ανεβηκαμε σε ενα λοφο και ετοιμαστηκαμε για το παιχνιδι στο χιονι. Ειδα τα αγορια να φορανε στα ποδια τα σνοουμπορντ ενω εμεις τα κοριτσια φορεσαμε τα πεδιλα μας. Αποφασισαμε να ακολουθησουμε αυτη την τακτικη γιατι θα ηταν πιο ευκολο να προσεχουμε τον Τζουλιαν.
Σταθηκα διπλα στον Τζεισον «Δεν θα καταλαβω ποτε τι προβλημα εχεις με τα βουνα και τους λοφους. Μονο το Εβερεστ δεν εχουμε κατακτησει.»
Ενα αυθορμητο γελιο του βγηκε απο το στομα , απο τις αγαπημενες μου στιγμες. Να βλεπω τα ματια του να λαμπουν απο αυτο το χαμογελο. «Θα το γαμω κανουμε κι αυτο καποια στιγμη» Μου εκλεισε το ματι. Τελεια Μπεατριξ , εδωσες ιδεα στον τρελο. «Οσο για το τι γαμημενο προβλημα τραβαω με τα βουνα. Κοιτα γυρω σου» Ανασηκωσα τα φρυδια κοιταζοντας τον γεματο απορια και κοιταξα γυρω μου. Ημασταν αρκετα ψηλα και το χωριο του Αγιου Βασιλη φαινοταν που ελαμπε με τα πολυχρωμα χριστουγεννιατικα φωτακια. Ηταν κατι σαν πινελια μεσα στο απολυτο λευκο. Ο ουρανος ολοκαθαρος οπου αφηνε την αχορταγη ματια σου να απολαμβανει την λιτη και ταυτοχρονα πλουσια εικονα που απλωνοταν μπροστα σου. Γυρισα και κοιταξα ξανα τον Τζεισον. «Ειναι λες και γαμω κατακτας τον ουρανο μωρο μου» Μου ειπε και μετα με φιλησε πεταχτα. Ξαφνικα με ενα σαλτο αρχισε να κατεβαινει τον χιονισμενο λοφο με το σνοουμπορντ του και γουρλωσα τα ματια.
Τον χαζεψα για λιγο. Χριστε μου ηταν τοσο σεξι και γοητευτικος. Το σωμα του κινοταν με ευλυγισια δεξια και αριστερα κατευθυνοντας την κινηση της σανιδας. Πριν τον χασω απο την οπτικη μου εικονα πηρα τα ορειβατικα μπαστουνια μου και αγαρμπα εσπρωξα το σωμα μου προς τα μπροστα και αρχισα να τον ακολουθω. Ο Τζουλιαν ηταν ηδη με τον Ντυλαν , τον Φεντε και τον Τζαστιν. Θα ηταν καλυτερα με αυτους που ειχαν κανει ξανα σκι ή σνοουμπορντ παρα με μενα που ημουν πρωταρα. Καθως τον ακολουθουσα τον ειδα να κανει ενα μεγαλο σαλτο και ξαφνικα βρεθηκε στον αερα με το ενα χερι να αιωρειται και το αλλο να κραταει το σνοουμπορντ. Οκ! Αυτο θελει φωτογραφια. Σταματησα οπως – οπως και εβγαλα το κινητο μου απο την χειμωνιατικη στολη του σκι. Και με ενα κλικ παγιδευσα μεσα σε μια φωτογραφια για ακομα μια φορα μια νεα στιγμη και εμπειρια οπου θα γινοταν συντομα μια αναμνηση στην ζωη μας. Θεε μου! Αυτος εδω ο ψηλος , καστανοξανθος , γυμνασμενος πανεμορφος αντρας ηταν δικος μου. Προσγειωθηκε ξανα στο χιονι και κουνησα το κεφαλι για να συνελθω.
Γυρισε την σανιδα του προς το μερος μου με μια αποτομη κινηση τιναζοντας λιγο χιονι στον αερα. «Τι κοιτας?» Με ρωτησε με γνωστο του μικρο πονηρο χαμογελο στην ακρη των χειλιων του.
Δαγκωσα το κατω χειλος μου και κοκκινισα «Το ποσο σεξι εισαι» Του απαντησα και αυτος με πλησιασε με την σανιδα του
«Ετσι ε?» Εβαλε τα χερια του στον λαιμο μου. «Και εσυ εισαι το γαμημενο πιο γλυκο πραγμα που εχω γαμω δει. Με αυτην την ροδοκοκκινη μυτη απο το κρυο και το παγωμενο προσωπο.»
Ενιωσα τα απαλα χειλια του να φιλανε την μυτη μου ενω οι ανασες μας εβγαιναν απο το στομα μας σχηματιζοντας μικρα θολα συννεφακια. Εκλεισα τα ματια αυθορμητα και ενιωσα τα χειλια του να κυλανε προς τα κατω και αγγιξαν τα δικα μου. Ανεσταναξα εξωτευρικοντας την ενταση που προκαλουσε το αγγιγμα του και εσπρωξε τα χειλια μου. Με μια γλυκια αργη εισοδο στο στομα μου αρχισε να με φιλαει. Τα χερια του ξαφνικαν βρεθηκαν στην μεση μου και με πιεσε στο σωμα του δινοντας ενταση και πιεση στο φιλι μας. Θεε μου! Τα φιλια του ειναι απλα κολαση. Ειναι σαν νερο που κυλαει ηρεμα σε ενα ποταμο και που μετα αγριευει και γινεται φουρτουνα σε θαλασσα.
Τραβηχτηκε αργα και αναστεναξαμε μαζι. «Σαγαπαω τοσο πολυ. Δεν το πιστευω» Του ειπα ξεψυχισμενα.
«Τι δεν γαμω πιστευεις?»
«Εισαι ο πρωτος που δεν με παρατησε , που με αγαπησε γι΄αυτο που ειμαι.» του απαντησα βουρκωνοντας και με βαρια ανασα μετα απο το φιλι μας.
Ανεβασε το ενα του χερι και με χαιδεψε απαλα στο μαγουλο «Θυμασαι τι σου ειχα γαμω πει παλια? Θα ειμαι παντα εδω μωρο μου» Τοτε χωρις να το ελεγξω , επεσε στην αγκαλια του. Με χαιδεψε και ενιωσα ταυτοχρονα την ανασα του που μυριζε τσιγαρο και μεντα στο αυτι μου. «Σαγαπαω» Μου ειπε ψιθυριστα και μου χαιδεψε τα μαλλια ενω πλεον μας σκεπαζε η σιωπη και μας αγκαλιαζε το κρυο της Λαπωνιας.
...
Οι ωρες περασαν χωρις καν να το καταλαβουμε. Η βολτα μας τελειωσε και με τα παιδια ειχαμε γυρισει πισω στο ξενοδοχειο. Αφου καναμε ενα ζεστο μπανιο ολοι , εγω και ο Τζεισον αποφασισαμε να παρουμε τον Τζουλιαν στο εργαστηρι του Αγιου Βασιλη. Αλλωστε επρεπε να δωσει το γραμμα του που τοσες μερες παλευε να γραψει. Υπολοιποι ειχαν αποφασισει να μεινουν στο ξενοδοχειο και να χαλαρωσουν ειτε στα δωματια τους ειτε στο μπαρ του ξενοδοχειου. Περπατουσαμε μεσα στους χιονισμενους δρομους με τον Τζουλιαν να κραταει το χερι μου. Κρατουσε ακομα μουτρα του μπαμπα του οπου δεν τον ειχε αφησει να ανεβει στο σνοουμπορντ. Ο Τζεισον του εριχνε συνεχως ματιες μεχρι που σταματησε ξαφνικα. Τον κοιταξα περιεργα , σιγουρα κατι σχεδιαζε.
«Μωρο μου προχωρας λιγο? Θελω να μιλησω στον μικρο» Μου ειπε σοβαρα. Το ηξερα.
«Ναι θα ειμαι εδω γυρω» Απομακρυνθηκα λιγο απο εκει οπου ηταν και ειδα τον Τζεισον να καθεται στα πελματα. Βρηκα ενα σημειο οπου δεν φαινομουν και ακουσα τι ελεγε ο Τζεισον στον Τζουλιαν
Τον κοιταξε αυστηρα και κρατησε τα μικρα μπρατσα του Τζουλιαν λεγοντας του «Μπορεις να μου γαμω πεις γιατι φερεσαι σαν μωρο?»
«Ετσι» του απαντησε με χαμηλη φωνη ο Τζουλιαν και με κατεβασμενο κεφαλι. Επαιζε με τα δαχτυλα του αμηχανα. Το αγορακι μου!
«Τι σου εχω πει τοσες γαμημενες φορες?» Του ειπε ο Τζεισον με μια φωνη σκληρη. Χριστε μου! Αυτο που δεν επηρεαζεται αν ο γιος του του κραταει μουτρα. Εγω δεν μπορω να τον βλεπω θλιμενο. Για αυτο μου βαζει τις φωνες ο Τζεισον παντα. «Μην εισαι αχαριστος Τζουλιαν. Το οτι ειμαστε γονεις σου δεν γαμω σημαινει πως θα γινεται το δικο σου παντα. Πρεπει να γαμω εμπεδωσεις κατι απο τωρα. Μαθε να λες ευχαριστω με οσα σου δινουν , υπαρχουν παιδια που δεν εχουν καν γονεις. Με ακους?» Συνεχισε να του λεει ο Τζεισον.
Ηθελα να επεμβω και να του εξηγησω να μην του φερεται τοσο σκληρα αλλα δεν επρεπε. Ηταν κατι μεταξυ τους αλλωστε ο Τζουλιαν πρεπει να μαθει να μην ζηταει παραλογα πραγματα. Αν ηξερε πως ο μπαμπας του μεγαλωσε στους δρομους απο τα 15 του ισως καταλαμβαινε πολλα αλλα ηταν ακομη μικρος για να μαθει την ιστορια μας.
«Μα..» Απαντησε ο Τζουλιαν προσπαθωντας να δικαιολογηθει συνεχιζοντας να εχει το κεφαλι κατω
Ο Τζεισον τον αγριοκοιταξε και ειδα το πηγουνι του να τρεμει. «Ακουσες τι ειπα?» Η φωνη του επιβλητικη και χωρις καποιο ενδοιασμο και συναισθημα.
Ο Τζουλιαν σηκωσε το κεφαλι και ειδε τον μπαμπα του «Ναι , συγνωμη» Τοτε αποφασισα να ξανα εμφανιστω.
«Τελειωσατε?» ρωτησα και εκανα λες και δεν ειχα ακουσει τιποτα
Ο Τζεισον εσπρωξε προς τα πανω το σωμα του και σταθηκε ξανα ορθιος «Ναι.» Απαντησε μονολεκτικα
«Του φερθηκες σκληρα» Του ψιθηρισα στο αυτι και με κοιταξε
«Ετσι γαμω πρεπει.»
Μερικες στιγμες μετα εγω και με τους δυο αντρες τις ζωης μου μπηκαμε στο μεγαλο εργαστηριο του Αγιου Βασιλη. Κρατουσα απο το χερι τον Τζουλιαν και του εριξα μια στιγμιαια ματια. Εχει μεινει με το στομα ανοιχτο με οσα εβλεπε μπροστα του. Ηταν η πιο υπεροχη χριστουγεννιατικη εικονα που ειχα δει ποτε μου. Ακομα και εγω για μια στιγμη ενιωσα να μου ξυπνανε οι αναμνησεις οπου ημουν μικρη. Τα μπισκοτα οπου εφτιαχνε η μαμα μου και μενα με την Φραν να κρυβομαστε το βραδυ κατω απο την τραπεζαρια για να δουμε τον Αγιο Βασιλη μα το μονο που καταφερναμε ηταν να μας παιρνει ο υπνος κατω απο το τραπεζι. Ειδα στο βαθος τον Αγιο Βασιλη να καθεται σε μια μεγαλη ξυλινη πολυθρονα εχοντας διπλα του ενα τεραστιο τζακι οπου μια κιτρινο – κοκκινη φωτια τρεμω επαιζε κανωντας κροταλισματα πετωντας μικρες σπιθες οπως εκαιγαν τα ξυλα. Στα πλαγια υπηρχε ενα τεραστιο τραπεζι που πολλα μικρα παιδια καθονταν και εγραφαν τον γραμμα τους. Παντου σε ολο το χωρο τριγυρνουσαν ξωτικα ενω ηταν ολα στολισμενα. Πολυς κοσμος με τα παιδια του ειχαν στησει σειρα για να βγαλουν φωτογραφιες με τον αγαπημενο αγιο οπου λατρευαν. Προχωρησαμε κι εμεις μεχρι το βαθος και στηθηκαμε στην σειρα. Δεν περασει πολυ ωρα μεχρι ηρθε η σειρα του Τζουλιαν. Με κοιταξε θελοντας να παρει σιωπηλα την αδεια μου και του κουνησα το κεφαλι ελευθερωντας του ταυτοχρονα το χερι απο το δικο μου.
Ο Τζουλιαν ανεβηκε στα ποδια του Αγιου Βασιλη ενω ενιωσα το κεφαλι του Τζεισον να στηριζεται στον ωμο μου και να τυλιγει τα χερια του γυρω απο την μεση μου. «Ποσα γαμω πας στοιχημα πως ο τυπος εκει πανω παιρνει πανω απο 1.000 ευρω για να γαμω αντεχει ολους τους βουτυρομπεμπες εδω περα? Ασε και το αλλο , ετσι και γαμω ψοφησει θα πρεπει να βρουν αλλον για να γαμω συνεχιστει αυτη η παπαρια. Αλλιως δεν θα τρωνε τα γαμημενα λεφτα απο τους αφελεις που ερχονται εδω.» Μου ειπε και στριφογυρισα τα ματια μου
Γυρισα το κεφαλι μου στο πλαι και τον κοιταξα «Τζεισον , θεε μου πια» του απαντησα. Αμαν αυτο το παιδι. Αυτο το πραγμα που τα λεει ολα ωμα και απαξιωνει το καθε πιθανο στοιχειο οπου υπαρχει λιγο παραμυθι στην ζωη , με συγκλονιζει.
Με κοιταξε κατευθειαν στα ματια «Τι?» μου απαντησε με το γνωστο «ανετο» στυλακι του οπως εκανε παντα.
«Τιποτα» Ξεφυσηξα και γυρισα το βλεμμα μου ξανα προς τον Τζουλιαν. Ειχε δωσει το γραμμα του στον Αγιο Βασιλη και κατι του ελεγε στο αυτι.
Ενιωσα να σηκωνει το κεφαλι του απο το ωμο μου και να ελευθερωνει τα χερια του απο την μεση μου. Αμεσως ενιωσα ολη την ζεστη και το αισθημα οπου μου προκαλουσε με το αγγιγμα του , να φευγει. Ηταν λες και ενιωσα ενα κενο πως κατι μου ελειπε ηδη. Ακουσα τον Τζεισον να λεει «Εγω παω να κανω ενα τσιγαρο γιατι θα με πιασει η γαμημενη τρελα εδω μεσα με τοσα σκατοπαιδα»
Γυρισα αμεσως προς το μερος του με γουρλωμενα ματια «Τι λες? Ειναι και ο γιος σου εδω»
«Ο γιος μου ειναι αλητης και μαγκας , δεν ειναι βουτυρομπεμπες οπως ολους αυτους» Μου απαντησε αμεσως γεματο περηφανια. Οντως , αν καθομουν να κοιταξω τα αλλα παιδια και μετα εβλεπα τον Τζουλιαν θα ηταν ολοφανερη η διαφορα τους. Εδω ο γιος μου εκανε τατουαζ στα τρια του. Που ακουστηκε αυτο με αλλα τριχρονα?
Σταυρωσα τα χερια στο στηθος και ανασηκωσα το ενα μου φρυδι «Δεν μπορω να σε καταλαβω. Δικη σου ιδεα ηταν να ερθουμε εδω» Την μια βαριεται την ολη κατασταση εδω και απο την αλλη αυτος ειπε να φερουμε τον Τζουλιαν εδω. Μα το θεο , δεν θα καταλαβω ποτε τι στο καλο κρυβει το μυαλο αυτου του αντρα. Αληθεια ομως!
Τον ακουσα να γρυλιζει και να στενευει τα ματια «Ναι ηταν , θα το γαμω συζητησουμε κι αλλο τωρα?» Εκνευρισμενος μου απαντησε. Μου ειχε εξηγησει γιατι ηθελε να φερουμε τον Τζουλιαν εδω αλλα με εκνευριζε που δεν εδειχνε τα αισθηματα του. Εγωιστης!
«Καλα!» Υποχωρησα για ακομα μια φορα. Δεν θα τα εβγαζα περα με τον Τζεισον οσο και αν περνουσε ο χρονος. Ηξερα πως μιλαει και πραττει οταν πρεπει. Αλλωστε μια ζωη επιβαλλεται στους αλλους δεν θα αλλαζε τωρα.
«Θα σε δω εξω» Μου εδωσε ενα πεταχτο φιλι και βγηκε απο το εργαστηρι.
...
Γυρισαμε ξανα στο ξενοδοχειο και αντικρισαμε τους υπολοιπους να καθονται στο τζακι ενω επιναν ζεστη σοκολατα. Ηταν τοσο υπεροχοι ολοι τους. Η Ναταλι ειχε βαλει το κεφαλι της πανω στα ποδια του Ντυλαν στον ενα καναπε ενω στον αλλον καθοταν στην μια ακρη η Ανναμπελ οκλαδον ενω ειχε κουρνιασει στο στερνο του Φεντε. Παραδιπλα καθοταν ο Τζαστιν εχοντας αναμεσα απο τα ποδια του την Νεξι οπου καθοταν στο πατωμα. Αναρωτιομουν , αν επελεγα τον Τζαστιν πως θα ηταν οι ζωες μας τωρα? Αν δεν υπηρχε ο Drew πραγματικα θα εκανα τρομερα λαθη που ευτυχως με την σωστη μου επιλογη τα ειχα διαφυγει τωρα. Μου λειπει τοσο πολυ ο Drew.
Ανεσταναξα και εκλεισα τα ματια . «Εδω ειμαι πριγκιπισσα.» Τον ειδα με τα λευκα του ρουχα και με τα χερια του πλεον καθαρα απο τα σημαδια της ηρωινης και με ενα ηρεμο χαμογελο.
«Μου λειπεις» Του ειπα γεματο μελαγχολια.
Με πλησιασε «Παντα εδω θα ειμαι , το ξερεις. Χαιρομαι που εγινες σωστη μητερα και βρηκες την ευτυχια.»
«Εσυ μου τα χαρισες ολα. Αν δεν ησουν εσυ τιποτα δεν θα υπηρχε τωρα» Του απαντησα. Οσο θυμαμαι πως χαρις την βοηθεια του καταληξα εδω οπου βρισκομαι ευχαριστω τον θεο οπου μου τον ειχε στειλει.
«Οχι Μπεατριξ , μονη σου τα αποκτησες με τους αγωνες σου και τις αντοχες οπου ειχες. Κοιτα γυρω σου τι εκανες. Πιστευες πως ο Ντυλαν θα κατεληγε με την Ναταλι αν δεν της μιλουσες εσυ? Οχι. Πιστευες πως ο Τζαστιν θα ωριμαζε αν δεν του εδινες αιμα για να τον σωσεις? Οχι. Πιστευες πως ο Φεντε θα ηταν ευτυχισμενος αν δεν του χαριζες την αγαπη που ειχε χασει αφου πεθανε η Σερενα? Οχι . Και το πιο σημαντικο , πιστευες πως ο Τζεισον θα ξεφευγε απο τα ναρκωτικα αν του εδινες εσυ την δυναμη με τον ερωτα σου? Οχι πριγκιπισσα. Εσυ τα εκανες ολα.» Μου ειπε και ολα περνουσαν απο μπροστα μου σαν διαττων αστερας που με φωτιζει το βαθυ σκοταδι.
Δεν πιστευα πως ειχα την ικανοτητα να κανω οσα ελεγε τωρα ο Drew , δεν ειχα κανει κατι σπουδαιο. Απλα νοιαζομουν και αγαπουσα αυτους που με αγαπησαν γι αυτο που ειμαι , οσο για το θεμα Τζαστιν. Παντα τον αγαπουσα , ηταν ο εφηβικος μου ερωτας , δεν μπορουσα να του φερθω ασπλαχνα οσο και αν μου φεροταν απαισια. Δεν μου αρεσει να φερομαι ασχημα σε ανθρωπους οσο κι αν με κανουν σκουπιδι. Το χαμογελο μου τους σκοτωνει και τους αποδυναμωνει , οχι η επιθεση μου προς αυτους .
«Λοιπον θα γαμω προσεχετε λιγο τον μικρο για να γαμω παω καπου με την Μπεατριξ ?» Ακουσα την φωνη του Τζεισον να λεει και ανοιξα τα ματια μου.
«Ναι κανενα προβλημα. Μην ανησυχειτε , θα παιξουμε επιτραπεζια με τον Τζουλιαν» Απαντησε αμεσως η Νεξι καθως ο Τζουλιαν ειχε καθισει διπλα της στο πατωμα.
«Ωραια παμε εμεις»
Εδω ενα φιλι στον μετωπο του Τζουλιαν και ο Τζεισον μου πηρε το χερι. Κατι μαγειρευε παλι αυτος. Καλα το μυαλο του δεν σταματαει ποτε να δουλευει? Με την εξοδο μας απο το ξενοδοχειο αναριγησα. Η επαφη με το κρυο μου ειχε ερθει αποτομα. Εσφυξα το σακακι μου πανω μου και ο Τζεισον με εχωσε στην αγκαλια του.
«Που θα παμε?» Τον ρωτησα γεματο απορια. Δεν θα μου ελεγε – οπως παντα- αλλα δεν ειχανα και κατι να ρωτησω.
«Θα δεις»
Μερικα λεπτα μετα ο Τζεισον κι εγω ειχαμε ανεβει σε ενα snowcross. Ο Τζεισον αυξησε ταχυτητα και μπλεχτηκαμε μεσα στα πυκνα δρομακια απο ελατα. Με πιεση πηδησε πανω απο ενα τεραστιο λοφο και βρεθηκαμε στον αερα για μερικα δευτερολεπτα. Απο φοβο ουρλιαξα και τον κρατησα υπερβολικα δυνατα. Τον ακουσα να γελαει και με την προσγειωση εκανε μια στροφη στα πλαγια. Ειχε γυρει το snowcross στο ενα ποδι και με πιεση επεσε στο χιονι. Τι στο καλο σκοπευει να κανει? Να με σκοτωσει 'η να με στειλει με εγκεφαλικο στο νοσοκομειο? Ω θεε μου με τον τρελο που εμπλεξα! «Ετοιμασου» Ακουσα να λεει και δεν ηξερα τι ακριβως εννουσε. Ξαφνικα ειδαμε μπροστα μας ενα τεραστιο ψηλο λοφο απο χιονι. Μειωσε λιγο την ταχυτητα και εδωσε δυναμη στο γκαζι. Δεν θα το κανει σωστα? Δεν θα το κανει. Το γκαζι εκτοξευσε χιονι στο πισω μερος και με φορα ο Τζεισον ετρεξε. Με ενα μεγαλο σαλτο πηδηξε τον λοφο και εγω εχασα αμεσως το χρωμα μου. Ζω? Ναι ζω , αναπνεω και η καρδια μου νομιζω πως θα βγει. Πατησε φρενο αποτομα στριβοντας την μηχανη και σταματησε. Χριστε μου!
«Δεν γαμω φοβηθηκες ε?» Με ενα τεραστιο χαμογελο με κοιταξε. Με κοριειδευει ο βλακας.
«Εγω? Ποτε μωρο μου» Τον ειρωνευτικα με κοφτη ανασα. Απλα κοιτα μου εχει κοπει η ανασα , με κατεκλυσε παγωμενος ιδρωτας μεσα την παγωνια , νομιζω πως θα βγει η καρδια μου και συν ολου αυτου η υψοφοβια με εκανε να χασω το χρωμα μου. Βλεπεις δεν φοβηθηκα. Σκεφτηκα απο μεσα μου.
Κατεβηκε απο το snowcross και με επιασε απο την μεση. Με κατεβασε και μου πηρε το χερι «Ελα παμε»
Περπατησαμε λιγο εχοντας με βαθια μεσα στην αγκαλια του οταν ειδα μπροστα μας το χιονοδρομικο σταθμο , μονο που δεν ηταν αυτος οπου ειχαμε παει το πρωι. Μπροστα μου απλωνοταν ολη λευκη θεα της Λαπωνιας ενω ηδη ειχε πεσει σκοταδι. Προχωρησαμε προς το βαθος και ξεκαθαρα τωρα εβλεπα ενα μεγαλο δαπεδο - σαν πιστα για χορο – μπροστα μου. Ο Τζεισον ανεβηκε και με τραβηξε και μενα για να ανεβω.
«Γιατι με εφερες εδω?» Τον ρωτησα γεματο περιεργεια. Πως στο καλο καταφερνει παντα να με κραταει παντα σε περιεργεια και ενθουσιασμο , μονο αυτος ειχε αυτο το ταλεντο . Παντα να με εκπλητει χωρις να νιωθουμε ουτε σταλα ρουτινας μεσα στην ζωη μας.
«Γι' αυτο» Κοιταξε προς τα πανω και ξαφνικα φωτακια αναψαν και μια μουσικη αρχισε να παιζει. Ο ηχος ακουγοταν απο μεσα στο σταθμο οπου ηταν αρκετα κοντα μας.
«Χριστε μου!» Εκστασιασμενη εμεινα να κοιταω το θεαμα γυρω μου καθως ο Τζεισον με εσφυξε πανω του.
Ο ηχος οπου επαιζε και ακουγοταν απο τα μεγαφωνα του σταθμου ηταν σε ρυθμους ταγκο. Ο Τζεισον με επιασε απο το χερι και αρχισε να χορευει στον ρυθμο παρασερνωντας με και μενα στο ρυθμο. Μυριζα το φρεσκο χιονι στην ατμοσφαιρα με συνδιασμο το αρωμα του Τζεισον και οι αισθησεις μου περιπλανηθηκαν στις αορατες εικονες που εβλεπα μπροστα μου. Δεν μπορουσα να εξηγησω αυτο που ενιωθα αυτη την στιγμη. Ενιωθα πως βρισκομασταν καπου ψηλα και πως αορατες δυναμεις σαν εκλαμψεις ακτινων στον ουρανο μας αγκαλιαζαν. Μας οδηγουσαν σε ενα δρομο οπου ο ερωτας μας ειχε καταπνιξει . Το χερι του που κρατουσε το δικο μου κατεβηκε και βρηκε το αλλο στην μεση μου. Με πιεσε πανω του και μου λυγισε την μεση σπρωχνοντας με προς τα πισω ενω ταυτοχρονα επεσε ορμητικα πανω στα χειλια μου. Η γλωσσα του με ετρωγε με παθος ενω σιγα σιγα με ανεβαζε προς τα πανω. Τα χερια μου κρατηθηκαν απο το λαιμο του ενω καναμε βηματα κυκλικα. Καποτε ο Alfred De Musset ειπε «Ας φύγουμε, μέσα σ' ένα φιλί, για έναν άγνωστο κόσμο». Αυτο μου συμβαινε αυτη την στιγμη. Μεσα απο το φιλι του ταξιδευαμε στο αγνωστο. Απο την πρωτη στιγμη οπου τον συναντησα το αγνωστο συνειδητα μου ειχε γινει η καθημερινη λεξη οπου αλλοι πιστευαν πως ηταν το γνωστο. Καθε μερα και κατι που δεν ηξερα , καθε μερα και νεα εμπειρια , καθε μερα και ενα νεο συναισθημα. Με ταξιδευε στο αγνωστο αγαπωντας με , δειχνοντας μου τον κοσμο , χαριζοντας μου καθε στιγμη τα φιλια του και τον ερωτα του. Το «αγνωστο» ηταν το δικο μας «γνωστο». Θεε μου θα παψω ποτε να τον αγαπω τοσο εντονα ? Να νιωθω καθε λεπτο το αιμα μου να καιει μονο με το αγγιγμα του? Να τρεμω μονο με μια ματια του? Τον χαιδεψα στο μαγουλο ενω αυτος τραβηχτηκε αμυδρα απο τα χειλια μου.
Ο Τζεισον με κοιταζε βαθια στα ματια οταν μου ειπε «Σαγαπαω τοσο γαμημενα πολυ σε σημειο να μου παραλυεις το σωμα και τα συναισθηματα.»
«Σ' αγαπαω για καθε στιγμη που μου χαρισες , για καθε δακρυ που μου σκουπισες , για καθε αγκαλια χωρις να στο ζητησω και για καθε φιλι που με κραταει ζωντανη» Του απαντησα και αφηνωντας την σιωπη να μιλησει με ανασηκωσε στον αερα. Το χερι μου τυλιχτηκε γυρω απο το λαιμο του για να κρατηθω ενω αυτος εκανε μια σβουρα γυρω απο το εαυτο μας. Ημουν τοσο ερωτευμενη μαζι του.
...
Με τον Τζεισον τρεχαμε κρατωντας με απο το χερι. Ειχαμε φτασει ηδη στο ξενοδοχειο οταν αποφασισε να μπουμε μεσα απο την πισω πορτα για να μην μας δουν. Μπηκαμε στην κουζινα και τρεχαμε γιατι μας ειχαν παρει χαμπαρι οι μαγειρες και μας εβριζαν. Αν και ηταν τρελο με ειχε γεμισει αδρεναλινη οπως ολα τα αλλα οπου εκανε και σκεφτοταν ο Τζεισον . Με φορα βγηκαμε εξω και μπηκαμε αμεσως στο ασανσερ. Φερομασταν λες και ημασταν ακομη στο λυκειο. Καμια σχεση το οτι ημασταν γονεις με ενα παιδι. Καθως πορτες εκλεισαν σκασαμε στα γελια. Με κοιταξε με τα μελια του ματια και με αρπαξε απο το προσωπο. Για ακομα μια φορα επεσε πανω στα χειλια μου. Καθως με φιλουσε ακουσαμε το ηχο ειδοποιησης και οι πορτες ανοιξαν .
Βγηκαμε απο το ασανσερ και πριν προλαβω να προχωρησω με ξανα κολλησε στο τοιχο. Αναστεναξα και ενιωθα την ενταση ολο και πιο πολυ να μεγαλωνει. «Τζεισον» Η φωνη μου ηδη λαχανιασμενη.
«Παμε» Με τραβηξε απο το χερι και βιαστικα κατευθυνθηκε προς το δωματιο μας .
Αφου πλεον βρηκαμε το δωματιο μπροστα μας περασε την καρτα στην πορτα του δωματιου μας. Η πορτα ανοιξε και ταυτοχρονα ο Τζεισον με αρπαξε απο το προσωπο. Την ακουσαμε να κλεινει δυνατα πισω μας καθως μου εβγαλε το σακακι αφηνοντας το να πεσει στο πατωμα. Πισω περπατουσα ενω ειχαμε γινει ενα με τα στοματα μας.
«Δεν γαμω βλεπω να φτανω μεχρι το κρεβατι» Πηρε μια βαθια ανασα ο Τζεισον και μου ειπε πανω στα χειλια. Με φορα το χερι του εσπρωξε οτι ειχε πανω στο ψηλο ξυλινο τραπεζι του δωματιου μας. Γυαλια ακουστηκαν να σπανε και ξαφνικα με το ενα του χερι με ανεβασε πανω του.
Με μια κινηση πεταξε στο αερα το δερματινο του τζακετ και τον τραβηξα απο το μπλουζακι του κοντα μου. «Θα σε χρεωσουν τωρα που τα εσπασες»
«Δεν μας γαμανε λεω εγω?» Μπηκε αναμεσα απο τα ανοιχτα ποδια μου και στηριξε τα χερια του πανω στους μηρους μου.
Τα χερια του κυλισαν πανω στα ποδια μου και με την τριβη των παλαμων του μεσα απο το χαδι που χαριζε στους μηρους μου ανεβαζε ταυτοχρονα και το πλεκτο φορεμα μου. Με κοιταζε βαθια στα ματια και τα μελια του ματια γεμισαν μαυρο. Θεε μου! Ο τροπος που με κοιταζε δημιουργουσε ριγος στο σωμα μου. Αφου πλεον τα χερια του εφτασαν στην μεση μου με μια αποτομη κινηση τιναζοντας το σωμα μου προς τα πανω μου εβγαλε το φορεμα.
Γρυλισε πιεζοντας το σωμα του πανω μου μολις ειδε τα εσωρουχα που φορουσα. «Μωρο μου εχεις γινει πολυ γαμημενα σεξι τελευταια» Μου ειπε ενω τα χειλια του κρυφτηκαν μεσα στο λαιμο μου.
«Πριν δεν ημουν?» Γελασα σιωπηλα με την αντιδραση του.
«Μωρο μου για μενα παντα εισαι γαμημενα σεξι ακομα και με τις πιτζαμες» Και καθως μου απαντησε με τραβηξε απο τους αστραγαλλους και επεσε πανω στο τραπεζι με δυναμη. Τα ποδια μου αμεσως εδεσαν πανω στους κνημιαιους του ενω τα χειλια του ηδη ειχαν γινει ενα με το δερμα μου. Η γλωσσα του βουτυχτηκε στο οφαλο με τα δοντια του να δαγκωνουν το γυρω του οφαλου μου. Το χερι του χαιδευωντας το ποδι μου το ανασηκωσε και τραβηξε τα μαυρο μου μποτακι. Ενα ηχος ακουστηκε και καταλαβα πως ειχε αφησει το μποτακι να πεσει κατω. Ο αντιχειρας του χαιδεψε τον αστραγαλο μου ενω με το αλλο του χερι εκανε το αντιστοιχο με το αλλο μου μποτακι. Ενιωσε την λεια υφη του καλσον μου. «Πουστη μου!» φωναξε και γρυλισε για ακομα μια φορα. «Πρεπει να γαμω σταματησεις να φορας καλσον.» Τα δαχτυλα του πιεσαν τους μηρους μου και μερικα κρακ ακουστηκαν.
Μεσα σε λιγα λεπτα το καλσον μου ηταν χιλια κομματια και πεταμενο στο πατωμα. Θεε μου! Ο τροπος που με διεκδικουσε , μου εδειχνε ποσο με αγαπαει ηταν τοσο μοναδικος. Το σωμα μου ηταν απλα παιχνιδι στα χερια του , τιποτα αλλο. Ειχε γεννηθει για να ανηκει σε αυτον. Τραβηξε την μπλουζακι του με το ενα του χερι και το πανεμορφο σωμα του φανηκε μπροστα μου. Οι καλογυμνασμενοι κοιλιακοι του ελαμπαν στο σκοταδι του δωματιου συνοδευοντας τις ελαχιστες σταλες φωτος οπου τρυπουσαν τις κλειστες κουρτινες. Ελυσε την ζωνη του και το τζιν του επεσε πιο χαμηλα απο το κανονικο αποκαλυπτωντας το V οπου ηταν καλο σχηματισμενο στην μεση του. Ηταν τοσο σεξι , γοητευτικος , ομορφος , και ηταν ολος δικος μου. Αυτος ο πανεμορφος και ερωτευσιμος ανδρας ηταν δικος σου Μπεατριξ. Δεν θα το πιστευα ποτε ετσι? Οσο κι αν το ελεγα στο εαυτο μου ακομα δεν μπορουσα να το αποδεχτω. Εχω καταντησει βαρετη με το να το λεω συνεχεια.
Με κοιταξε και καθως ανεβηκε πανω μου ειπε με την αισθησιακη βραχνη φωνη του. «Τι εγινε μωρο μου σου αρεσει η θεα?» Η τριβη των σωματων μας με οδηγουσε στα ακρα.
Οι γυμνοι του κοιλιακοι ηρθαν σε επαφη με το γυμνο μου δερμα και πηρα μια βαθια κοφτη ανασα. «Τζεισον» Του απαντησα και αμεσως ενιωσα τα μαγουλα μου να ζεστονονται.
Μου χαμογελασε πονηρα καθως πιεζε τα δυο ποδια του μεταξυ τους. Ακομα ενας ηχος ακουστηκε και οι αρβυλες του επεσαν στο πατωμα. Τα χειλια του επιτεθηκαν στο παγωμενο λευκο μου δερμα. Αφηνε μικρα μικρα φιλια στην κοιλια μου ενω εμενα καθε λεπτο μου κοβοταν ολο κι πιο πολυ η ανασα. Ενιωθα την καυτη ανασα του να απλωνετε σε καθε σημειο του σωματος μου και τα δαχτυλα του να τραβανε την μια πλευρα απο το σλιπακι μου. Τα δοντια του δισδυσαν εκει και ανασταναξα. Μου ρουφηξε το δερμα εκει και γλωσσα του το εγλυψε. Η ενταση αρχισε να ρεει στο αιμα μου κανοντας με να αναζητω ολο και πιο πολυ την αναγκη να με κανει δικη του.
Τραβηξε το σλιπακι μου και μετα ανεβηκε προς τα πανω. «Δεν γαμω ξερεις ποσο γαμημενα πολυ σε θελω δικη μου αυτη την στιγμη» Μου ψιθηρισε στο αυτι και τα δοντια του μου δαγκωσαν το λοβο.
Το εγλυψε κανοντας το ενα με το στομα του και εγω ηδη αρχισα να τρεμω απο κατω του. Αυτο που με κανει να νιωθω καθε φορα που κανουμε ερωτα δεν μπορω να το εξηγησω. Απλα ειναι αισθηματα και λεξεις οπου λεγονται μονο με τα σωματα μας. Χωθηκε αναμεσα στα μαλλια του και αρχισε να αφηνει τα ιχνη του και εκει. Τα χειλια του αφηναν φιλια στο λαιμο μου και τα δοντια του χαραζαν δυνατες δαγκωνιες στο δερμα μου. Αγκομαχουσα με καθε δαγκωνια του και ενιωθα πως θα εκραγω. Το δαχτυλο του κυλισε αργα απο το στηθος μου προς τα κατω και σταματησε για λιγο στο οφαλο μου. Αρχισε κυκλικες κινησεις εκει ενω τα χειλια του κατεβηκαν και με φιλουσαν στο κεντρο χωρισματος του στηθους μου. Παει θα με σκοτωσει! Δεν θα αντεξω αυτο που μου προκαλει. Το σωμα μου ειχε γινει φωτια.
Το δαχτυλο του συνεχισε ξανα την διαδρομη του μεχρι που εφτασε στην περιοχη μου και τοτε με χτυπησε κανονικο ηλεκτροσοκ. «Με γαμω τρελενει το πως φωναζει το σωμα σου πως ειναι δικο μου» Εκεινη την στιγμη μου τραβηξε αποτομα το σουτιε μου και και αρχισε να με φιλαει πανω στο στηθος μου. Φυσηξε πανω στην ρωγα μου ενω την ιδια στιγμη τα δαχτυλα του εκαναν εισοδο μεσα μου. Το σωμα μου τιναχτηκε σαν ελατηριο. Γαμωτο σου McCann.
«Τζεισον» του ειπα ξεψυχισμενα
«Τι μωρο μου?» Με κοιταξε και τα ματια του πιο σκοτεινα οσο ποτε. Χριστε μου! Αυτο το αισθησιακο σκοτεινο βλεμμα εκανε χειροτερη την κατασταση μου.
«Μην με βασανιζεις»
«Και δεν γαμω τελειωσα μωρο μου» Χαμογελασε και εγλυψε τα χειλια του. Επιτηδες το κανει για να με ερεθιζει ολο και πιο πολυ. Ολα αργα , αργα και γεματο αισθησιασμο.
Αυξησε την ενταση των δαχτυλων του ενω μου ρουφουσε την μια ρωγα. Αναστεναξα δυνατα και εμπλεξα τα δαχτυλα μου μεσα στα μαλλια του. Τα χειλια του αγγιξαν τα δικα μου και γλωσσα του τυλιχτηκε με την δικη μου. Με φιλουσε αργα και μου ρουφουσε το κατω χειλος. Εμπλεκε την γλωσσα μας και μετα την τραβαγε γλυφωντας το κατω χειλος μου. Με φιλουσε λες και μου εκανε ερωτα ενω τα δαχτυλα του πηγαιναν στον ιδιο ρυθμο. Δεν αντεξα. Εκλεισα τα ματια και αφαιθηκα.
Η γλωσσα του ξεφυγε απο την δικη μου και πλεον αγγιζε την περιοχη μου. «Εισαι τοσο γαμημενα ομορφη οταν τελειωνεις για μενα μωρο μου» Κοκκινισα και χαμογελασε. Αυτο που ακομα με εκανε να ντρεπομαι με αυτα που ελεγε , δεν θα αλλαζε ποτε. Ενιωθα την γλωσσα του να χαιδευει την κλειτοριδα μου ενω το χερι του ειχε εξαπλωθει στο μηρο μου και με χαιδευε. Το τυλιξε γυρω απο την μεση του και ενω με δαγκωσε στο εσωτερικο του μηρου μου. Ξανα ανεβηκε προς τα πανω και με καρφωσε στα ματια με το βλεμμα του οπου εκρυβε ηδονη και ποθο. Το δαχτυλο μου κυλισε απο το στερνο του μεχρι κατω στο σημειο V του και εσπρωξα το τζιν του. Χωρις καν το καταλαβω το τζιν κυλισε μαζι με το μποξερακι του και βρεθηκε κι αυτο στο πατωμα.
«Δικη μου» μου ψιθηρισε πανω στα χειλια μου και ταυτοχρονα ενιωσα να μπαινει μεσα μου.
«Παντα» Του απαντησα και τον εσφυξα πανω μου. Ενιωσα να τραβιεται και να σταματαει για λιγο και μετα μπηκε πιο βαθια μεσα μου. «Τζεισον» φωναξα ενω τα νυχια μου μπηκαν μεσα στο δερμα του. Γρυλισε ενω οι καλογυμνασμενοι μυεις του στην πλατη τεντωθηκαν και σκληρυναν.
«Μωρο μου» Η φωνη του πιο βαθια και βραχνη ηχησε στα αυτια μου. Το σωμα μου τεντωθηκε σαν βελος οταν πιεσε πιο πολυ μεσα μου. Βρηκε την ευκαιρια και μου δαγκωσε το πηγουνι. Κυλισε τα χειλια του προς τα κατω και με φιλησε στο σημειο πιο κατω οπου βρισκοταν το καρυδι του λαιμου μου. Τα χειλια του περπατησαν προς το πλαι και βρεθηκαν στον λαιμο μου. «Χανομαι στο γαμημενο γκριζο των ματιων σου. Αυτα μου γαμησαν την ζωη μωρο μου.» Μου ειπε ενω το χερι του χαιδευε το τυλιγμενο ποδι μου οπου βρισκοταν γυρω απο την μεση του. Αυτο που αγαπουσε τοσο πολυ τα ματια μου. Παντα αυτο μου ελεγε. Πως τα ματια μου τον αποπλανησαν. Αυτα του εκαναν εντονο το αισθημα στο να με πλησιασει. Κατι που ισχυε και για μενα. Ερωτευτηκα αυτο το σκοταδι που εκρυβαν τα ματια του και που κανεις αλλος δεν το εβλεπε.
Ειχα μπλεξει τα δαχτυλα μου μεσα στα καστανοξανθα ιδρωμενα μαλλια του και εγυρα το κεφαλι «Σαγαπαω τοσο πολυ» Του τραβηξα το κεφαλι και ενωσε τα μετωπα μας.
«Και εγω σαγαπω τοσο γαμημενα πολυ. Με καταστρεφει το γαμημενο συναισθημα που σπαει καθε οριο μαζι σου» Ενιωσα να μπαινει πολυ βαθια μεσα μου και κολλησε πιο πολυ πανω μου.
Πηρα μια βαθια ανασα ενω ο Τζεισον κατακτουσε ολο πιο πολυ το σωμα μου. Αφηνε απαλα φιλια στον ωμο μου ενω συνεχιζε να με κανει δικη του. Δεν θα μπορουσα να ζητησω τιποτα αλλο για τα Χριστουγεννα. Ειχα τα παντα , το αγορι που μου αλλαξε την ζωη και ενα γιο οπου ηταν οτι συναισθημα νιωσαμε εμεις δυο. Αυτα ηταν η ευτυχια μου.
.....................................................................
Οριστε και το δευτερο παρτ του χριστουγεννιατικου When the lights are off.
Ελπιζω να σας αρεσε . Για οσες φανς του ( #Jeatrix = Beatrix & Jason ) , ελπιζω να χορτασετε τις στιγμες τους και να μην λυποθιμασετε μετα το dirty χααχ
Χρονια πολλα και ελπιζω η νεα χρονια να σας φερει οσα ονειρευεστε . Αυτα !!!
To τραγουδι διπλα ειναι το Stupid ilove - Jason Derulo
COMMENTS & VOTES !
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top