06

Ναι, ξέρω άσχετο το τραγούδι.

Αλλά παιδιά δεν μπορώ να ξεκολλήσω. Όλη την ώρα ακούω Αργυρό.

Θέλω να τον παντρευτώ. Τέλος.

~~~

<<Μην τολμήσεις και πεις καλημέρα, σε σκότωσα>> μπαίνω στην κουζίνα και προλαβαίνω την μαμά μου πριν ανοίξει την στοματάρα της.

Ρίχνω το κουρασμένο σώμα μου πάνω στο σκαμπό και με τα μούτρα πέφτω στα έτοιμα κορν φλέιξ χωρίς καν να την κοιτάξω.

<<Ει, τσίλαρε>> αρπάζει ένα μαξιλάρι που έχει πάνω στα σκαμπό και καλά για να προστατευτεί από την αιφνίδια επίθεσή μου. <<Δεν πέρασες καλά εχθές;>> ρωτάει και σηκώνω αργά το κεφάλι μου από το πρωινό μου για να την αγριοκοιτάξω.

<<Καλά ήταν>> λέω με βραχνιασμένη φωνή και γελάει.

<<Κατάλαβα. Τόσο χάλια;>>

<<Δεν θέλω να το συζητήσω>> βάζε καφέ σε δύο κούπες και μου προσφέρει την μια. <<Ευχαριστώ>> αρπάζω την κούπα και πίνω δύο γουλιές ίσα για να μου καεί το στόμα.

Ναι, ήδη αισθάνομαι καλύτερα.

<<Πιες μπας και ανοίξει το μάτι σου λίγο>> κάθεται δίπλα μου αφού στρώσει πρώτα το μαξιλαράκι στο σκαμπό και παίρνει μια εφημερίδα για να διαβάσει.

<<Τα πάρτι δεν είναι για μένα. Τέλος. Δεν πρόκειται να ξαναπάω σε κανένα άλλο>> καταλήγω και πιέζω με τα χέρια μου του κεφάλι μου.

Η μαμά γυρνάει προς το μέρος μου κατεβάζοντας λίγο την εφημερίδα. <<Τι έγινε εχθές;>> ρωτάει εντελώς σοβαρά αυτή την φορά και την στιγμή που παίρνω μια βαθιά ανάσα για να της ξεράσω έπειτα ό,τι έγινε εχθές, ακούγεται το καταραμένο το κουδούνι. <<Ποιος είναι πρωινιάτικα;>> αναρωτιέται και σηκώνεται γρήγορα για να ανοίξει.

Ακούω σχεδόν αμέσως φωνές και γέλια, αλλά δεν δίνω σημασία γιατί ο ηλίθιος πονοκέφαλος που με συνοδεύει από την στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου δεν λέει να υποχωρήσει. Σηκώνομαι όρθια και με βαριά βήματα ανοίγω το ντουλάπι που ξέρω ότι μέσα έχει το φαρμακείο του σπιτιού. 

Με το ζόρι καταπίνω δύο παυσίπονα χωρίς να πιώ νερό και γέρνω πάνω στον πάγκο της κουζίνας μπας και καταφέρω να ηρεμήσω. Μες τη ζαλάδα μου ίσα που ακούω την μαμά να με φωνάζει.

<<Μέιβ, έλα αγάπη μου>> έρχεται μέχρι την κουζίνα και μου κάνει νόημα με το χέρι της για να την ακολουθήσω. Κοιτιέμαι για ένα δεύτερο στον καθρέφτη -και παρόλο που δείχνω αίσχος με πασαλειμένη την μάσκαρα και τα μαλλιά ανά τούφα κόμπους- την πλησιάζω βρίζοντάς την από μέσα μου.

<<Αγάπη μου, να σου γνωρίσω την Τζούλι και τον γιό της τον Στέφαν. Είναι οι νέοι μας γείτονες>>

Πνίγομαι κυριολεκτικά με το σάλιο μου.

Ε όχι ρε φίλε!

Δεν. Το. Δέχομαι.

Ήρθε στο σπίτι μου μαζί με την μάνα του για να μου συστηθεί και επίσημα; Αν είναι δυνατόν. Τι παιχνίδι παίζει πια;

Αλλά για να λέμε και του στραβού το δίκιο, είναι κούκλος. Είναι πολύυυυυ κούκλος. Έτσι όπως στέκεται στο περβάζι της πόρτας και χαμογελάει με τα γαλάζια του μάτια καρφωμένα πάνω στα δικά μου... γαμώτο θέλω να τον σπάσω στο ξύλο!

<<Χάρηκα>> απαντάω ξερά και τον αγριοκοιτάζω όταν απλώνω το χέρι μου προς το μέρος του.

<<Μέιβ, χαίρομαι τόσο πολύ που σε γνωρίζω>> λέει η Τζούλι ενθουσιασμένη και με το ζόρι της χαμογελάω ενώ από μέσα μου σκέφτομαι τους χίλιους συν ένα τρόπους για το πως να δολοφονήσω τον γιο της.

<<Θέλετε να περάσατε; Έχω εξαιρετικό καφέ φίλτρου>> κάνει μια προσπάθεια να αστιευτεί η γλυκύτατη μητέρα μου και οι δύο καλεσμένοι γελούν ενώ εγώ από την άλλη έχω το ποκερ φεις του αιώνα.

<<Φυσικά. Ένας καφές είναι ό,τι πρέπει αυτή την στιγμή>> απαντάει η Τζούλι δίνοντας τα γλυκά που κουβαλούσε στην μαμά μου.

Εκείνες προχωράνε μπροστά και εγώ κλείνω την πόρτα με έναν δυνατό κρότο, όταν νιώθω το χέρι του Στέφαν να τυλίγεται γύρω από το μπράτσο μου.

<<Τι θέλεις γαμώτο;>> ψιθυρίζω για να μην μας ακούσουν.

<<Να ζητήσω ένα συγνώμη ίσως;>> απαντάει ειρωνικά και αμέσως διώχνω το χέρι του από πάνω μου.

<<Γιατί να ζητήσεις συγνώμη; Επειδή με είπες τσούλα; Σιγά, εσένα περίμενα νομίζεις για να το μάθω;>>

<<Αυτό εσύ το είπες, αν θυμάμαι καλά>> ειρωνεύεται για άλλη μια φορά και τρέμω από τα νεύρα μου.

<<Για 16 χρονών νιάνιαρο πολύ ειρωνεύεσαι>> του απαντάω την στιγμή που η μητέρα μου μας φωνάζει να πάμε στην κουζίνα. Αφού ρίξω άλλο ένα αγριεμένο βλέμμα στον ηλίθιο δίπλα μου, της λέω ότι έχω πονοκέφαλο και αμέσως απομονώνομαι στο δωμάτιό μου.

Πριν προλάβω όμως να κλείσω την πόρτα πίσω μου, ένα πόδια την σταματάει και τσουπ... πάλι αυτός μπροστά μου!

<<Για ποιον ηλίθιο λόγο ήρθες στο δωμάτιό μου;>> φωνάζω ενώ εκείνος κλείνει πίσω την πόρτα και γυρίζει το κλειδί.

Να δεις που του γύρισε και ήρθε να με σκοτώσει!

<<Για να ζητήσω συγνώμη!>>

<<Την ζήτησες και στην πόρτα. Δεν την δέχομαι, μπορείς να φύγεις τώρα;>> σταυρώνω τα χέρια μου και τον καρφώνω στα μάτια.

<<Όχι>> λέει χαμογελαστός και κάθεται στο κρεβάτι μου.

Θα τον πλακώσω στο ξύλο, ειλικρινά.

<<Και γιατί παρακαλώ;>>

<<Γιατί είπα στις μανάδες μας ότι θα έρθω στο δωμάτιό σου για να γνωριστούμε. Τι θα καταλάβουν αν με δουν να κατεβαίνω μέσα σε πέντε λεπτά;>> ρωτάει και καλά αθώα και με το χέρι μου σπρώχνω τα πόδια του από το κρεβάτι μου.

<<Ότι δεν σε συμπαθώ καθόλου. Φύγε>> του λέω όμως τα χέρια του με αρπάζουν και με καθίζουν πάνω στα πόδια του όπως πριν λίγες ώρες, μόνο που αυτή την φορά φοράω πιτζάμες αντί για εκείνο το ελεεινό φόρεμα.

<<Με νευριάζεις>> ψιθυρίζει και με φιλάει στον λαιμό ενώ με τα χέρια μου τον σπρώχνω.

<<Γαμώτο, άσε με παιδί μου. Θα φωνάξω την μαμά μου>> τον απειλώ αλλά εκείνος γελάει.

<<Για 18 χρονών πολύ ώριμη είσαι>> ειρωνεύεται ΞΑΝΑ όπως είχα κάνει και εγώ πριν για την ηλικία του, αλλά δεν προλαβαίνω να τον βρίσω, κολλάει τα χείλη του στα δικά μου.

Όκει, μπορεί να τον μισώ, αλλά το φιλί του είναι κόλαση. Όπως και ο ίδιος άλλωστε, να μην τα ξαναλέμε. 

Αλλά όχι!

Ο λογικός μου εαυτός -έχω τέτοιον;- πρέπει για μια φορά να λειτουργήσει και αυτή νομίζω είναι η πιο αναγκαία.

Τον σπρώχνω και σηκώνομαι απότομα όρθια. <<Τι πάει λάθος μαζί σου;>> ρωτάω προσπαθώντας να καταλαγιάσω την αναπνοή μου.

<<Τι έκανα πάλι;>> ρωτάει αγανακτισμένος και εκείνη την στιγμή πραγματικά μου έμοιασε περισσότερο από κάθε άλλη φορά με ένα μωρό που μόλις του πήραν το αγαπημένο του παιχνίδι.

Παίρνω μια σύντομη βαθιά ανάσα και κάθομαι δίπλα του -έχοντας μια σημαντική απόσταση γιατί, εντάξει, και εγώ άνθρωπος είμαι, πόσο να αντέξω έχοντας δίπλα μου μια φωτιά και να μην μπορώ να χωθώ και να καώ σύγκορμή;- στο κρεβάτι προσπαθώντας μάταια να το παίξω λογική και αυστηρή μαζί του.

<<Καταλαβαίνεις ότι όλο αυτό που συμβαίνει είναι παρανοϊκό έτσι;>>

<<Γιατί παρανοϊκό;>>

Ήρεμα! Μην νευριάσεις. Είναι μικρός. Μπορεί καν να μην ξέρει τι σημαίνει η λέξη παρανοϊκός!

<<Γιατί εχθές σε ένα πάρτι που αναγκάστηκα να πάω, σε γνώρισα, φασωθήκαμε και κατέληξα στο αυτοκίνητό σου με την ελπίδα ότι θα πηγαίναμε σπίτι σου για μια χαλαρή συνέχεια, έμαθα ότι είσαι 16 χρονών...>>

<<Για ποιον λόγο το αναφέρεις συνέχεια αυτό;>> ζητάει να μάθει νευριασμένος.

<<...και λίγα λεπτά αργότερα συνειδητοποίησα ότι είσαι ο καινούριος μου γείτονας που εγκαταστάθηκε πριν 2 εβδομάδες στο ακριβώς απέναντι σπίτι. Όλα αυτά μαζί, δεν σου φαίνονται περίεργα;>> καταλήγω και παίρνω μια λαχανιασμένη ανάσα.

<<Καθόλου περίεργα. Ίσα ίσα αν δεν ερχόσουν στο πάρτι της Άλισον ή δεν φασωνόμασταν εκεί, θα με γνώριζες σήμερα το πρωί. Οπότε όπως και να το δεις, αναγκαστικά θα γνωριζόμασταν είτε τώρα είτε 10 ώρες πιο πριν>>

Ή έχω τρελαθεί ή έχει ένα δίκιο σε αυτά που λέει.

<<Δηλαδή όλα αυτά είναι τυχαία θες να μου πεις;>>

<<Όλα είναι συμπτώσεις Μέιβ. Και όπως λέει το φιλαράκι μου ο Άινστάιν "Η τύχη είναι άθροισμα συμπτώσεων". Αυτή τη σύμπτωση εχθές το βράδυ έπρεπε να την θεωρήσεις καλό οιωνό>>

<<Καλό οιωνό σε τι;>>

<<Στο ότι από εδώ και στο εξής θα έχεις έναν κούκλο γείτονα ο οποίος από την πρώτη στιγμή που σε είδε έπαθε πλάκα και θέλει να σε πάρει πάσι θυσία για τον εαυτό του>> απαντάει θριαμβευτικά και γελάω.

<<Και αυτό είναι καλό;>>

<<Μη σου πω κάλλιστο!>>

<<Ωραία, πες στον κούκλο γείτονα ότι η γειτόνισσα δεν είναι διατεθειμένη να παραδοθεί σε κάποιο δύο χρόνια μικρότερό της>>

<<Μα γιατίιιιι;>> παραπονιέται στεναχωρημένος και δεν μπορώ να κρύψω το χαμόγελό μου.

<<Γιατί δεν θα μας θέλουν οι στατιστικές αγόρι μου>> του λέω και σηκώνομαι όρθια. <<Και τώρα... αν έχεις την καλοσύνη...>> του δείχνω την πόρτα αλλά στην αρχή δεν κουνιέται ούτε χιλιοστό.

<<Τι πρέπει να κάνω για να είμαι μαζί σου;>> ρωτάει απεγνωσμένος και τελικά σηκώνεται όρθιος.

<<Κατ'αρχάς να φύγεις τώρα από το δωμάτιό μου και στην συνέχεια να ξαναέρθεις σε κανά δύο χρονάκια που θα έχεις ενηλικιωθεί>> ανασηκώνω τους ώμους και με κοιτάζει λυπημένος.

Αγκχ σταμάτα να μοιάζεις με στεναχωρημένο κουτάβι, δεν ξέρω πόσο ακόμη θα κρατηθώ.

Ανοίγει την πόρτα -αφού την ξεκλείδωσα με τα χίλια ζόρια μιας και η κλειδαριά είναι αρκετά σκουριασμένη και για ένα δευτερόλεπτο νόμιζα πως θα πεθάνω κλεισμένη για πάντα στο δωμάτιό μου μαζί με έναν σέξυ 16χρονο και θα έπρεπε αναγκαστικά να κάνω σεξ μαζί του (γιατί ειλικρινά αυτό είναι ένα από τα πράγματα που θέλω να κάνω πριν πεθάνω)- αλλά για τελευταία φορά γυρίζει και με κοιτάζει με ένα στραβό χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπό του.

<<Αύριο θα είμαι από κάτω στις 7μιση>> ανακοινώνει και σηκώνω καχύποπτη το φρύδι μου.

<<Γιατί θα είσαι από κάτω στις 7μιση;>>

<<Για να πάμε σχολείο, ίσως;>>

<<Εσύ δεν είπες ότι πήγαινες αλλού;>>

<<Ακριβώς. Πήγαινα αλλού. Παρελθοντικός χρόνος. Μάντεψε ποιος πήρε μεταγραφή και κάθε πρωί θα σε περιμένει απέξω για να πηγαίνετε παρεούλα στο νέο του σχολείο; Χεχ, εγώ!! Στις 7μιση να είσαι έτοιμη. Τα λέμε αύριο γειτόνισσα>> μου κλείνει το μάτι και φεύγει.

Καλά θα πάει αυτό...

~~~

Η Μέιβ είναι χαζή. Ολόκληρος καρακούκλαρος γείτονας και την ενοχλεί η ηλικία. Πφφφφ.

Άσχετο, αλλά όταν το έγραφα στην τρίτη λυκείου αυτό -aka πριν δυόμιση χρόνια Χριστέ μου πως περνάει έτσι ο καιρός- είχα ένα συγκεκριμένο αγόρι στο μυαλό για τον Στέφαν που ήταν μικρότερος και μου άρεσε χιχιχιιχ.

Μεταξύ μας αυτά!



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top