08
Έχω χαθεί. Το ξέρωωωω.
Θα επιστρέψω σύντομα❣️
~~~
Νοεμβριος 2020 (aka επιστροφή στο παρόν)
Ανοίγω τα μάτια μου με τα χίλια ζόρια την στιγμή που ακούω το ξυπνητήρι δίπλα μου να χτυπάει σαν παλαβό.
<<Σκάσε>> μουγκρίζω και αλλάζω πλευρό κλείνοντας με το πάπλωμα τα αφτιά μου. <<Σκάααασσεεεεεε>> ξαναλέω και απλώνω το χέρι μου για να το κλείσω αλλά δεν το βρίσκω πουθενά.
<<Καλημέρα ηλιαχτίδα!>> ακούω την φωνή της μαμάς καθώς μπαίνει στο δωμάτιό μου. <<Χριστέ μου, άνοιξε και κανένα παράθυρο εδώ μέσα>> ανοίγει το παντζούρι και τα παραθυρόφυλλα και μέσα στο δωμάτιο μπαίνει άπλετο φως.
<<Μμμμμ>> σηκώνω το μαξιλάρι μου και το βάζω πάνω από το κεφάλι.
<<Σήκω άντε. Ο μικρός σε περιμένει στην κουζίνα>> μου τραβάει τις κουβέρτες και μουγκρίζω.
Φεύγει από το δωμάτιο σιγοτραγουδώντας ένα παλιό αγαπημένο της τραγούδι και πετάω το μαξιλάρι στο πάτωμα.
Πόσο ζόρικο είναι αυτό το πρωινό ξύπνημα ρε γαμώτο;
Κοιτάζω το ξυπνητήρι που ακόμη χτυπάει σαν τρελό. <<Εσένα κάποια στιγμή θα σε πετάξω από το παράθυρο>> υπόσχομαι στον εαυτό μου όσο το κλείνω και σηκώνομαι όρθια.
<<Καλημέρα>> αφήνω ένα φιλί στο μάγουλο του αδελφού μου και κάθομαι δίπλα του.
Ναι το πρωινό ξύπνημα μπορεί να είναι βάναυσο, αλλά από την στιγμή που ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου, ξυπνάω εντελώς.
Άσχετα, βέβαια, που εχθές το βράδυ δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου.
Και αυτό γιατί; Επειδή ο νέος μου γείτονας αποφάσισε πως είναι εντελώς λογικό να μου στέλνει μηνύματα στο κινητό μέχρι τις 3 το πρωί.
Και ναι, προφανώς και του απαντούσα, γιατί μάλλον και εμένα με τρώει το χέρι μου!
<<Επιτέλους>> σηκώνεται όρθια η μαμά <<Κομμάτια σε βλέπω>> σχολιάζει και γνέφω γέρνοντας το κεφάλι μου πάνω στον ώμο του μικρού κάνοντάς τον να γελάσει. <<Θες καφέ;>>
<<Τα ρωτάνε αυτά τα πράγματα;>>
<<Μέιβ>> λέει ο Τζόρτζι και ανασηκώνομαι. <<Δεν συμπαθώ καθόλου τους νέους μας γείτονες>>
Σχεδόν αμέσως το μάτι μου ανοίγει εντελώς και παίρνω τον μικρό μια αυθόρμητη αγκαλιά. <<Το ήξερα ότι μου μοιάζεις>> λέω σχεδόν συγκινημένη και η μαμά αφήνει τον καφέ μπροστά μου ρίχνοντάς μου ένα αγριεμένο βλέμμα. <<Γιατί δεν τους συμπαθείς, αδελφούλη μου;>>
<<Εχθές το πρωί που ήρθαν, η μαμά του Στέφαν...>> άχου το, ξέρει και το όνομα του βλαμμένου. Τι φάση, τόσο φέιμους έγινε στην οικογένειά μου; <<...με έσφιξε τόσο πολύ στην αγκαλιά της που παραλίγο να πνιγώ και μετά μου έδωσε ένα γλυφιτζούρι με λεμόνι και Μέιβ ξέρεις ότι τα γλυφιτζούρια με λεμόνι τα σιχαίνομαι>>
<<Τον Στέφαν γιατί δεν τον συμπαθείς βρε αγάπη μου;>> ξανακάθεται απέναντί μας η μαμά και εγώ κρύβω το χαμόγελό μου πίσω από την κούπα μου.
<<Γιατί κοίταζε πολύ περίεργα την Μέιβ>> γυρίζει προς το μέρος μου κοιτώντας με λυπημένος και πνίγομαι με τον καφέ.
Ωραία. Ώρα ήταν τώρα να καταλάβει και ο μικρός τις ανώμαλες προθέσεις που έχει ο άλλος ο μικρός για εμένα.
<<Για να είμαι ειλικρινής...>> δίνει η μαμά στον μικρό το τοστ του <<το παρατήρησα και εγώ αυτό>>
Α τέλεια! Άψογα!
<<Δεν νομίζω πως ισχύει κάτι τέτοιο>> απαντάω όσο πιο γρήγορα μπορώ και πίνω λίγο νερό.
<<Χα, πίστεψέ με, σε έτρωγε με τα μάτια του>>
Πνίγομαι και με το νερό αυτή την φορά!
<<Ωραία. Δεν με νοιάζει>> χαμογελάω και τρώω μια μπουκιά από το δικό μου τοστ.
<<Γιατί; Επειδή είναι μικρότερός σου; Σιγά την διαφορά που έχετε βρε Μέιβ. Μόνο 2 χρόνια...>>
Πφστ. Εννοείται πως θα τα μάθαινε όλα χαρτί και καλαμάρι από την μάνα του λεγάμενου. Είμαι σχεδόν απόλυτα σίγουρη πως την ρώτησε και τι ζώδιο είναι για να δει αν ταιριάζουν οι αστρολογικοί μας χάρτες.
Γιατί δεν ξέρω αν σας το έχω πει, αλλά πιστεύει στα ζώδια. Και κάθε πρωί διαβάζει το ζώδιό της για να σιγουρευτεί ότι η μέρα θα της πάει ακριβώς όπως λένε στα περιοδικά.
<<Μαμά. Μην υποπτευθώ ότι μου κάνεις προξενιό με τον απέναντι, θα... θα τα κάνω όλα λίμπα εδώ μέσα>> την απειλώ σοβαρά αλλά εκείνη γελάει.
<<Τι προξενιό ρε Μέιβ; Σε ποια δεκαετία είμαστε; Στο '30; Απλά ρώτησα αν εσύ...>>
<<Τέρμα οι ερωτήσεις για αυτόν>> την διακόπτω <<Δεν μου αρέσει, δεν ασχολούμαι. Κατανοητό;>> οι λέξεις βγαίνουν με δυσκολία από το στόμα μου και απορώ αν όντως την έπεισα.
Γιατί, για να είμαι ειλικρινείς, τουλάχιστον στον εαυτό μου, προφανώς και μου αρέσει. Και εννοείται πως θέλω να ασχολούμαι συνέχεια μαζί του.
<<Εντελώς!>> σηκώνει ψηλά τα χέρια της ως ένδειξη ότι παραιτείται από την προσπάθεια.
Κοιτάζω το ρολόι μου. Γαμώτο, ο άλλος θα περιμένει απέξω. <<Εγώ φεύγω>> σηκώνομαι όρθια μπουκωμένη με το τοστ και φοράω γρήγορα τα παπούτσια μου.
<<Μα είναι ακόμη 7μιση>> κοιτάζει την ώρα η μαμά. <<Άσε που σήμερα έλεγα να σας πάω εγώ στο σχολείο γιατί δεν θα ανοίξω το βιβλιοπωλείο. Ακόμη περιμένω τον τεχνικό να φτιάξει τα καλοριφέρ>>
Η μητέρα μου εδώ και σχεδόν 8 χρόνια, δηλαδή από την γέννηση του Τζόρτζι και μετά, έχει το δικό της βιβλιοπωλείο στο κέντρο της πόλης. Και μάλιστα ένα από τα καλύτερα και πιο πολυσύχναστα βιβλιοπωλεία στην πόλη.
Μπορεί αρκετές φορές να γκρινιάζει ότι η δουλειά της είναι δύσκολη, παρόλα αυτά της έχω πει ότι και εγώ με αυτό θα ασχοληθώ στο μέλλον. Λατρεύω τα βιβλία και ό,τι έχει σχέση με αυτά.
<<Μαμά, ξέρω ότι στο λέω τελευταία στιγμή, αλλά σήμερα θα πάω->> ακούγεται το κουδούνι ξεκουφαίνοντάς με και παίρνω μια βαθιά ανάσα απογοητευμένη.
Του τόνισα χίλιες φορές να με περιμένει απέξω. Τι ακριβώς δεν κατάλαβε;
<<Ποιος είναι;>> με κοιτάζει απορημένη και ως απάντηση ανοίγω την πόρτα.
Και ναι, όπως το περίμενα. Ο κούκλος 16χρονος μου γείτονας στέκεται στο κατώφλι κοιτώντας με με το πιο εκτυφλωτικό χαμόγελο που διαθέτει.
<<Καλημέρα γειτόνισσα>> μπαίνει μέσα και κλείνει την πόρτα πίσω του. <<Τι μούτρα είναι αυτά πρωινιάτικα; Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις;>>
<<Καθόλου όμως!>> απαντώ και προχωράω προς την κουζίνα ξέροντας ότι με ακολουθεί.
<<Στέφαν. Μα τι έκπληξη!>> σηκώνεται ενθουσιασμένη η αγαπημένη μου προξενήτρα και αφήνει ένα φιλί στο μάγουλό του. <<Καλημέρα. Πως και από τα μέρη μας τόσο πρωί;>>
<<Μάλλον δεν σου είπε η κόρη σου ότι από εδώ και στο εξής θα πηγαίνουμε κάθε μέρα μαζί στο σχολείο ε;>> με κοιτάζει εύθυμα ο χαζός δίπλα μου αλλά δεν του ανταποδίδω το χαμόγελο.
Ας μην σχολιάσω καλύτερα το "σου". Η μαμά του ζήτησε να μην της μιλάει στον πληθυντικό γιατί αισθάνεται, λέει, ότι είναι εκατό χρονών.
Και εγώ από δίπλα ξερόβηξα. Γιατί εγώ ξέρω.
<<Μόλις πήγα να της το πω, χτύπησες το κουδούνι>> απαντάω κουρασμένη και φορτώνω την τσάντα μου στον ώμο.
<<Ω μα τι συγχρονισμός>> σχολιάζει η μητέρα μου και προσπαθεί να κρύψει το χαμόγελό της πίσω από την κούπα με τον καφέ. Στενεύω τα μάτια μου κοιτώντας την και αμέσως παίρνει την εφημερίδα και την φέρνει εκατοστά μακριά από το πρόσωπό της.
Ο Τζόρτζι κοιτάζει τον Στέφαν από πάνω μέχρι κάτω με συνοφρυωμένο βλέμμα και μετά φεύγει τρέχοσντας για το δωμάτιό του. Μπορεί να είναι 8 χρονών αλλά με κάνει πραγματικά πολύ υπερήφανη που έχει κιόλας σχηματίσει γνώμη για τον Στέφαν. Τόσο αρνητική μάλιστα.
Ανοίγει ο Στέφαν το στόμα του για να χαιρετήσει τον μικρό εκείνος όμως εξαφανίζεται πριν προλάβει να πει οτιδήποτε. Χαμογελάω ικανοποιημένη στην θέση μου και υπόσχομαι στον εαυτό μου να του πάρω παγωτό όταν γυρίσω, ως ένδειξη καλής συμπεριφοράς.
<<Φεύγουμε;>> πηγαίνω προς την πόρτα και ο Στέφαν χαιρετά ξανά την μαμά και βγαίνει επιτέλους πρώτο προς τα έξω. Δεν προλαβαίνω να κάνω ακριβώς το ίδιο, και η προξενήτρα με πιάνει πάλι από το μπράτσο.
<<Ο μικρός σε θέλει>> ψιθυρίζει για να μην μας ακούσει.
<<Μαμά! Σα δεν ντρέπεσαι!>>
<<Εντάξει μωρέ>> τον κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω όσο εκείνος προσπαθεί να δέσει τα κορδόνια του. <<Νομίζω πως εσύ θα τον κάνεις άντρα>>
Κοκκινίζω μέχρι τις πατούσες.
<<ΜΑΜΑ ΕΛΕΟΣ!>> ξεκολλάω το χέρι της από πάνω μου και χτυπάω την πόρτα πίσω μου δυνατά αφήνοντάς την μέσα.
<<Γιατί ουρλιάζεις πρωί πρωί βρε κορίτσι μου;>> ρωτάει ο εκνευριστικός κούκλος όσο τον προσπερνάω για να βγω στον δρόμο.
<<Θες να μου σπάσεις και εσύ τα ήδη σπασμένα μου νεύρα;>> του φωνάζω και τον ακούω που τρέχει για να με προλάβει.
<<Πως γίνεται να σου σπάσω τα ήδη σπασμένα νεύρα;>> ρωτάει λιγάκι λαχανιασμένος και αυξάνω τον ρυθμό του βηματισμού μου.
Θα του βγάλω την πίστη ρε.
<<Μην με προκαλείς...>>
<<Χαλάρωσε, πλάκα κάνω>> ξαναλέει και φτάνει δίπλα μου. <<Ρε κούκλα μου, μπορείς να πας λίγο πιο σιγά; Έχω ξεπατωθεί εδώ πέρα!>>
Χαμογελάω στραβά και σταματάω κοιτώντας τον. <<Πολύ εύκολα κουράζεσαι>> του λέω με νόημα και γελάει όσο πλέον προχωράμε με κανονικό ρυθμό.
<<Νομίζεις>> απαντάει και κουνάω το κεφάλι μου.
Το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής το περνάμε χωρίς να μιλάει κανένας από τους δύο. Και για κάποιον περίεργο λόγο δεν μου φαινόταν περίεργο. Ένιωθα άνετα μαζί του.
<<Για ποιον λόγο άλλαξες σχολείο;>> η ερώτηση βγαίνει από το στόμα μου χωρίς να το πολυσκεφτώ και γυρίζω για να τον κοιτάξω.
<<Επειδή μετακομίσαμε με την μαμά μου>> απαντάει κοιτώντας ευθεία μπροστά. <<Τι ερώτησή είναι αυτή;>>
Καθαρίζω τον λαιμό μου. <<Νομίζω πως... άλλος είναι ο λόγος...>>
Σταματάει απότομα. <<Ξέρεις;>>
Ανασηκώνω τους ώμους μου. <<Τι να ξέρω;>>
<<Ω έλα τώρα! Προφανώς και η μάνα μου όταν ανοίγει το στόμα της μόνο κροκόδειλους δεν βγάζει. Το ξέρεις. Έτσι δεν είναι;>>
Ξεφυσάω. Έχει ένα δίκιο. Οι μανάδες μας είναι ίδιες.
<<Κάτι για αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος;>> ψελλίζω και γνέφει αρκετές φορές.
<<Και ο λόγος;>>
<<Αυτόν θα μου τον πεις εσύ, φαντάζομαι>>
Η αλήθεια είναι πως ψιλοξέρω. Από ό,τι είπε η Τζούλι στην μαμά πλακώθηκε με έναν και τον έστειλε στο νοσοκομείο. Και αυτός ήταν ο λόγος που άλλαξε σχολείο. Βέβαια μου φαίνεται υπερβολικό για έναν απλό τσακωμό να έφυγε από εκεί. Μάλλον κάτι πιο σοβαρό θα έγινε.
<<Κάποτε ναι!>> ξαναπερπατάει και ξεμένω λίγο πίσω του.
<<Γιατί όχι τώρα;>> τον σταματάω στην μέση του πεζοδρομίου κάνοντας και αυτόν πάλι να σταματήσει.
<<Γιατί καίγεσαι τόσο πολύ γλυκιά μου γειτόνισσα;>> ρωτάει χαμογελαστός και έχοντας αλλάξει την διάθεσή του 180 μοίρες. Τυλίγει τα χέρια του γύρω από την μέση μου και δαγκώνω τα χείλη μου.
<<Χμμμ... θα το έλεγα περισσότερο περιέργεια>>
<<Ξέρεις ποιον σκότωσε η περιέργεια ε;>>
Σηκώνω το φρύδι μου. <<Με αποκάλεσες μόλις "γάτα";>> με τραβάει για να προχωρήσουμε και τυλίγει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου.
<<Γατάκι, για την ακρίβεια>>
<<Είσαι βλάκας>> τον σπρώχνω από πάνω μου και γελάει.
<<Ωραίος βλάκας όμως!>> σχολιάζει και γελάω και εγώ με την σειρά μου.
~~~
Ουφ θέλω έναν τέτοιον γείτονα.
Και να πηγαίνω κάθε μέρα να παίρνω ζάχαρη. Μπορώ ;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top