Happy birthday Julian McCann

Julian

Με αφοσιωση κοιταζα το μπαμπα που προσπαθουσε να καθαρισει ενα κομματι της μηχανης του. Απο μικρος ακομα αυτη η εικονα ηταν απο τις πιο βασικες αναμνησεις μου. Ο μπαμπας να παλευει με την μηχανη του και η μαμα με τα βιβλια της. Ηταν απορροφημενος με τα φρυδια του να εχουν σουρωσει απο την σκεψη. Ηταν το ειδωλο μου. Ηθελα να γινω και εγω δυνατος , σκληρος και υπευθυνος σαν αυτον. Ο Θειος Φεντε και ο θειος Ντιλαν παντα μου ελεγαν πως ο μπαμπας και η μαμα υπεφεραν μεχρι να καταληξουν εδω να εχουν ο ενας τον αλλον και πολυ αργοτερα και μενα. Μισουσα τους παντες που δεν μου ελεγαν τι ετρεχε. Ημουν 6 χρονων και ειχα το εγκεφαλο 12χρονου χαρις τον μπαμπα μου. Ηθελα να μαθω την πραγματικη τους ιστορια , αυτη που ερχοταν απο το μακρινο παρελθον.

«Τζουλιαν γαμω πετα το γερμανικο» Προσταξε και χωρις να γυρισει το βλεμμα του προς εμενα απλωσε το χερι του περιμενοντας.

Αρπαξα το ασημενιο κλειδι – οπου ο μπαμπας μου εξηγησε εδω και καιρο – βοηθουσε για το βιδωμα και το τοποθετησα στην παλαμη του. «Μπαμπα ποτε τελειωνεις; Θελω να φτιαξεις την γαμω βλακεια στην μηχανη»

Μου εριξε μια στιγμιαια ματια «Γαμω τελειωνω απο εδω και θα την γαμω φτιαξουμε» Μου ειπε και το βλεμμα του ειχε ηδη φυγει απο το δικο μου.

Ειχε ξαναγυρισει στην μηχανη του. Ξεφυσηξα και περιμενα υπομονετικα. Ετσι και γκρινιαζα θα μου τα εψαλλε παλι. Παντα ετσι εκανε οταν γκρινιαζα σαν κακομαθημενο. Η καημενη η μαμα προσπαθουσε παντα με υποστηριξει αλλα δυστυχως ακουγε κι αυτη φωνες μαζι με μενα.

...

Με το φως κλειστο και μονο με το ελαχιστο φως που μου χαριζε το φωτιστικο διπλα απο το κομοδινο μου διαβαζα το Παλιοπαιδο της Αγγελικης Δαρλαση. Ναι τωρα γελατε γιατι ειμαι εξι χρονων αγορι και διαβαζω αλλα τι να κανω που εχω μια μαμα που ειναι εθισμενη με τα βιβλια; Οπως λεει και ο μπαμπας παντα. Με ειχε εκπαιδευσει καλα , να αγαπησω τα βιβλια οπως ο μπαμπας με ειχε μαθει να αγαπω τις μηχανες. Παντως οταν η μαμα μου ειχε αγορασει το συγκεκριμενο βιβλιο μου ειχε πει πως ο πρωταγωνιστης θυμιζε λιγο τον μπαμπα. Τωρα που κολλουσε ο φτωχος και θλιμμενος Φελιξ με τον μπαμπα ιδεα δεν ειχα.

Γυρισα την σελιδα και για μια στιγμη κοιταξα γυρω το δωματιο μου. Η μαμα θα με σκοτωνε ετσι οπως το ειχα κανει. Κοιταξα τα αυτοκολλητα τοιχου που ειχαν σχεδια μηχανων. Θυμηθηκα τοτε που εγω και ο μπαμπας το ειχαμε φτιαξει , τοτε οταν ειχαν κλεισει τα τεσσερα και ειχα αρχισει να γκρινιαζω γιατι δεν μου αρεσε ο τροπος που διακοσμησε το δωματιο μου η μαμα. Ο μπαμπας ειχε πει τοτε «Συμφωνω. Ο γιος μου δεν γαμω ειναι χλεχλες για να εχει πουστικα αυτοκινητακια και μαλακιες» Και ενταξει , μετα ακολουθησε ο τυπικος καβγας μαμας – μπαμπα με παντα νικητη στο τελος το μπαμπα. Το ειχαμε κανει γαματο ομως! Στο ενα τοιχο οπου ηταν βαμμενος σκουρο βαθυ μπλε στο πλαι ειχαμε βαλει ενα μοτοσυκλετη αγωνιστηκων μηχανων να τρεχει ενω στο αλλο μισο τοιχο ειχα αγορασει ενα τεραστιο φωτιστικο. Ο διπλανος τοιχος οπου ηταν στο ιδιο χρωμα , βρισκοταν το γραφειο μου και βιβλιοθηκη μου ειχαμε κρεμασει μεταλλικες ταμπελες απο αριθμους παλιων μηχανων. Τις ειχε βρει ο μπαμπας απο κατι φιλους του. Στο απεναντι τοιχο οπου ηταν βαμμενος στο χρωμα του μαυρου βρισκοταν το κρεβατι μου με τα μαυρα σκεπασματα οπου ειχαν λευκες φιγουρες μηχανων πανω. Κοιταξα προς τα πανω και ειδα τα οχτω τετραγωνικα καδρα οπου ειχαν πανω οτιδηποτε σχετικο με μηχανες , δηλαδη τροχοι , σημαια απο αγωνες και μοτοσικλετιστες. Και τελος στο τελευταιο τοιχο ειχαμε τοποθετησει για κρεμαστρες , χερουλια μηχανων για να κρεμαω τα πραγματα μου. Ειχα και γαμω τους μπαμπαδες μου ετσι;

Ακουσα βηματα στο διαδρομο και αμεσως εκλεισα το βιβλιο. Ετσι και με επιανε ο μπαμπας ξυπνιο τετοια ωρα την «ειχα γαμησει» οπως λεει οταν τον εκνευριζω.

Εκανα να κλεισω το φωτιστικο οταν η πορτα ανοιξε. Την εβαψες Τζουλιαν! «Τι γαμω κανεις τετοια ωρα ξυπνιος;» Ο Μπαμπας με κοιταζε με το αυστηρο του υφος.

Εβαλα το βιβλιο μου στο κομοδινο «Διαβαζα» Απαντησα στην στιγμη και βουλιαξα κατω απο τα σκεπασματα μου.

Τα ματια του στενεψαν. Ειχε εκνευριστει. «Κλεισε το γαμημενο φως και γαμω κοιμησου.» Προσταξε.

Εκλεισα το φως . «Μπαμπα!»Αναφωνησα οταν ηταν ετοιμος να κλεισει την πορτα

Παγωσε και το βλεμμα του επεσε ξανα προς εμενα «Τι;»

«Θελω να σου πω κατι»

Τα λογια μου τον εκαναν να ανοιξει πιο πολυ την πορτα. Μπηκε μεσα και κλεινοντας την πορτα πισω του με πλησιασε. Καθισε στο πλαι του κρεβατιου μου. «Ακουω!»

Πηρα μια βαθια ανασα. Με τρομαζε που και που ο μπαμπας. Ηταν τοσο αυστηρος αλλα τον αγαπουσα πολυ. Μου ειχε μαθει τοσα πολλα. Μου εμαθε να ειμαι παιδι που να εκτιμαει τα απλα πραγματα. Να μην ειμαι σαν αυτα τα παιδια του σχολειου μου που φορανε μαρκες και φερνουν καθε μερα και καινουργιο παιχνιδι για να πουλησουν μουρη στους συμμαθητες μας. Μου εμαθε να σεβομαι τα κοριτσια ακομα και τωρα που ειμαι μικρος. Πως δεν ειναι εγκλημα να ειμαι φιλος τους. Βασικα αυτο μου το εμαθε η μαμα.

«Με εμαθες να μην ζηταω πολλα ποτε οποτε σκεφτηκα τι θελω για τα γενεθλια μου αυριο» Του ανακοινωσα.

Ακομα να πιστεψω πως κλεινω τα εξι και θα αρχισω να πηγαινω και επισημα σχολειο. Η μαμα μου ειχε αρχισει ηδη τις επαναληψεις της προπαιδειας. Μεσα στο καλοκαιρι μαμα σοβαρα; Παιδι σου ειμαι οχι η μετασαρκωση του Αινσταιν.

Ανασηκωσε το φρυδι παραξενεμενος «Τι;» Αναρωτηθηκε

«Την ιστορια σας. Θελω να μαθω για την δικη σας ιστορια με την μαμα» Δηλωσα αποφασιστικα.

Χα! Μου ζητησατε να σκεφτομαι τα απλα πραγματα σωστα; Στιγμη να μου πειτε την αληθεια. Αφου το αποφευγαν οποτε τους ρωτουσα τους την εφερα ετσι. Ειμαι McCann εγω μπορω να βρω τροπους να σας φερω εκει που θελω. Τωρα δεν εχετε αλλη επιλογη. Ειναι τα γενεθλια μου.

Το βλεμμα του γεμισε με υποψια «Αυτο γαμω θες για δωρο;» Τα ματια του ειχαν καρφωσει τα δικα μου προσπαθουσε να διεισδυσει στο μυαλο μου οπως παντα εκανε ο μπαμπας μου.

«Ναι» Απαντησα κοφτα.

«Ωραια!» Συμφωνησε και γουρλωσα τα ματια . Σηκωθηκε απο το κρεβατι «Ομως δεν θα στην γαμω πω ουτε εγω ουτε η μαμα. Θα στην γαμω δειξω.» Προσθεσε. Τι εννοουσε να μου δειξει; Αλλα τι σε νοιαζει Τζουλιαν ; Θα σου πουν την ιστορια τους επιτελους.

«Ενταξει»

«Κοιμησου τωρα γιατι θα σηκωθεις νωρις αυριο» Ενευψα και σκεπαστηκα πιο πολυ.Τον παρακολουθησα να βγαινει απο το δωματιο. Επιτελους θα μαθεις Τζουλιαν!

Μπεατριξ

Καποτε ο Gabriel Garcia Marquez ειχε πει «Αυτό που έχει σημασία στη ζωή δεν είναι τι σου συμβαίνει, αλλά τι θυμάσαι και πώς το θυμάσαι.». Για μενα η μνημη και οι αναμνησεις ηταν τα παντα. Αυτες μου ειχαν μαθει πως να γινομαι καλυτερος ανθρωπος , αυτες μου εμαθαν πως ηταν να πονας και ομως να πρεπει να αντεξεις , αυτες μου εμαθαν να ζω την στιγμη. Αυτες και ο Τζεισον.

Εκλεισα τα ματια και στηριξα το κεφαλι μου πανω στο κουφωμα της τζαμαροπορτας. Ο αερας χαιδευε τα μαλλια μου οσο εγω σκεφτομουν το τρομο που δημιουργουσε το περασμα του χρονου. Δεν το πιστευα πως αυριο ηταν τα εκτα γενεθλια του Τζουλιαν. Ηταν τοσο τρομακτικο! Ενιωθα ευτυχισμενη που επελεξα να μεγαλωσω μαζι με τον Τζεισον. Ποτε ηταν που με φιλησε πρωτη φορα και ποτε ηταν που με φιλησε στα σκαλια του Μετροπολιταν με την υποσχεση να αντεχουμε μαζι το πονο και το σκοταδι; Ο ερωτας μας μπορει να ηταν σκοτεινος αλλα ηταν πιο δυνατος απο καθε ρομαντικο παραμυθι που μπορουσε να ζησει μια απλη κοπελα. Ο ερωτας μας ειχε αντεξει εφιαλτες , δαιμονες και φοβους μεσα στην ανεμοθυελλα που μας εφερνε παντα η ζωη. Ημουν τοσο βαθια ερωτευμενη μαζι του , τοσο βαθια που πονουσα απο την αναγκη μου γι'αυτο. Μεσα στο σκοταδι των κλειστων ματιων μου ηρθε η εικονα του να τρεμει στο πατωμα , να κλαιει γιατι χρειαζοταν την δοση του. Αν τον εχανα τοτε θεε μου! Ακομα ακουω τις φωνες , τον πονο του , τα ουρλιαχτα του.

...............................

«ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ ΜΠΕΑΤΡΙΞ.» μου ειπε οργισμενος

«Σταματα» του ειπα ενω προσπαθουσα να μην κλαψω . Αν λυγιζα θα το εκμεταλευοταν και θα εβγαινε απο το σπιτι .

«ΦΥΓΕ ΘΑ ΣΕ ΧΤΥΠΗΣΩ» μου ειπε και πηγε να με προσπερασει . Εκλεισα την πορτα στα γρηγορα και την κλειδωσα. «ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ ΣΚΟΝΗ ΓΑΜΩΤΟ» .

Με κοιταξε ενω το προσωπο του ειχε σκληρηνει. Τοτε επεσα με φορα πανω του και αρχισα να τον φιλαω. Δεν ειχα αλλη επιλογη μονο εγω μπορω να τον ηρεμησω . Με το φιλι μου και την παρουσια μου. Με την φορα που επεσα μεσα στην αγκαλια του κολλησε στο τοιχο. Με εσφυξε δυνατα απο την μεση και με γυρισε κολλωντας εμενα πανω στο τοιχο. Μου εσπρωξε τα χειλια και εβαλε την γλωσσα του στο στομα μου. Τραβηξε την δικη μου και την εκανε κομπο με την δικη του. Με φιλουσε με τοση απελπισια. Λες και ζητουσε βοηθεια , να τον βγαλω απο ολο αυτο. Υπεφερε και ηταν παγιδευμενος μεσα στον ιδιο του το εφιαλτη.

«Μην με αφησεις» μου ειπε πανω στα χειλια μου. Η φωνη του βραχνη με ενα πνιγμο φοβου και ικεσιας μαζι.

«Σε αγαπαω» του απαντησα και τον κρατησα δυνατα πανω μου ενω επαιζα με τα μαλλια του.

«Και εγω μωρο μου» μου δαγκωσε το κατω χειλος. Συνεχισε να με φιλαει ενω μου εδωσε μια ωθηση προς τα πανω. Τυλιξα τα ποδια μου γυρω απο την μεση του και ενιωσα μια βροντη να τρανταζει το σπιτι.

................................................

Κουνησα το κεφαλι. Ημασταν καταραμενοι απο την ιδια την ζωη κι ομως , τα καταφεραμε. Ημασταν οι μικροι ηρωες που πεταξε η κοινωνια στα σκουπιδια γιατι ημασταν ελαττωματικοι. Ακουσα βηματα και στο επομενο λεπτο ενιωσα τα σαρκωδη χειλια του Τζεισον να χαιδευουν το γυμνο μου ωμο. Το χερι του κυλησε προς τα κατω , ενιωσα τους πορους του δερματος μου να αναριγουν. Η σταση του σωματος μου αλλαξε και η καυτη σαν λαβα ζεστασια που μου χαριζε παντα αρχισε να κυλαει μεσα μου ξυπνωντας ολα τα συναισθηματα μου. Η ανασα μου βαρυνε οταν τα χειλια του ανεβηκαν προς το λαιμο μου. Ποτε δεν θα ξεχνουσα ποσο με αγαλλιαζε η παρουσια του. Τα χερια του κυκλωσαν την μεση μου προστατευοντας με απο το κοσμο που τοσο καιρο με πληγωνε. Ηταν ασπιδα μου. Ηταν ο αντρας που καθε πραξη του μου εφερνε ευτυχια.

«Μαντεψε τι γαμω ζητησε ο γιος σου για τα γενεθλια του» Η φωνη του χαμηλοφωνη οσο τα χειλια του ειχαν σταθμευσει στο αυτι μου.

Το σωμα μου γυρισε και τα ματια μου συναντηθηκαν με τα δικα του. Τα ματια που ειχαν λαμψει μεσα στο σκοταδι μου. «Τι;» Διερωτηθηκα

«Θελει να του γαμω πουμε την ιστορια μας.» Το χερι του μου εσπρωξε μερικες ξεπεταγμενες τριχες οπου ξεφευγαν απο τον προχειρο ψηλο κοτσο μου.

Τον κοιταξα σκεπτικη μετα απο την δηλωση του. Τι στο καλο ειχε παθει πια ο Τζουλιαν και ειχε φαγωθει να μαθει για την σχεση μας; Πιστευα πως δεν ηταν ετοιμος ηταν πολυ μικρος για να αντιληφθει πως ηταν η ζωη μας τοτε. Δεν θα καταλαβαινε το πονο του μπαμπα του και δεν θα αντιλαμβανοταν ποσο απαισιο ηταν να εισαι μπλεγμενος με ναρκωτικα.

«Ω θεε μου!» Αναφωνησα απυηδισμενη απο το πεισμα του γιου μου. Αλλα τι απορω; Ο ιδιος ο Τζεισον ηταν ξεροκεφαλος και δεν παρατουσε τα πραγματα μεχρι να καταφερει να γινει το δικο του. «Δεν τα παραταει ετσι;» Τον ρωτησα αν και περισσοτερο το ελεγα φωναχτα στο εαυτο μου αυτο.

«Οχι! Εχει φαει γαμω κολλημα» Παραδεχτηκε ο πανεμορφος αντρας μου.

Ενας αντρας που ηταν απο σιδερο. Τιποτα δεν τον λυγιζε και τον πονουσε πια. Δεν ενιωθε τον πονο που του εφερναν τοτε τα ναρκωτικα , δεν ενιωθε την θλιψη και την μελαγχολια , δεν ενιωθε αυτη την σαπιλα που παντα συναντουσαμε εμεις δυο. Αυτη την σαπιλα του να μην μπορεις να νιωσεις τιποτα , να εισαι σε ενα κοσμο χαμενος χωρις βοηθεια κι ομως να πρεπει να επιβιωσεις. Ξερει αραγε κανεις τι σημαινει αυτο; Να πρεπει να επιβιωσεις χωρις επιλογη. Κανεις δεν καταλαβαινει το να εισαι κομματια , να ουρλιαζεις απο πονο μεσα σου , να θες να κλαψεις , να θες να παραιτηθεις απο την προσπαθεια και την ζωη και ομως πρεπει να σηκωθεις για να συνεχισεις. Να εχουν ματωθει τα γονατα σου απο το συνεχως πεσιμο και ομως εσυ να πρεπει να συνεχισεις. Κανεις δεν θα καταλαβαινε αυτο το πονο.

Βλεποντας τον Τζεισον μπροστα μου τωρα συνειδητοποιησα ποσο ειχε μεγαλωσει. Το προσωπο του ειχε ωριμασει , ηταν πλεον εικοσιεφτα. Ειχαμε μεγαλωσει μαζι , περασαμε την εφηβεια μας μαζι , την ενηλικιωση και επιτελους ειχαμε βρει το δρομο μας. Και θα επαναλαβω τα αρχικα μου λογια. Ενιωθα τοσο ευτυχισμενη που μεγαλωσα με αυτον τον αντρα. Τον μοναδικο ανθρωπο που καταλαβε την θλιψη μου.

Σηκωσα το κεφαλι μου πιο πανω βλεποντας τον πιο καθαρα. «Αναρωτιεμαι σε ποιον εμοιασε» Σαρκασα. Ναι , την εβαψα τωρα το ξερω! Οι συνηθειες δεν αλλαζαν. Ειρωνεια ισον πυρ και μανια ο McCann.

Ετριξε τα δοντια του φανερα εκνευρισμενος «Μολις με γαμω ειρωνευτηκες;» Με κοιταξε με τα ματια του να εχουν στενεψει.

Δαγκωσα το χειλος μου συνειδητοποιημενη με το τι με περιμενε. Ζουσαμε χρονια μαζι τον ηξερα αρκετα καλα. «Οχι απλα λεω το προφανες» Τολμησα να του πω.

Ενταξει , μπορει να με τρομαζε μεχρι σημερα αλλα δεν ημουν οπως τοτε ειχα αποκτησει περισσοτερη αυτοπεποιηθηση χαρις αυτον. Κατα αλλα παραμενα η Μπεατριξ που κοκκινιζε και αναριγουσε στο αγγιγμα του , που χανοταν στα θλιμενα του ματια , που ηταν βαθια ερωτευμενη μαζι του.

Γρυλισε. «Το προφανες ειναι αυτο»

Τα ματια του με κοιταξαν ανταριασμενα . Το σωμα μου πηρε φωτια στην στιγμη , μια οχληση πως ο ερωτας μα ειχε μεινει δυνατος και ιδιος. Τα χερια του δεθηκαν στο λαιμο μου και ο αντιχειρας του περπατησε πανω στα ζυγωματικα μου. Ναι , αυτο ηταν το προφανες! Το προφανες πως το αγγιγμα του δεν ειχε ξεθωριασει την επιρροη που ειχε πανω μου. Τα χειλια του σταθηκαν ενα βημα πριν ξεκλειδωσουν την πυλη του στοματος μου. Ενιωσα την καυτη ανασα του να χτυπαει στο προσωπο μου σαν τον ζεστο αερα του καλοκαιριου. Η αναγκη μου για να δροσιστω μεγαλωσε. Ηθελα την δροσια του φιλιου του. Λες και εισακουσε την ευχη μου και ενωσε τα χειλια μας. Στεναξα με την επαφη μας. Με τρομαζε αυτη η αναγκη που ειχα με τον Τζεισον. Ηταν η σωτηρια λεσβος μου οταν ημουν ενας βημα πριν πνιγω στο σκοταδι και συνεχιζε να ειναι. Με φοβιζε που ημασταν εθισμενοι και δυο. Ο ενας στον αλλον. Αν καποιος επεφτε στο γκρεμο ο αλλος , ή θα τον εσωζε ή θα τον ακολουθουσε. Ετσι πηγαινε με μας. Η γλωσσα του βουλιαξε στο βαθυ ωκεανο δενοντας την δικη μου μαζι της. Δεμενες πια χαθηκαν στο πατο της αγαπης. Τα χερια μου τυλιχτηκαν γυρω απο το λαιμο του ανασηκωνοντας τις μυτες των ποδιων μου. Και ετσι απλα , με ενα φιλι ειχα χασει την καθε επαφη με το κοσμο γυρω μου.

...

Οι ηλιαχτιδες τυφλωσαν εμενα και τον Τζεισον με την εισοδο τους. Πφ! Αυτο συμβαινει οταν ξεχνας να κλεινεις τις κουρτινες πριν κοιμηθεις. Ανορεχτα εσπρωξα το σεντονι απο πανω μου. Επρεπε να ετοιμασω πρωινο. Απο αυτα που μου ειχε πει ο Τζεισον μετα οπου ειχαμε κανει ερωτα , επρεπε να ετοιμαστουμε γιατι σημερα θα πηγαιναμε στο Καναδα. Ειχε αποφασισει να δειξει στον Τζουλιαν ολα τα μερη οπου γεννηθηκε και εζησε ο ερωτας μας. Αφου επεμενε τοσο πολυ.

Πλενοντας και βουρτσιζοντας τα δοντια μου στα γρηγορα βγηκα απο το μπανιο και ανοιξα την ντουλαπα μου. Αρπαξα ενα μπλε τζιν με ενα απλο γκριζο πουλοβερ. Η αληθεια ηταν πως ποτε δεν με απασχολουσε τι να φορεσω. Αλλωστε ετσι με ειχε αγαπησει ο Τζεισον. Ειχε ερωτευτει το μικρο φρικιο του σχολειου. Ντυθηκα και φορεσα τα γκρι vans μου. Εριξα μια συντομη ματια προς το κρεβατι. Ο Τζεισον ακομα κοιμοταν βαθια. Τα χειλια μου αγγιξαν το μαγουλο του και αφου του αφησα ενα τρυφερο φιλι βγηκα απο το δωματιο μας.

Μερικες στιγμες αργοτερα καθως εστρωνα το τραπεζι οι αντρες του σπιτιου μου εκαναν εφοδο στην κουζινα. Αν και εξι χρονων ο Τζουλιαν συνεχιζε να εχει το συνηθειο να καθεται στους ωμους του Τζεισον. Χαμογελασα. Το μικρο μου αγορακι μεγαλωνε τοσο γρηγορα.

Τους πλησιασα φτανοντας στο σημειο να εχω ακριβως μπροστα μου το προσωπο του Τζεισον. «Για ελα εδω! Σου χρωσταω ενα χρονια πολλα» Ο Τζεισον με τα δυνατα του μπρατσα τον κατεβασε και επεσε στην αγκαλια μου. «Χρονια πολλα μωρο μου» Τον κρατησα κοντα μου χαριζοντας του δυο μητρικα γεματο αγαπη φιλια στα μαγουλα.

Σαν χθες ηταν που ουρλιαζα σε μια αιθουσα καθως τον εφερνα στην ζωη , σαν χθες ηταν οταν εκανε τα πρωτα του βηματα και τωρα θα εκλεινε τα εξι; Του απομεναν μονο δυο χρονια πριν μπει στο πρωτο σταδιο της εφηβειας. Χριστε μου! Θα εμπαινε στο δρομο της ωριμανσης. Στο δρομο οπου θα ανοιγε τα φτερα του και να φυγει μακρια μας.

«Μαμα κλαις;» Διερωτηθηκε ο Τζουλιαν καθως τραβηχτηκε απο την αγκαλια μου. «Γιατι κλαις;»

«Αστην μαμα Τζουλιαν.» ο Τζεισον μιλησε στηριζοντας το ενα του χερι πανω στο ωμο του γιου του. «Απλα γαμω συγκινηθηκε που μεγαλωνεις» Ο Τζουλιαν εμεινε να τον κοιταζει με απορια. Τον αρπαξε βαζοντας τον στην αγκαλια του «Χρονια πολλα μικρε»

«Σας αγαπαω»

Με την λεξη σε αγαπαω τα δακρια μου αρχισαν να γινονται πιο πολλα. Ημουν περηφανη που ο Τζουλιαν ειχε σωστη ανατροφη. Ο Τζεισον ειχε αποδειχτει ο καλυτερος πατερας. Φανταζομουν τον εαυτο μου να επιλεγει τον Τζαστιν , να ειναι αυτος στην θεση του Τζεισον και σκεφτομουν πως αυτο το παιδι που ειχα μπροστα μου ισως να γινοταν αλητης και κακομαθημενο οπως ηταν καποτε ο Τζαστιν οταν μου εκανε την ζωη κολαση. Τωρα βεβαια ειχε αλλαξει. Ειχε μια ομορφη ζωη με την Νεξι.

Ο Τζουλιαν βουλιαξε στην αγκαλια του μπαμπα του και ο Τζεισον με τραβηξε κοντα του. Ημασταν οι τρεις μεσα σε μια αγκαλια. Ημουν εγω και οι αντρες της ζωης μου , αυτοι οι αντρες που εσωσαν και μου χαρισαν το χαμογελο που ειχα τα τελευταια χρονια.

Ο Τζεισον αποτραβηχτηκε πρωτος απο αυτη την σφιχτη αγκαλια «Ενταξει! Τωρα γαμω παμε για πρωινο γιατι εχω γαμηθει στην πεινα» Κατεβασε τον Τζουλιαν απο πανω του.

Τα λογια του εκαναν τον Τζουλιαν να χαχανησει. Στενεψα τα ματια. «Τζεισον!» Τον επεπληξα.

«Μωρο μου» Αναφωνησε κλεινοντας μου το ματι. Τραβηξε την καρεκλα και πρωτος πρωτος καθισε στο τραπεζι. Αμαν πια μαζι του!

...

Το ελικοπτερο του Τζεισον πετουσε στον οριζοντα εχοντας συντροφο την αυγη. Ειχαμε ξυκινησει απο νωρις για την επιστροφη μας στο Τοροντο γιατι θα ηταν πιο καθαρος ο ουρανος. Κοιταζα εξω στον απεραντο και χωρις προσδιορισμενο τελος ουρανο σκεφτομενη πως θα γυριζαμε στα παλια λημερια μας. Δεν ηξερα που σκοπευε να παρει ο Τζεισον τον Τζουλιαν αλλα σιγουρα θα γυριζαμε στο σχολειο. Εκει που ο πονος μας ενωσε. Εκει που στιγμες του ερωτα μας αποτυπωθηκαν στους διαδρομους και στις ταξεις. Θα ξυπνουσαμε τοσες αναμνησεις και εικονες. Ενιωσα το ελικοπτερο να χαμηλωνει και κοιταξα προς τα κατω. Το Τοροντο φαινοταν μπροστα στα ματια μου ετοιμο να μας καλωσορισει. Να καλωσορισει τα παιδια της.

Τα ποδια του ελικοπτερου πατησαν πανω στο τσιμεντενιο δαπεδο και οι ελικες αργα – αργα σταματησαν. Αφου ο Τζεισον βεβαιωθηκε πως ολα ηταν ενταξει ανοιξε τις πορτες και βγαλαμε τις ζωνες μας. Βγαινοντας εξω απο το ελικοπτερο κοιταξα προς τα πανω. Χαμογελασα , ηδη μυριζα στην ατμοσφαιρα αναμνησεις. Την μυρωδια την εβρισκα στο ελαφρο αερακι που παρασερνε τα μαλλια μου , οπως τοτε οπου καθομουν στην μηχανη του Τζεισον και ταξιδευαμε για να κανουμε τις δικες του τρελες. Ενιωθα τις αναμνησεις να αιωρουνται στο βουητο των αυτοκινητων , οπως τοτε που ο Τζεισον ερχοταν να με παρει απο το σπιτι μου. Ενιωθα τα συναισθηματα μου τοσο εντονα αυτη την στιγμη.

Κατεβασα το κεφαλι γυριζοντας πισω στην πραγματικοτητα και αντικρισα τον Τζεισον να εχει καθισει στα πελματα μπροστα στον Τζουλιαν «Λοιπον μικρε! Τι λες να γαμω παμε στο πρωτο σταθμο της ιστοριας ;» Τον ρωτησε

Παρατηρησα τον Τζουλιαν. Με το ακουσμα της δηλωσης του μπαμπα του το προσωπο του ελαμψε. «Ναι» Ειπε χαμογελωντας.

Το σωμα του ορθωθηκε ξανα προς τα πανω και με πλησιασε. Το χερι του τυλιχτηκε γυρω απο τους ωμους μου προστατευτικα. «Ελα παμε μωρο μου»

Τον κοιταξα απορημενη «Που θα παμε;» Αναρωτηθηκα.

«Εκει που με γαμω παγιδεψες με την θλιψη σου» Δηλωσε και αμεσως καταλαβα. Σωστα ειχα υποθεσει θα πηγαιναμε στο σχολειο μας. Εκει που η θλιψη μας και ο πονος μας ειχαν φερει κοντα.

Του χαρισα ενα χαμογελο γεματο κατανοηση. «Καταλαβα» Ειπα χαμηλοφωνα. Το κεφαλι του χαμηλωσε και τα χειλια μας ενωθηκαν σε ενα συντομο φιλι.

«Χει! Μπορειτε να μην σαλιαριζετε και να παμε εκει που μου εχετε υποσχεθει;» Ακουσαμε την ενοχλημενη φωνη του Τζουλιαν.

Αυτο ηταν να ειναι το παιδι σου στην προεφηβεια. Αρχιζει να ενοχλειται με την καθε κινηση μας μπροστα του. Δεν ηταν το αθωο τριχρονο που διασκεδαζε να βλεπει τους γονεις του να φιλιουνται. Το μικρο μου αγορακι μεγαλωνε και το καταλαβαινα απο αυτα τα μικρα πραγματα.

Ο Τζεισον αποτραβηχτηκε απο μενα. «Η γαμω συμπεριφορα σου μικρε.» Του επιβληθηκε με τα λογια του να ειναι κοφτα. Η εκφραση του παντα αυστηρη «Μην ξεχνας τα ορια» Του υπενθυμησε

«Ενταξει!»

...

Το ταξι φρεναρε και εξω απο το παραθυρο ειδα την μεγαλη σιδερενια πορτα του σχολειου οπου για χρονια ζουσα ενα μαρτυριο. Ο Τζεισον πληρωσε και βγηκαμε ολοι μαζι ταυτοχρονα εξω. Παιδια υπηρχαν στην αυλη και ηταν λες και εικονες ειχαν ερθει ζωντανες μπροστα μου. Μπαινοντας μεσα γυρισα το προσωπο μου προς τα δεξια , ενω εκει υπηρχαν διαφοροι μαθητες εγω το μονο που εβλεπα ηταν εμας σαν αορατα πνευματα να γελαμε με τις πλακες του Ντιλαν. Μας εβλεπα εκει στο πλαι να καθομαστε εγω με τον Τζεισον να μου λεει πως με επελεξε , πως για να ειμαι εκει σημαινε πως ο ιδιος το ηθελε. Ακομα τα λογια του σφυριζουν δυνατα μεσα στα αυτια μου. Ηταν τοσο τρομακτικο. Η μνημη , ο ερωτας , ο χρονος δεν ειχαν καταφερει να διεγραψουν τιποτα.

«Βλεπεις εκει Τζουλιαν;» Ακουσα τον Τζεισον να λεει και εριξα την ματια μου προς το μερος του. Ειχε το χερι του απλωμενο και εδειχνε στο Τζουλιαν το δασακι. Χριστε μου! «Εκει γαμω μιλησα με την μαμα σου την πρωτη γαμημενη φορα.»

«Παμε μεσα μπαμπα» Τον τραβηξε με το ζορι. Ενα εκνευρισμενο ξεφυσηγμα ξεφυγε απο τον Τζεισον. Χαμογελασα διασκεδαζοντας και χωρις επιλογη τους ακολουθησα. Μπαινοντας στο εσωτερικο του μικρου δασους που ειχαμε στο σχολειο ενιωσα να ξυπνανε τα παντα.

.............................................

Γυριζοντας προς το μερος του τον κοιταξα ρωτωντας «Και τωρα εσυ τι κανεις εδω;»

Μου εριξε μια στιγμιαια ματια και μετα ξανα κοιταξε το απεραντο κενο μπροστα μας . Βγαζοντας το κουτι με το καπνο απο την τσεπη του το ανοιξε και εβγαλε ενα χαρτακι μαζι με ενα φιλτρακι, Κρατησε το λευκο χαρτακι ανοιχτο και απλωνοντας λιγο καπνο πανω εφτιαξε ενα τσιγαρο. Το εφερε κοντα στα χειλια του και το εγλυψε. Ενωνοντας το , το αναψε ενω για μενα τα παντα οπου εκανε ηταν δυσνοητα. Δεν καταλαβαινω τιποτα . Τωρα τι στο καλο θελει απο μενα; Φερεται τοσο περιεργα . Ειναι παντα τοσο μυστηριωδης και αμιλητος .

Παιρνωντας μια τζουρα εξεπνευσε το καπνο και γυριζοντας προς το μερος μου ειπε με μια βραχνη φωνη «Θες ;»

Αφου κοιταξα το τσιγαρο κουνησα βιαστικα το κεφαλι μου «Οχι , δεν καπνιζω. Θα πεις τι κανεις εδω;» Επεμενα στην ερωτηση μου. Ειχα ξαφνιαστει πληρως. Γιατι ενας τριτοετης και ειδικα ο πιο περιεργος με ειχε ακολουθησει;

«Ειδα τι σου εκανε ο πουστης ο Bieber» Μου απαντησε και γυρισε το βλεμμα του παλι προς τα μπροστα. Η απαντηση του μου αρκεσε. Σιγουρα θα με κοροειδευε κι αυτος. Οπως εκανε κι ολο το σχολειο.

Με μια εκφραση γεματο θυμο τον ρωτησα «Και;» Ηθελα να δω τοσο πολυ που το πηγαινε. Ηταν ο Jason McCann , θεε μου δηλαδη ηταν το πιο σκοτεινο αγορι του σχολειου και μιλουσε στο φρικιο και μιζερο κοριτσακι της πρωτης.

«Μπεατριξ ξερεις μπορω να σε προστατευσω» Μου ειπε συνεχιζοντας να κοιταει το κενο.

Γιατι δεν με κοιταζε; Τοσο πολυ προκαλοσα αηδια στους ανθρωπους γυρω μου; Ω σταματα Μπεατριξ! Αν του προκαλουσες αηδια δεν θα σου μιλουσε. Γιατι ομως τοτε ηθελε να με προστατευσει;

Γουρλωνοντας τα ματια απο την προταση του σοκαρισμενη και χαριζοντας του ενα θλιμμενο χαμογελο του ειπα «Απο τι;» Ακομα αναζητουσα γιατι αυτος , ο Jason McCann ηθελε να με προστατευσει . Ηταν τρελο και γελοιο.

Εξεπνευσε για ακομα μια φορα το καπνο απο τα χειλια του και ο καπνος ανεβηκε προς τον ουρανο. Σε αυτον τον ουρανο οπου ηθελα να ανηκω για να ξεφυγω απο ολα. «Απο αυτον και την παρεα του» ειπε κοιταζοντας με βαθια στα ματια.

Μιλουσε τοσο αργα και η φωνη του ηταν τοσο βραχνη που ανατριχιαζα. Τα ματια του εκρυβαν τοσο σκοταδι μεσα τους εστω κι αν ηταν ολο πρασινα. Κατι εκρυβαν μεσα τους , κατι ανεξιχνιαστο που κατα περιεργο τροπο το ειχα πιασει καθως ειχε περασει για μια στιγμη απο το οπτικο πεδιο των γκριζων ματιων μου. Προσπαθουσα να καταλαβω τι κρυβεται πισω απο την εκφραση του προσωπου του μα ματαια. Ηταν κενο. Δεν μπορουσα να αντιληφθω τιποτα απο οσα σκεφτοταν .

«Δεν χρειαζεται» Του απαντησα και σκεφτικη απο την κινηση του σηκωθηκα. Τιναζοντας τα ρουχα μου απο την σκονη που δεχτηκαν απο το τσιμεντενιο σκαλακι πηρα την βαλιτσα μου και την κρεμασα στο ωμο μου.

Και τωρα αυτο τι ειναι; Γιατι ενας σαν τον Τζεισον να θελει να με προστατευσει; Ποιο το οφελος; Ασε που δεν εχει να κανει με αυτον . Ειναι μεγαλυτερος μας , εχει αλλες παρεες και δεν ασχολειται με τους πρωτοετεις . Δεν τον εμπιστευομαι . Και αλλωστε που ξερω πως δεν μου την εχει και αυτος στημενη ; Μακρια και αγαπημενοι Μπεατριξ !! Μονη , δεν χρειαζεσαι κανενα. Πηρε μια ακομα τζουρα και σηκωθηκε κι αυτος πανω . Πεταξε το τσιγαρο κανοντας το να εκτιναχθει λιγο πιο περα αφηνοντας το καπνο να σιγοσβηνει στο χωμα .

«Οπως θες !! Τουλαχιστον με αφηνεις να σε παω στο σπιτι σου με την μηχανη ; Εισαι μουσκεμα» Μου ειπε και εβαλε τα χερια του μεσα στις τσεπες του μαυρου τζιν του .

Ξεφυσηξα και ζυγισα την προταση του. Ειναι ο μονος που ενδιαφερθηκε μεσα απο ολο αυτο το γεγονος που εγινε στο εστιατοριο. Οσο και αν ειναι περιεργος νομιζω αξιζει να δεχτω. Ακομα και αν ειχαμε μιλησει για πρωτη φορα.

«Ενταξει» του απαντησα εν τελει μετα απο πολυ σκεψη.

............................................

Κοιταξα τον Τζεισον που μιλουσε με τον Τζουλιαν. Του εκανε ασταματητες ερωτησεις για μας. Που καθομασταν οταν μιλησαμε για πρωτη φορα , τι φορουσαμε , τι ειπαμε. Χριστε μου! Δεν σταματουσε η λογοδιαρροια του παιδιου μου. Σε ποιον εμοιασε; Ουτε εγω , ουτε ο Τζεισον ημασταν τοσο περιεργοι το αντιθετο , δεν ασχολιομασταν με κανενα και ζουσαμε στο σκοτεινο μας κοσμο.

«Τζεισον» Αναφωνησα. Τα κεφαλια των δυο αντρων μου γυρισαν ταυτοχρονα προς εμενα. «Παμε να δουμε το διευθυντη;» Του προτεινα. Αναρωτιομουν απο το πρωτο λεπτο της εισοδος μας εδω αν ακομη ηταν οι ιδιοι οι καθηγητες.

«Τι;» Κραυγασε «Με γαμω τιποτα! Αλλωστε περασαν τοσα γαμημενα χρονια σιγα που θα γαμω ειναι ο ιδιος» Δηλωσε απολυτος.

«Δεν χανουμε κατι!» Επεμενα.

Ξεφυσηξε εκνευρισμενος. «Γαμω υποχωρω μονο και μονο γιατι ο Τζουλιαν ειναι στην μεση» Μου πεταξε καθως βρεθηκε μπροστα μου. Χαμογελασα. Ναι , γι'αυτο υποχωρησες σιγουρα.

Επιασα το προσωπο του στα χερια μου «Σε αγαπαω» Ψελλισα πανω στα χειλια του.

Του εδωσα ενα πεταχτο φιλι και αυτος γραπωσε την ευκαιρια για να παραλυσει τα συναισθηματα μου με την ακαταπαυστη ενταση του. Τα χερια του κλειδωσαν γυρω απο την μεση μου και με ανασηκωσε στον αερα. Πιεσε το σωμα μου πανω στο δικο του , λες και δεν ηθελε να με αφησει να φυγω. Ποτε δεν θα εφευγα το γνωριζα απο την πρωτη στιγμη. Μου ειχε δωσει οσα αποζητουσα απεγνωσμενα και κανεις δεν μου τα προσφερε. Μου τα χαρισε απλοχερα , μου εδειξε το σκοταδι του και θα τον παρατουσα απλα γιατι ηταν χρηστης ναρκωτικων ; Πολλοι τρομαζαν στην θεα ενος χρηστη , πολυ τρομαζαν να εχουν καποιον σαν αυτον στην ζωη τους ομως εγω οχι. Δεν τρομαζα γιατι ηξερα το συναισθημα της απαξιωσης. Το σωμα μου κυλησε σιγα – σιγα προς τα κατω. Τα ποδια μου πατησαν στο εδαφος και κρατωντας με ακομη σφιχτα κοντα του εμπλεξε τις γλωσσες μας. Ενιωσα να τρεμουν τα ποδια μου και αρπαχτηκα απο το μπλουζακι του. Και η υποσχεση του ειχε γινει παντα πραξη. Μου ειχε παραλυσει τα συναισθηματα. Με παρασερνε το κυμα του ερωτα του περνωντας με μακρια απο ολα , οπως παντα εκανε. Καποτε ο Νικος Καζαντζακης ειχε πει «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή» Εμενα το μοναδικο αναμεσο φωτεινο διαστημα ηταν τοτε που εμφανιστηκε ο Τζεισον. Τοτε πραγματικα ειχε φωτισει η ζωη μου. Για μια ζωη ζουσα στο σκοταδι , δεν υπηρχε τιποτα φωτεινο. Απο την γεννηση μου μεχρι την αρχη της ζωης μου με το ομορφο μελαγχολικο μου αγορι.

Δαγκωνοντας το χειλος μου στηριξε τα χειλια του πανω στα δικα μου. Τα μετωπα μας ενωθηκαν. «Τελικα δεν εφυγες» Μου ψιθυρισε παιρνοντας μια βαρια ανασα. «Και τελικα εκανα πολλες γαμω χαριτωμενες ανοησιες για σενα» Προσθεσε.

Τα λογια του μου ανασυραν στην μνημη το δευτερο απελπισμενο φιλι μας , τοτε που ανησυχη πηγα στο σπιτι του. Τοτε που με ειχε απειλησει να φυγω. Και ομως Τζεισον , εδω ειμαι. Εδω πλαι σου στο σκοταδι μετα απο τοσα χρονια. Μαζι παντα!

Του χαρισα ενα γλυκο χαμογελο που ειχε την μελαγχολια του κοινου παρελθοντος μας. «Δεν θα εφευγα ποτε. Μαζι ζουμε το σκοταδι»

«Μαζι μωρο μου» Συμφωνησε. Οι μυτες μας επαιξαν μεταξυ τους και το χαμογελο μου μεγαλωσε. Ηταν ο πιο σκοτεινος μα συναμα πιο υπεροχος αντρας στο κοσμο. Σε ευχαριστω θεε μου που μου εφερες στο δρομο μου.

...

Μερικα λεπτα αργοτερα βρεθηκαμε οι τρεις μας να στεκομαστε εξω απο το γραφειο διευθυνσης του σχολειου. Μπαινοντας στα γραφεια των καθηγητων εκπλαγηκα που υπηρχαν ακομα καθηγητες που μας εκαναν μαθημα. Ηταν ακομη εδω μαλιστα ο καθηγητης που μου χαρισε την ευκαιρια να κερδισω την υποτροφια στο Πανεπιστημιο της Νεας Υορκης. Ειχε κατενθουστει με την εξελιξη της ζωης μου και εμεινε αφωνος με το οτι ειχα παντρευτει το κωλοπαιδο του σχολειου. Δεν ημασταν η κλασικη ζωη καλου κοριτσιου και κακου παιδιου. Δεν ημασταν το τυπικο παραμυθι που η καλη κοπελα αλλαζει το κακο παιδι. Ημασταν αυτοι που αγαπησαμε αυτο που ημασταν. Ημασταν περηφανοι που ημασταν εκτος μαζας , εκτος των καλουπιων που συνηθως υπηρχαν στην ζωη. Ημασταν εμεις και το σκοταδι μας.

Ο Τζεισον εσπρωξε την πορτα οταν ακουσε την επιβλητικη φωνη καποιου να λεει «περαστε». Αφησε εμενα και τον Τζουλιαν να περασουμε πρωτοι και ακολουθησε αυτος αφηνοντας την πορτα να κλεισει μονη. Μπαινοντας μεσα δεν πιστευα πως ο κυρ. Μαρτινς ηταν ακομη εδω. Πιο ωριμος βεβαια , με τις ρυτιδες να εχουν εμφανιστει στους κροταφους και στο μετωπο του ενω τα μαλλια του ειχαν γινει γκριζα. Και τοτε Μπεατριξ συνειδητοποιεις το περασμα του χρονου.

«Τι απιστευτη εκπληξη ειναι αυτη. Η Guerra και ο McCann. Ποσο καιρο εχω να δω εσας τους δυο;» Σχολιασε την παρουσια μας ο κυρ. Μαρτινς και σηκωθηκε απο την θεση του χαρουμενος.

«Γεια σας κυρ. Μαρτινς.» Τον χαιρετησα με ενα χαμογελο. Φερνοντας μπροστα μου τον Τζουλιαν συνεχισα. «Ο γιος μας ηθελε να γνωρισει το σχολειο μας και αποφασισαμε να τον φερουμε. Σκεφτηκα πως δεν θα ηταν κακια σκεψη να σας επισκεφτουμε. Αν και δεν ημουν σιγουρη πως θα δουλευατε ακομη εδω» Του εξηγησα.

«Εχεις γιο με τον McCann;» Γουρλωσε τα ματια εκπληκτος. «Ενταξει , τωρα νιωθω πραγματικα γερος» Παραδεχτηκε και το χαμογελο μου μεγαλωσε. Παντα τοσο αστειος!

«Και καλα γαμω νιωθετε.» Μπηκε στην συζητηση ο Τζεισον.

Ναι , ξεχασα το ποσο σεβοταν ο Τζεισον τις θεσεις εξουσιας. Το μισο χρονο των σχολικων μας χρονων ετρωγε αποβολες και εκανε κοπανες. Επισης καταστρεφε πραγματα και τσακωνοταν με οποιον εβρισκε. Αξεχαστες αναμνησεις!

Τον αγριοκοιταξα. Ηταν απαραδεκτος. «Βλεπω δεν αλλαξες McCann.Μυαλο δεν βαζεις εσυ ε;» Τον πειραξε ο διευθυντης μας.

«Μπαμπα αυτος ο ηλιθιος ειναι που σε απεβαλλε συνεχως;» Πεταξε ξαφνικα οΤζουλιαν. Χριστε μου! Κοκκινισα απο ντροπη. Αμαν Τζεισον! Αμαν πια σαν τα μουτρα σου τον εκανες

«Τζουλιαν!» Τον επεπληξα ενοχλημενη απο την συμπεριφορα του γιου μου. Τελευταια πολυ ειχε χαλασει η συμπεριφορα του και δεν μου αρεσε καθολου. Ειχε γινει αθυροστομος σαν τον πατερα του.

«Βλεπω σαν τα μουτρα σου τον εκανες τον γιο σου.» Σχολιασε ο κυρ.Μαρτινς.

Εριξε μια επιθεωρητικη ματια στον Τζουλιαν. Τα μαλλια του ψιλο κουρεμενα στο πλαι οπως τον Τζεισον αναδεικνυοντας πιο πολυ τα πολυ μικρα μαυρα σκουλαρικια που ειχε φαεινη ιδεα να του βαλει ο Τζεισον. Σκισμενο μαυρο τζινακι και μαυρη μπλουζα με ενα δερματινο σακακι και μαυρες αρβυλες να αποτελους το τελειο συνολο. Ναι , ειχαμε ενα μικρο κλωνο του Τζεισον μπροστα μας.

Η ματια του διευθυντη μας επεσε ξανα πανω μου. «Δεν πηρε τιποτα απο σενα ετσι;» Αστειολογησε

«Και βεβαια» Αναφωνησα με σιγουρια. Μπορει στην συμπεριφορα και στο σκεπτικο ο Τζουλιαν να εμοιαζε στο μπαμπα του αλλα ειχα βαλει και εγω το λιθαρακι μου στην ανατροφη του. «Την αγαπη μου για τα βιβλια» Προσθεσα και χαμογελασα με περηφανια.

«Ενταξει το σωσαμε. Θα βγει διαβαστερος τουλαχιστον» Με πειραξε για ακομα μια φορα ο κυρ. Μαρτινς

«Γιατι εγω δεν ημουν γαμω διαβαστερος;» Φωναξε φανερα εκνευρισμενος ο Τζεισον. «Το οτι εκανα μερικες γαμω κοπανες δεν σημαινει πως δεν ειμαι γαμω μορφωμενος . Γαμω το σπιτι μου» Ειχε τσαντιστει ασχημα ο αντρας μου. Παντως ενα δικιο το ειχε. Το μυαλο του , η φιλοσοφια του για την ζωη , η ωριμοτητα του τον εκανε δεκα φορες εξυπνοτερο απο τα κανονικα αγορια της τοτε ηλικιας μας.

«Ηρεμα McCann. Το ξερω πως εισαι εξυπνος.» Τον καθησυχασε ο διευθυντης μας.

Μειδιασα και εριξα μια συντομη ματια στον Τζεισον. «Αντε μην αρχισω να τα γαμω περνω εδω μεσα» Πεταξε την απειλη του. Μα δεν ειχε αλλαξει καθολου ομως; Κουνησα το κεφαλι διασκεδαζοντας.

...

Ο ηλιος ειχε χαμηλωσει οταν το ταξι σταματησε μπροστα απο ενα γνωριμο δασακι. Αφου πρωτα αποχαιρετησαμε τον διευθυντη μας ο Τζεισον αποφασισε να μας φερει στο δασακι οπου ειχαμε πρωτοφιληθει. Εκεινη την πρωτη φορα που το αγγιγμα του με ειχε ανατριχιασει , εκεινη την φορα που συνειδητοποιησα ποσο με επηρεαζε και με αλλαζε αυτος ο αντρας. Μπαινοντας πιο βαθια μεσα στο δασος βρηκαμε το απομερο σημειο οπου καποτε καθομασταν με τον Τζεισον. Οι αναμνησεις με χτυπησαν καταμουτρα και σταματησα αποτομα κλεινοντας τα ματια.

..........................................

Ειχα παγωσει . Εμεινα να τον κοιταω στα ματια . Με πλησιασε πιο πολυ . Ενιωσα την καυτη του ανασα να χτυπαει στο προσωπο μου. Ωχ Χριστε μου ! Η καρδια μου χτυπουσε σαν τρελη με γρηγορους ρυθμους . Νομιζα πως θα βγει απο λεπτο προς λεπτο . Ζεστενομουν και ενιωθα το σωμα μου να τρελενεται .

Μου χαιδεψε το μαγουλο με το αντιχειρα του και τα χειλια του ηταν σε αποσταση αναπνοης απο τα δικα μου . Τζεισον» ψιθυρισα σιγα .

Με κοιταξε στα ματια . «Τι;»

«Ξερεις ..» Σταματησα και εκανα μια παυση . Η ανασα μου ειχε γινει γρηγορη και βαθια. Ειχα ταχυπαλμια και ειχα κοκκινησει ελαφρα .

«Πες!» μου ειπε .

«Ξερεις» Πηρα μια ανασα. «Δεν εχω ξανα φιλησει αγορι» Τα μαγουλα μου ειχαν παρει φωτια . Οχι γαμω! Οχι μπροστα του .

«Χχα το ξερω»

«Πως το ξερεις;» τον ρωτησα ξαφνιασμενη .

«Απλα το ξερω, μην ρωτας περισσοτερα.» Μου χαιδεψε το μαγουλο ξανα και με πλησιασε. Εβγαλε τα γυαλια μου και τα εβαλε στην τσεπη του. «Τα ματια σου ειναι πανεμορφα , δεν επρεπε να τα κρυβεις.» Μου ειπε .

Πως μπορει να μου φερεται ετσι καποιο αγορι; Παντα δεχομουν μισος απο οσα αγορια γνωριζα . Γιατι πολυ απλα δεν ημουν μια «πλαστικη μπαρπι» οπως ολες . Εβαλε τα χερια του στο προσωπο μου και τα χειλια του αγγιξαν απαλα τα δικα μου . Το σωμα μου ετρεμε ολοκληρο . Η ζεστη που ενιωθα κυλουσε ολο και πιο πολυ στο αιμα μου . Γαμω! Τι μου εχει κανει; Με φιλουσε αργα και εγω κινουσα αντιστοιχα τα χειλια μου .

Τραβηχτηκε. «Αχ Μπεατριξ!» Με καρφωσε στα ματια και μου χαιδεψε το μαγουλο . «Δεν σου αξιζω» .

.....................................

Πηρα μια βαθια ανασα , ενιωθα να χανομαι στο πατο των αναμνησεων , στον ωκεανο τον απεριοριστων στιγμων οπου ειχα ζησει μαζι του. Αν δεν ηταν ο Τζεισον ακομα θα ημουν φοβισμενη , ανασφαλης και δεν θα ειχα ζησει την ομορφια που εκρυβε η ζωη. Αν δεν ηταν αυτος δεν θα εβλεπα την Ελβετια , την Νεα Υορκη , δεν θα εκανα τοσα επικινδυνα πραγματα που θα εσπαγαν τους φραγμους μου , δεν θα εκπληρωνα τα ονειρα μου. Χριστε μου! Με εκανε τοσο ζωντανη αυτος ο αντρας.

«Δηλαδη εδω φιλησες την μαμα για πρωτη φορα μπαμπα;» Ρωτησε ο Τζουλιαν κοιταζοντας γυρω γυρω. Λες και εψαχνε στοιχεια που δηλωναν την παρουσια μας εδω.

«Ναι!» Αρπαζοντας τον απο την μεση τον επιασε πανω του. «Βλεπεις αυτο το δεντρο; Δες» Τον ειδα να χαιδευει το κορμο που καποτε με ειχε στηριξει και με φιλουσε. Τοτε που μου ειχε κανει προταση γαμου.

Πλησιασα κοντα τους και αμεσως καταλαβα τι χαιδευαν. Εγραφε την ημερομηνια που με ειχε φιλησει πρωτη φορα και απο κατω την ημερομηνια οπου μου εκανε προταση γαμου. Και απο κατω απο τις ημερομηνιες εγραφε το εξης «Σκοταδι σε ερωτευτηκα , σκοταδι μου χαρισες το ιδανικο , μου χαρισες αυτην που δεν περιμενα ποτε να βρω» Χριστε μου! Ποτε το ειχε γραψει αυτο; Ζουσαμε στην Νεα Υορκη εδω και καιρο , προφανως θα το ειχε γραψει μεσα σε αυτες τις φορες οπου ειχαμε ερθει να δουμε τα παιδια. Αχ McCann! Εισαι ενα μυστηριο απο μονος σου. Παντου σε καθε κινηση σου μυστικα.

Καθως οι δυο αντρες μου συνεχισαν να συζητουν εγω αρπαξα κατι μυτερο. Σταθηκα διπλα τους και κατω απο τα λογια του Τζεισον συμπληρωσα «Σκοταδι εισαι η αγαπη μου , σκοταδι με κρατησες ασφαλη οταν το χρειαζομουν , σκοταδι μου εφερες το φως με την παρουσια του» Ο Τζεισον με κοιταξε. Του χαμογελασα και γερνοντας στον ωμο του του αφησα ενα γλυκο φιλι. Δεν χρειαζονταν οι λεξεις η σιωπη αρκουσε να πει οσα ξεραμε μονο εμεις δυο. Μονο εμεις οι δυο και το σκοταδι μας.

...

Δεν περασε αρκετη ωρα οταν βρισκομασταν στο δασος του πρωτου φιλιου μας και αποφασισαμε να φυγουμε. Αφου φαγαμε πρωτα μεσημεριανο σε ενα κοντινο εστιατοριο συνεχισαμε την περιηγηση και την βολτα στο παρελθον για χαρη του Τζουλιαν. Σημερα ενιωθα πως ειχα μπει σε μια πυλη , μια χρονομηχανη που με οδηγουσε πισω. Πισω στα χειροτερα και συναμα καλυτερα χρονια της ζωης μου. Στο μυαλο μου ξεπεταχτηκαν ξαφνικα μερικοι στιχοι που ειχε πει ο ελληνας ποιητης Κωστας Βαρναλης «Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνος μπρος, χρόνια μετά...Η ύπαρξή σου σε σκοτάδι όλο πηχτότερο βουτά.Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος; Αχ, πούσαι, νιότη, πούδειχνες πως θα γινόμουν άλλος!» Με εκφραζαν τοσο πολυ αυτοι οι στιχοι, ειναι λες και εξιστορουσαν την ιστορια μου με τον Τζεισον. Ακομα και μετα απο χρονια ιδιοι σε ενα σκοταδι , ποτε πιο πηχτο και ποτε πιο ρυχο. Παντα ιδιοι να παλευουμε εναντιον ολων.

«Ελα μωρο μου» Ακουσα την φωνη του Τζεισον να λεει και ξυπνησα. «Ας θυμηθουμε τα παλια» Το προσωπο του μου εκανε νοημα να κοιταξω μπροστα μας.

Το πηγουνι μου επεσε και το στομα μου ειχε μεινει μισο ανοιχτο. Μπροστα μου εβλεπα ξανα το παρκο οπου μου ειχε ζητησει να γινω κοπελα του. Ηταν κλειδωμενο μεχρι σημερα και τι ζητουσε ο κυριος McCann αυτη την στιγμη; Να επαναλαβουμε την τρελα εκεινης της νυχτας. Να πηδηξουμε απο τα καγκελα λες και ημασταν σχολιαροπαιδα.

«Εισαι τρελος» Του ειπα κοιταζονταν λες και ηταν κανενας τρελος.

Με καρφωσε με το βλεμμα του «Πες μου πως γαμω φοβασαι ακομη και μετα απο τοσα γαμημενα χρονια;» Με ρωτησε ξαφνιασμενος.

«Οχι»

«Τοτε γαμω σκαρφαλωσε» Προσταξε με την σκληρη του φωνη. Ξεφυσηξα. Δεν τα εβγαζα περα μαζι του. Ετσι και αρνιομουν ηταν ικανος να με ριξει σαν τσουβαλι ο ιδιος. Ανεβηκα πανω στο τοιχακι και περιμενα «Ελα ανεβα Τζουλιαν» Ειπε ο Τζεισον και με την βοηθεια του ο μικρος μου γιος βρεθηκε διπλα μου.

Ο Τζεισον ακολουθησε . Περασε τα ποδια του απο την αλλη πλευρα με τοση ευκολια λες και ηταν ο δεκαοχτωχρονος που γνωρισα τοτε στο λυκειο. Δεν ειχε χασει αυτη την μαγεια και την ικανοτητα να κανει οτιδηποτε ριψοκινδυνο υπηρχε σε αυτη την ζωη. Χριστε μου πια αυτος ο αντρας! Πηδηξε κατω και αρπαξε τον Τζουλιαν απο την μεση κατεβαζοντας τον διπλα του.Κοιταξα προς τα κατω. Γαμωτο! Ελπιζα πως με τα χρονια θα ξεχνουσα την υψοφοβια μου αλλα τιποτα . Δεν ειχε εξαφανιστει. Το δαπεδο μου εμοιαζε σαν σκοτεινος βαθυς βαλτος που ανατριχιαζα να βουτηξω μεσα.

«Πως το γαμω βλεπεις θα περιμενω για πολυ;» Ειρωνευτηκε ο αντρας μου. Τον κοιταξα και εσφιξα τα χειλια μου. Αν τον ειρωνευομουν εγω αυτος θα με σκοτωνε , γιατι δεν μπορουσα να κανω και εγω το ιδιο τωρα; Ηταν αδικο. Αναστεναξα και κλεινοντας τα ματια πηδηξα. Βρεθηκα στην αγκαλια του Τζεισον. «Τοσο γαμω φοβητσιαρα παντα» Σουφρωσα τα χειλια μου θιγμενη. «Μωρο μου» Μου αφησε ενα ενα συντομο φιλι στα χειλια και με κατεβασε. Ηταν τοσο κωλοπαιδο. Ηθελα να τον χτυπησω.

Ο Τζουλιαν ελευθερος ετρεξε στο παρκο σαν φυλακισμενο ζωο που επιτελους κερδισε την ελευθερια του. Ο Τζεισον τον ακολουθησε , ο Τζουλιαν του εριξε την μπαλα που ειχε αγορασει πριν μερικα λεπτα οσο εγω επικεντρωσα την προσοχη μου στην τσουληθρα οπου ειχε ξεθωριασει η μπογια της απο το περασμα του χρονου. Αναθυμηθηκα εκεινη την νυχτα οπου με εφερε εδω ο Τζεισον. Ατημελητη και μονο με τις πιτζαμες.

.....................................................

«Μπεατριξ»

«Ναι;»

«Θες να γινεις κοπελα μου;»

«Τι;»

«Δεν το επαναλαμβανω»

«Θες να γινω κοπελα σου;»

«Ναι»

«Γιατι;»

«Τι γιατι;»

«Εννοω γιατι να γινω κοπελα σου. Κοιτα με !! Υπαρχουν τοσες που σε κυνηγανε. Τι με θες εμενα;»

«Δεν ειναι το θεμα μας αυτες αλλα εμεις δυο. Τωρα απαντησε μου»

«Χμμ»

«Φοβασαι»

«Τι να φοβαμαι;»

«Να ζησεις Μπεατριξ . Φοβασαι να νιωσεις»

«Δεν εινα αυτο»

«Και ομως .. αυτο ειναι»

Της χαιδεψα στο μαγουλο και την πλησιασα πιο πολυ . Αγγιξα τα χειλια της και την φιλησα . Την τραβηξα και την κολλησα πανω μου . Ζητησα προσβαση στο στομα της και με αφησε . Εβαλα την γλωσσα μου και την "εδεσα" μαζι με την δικη . Την φιλουσα αργα κανωντας την ανασα μου πιο πολυ ενα με την δικη της . Χριστε μου κοπελα με σκοτωνει . Την φιλουσα και της χαιδευα στο μαγουλο ταυτοχρονα . Επαιζα μαζι με την γλωσσα τις ξεχνωντας τα παντα . Ενιωθα την ατμοσφαιρα να ζεστενεται . Τραβηχτηκα και εβαλα το ενα μου χερι στην μεση της . Πηρα το ενα της χερι και το εβαλα στο ωμο μου και κρατησα το αλλο . Αρχισα να χορευω σιγα σιγα ενω την φιλησα στο κροταφο . Εβαλε το κεφαλι της στο στερνο μου και συνεχισα να χορευουμε αργα . Αχ Μπεατριξ !! Φοβαμαι πως αυτο που αρχισα μαζι σου θα εχει κακο τελος και δεν το θελω γαμω . Ειμαι τοσο μαλακας που το ξεκινησα ολο αυτο . Δεν επρεπε να σε πλησιασω . Χορευαμε για λιγα λεπτα μεχρι που την φιλησα ξανα στο κροταφο .

Γυρισε και με κοιταξε . «Νομιζω πρεπει να σε γυρισω σπιτι , ειναι αργα»

«Ναι σωστα»

....................................................

Χαμογελασα στην θυμηση της αναμνησης. Ποτε δεν τον ενοιαξε η εμφανιση μου. Ποτε δεν τον ενοιαξε αν ημουν βαμμενη ή καλοντυμενη. Αγαπησε απο την πρωτη στιγμη αυτο που το ειχα δωσει χωρις να το αντιληφθω. Την διαφορετικοτητα μου. Κοιταζα τους αντρες της ζωης μου να παιζουν ποδοσφαιρο και ενιωσα πληρης. Αυτη ηταν η ευτυχια , να χαμογελας , να εισαι καλα και να εισαι ευτυχισμενος με αυτα τα μικρα και απλα πραγματα.

Γιατι ο κοσμος δεν το εβλεπε αυτο; Γιατι αποζητουσαν συνεχως το χρημα και την δοξα; Οι ανθρωποι ειχαν γινει τοσο υλιστες που δεν αναγνωριζαν πλεον τι ειναι πιο σημαντικο στην ζωη. Ζουσαμε σε μια δεκαετια που η εξουσια στερουσε ζωες μικρων παιδιων , που εδιωχνε τους ανθρωπους που χρειαζονταν μονο μια στεγη , που σκοτωναν τον καθε διαφορετικο ανθρωπο απο αυτους που ηταν ομοιοι. Ο πλανητης μας δεν ειχε μολυνθει απο καυσαερια αλλα απο εγωισμο , φιλοδοξια , ασπλαχνια και απληστια. Οι ανθρωποι ιδιοι καταστρεφαν αυτο που τους χαρισε ο θεος. Που τους εδειξε εμπιστοσυνη και τους αφησε ελευθερους για να του δειξουν πως αξιζε η εμπιστοσυνη του σε αυτους ομως .. Ομως το μονο που απεδειξαν ηταν ποσο τους ειχε μολυνει ο οφις.

Ευτυχως για μας τους τρεις δεν ισχυε τιποτα απο ολα αυτα. Το χρωστουσα πιο πολυ στον Τζεισον αυτο. Ειχε ζησει την φιλοδοξια και την ασπλαχνια των γονιων του και δεν ηθελε να μεταφερει αυτα τα μηνυματα και στον Τζουλιαν. Του εμαθε να ειναι ηθικος , να εκτιμαει τα μικρα πραγματα , να σεβεται και να μην φοβαται να παλεψει για οτι επιθυμουσε. Ειχε κανει απιστευτη δουλεια με τον γιο του. Ενιωθα περηφανη γι'αυτον.

«Βλεπεις την τσουληθρα εκει Τζουλιαν; Εκει γαμω ζητησα στην μαμα να γινει η κοπελα μου. Βεβαια γαμω τοτε ηταν βραδυ και οχι απογευμα οπως τωρα» Ακουσα να λεει ο Τζεισον στον Τζουλιαν οταν εκαναν ενα συντομο διαλειμμα απο το ποδοσφαιρο.

«Μα η μαμα φοβαται τα υψη. Πως ανεβηκε εκει;» Κοροιδεψε ο Τζουλιαν και συνοφρυωθηκα. Σαν πατερας σαν γιος τι πρωτοτυπο.

«Την γαμω κρατουσα.» Του εξηγησε «Ελα παμε πισω στο παιχνιδι τωρα» Πεταξε την μπαλα στο αερα και δινοντας την μια δυνατη κλωτσια την πασαρε στον Τζουλιαν. Και εγω καπου εδω παραμεινα θεατης να τους βλεπω. Να θαυμαζω την ευτυχια που μου ειχε χαρισει εδω και μερικα χρονια ο Θεος.

...

Μερικες στιγμες αργοτερα , αφου πρωτα περασαμε απο το σπιτι και αλλαξαμε εγω , ο Τζεισον και ο Τζουλιαν οδηγηθηκαμε προς την καφετερια που συχναζαμε με τα παιδια. Αναρωτιεμαι αν ηταν εδω. Απ'ο,τι ηξερα ο Ντιλαν ακομα εμενε στην Οταβα με την Ναταλι και το παιδακι τους.

Παραβλεψα να αναφερω τις εξελιξεις στην παρεα ετσι; Ο Ντιλαν ειχε παντρευτει την Ναταλι και ειχαν μεγαλωσει την παρεα μας κατα ενα μελος. Ο Φεντε με την Ανναμπελ ειχαν αρραβωνιαστει. Επιτελους δηλαδη! Γιατι δεν το εκανε με τιποτα να αρραβωνιαστει αυτο το παιδι. Με το ζορι τον ειχαν πεισει ο Ντιλαν και ο Τζεισον να κανει προταση στην Ανναμπελ. Απο την αλλη ο Τζαστιν οπως ειχα αναφερει και πολυ πιο πριν ηταν ευτυχισμενος με την Νεξι. Του ειχε χαρισει ενα ομορφο αγορακι οπου πιστευα θα τον εκανε μεγαλο φανατικο των αυτοκινητων. Δεν ηθελε και πολυ δηλαδη , με πατερα και μητερα οδηγους αγωνιστηκων δεν την γλυτωνε το παιδι. Μερικες φορες καθομουν και σκεφτομουν πως ολοι σαν παρεα πως ειχαμε ξεκινησει. Με τοσους διαφορετικους δρομους ο καθενας και ομως η ζωη μας εφερε στο κεντρο ενος μεγαλου και μας ενωσε. Αυτο δεν ηταν μαγεια; Ηταν!

Αφου μπηκαμε μεσα ο Τζεισον ηταν με το κεφαλι μια δεξια μια αριστερα μπας και εντοπισει καποιο κενο τραπεζι. Αυτη καφετερια ηταν κομματι ολων μας. Εδω αρχισαμε σαν μαθητες , εδω μεγαλωσαμε και εδω συνεχιζαμε την διαδρομη μας προς την ωριμη ενηλικιωση. Καθως οδηγηθηκαμε προς το πισω μερος της καφετεριας οπου βρισκονταν τα τραπεζια μπιλιαρδου εντοπισαμε μια τεραστια παρεα να φωναζει και να γελαει δυνατα. Οι φιλοι μου , εκει ιδιοι λες και δεν περασε μερα.

Ο πρωτος που συνειδητοποιησε την παρουσια μας ηταν ο Ντιλαν «Παιδια ! Παιδια κοιταξτε» Αναφωνησε και ολοι γυρισαν προς το μερος μας «Κοιτατε ποιοι μας εκαναν εκπληξη» Η χαρακτηριστικη φωνη του ακουστηκε παντα με αυτο το ασυγκρατητο χιουμορ.

«Καλε γιατι δεν μας ειπατε πως θα ερχοσασταν; Ετοιμαζαμε πλανο ολοι τωρα να ερθουμε να σας δουμε στα γενεθλια του μικρου» Ειπε με ενθουσιασμο η Ναταλι.

Της χαρισα ενα ζεστο χαμογελο. Οσο και αν περνουσε ο χρονος η φιλια μας γινοταν ολο και πιο δυνατη. Ενιωθα χαρουμενη που στην ζωη μου ειχα τετοιους φιλους. Φιλους – οικογενεια. Που ο χρονος και η αποσταση δεν μπορουσε να χαλασει αυτο που ειχαμε. Καποτε ο γαλλλος συγγραφεας Francois Mauriac ειχε πει «Καμιά αγάπη, καμιά φιλία δεν μπορεί να διασταυρωθεί με το δρόμο του πεπρωμένου μας χωρίς να αφήσει πάνω του κάποια σημάδια, για πάντα.» Ευχαριστουσα τον θεο που ειχε διασταυρωσει την διαδρομη μου στην ζωη με αυτους τους ανθρωπους απεναντι μου. Αυτους τους μοναδικους και διαφορετικους ανθρωπους οπου ηταν χαμενοι μεσα στο δικο τους παρελθον. Ειχαμε ξεκινησει απο μια θλιμενη τετραδα εμενα , τον Τζεισον , τον Φεντε και τον Ντιλαν και καταληξαμε μια ομαδα , μια οικογενεια με ζευγαρια και παιδια. Μεγαλωσαμε κυριολεκτικα ολοι μαζι. Αυτο ηταν αληθινη φιλια.

Εφερα τον Τζουλιαν μπροστα μου. «Ο Τζουλιαν ηθελε σαν δωρο να του δειξουμε την ιστορια μας οποτε..» Εξηγησα.

«Κοιτα να δεις!» Ακουσα μια φωνη και μια γνωριμη παρουσια ξεπροβαλλε πισω απο τα τειχοι που εκτιζαν ο Φεντε , ο Ντιλαν και η Ναταλι. «McCann σε θυμαμαι στο σχολειο και κοιτα τωρα! Με γιο ποιος να το ελεγε» Σαρκασε. Κατσε αυτη δεν ειναι η Νορα; Κοιταξα πισω απο το ωμο της. Διπλα της και πισω της ακριβως ηταν η Ζοε , ο Τζειμς και ο Οσκαρ; Χριστε μου! Οντως μπηκαμε σε χρονομηχανη.

«Μεγαλε McCann τι κανεις ρε μαλακα;» Χαιρετησε ο Οσκαρ και πλησιασε τον Τζεισον. Ενιωθα πως ηθελα να κλαψω. Να κλαψω που τα σχολικα μου χρονια ζωντανευαν σαν ταινια μπροστα μου.

Ειδα τον Τζεισον να του χαριζει μια αντρικη αγκαλια οσο εγω εριξα ενα απειλητικο βλεμμα στην Νορα. Αυτη την επεφτε στον Τζεισον. Τι εκανε εδω; «Τι θες εσυ εδω;» Διερωτηθηκα αμεσως με την φωνη μου επιθετικη .

«Ακου Τζουλιαν αγορι μου.» Ακουσα τον Ντιλαν να λεει στον γιο μου και τους εριξα μια συντομη ματια. Τον ειχε αρπαξει τον μικρο και τον εβαλε στην αγκαλια του. «Αν θες να μαθεις για την ιστορια των γονιων σου θα εμπλουτισω λιγο τις πληροφοριες. Βλεπεις την κοπελα εκει;» Του εδειξε την Νορα «Η μαμα σου την ελουσε με νερο γιατι φασωνονταν με το πατερα σου και ζηλεψε»

Ναι , αυτο ακριβως . Και ναι αυτος ο λογος ηταν που δεν την ηθελα εδω αυτη την στιγμη. Στενεψα τα ματια μου και γυρισα το βλεμμα μου πανω της. Ακουσα γελια μετα απο το σχολιο του Ντιλαν και γυρισα να κοιταξω απο που προερχοταν. Η Ζοε ! Προσωπικα με την συγκεκριμενη δεν ειχα προβλημα. Ο Τζεισον μου ειχε πει ολη την ιστορια της και πως τωρα ηταν με τον Οσκαρ οποτε δεν με εκνευριζε και ιδιαιτερα η παρουσια της. Το αντιθετο με την γυναικα διπλα της. Την βλαμμενη Νορα.

«Σκασε μαλακα» Εκνευρισμενος επενεβη στην συζητηση μεταξυ Ντιλαν και Τζουλιαν.

Μα ματαια ο Ντιλαν συνεχισε προσθετοντας κι αλλες πληροφοριες για το βρωμικο και ερωτικο παρελθον του Τζεισον. «Και με αυτην εδω» Απλωνοντας το χερι του εδειξε την Ζοε «Φασωνονταν αλλα μετα εγιναν φιλοι»

Ο Τζεισον γρυλισε. «Θα το βουλωσεις Ντιλαν ή θα σου χωσω την στεκα στο γαμημενο στομα σου;» Του ειπε αγριεμενος και εξω φρενων.

Επικεντρωσα ξανα την προσοχη μου στα κοριτσια «Δεν μας ειπες τι κανετε εσεις οι δυο εδω! Καλα ο Τζειμς και ο Οσκαρ ενταξει αλλα εσεις;» Ρωτησα φανερα εκνευρισμενη

Η Νορα μου αντεστρεψε τις εχθρικες ματιες. Η Ζοε παλι ηταν στην κοσμαρα της. «Μπεατριξ κουλαρε.» Μιλησε ο Τζειμς «Με την Νορα ειμαστε μαζι. Η Ζοε θα ξερεις πως ειναι με τον Οσκαρ» Προετρεξε να την υπερασπιστει. Καλα , τα ειχε με αυτην την βλαμμενη;

Το βλεμμα μου επεσε πανω του «Κατι ακουσα» Κοιταξα την Ζοε που ειχε στηριξει το χερι της πανω στον Οσκαρ και συζητουσαν με τον Τζεισον.

«Μην δαγκωνεις μικρη. Φιλη ειμαι» Μικρη να πεις το ματι σου βλαμμενη. Αν ειχε χιλιαδες κοριτσια πριν απο μενα ο Τζεισον μονο δυο μου την εσπαγαν πιο πολυ. Αυτη , δηλαδη η Νορα και η Amy!

«Φιλη ή φιδι;» Ειρωνευτηκα.

Η Νορα με στραβοκοιταξε. Σιγα μην σε φοβηθω. Δεν ημουν το κοριτσακι που με κοροιδευατε τοτε. Τωρα ημουν μια κυρια McCann. «Ελα μωρο μου ηρεμησε.» Ο Τζεισον προσπαθησε να με καθησυχασει αγκαλιαζοντας με απο πισω. «Τα κοριτσια ειναι καθαρα οπως εμας τους υπολοιπους.»

Καθαρα; Εννοουσε πως ειχαν κοψει κι αυτες τα ναρκωτικα; Αλλα τι λεω , ολοι απο την παρεα ειχαν ξεφυγει απο αυτον τον σκοτεινο κοσμο ο καθενας το ειχε αποφασισει για δικους του λογους. Δεν ηξερα το λογο που η Νορα και η Ζοε ειχαν ξεκινησει τα ναρκωτικα αλλα δεν με απασχολουσε ιδιαιτερα. Αρκει που ειχαν ξεφυγει.

«Η μαμα ειναι πολυ ζηλιαρα» Ο Τζουλιαν σχολιασε και η ματια μου επεσε πανω του.

Αυτο μας ελειπε τωρα. Να μας παρει χαμπαρι και ο ιδιος ο γιος μας. Μα τι λεω; Αφου ηταν ιδιος ο Τζεισον λογικο. Θυμαμαι καλα ποσο το απολαμβανε οταν ζηλευα και συνεχιζει να το απολαμβανει το κωλοπαιδο. Αλλα δεν μπορουσα. Ηταν δικος μου!

«Και λιγα λες» Η φωνη του Φεντε ακουστηκε. Τοση ωρα ηταν σιωπηλος παρακολουθωντας το θεαμα μαζι με την Ανναμπελ.

Η Ζοε εκανε ενα βημα προς το μερος του Ντιλαν οπου κρατουσε στην αγκαλια του τον Τζουλιαν. «Ο γιος σου ειναι αυτος Τζεισον;» Ρωτησε ριχνοντας μια στιγμιαια ματια προς εμενα και στον Τζεισον.

«Ναι» Επιβεβαιωσε μονολεκτικα. Σταθερα , μην βγαλει περισσοτερες λεξεις το αγορι μου θα γκρεμιστει κανενας φουρνος. Τοσο μορφωμενος μα τοσο λιγομιλητος.

«Ω θεε μου!» Αναφωνησε ενθουσιασμενη. Τον κοιταξε επιθεωρητικα «Εισαι η μινιατουρα του McCann» Σχολιασε. Να και μια φορα που θα συμφωνουσα μαζι της. Ολοιδιοι ηταν.

«Γεια σου κουκλα» Πεταξε ο Τζουλιαν αξαφνα και γουρλωσα τα ματια. Οταν λεω πως ο γιος μου ειχε ξεσαλωσει ειχα δικιο.

Γελια ακουστηκαν στην παρεα. «Εισαι τρομερος!» Η Ζοε τραβηξε το προσωπο του και του εδωσε ενα φιλι στα χειλια. Αφηνοντας τον ο Τζουλιαν ειχε γινει κατακοκκινος. Ω! Το γλυκο μου το παιδι!

Δεν περασε πολυ ωρα και ολοι αποφασισαμε να καχωνιαστουμε σε δυο μεγαλους καναπεδες πινοντας καφε. Πανω στο τραπεζι ηταν απλωμενες φωτογραφιες απο τα σχολικα μας χρονια. Ο Φεντε ειχε πεταχτει για μερικα λεπτα στο σπιτι του και τις ειχε φερει για να τις δει ο Τζουλιαν. Φωτογραφιες στην αυλη του σχολειου , φωτογραφιες με εμας τους τεσσερις μαζι στο σπιτι του Τζεισον...

Φωτογραφιες , φωτογραφιες , φωτογραφιες γεματο αναμνησεις.

Φωτογραφιες που ηταν αποδειξεις πως ειχαμε ζησει ενα παρελθον μαζι , ενα παρελθον που μας εφερε μεχρι εδω. Φωτογραφιες με την δικη μας ιστορια. Φωτογραφιες που εδειχναν πως τελικα η φιλια μας με τα παιδια δεν ειχε ξεθωριασει. Παραμεναμε τα ιδια πληγωμενα και σημαδεμενα παιδια του σκοταδιου.

«Χει παιδια» Ακουστηκε μια φωνη και σηκωσαμε ολοι τα κεφαλια μας. «Οπ τι εκπληξη Μπεατριξ» Ο Τζαστιν αγκαλια με την Νεξι ειχαν κανει εμφανιση στο τραπεζι μας.

«Καλα και το εκανες ρε Bieber! Mια ωρα σε περιμενουμε» Ο Ντιλαν παραπονεθηκε με μια ενοχληση στην φωνη του.

«Συγνωμη ρε φιλε! Ημουν στο γκαραζ» Απολογηθηκε και καθισε διπλα του πανω στο χερουλι του καναπε. Χριστε μου πως εγιναν ετσι τα πραγματα. Φιλε; Ο Τζαστιν στον Ντιλαν; Γυρνοντας την προσοχη του προς εμας προσθεσε «Πως και απο εδω εσεις; Η Ναταλι εκανε σχεδιο για να ερθουμε να σας κανουμε εκπληξη. Παλι τα καταστρεψες McCann;» Πειραξε τον Τζεισον

«Καποιος γαμω λαθος κανεις. Εσυ εχεις την γαμημενη ικανοτητα να καταστρεφεις πραγματα οχι εγω» Του υπενθυμησε ειρωνευοντας τον.

«Τελος παντων!» Επενεβη για να προλαβω να μην αρχισει ο καβγας μεταξυ τους «Ο Τζουλιαν ηθελε να μαθει για την ιστορια μας και ηρθαμε» Επεξηγησα για ακομα μια φορα μεσα σε αυτη την μερα.

«Ω!» Ανακραξε. Κοιταξε τον Τζουλιαν «Ξερεις , η μαμα σου εμενα γουσταρε πρωτα απλα ο πατερας σου οπως γνωστος ταραξιας στο σχολειο μπηκε αναμεσα μας.» Του ομολογησε.

«Τι λες ρε παπαρα Bieber;» Φωναξε ο Τζεισον εκνευρισμενος «Που αν δεν πηδιομασταν με την Μπεατριξ εσυ δεν θα γαμω θυμοσουν την πουστικη υπαρξη της.» Γουρλωσα τα ματια. Χριστε μου αυτο το στομα του!

«Τζεισον πια!» Φωναξα. Το προσωπο μου ειχε γινει παντζαρι με αυτα που ελεγε.

Γυρισε προς το μερος μου. Τα χαρακτηριστικα του σκληρα. «Τι;» Τα δοντια του ετριξαν απο θυμο. Πω! Ειχε τσαντιστει.

Αναδευτηκα στον καναπε και τραβηχτηκα μακρια του. «Τιποτα»

...

Κοιταξα εξω απο παραθυρο. Το σκοταδι ειχε πυκνο σαν μαυρη τρυπα που ρουφουσε καθε ζωη στο κοσμο. Το φεγγαρι ολογιομο σαν μια μικρη ελπιδα στην σωτηρια. Εκει σαν μια μεγαλη κυψελη φωτος. Τραβηξα την κουρτινα και εριξα μια τελευταια ματια στο Τζουλιαν. Ηταν κατακοπος απο ολη αυτη την μερα. Πιστευω πως αυτα τα γενεθλια ηταν τα καλυτερα γι'αυτον. Ειχε παρει αυτο που ηθελε , την ιστορια μας. Εξιστορημενη απο εμας και τους φιλους μας.

Αναστεναξα ανακουφισμενη και εκλεισα την πορτα πισω μου. Κατεβηκα τα σκαλια και βρηκα τον Τζεισον να καθεται στον μαυρο καναπε του σαλονιου μας και σκεπτικος να καπνιζει. Ο καπνος ειχε πνιξει το προσωπο του. Τον πλησιασα και με κοιταξε.

«Κοιμηθηκε;» Ρωτησε και εσβησε το τσιγαρο του αφηνοντας οτι απομεινε απο το καπνο που ειχε κρυφτει στους πνευμονες του να βγει προς τα εξω.

«Δεν τον κουναει τιποτα. Ειναι σαν πτωμα» Παραδεχτηκα

«Ωραια!» Σηκωθηκε και εδεσε το χερι του μαζι με το δικο μου «Ελα παμε» Με τραβηξε. Τον κοιταξα σκεφτικη. Τι ετοιμαζε; Κατευθυνθηκαμε στο δωματιο στο βαθος.

Εσπρωξε την πορτα και μπηκαμε μεσα. Η καρδια μου ξυπνησε και οι παλμοι μου εγιναν τρελοι. Η θυμηση της μερας που καναμε ερωτα για πρωτη φορα ηρθε μπροστα μου. Το αγχος , ο φοβος , η ενταση , η ανησυχια , η επιθυμια , ο ερωτας , ολα αυτα τα συναισθηματα κατακλυσαν μεσα σε μια στιγμη το σωμα μου. Ενιωθα οπως την πρωτη φορα. Οπως εκεινη την στιγμη που με την φωνη του βραχνη μου ψιθυρισε πως ηθελε να μου κανει ερωτα. Ολο το σωμα μου ειχε ανατριχιασει και δεν με ειχε αγγιξει καν. Ακομα και οι σκεψεις μου γι'αυτον με ισοπεδωναν.

Με κολλησε πανω του και με κοιταξε με αυτο το βαθος και το γεματο νοημα βλεμμα του. «Οπως την γαμω πρωτη φορα μωρο μου»

«Οπως την πρωτη φορα» Συμφωνησα.

.............................................

«Φοβασαι»

«Οχι δεν φοβαμαι»

«Θα προσπαθησω να μην σε πονεσω μωρο μου»

Με χαιδεψε με τους αντιχειρες του τα δυο μου μαγουλα και με φιλησε . Εβαλε τα χερια του πανω στην μεση μου και τα ανεβασε. Τα περασε μεσα απο το γιλεκο μου και το εσπρωξε προς τα πισω . Αφησα ελευθερα τα χερια μου και μου το εβγαλε . Κατεβηκε στο λαιμο μου και μου τραβηξε το δερμα . Ταυτοχρονα ελυσε την ζωνη του φορεματος μου και περασε τα χερια του μεσα απο το φορεμα μου . Μου δαγκωσε το δερμα και ανασανα βαθια . Αχ θεε μου . Το νιωθω θα λυποθυμισω μεσα στην αγκαλια του . Αυτο που με κανει να νιωθω ξεφευγει καθε ελεγχο . Νομιζω θα εκραγω μονο που ακουω την βραχνη του φωνη και την βαθια του ανασα . Το εσπρωξε προς τα πανω και εφτασε στην μεση μου . Το τραβηξε και σηκωσα τα χερια . Μου το εβγαλε και με κοιταξε . Με κρατησε απο τα χερια και επεσε προς τα πισω . Ειχα βρεθει να καθομαι πανω του και αυτος να ειναι ξαπλωμενος και να εχει πανω στους μηρους μου τα χερια του .

Με κοιταξε στα ματια «Μπεατριξ!» ανασανε βαθια «Τωρα θελω να με φιλησεις παντου μωρο μου . Θελω να με γδυσεις και να με κανεις δικο σου» .

Ωωω Χριστε μου !! Γαμω μολις με διαπερασε ολοκληρο ηλεκτρικο ρευμα σε καθε σημειο του σωματος μου . Εχω παραλυσει και τρεμω . Μην πανικοβαλεσαι Μπεατριξ . Το εχεις ξανα κανει . Σου αφαιθηκε . Αποδειξε του πως αξιζεις την εμπιστοσυνη του. Εσκυψα και αρχισα να τον φιλαω . Στηριξε τα χερια του στην μεση μου και με αφησε να κανω οτι θελω . Κατεβηκα στο λαιμο του και τον δαγκωσα . Κυλησα τις παλαμες μου κατω - κατω μεχρι που εφτασα στο τζην του . Εγλυψα το σημαδι και μετα το φιλησα . Κατεβηκα και αλλο κατω και αρχισα να φιλαω τις γραμμωσεις του . Τον ακουγα να ασθαιμενει βαθια και αρχισα να ζεστενομαι . Ειχε κλεισει τα ματια του και τα χερια του χαιδευαν την πλατη μου . Ανοιξα το τζην του και ανοιξε τα ματια . Ανασηκωθηκε και του το εβγαλα . Το πεταξα και εσκυψα . Εβαλα τα χερια μου στο προσωπο του και αρχισα να τον φιλαω ξανα . Ανεβασε το ενα του χερι και το εβαλε στο σβερκο μου . Με τραβηξε και με εφερε πιο πολυ κοντα του . Τραβηξε την γλωσσα μου και την εκανε κομπο με την δικη του . Γαμω ο τροπος που φιλαει με αργοσκοτωνει . Κυλησε το χερι του προς τα κατω ξανα και βρηκε το αλλο του χερι . Ανεβηκαν και τα δυο μαζι πιο ψηλα και μου ξεκουμπωσαν το σουτιε . Το τραβηξε και το αφησε να πεσει . Και με μια ξαφνικη στροφη βρεθηκα απο κατω του . Στηριξε τα χερια του αναμεσα απο το κεφαλι μου και σκεπασα το στηθος μου .

Μου τα τραβηξε και τα ακινητοποιησε στο κρεβατι . «Μην ντρεπεσαι μωρο μου. Το αγορι σου ειμαι» πηρα μια βαθια ανασα και καταπια «Ξερεις κατι εισαι γαμημενα ομορφη και εισαι η μοναδικη που με κανεις να νιωθω ετσι»

Μολις μου ελεγε τωρα πως με ερωτευτηκε πλαγιως η' κανω λαθος; Ειμαι η μοναδικη που του δημιουργω διαφορετικα αισθηματα απο οσα νιωθει; Ωωω Μπεατριξ !! Δεν το πιστευω . Εγω; Καταφερα να κλεψω την καρδια καποιου αγοριου; Με φιλησε απαλα και μετα κατεβηκε στο λαιμο μου. Με δαγκωσε ξανα και επαιξε μαζι με την πιπιλια . Κατεβηκε πιο κατω και εφτασε στο στηθος μου . Με φιλησε εκει και συνεχισε να κατεβαινει . Με φιλησε στην κοιλια και εμεινει για λιγο εκει . Τα χερια του αγγιξαν την μεση μου και τα δαχτυλα του μπηκαν μεσα απο το εσωρουχο μου . Το τραβηξε και το εβγαλε . Μου ανοιξε κι αλλο τα ποδια και τα χειλια του εφτασαν εκει . Στο ευαισθητο μου σημειο . Με φιλησε και τοτε ανεστεναξα . Ωχ εγω το εκανα αυτο; Τι μου συμβαινει πια μαζι του; Σηκωσε το κεφαλι και ο αντιχειρας του εκανε κυκλικες κινησεις γυρω απο την περιοχη μου .

Τοτε αργα - αργα εβαλε το δαχτυλο του μεσα μου . «Ααα»

«Σε πονεσα;» Με κοιταξε στα ματια . Μα δεν ειπα τιποτα «Πες μου Μπεατριξ»

«Ναι»

«Πρεπει να σε προετοιμασω μωρο μου μετα θα πονεσεις πιο πολυ» Με φιλησε στα χειλια και αρχισε να πηγαινει αργα μεσα και εξω το δαχτυλο του.

Τοτε εβαλε ακομα ενα δαχτυλο και το κατω σημειο του σωματος μου αρχισε να τσουζει και ταυτοχρονα να νιωθει μια υπεροχη ευχαριστηση . Θεε μου τι μου συμβαινει; Τοτε ενιωσα πως θελω να εκραγω . Ανασανα βαθια και προσπαθησα να το ελεγξω .

Ανασηκωθηκε και με κοιταξε στα ματια. «Αστο Μπεατριξ . Αφεσου μωρο μου»

Με φιλησε και τοτε ενιωσα κατι κατω μου να αφηνετε . Ενιωσα ολο αυτο που ενιωθα μεσα μου να εχει εκραγει εκει . Εβγαλε τα δαχτυλα του και εβγαλε το μποξερακι του . Στηριξε ξανα τα χερια του αναμεσα απο το κεφαλι μου και εγλυψε τα χειλια του .

Αναστεναξε. «Αν σε πονεσω , θελω να μου το πεις μωρο μου οκ;»

«Ναι»

Εβαλε τα χειλια του πανω στα δικα μου και με φιλησε τοτε μπηκε μεσα μου σιγα . Εσφιξα τα χερια μου πανω του κρατωντας τον κοντα μου ωστε να μην ουρλιαξω απο το πονο που ενιωσα. Με φιλησε στο μαγουλο και μετα κατεβηκε στο λαιμο μου . Με φιλησε εκει και μετα ανεβηκε πανω φτανοντας στο αυτι μου . Μου δαγκωσε το λοβο και ανεσταναξα ξανα .

Το τραβηξε προς τα κατω . «Σε αγαπαω» μου ψιθυρησε στο αυτι και μετα με κοιταξε .

Ανασανα βαθια και τα βλεμματα μας ενωθηκαν. «Και εγω» .

Ενιωσα να μπαινει πιο βαθια μεσα μου και εκλεισα τα ματια απο πονο . Εγυρα το κεφαλι και εσφυξα δυνατα τα χερια μου πανω στην πλατη του . Ενιωσα τα νυχια μου να μπαινουν μεσα στο δερμα του .

«Ααα» φωναξα γυρνωντας μπροστα το κεφαλι ενω αυτος με φιλουσε πανω στο στηθος.

«Εισαι καλα;» σηκωσε το κεφαλι και με κοιταξε

«Νομιζω» Ανασανα βαθια «Θα μου» Στηριξα τα χερια μου πανω στο προσωπο του «..κοπει η ανασα» με φιλησε

«Σε ποναω;» σταματησε να μπαινει για λιγο μεσα μου και στυριξε τα χερια του στο κρεβατι .

«Ναι»

«Θες να σταματησω Μπεατριξ;»

«Οχι»

Τον τραβηξα απο το προσωπο και τον φιλησα . Ηθελα να τον καθησυχασω . Ναι πονουσα αλλα ημουν μαζι του . Αυτο ειχε σημασια. Μου χαριζε ενα συναισθημα που δεν θα μου το χαριζε κανεις αλλος. Ξανα ξεκινησε να μπαινει μεσα μου και τοτε οι πρωτες σταγονες ιδρωτα αρχισαν να πεφτουν και απο τους δυο μας . Τον εγδερνα στην πλατη ενω αυτος με φιλουσε στο λαιμο . Κατεβασε το κεφαλι ξανα και αρχισε να με φιλαει στο στηθος παιζωντας με τις θυλες μου . Εγω εμπλεξα τα δαχτυλα μου μεσα στα μαλλια του και επαιζα μαζι τους . Χριστε μου που ησουν τοσο καιρο Τζεισον ? Σε αγαπω τοσο πολυ . Σηκωθηκε και εκανε τα χειλια του ενα με τα δικα μου . Τυλιξε την γλωσσα του με την δικη μου σαν ιστο και εγιναν ενα. Πηρε τα χερια μου οπου ηταν δεμενα γυρω απο το λαιμο του και τα σηκωσε στο αερα . Τα χαιδεψε απο το καρπο μεχρι την μεση κατεβαζωντας τα προς τα κατω . Τα εβαλε στο κρεβατι και εμπλεξε τα δαχτυλα μας . Τοτε μπηκε πιο δυνατα μεσα μου και εσφυξα τα δαχτυλα μου με τα δικα του . Ενιωσα την πιεση που ενιωθε και αυτος οταν εμπαινε μεσα μου . Ηταν τοσο μαγικο το συναισθημα.

.............................................

Τα σωματα μας κολλημενα με τον ιδρωτα και τις ανασες μας να συγχρονιζονται στο παιχνιδι του ερωτα μας. Τα χειλια του να ταξιδευουν στο σωμα μου και να απολαμβανει την καθε πινελια του καμβα. Στο καθε χαδι του και στο καθε φιλι του να τιναζομαι λες και με χτυπουσαν με μαστιγιο. Στεναξα και γραπωθηκα απο πανω του καθως βουλιαξε πιο βαθια μεσα μου. Μεσα στον κοσμο που του ανηκε απο τοτε.. Απο τοτε που με κοιταξε και μου ψελλισε «Μπεατριξ ξερεις , μπορω να σε προστατευσω». Τον εμπιστευτηκα. Εμπιστευτηκα τα δακρια μου , την θλιψη μου , το πονο μου. Εσπασε καθε πορτα που ειχα κλειδωμενη. Εφερε το φως στην ζωη μου. Τα χειλια του εφτασαν στο λαιμο μου και τα δοντια του σαν παιδια αρχισαν να παιζουν στην αυλη του φρεσκου εδαφους. Τα δαχτυλα μου μπλεχτηκαν στα μαλλια του λες και ηταν ο σωτηρας που θα με εσωζε απο καθε κινδυνο που διετρεχα.

«Σε αγαπαω μωρο μου» Μου ψιθυρισε με την βαρια και βραχνη του φωνη να ακουγεται σαν αντιλαλος στον τεραστιο λαβυρινθο του αυτιου μου.

Το σωμα μου πλεον ετρεμε και φωναζε ποσο τον αγαπουσα. «Εισαι τα παντα μου McCann» Παραδεχτηκα κρατωντας τον απελπιστικα δυνατα κοντα μου.

Ηταν ο δυνατος σκοτεινος ηρωας που με εφερε ξανα στην ζωη. Που μου εμαθε να ζω και να μην φοβαμαι. Τον αγαπουσα τοσο δυνατα που δεν ξερω αν μπορουσα να ορισω το οριο που περιγραφε την αγαπη μου γι'αυτον. Μεχρι το ουρανο οχι , μεχρι το τελος του συμπαντος οχι, απλα δεν ειχε ορια αυτο που ενιωθα για τον Τζεισον. Εσπρωξε πιο βαθια μεσα μου και η ανασα μου κοπηκε. Τα νυχια μου γρατσουνισαν την ασυλληπτη γεροδεμενη πλατη του που εκρυβε ενα σωρο τατουαζ. Που να παρει! Ηταν τοσο δυνατα οσα ενιωθα , ηθελα να ουρλιαξω για να ξεσπασω , να φωναξω και να δηλωσω πως αυτο που ενιωθα ηταν τοσο εντονο που μου τρελενε το σωμα και το μυαλο. Τα χερια του μπλεχτηκαν με τα δικα μου και πιεζοντας τα στο στρωμα τα κατεβασε αργα προς τα κατω. Οπως τοτε , οπως την πρωτη φορα μας. Ενα δακρυ επεσε απο τα ματια μου , οχι απο πονο , απο την ενταση , απο την ηδονη και συναμα απο τον ανεξελεγκτο ερωτα μου γι'αυτον. Γι'αυτον τον αντρα που σταθηκε δυνατος για μενα , για μας. Ποτε δεν θα ξεθωριαζε , ποτε δεν θα αλλαζε , ποτε δεν θα σταματουσε αυτος ο ερωτας. Το ηξερα καλα!

...........................................................

Hey lighters!!! Οριστε και το one shoot οπου σας ειχα υποσχεθει. Ακομα να πιστεψω πως το πρωτο μου βιβλιο εκλεισε τρια χρονια. Οταν εγραφα το When the lights are off ζουσα μια πολυ απαισια φαση της ζωης μου και κοιτα να δεις πως τα φερνει η ζωη. Αν δεν ηταν αυτη η ιστορια δεν θα ξεκινουσα αυτο το ταξιδι προς την συγγραφη. Οσο καιρος και αν περναει δεν θα παψω ποτε να αγαπαω το Jeatrix. Ακομα και τωρα , μετα απο τοσο καιρο και ομως οταν το εγραφα ενιωθα τα ιδια συναισθηματα οπως τοτε. Ειμαι τοσο δεμενη μαζι τους. Και δεν ξερετε ποσο συγκινημενη νιωθω που ακομα τους αγαπατε και τους θυμαστε. Σας χρωσταω ΠΟΛΛΑ! Εσεις ειστε η αρχη μου babies!! 

Ελπιζω να μην μου κλαψετε πολυ. Αυτο το one shoot ειναι λες και γυρναμε πισω στο χρονο και ισως σαν ξυπνησουν πολλα πραγματα. Χρονια πολλα When the lights are off και φυσικα χρονια πολλα στον μικρο Julian McCann

Αυτα !! LOVE U ALL !!!

Τραγουδι : Plumb - Broken Places 

COMMENTS & VOTES 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top