03







Μένω για λίγο ακόμη έξω βυθισμένη στις σκέψεις μου.

Ωραία. Βγήκα στο μπαλκόνι με έναν άγνωστο, φιληθήκαμε, μου έδωσε το τηλέφωνό του και μου ζήτησε να τον πάρω.

Τηλέφωνο.

Τι στο καλό; Και στην τελική ήπια μόνο τρεις γουλιές από το τζιν μου. Τι θα γινόταν δηλαδή αν το έπινα όλο;

Κοιτάζω για άλλη μια φορά το ψιλοτσαλακωμένο χαρτάκι στο χέρι μου.

Θα είμαι κακιά αν πω ότι είναι τελείως κουλό που ο τυπάς είχε στην τσέπη του ένα χαρτάκι με το όνομά του και τον αριθμό του; Σε ποια εποχή ζούμε, τέλος πάντων;

Ας μην σχολιάσω το γεγονός ότι μάλλον έφυγε τόσο σίγουρος από το σπίτι του ότι θα ρίξει γκόμενες, που μάλλον είχε ετοιμάσει καμιά 10αρια χαρτάκι, έτσι μωρέ, για να υπάρχουν.

Τυλίγομαι λίγο περισσότερο με το τζάκετ του.

Όχι ξέρεις κάτι; Εμένα αυτού του είδους τα μαμόθρεφ-

Ώπα.

Τζάκετ του;

Σκατά!

Σκατά. Σκατά. Σκατά.

Το βγάζω γρήγορα από τους ώμους μου και μπαίνω ξανά μέσα στο σπίτι σπρώχνοντας όποιον βρίσκω μπροστά μου και κοιτώντας δεξιά και αριστερά μπας και τον βρω.

Τι στο καλό; Άνοιξε η γη και τον κατάπιε;

Με τα χίλια ζόρια βρίσκω τον δρόμο μου προς την κουζίνα όπου καθόμουν πριν (και στον πάγκο όπου πριν στηριζόταν ο Στέφαν, πάνω στον οποίο αυτή την στιγμή δύο παιδιά αγνώστου ταυτότητας προσπαθούν να ανακαλύψουν ο ένας το σώμα του άλλου, παρόλο που περίπου ξέρουν τι έχει ο καθένας γιατί... εμ ναι... γιατί έχουν το ίδιο πράγμα εκεί κάτω... γκχμ) και κοιτάζω για άλλη μια φορά το χαρτάκι.

Χα!

Κατάλαβα τι έκανε ο τύπος! Μου έδωσε το μπουφάν του και αφού χαμουρευτήκαμε και σιγούρεψε ότι εμένα μου άρεσε (που μεταξύ μας τώρα... ένα τέτοιο φάσωμα σε ξυπνάει και από κώμα), έδωσε το κινητό του και καλά για να του τηλεφωνήσω την επόμενη μέρα και έφυγε σαν τρελός ξεχνώντας και καλά το τζάκετ του σε εμένα.

Κατάλαβες; Όχι, κατάλαβες τι γίνεται; 

Για αυτό έχω χάσει την πίστη μου στα αγόρια. 

Και καλά εγώ τώρα θα πρέπει αναγκαστικά να τον πάρω τηλέφωνο και επίσης αναγκαστικά να του ζητήσω να συναντηθούμε για να του δώσω το τζάκετ πίσω.

Και έπειτα λένε ότι οι γυναίκες είναι μεταμορφωμένοι διάολοι. Ω σε παρακαλώ...

Κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου τα αγόρια δίπλα μου, που παρεμπιπτόντως έχουν αρχίσει να πετάνε τα ρούχα τους σε ανεξέλεγκτες κατευθύνσεις, και προσπαθώ να αναδιοργανώσω τις σκέψεις μου.

Αν δεν είχα πιεί γουλιά και δεν είχα έρθει καθόλου αποφασισμένη να περάσω τέλεια στο πάρτι, πολύ πιθανόν απλά να πετούσα το χαρτάκι στα σκουπίδια και να συνέχιζα να τρώω τα κρακεράκια μου.

Αλλά, γαμώτο. Η επίδραση που έχει το αλκοόλ στο σώμα μου, ακόμη και μια σταγόνα, μπορεί να με τρελάνει!

Ανοίγω βιαστικά το κινητό μου και στέλνω μήνυμα στον αριθμό του. Που βασικά ελπίζω να είναι όντως δικός του και όχι κανένας ψεύτικος.

"Γεια. Είμαι η Μέιβ από πριν. Ξέχασε το τζακετ στο πάρτι. Μπορείς να έρθεις να το πάρεις;"

Αμέ. Σύντομη και περιεκτική. Εξαίσια!

Πατάω γρήγορα αποστολή και αφήνω το κινητό πάνω στο σκαμπό, διότι ο πάγκος είναι κατειλημμένος. 

Τι; Έχω άγχος;

Ούτε καν.

Γιατί να έχω άγχος; Υπάρχει περίπτωση να το δει και να μην μου δώσει σημασία; Ε χέστηκα!

Τουλάχιστον το τζάκετ θα μείνει για μένα!

Παίρνω στα γρήγορα ένα καινούριο πλαστικό ποτήρι και το γεμίζω μέχρι πάνω με βότκα. Χωρίς παγάκια. Χωρίς καν λεμονάδα.

Σκέτο πετρέλαιο σαν να λέμε.

Πίνω μια γουλιά και ο λαιμός μου τσούζει όσο το υγρό κατεβαίνει.

Να γιατί δεν πίνουμε ποτέ σκέτη βότκα. Ηλίθια!

Η απάντησή του έρχεται σχεδόν αμέσως και από την βιασύνη μου να δω τι μου έγραψε χύνω λίγη βότκα στο φόρεμά μου. <<Γαμώτο!>> παίρνω μια χαρτοπετσέτα και παρόλο που ξέρω ότι δεν θα κάνει καμία διαφορά, την τρίβω πάνω στο ύφασμα.

Αλλά αμέσως σταματάω.

Μαύρο είναι μωρέ. Σιγά.

Κοιτάζω το κινητό μου. 

"Δεν κατάλαβες. Αύριο θα συναντηθούμε για να μου το δώσεις"

ΧΑ. ΧΑ. ΧΑ.

Δεν σφάξανε!

Τελικά όλοι τους είναι ίδιοι. Και όλοι σκέφτονται μόνο το σεξ. Αυτό είναι σίγουρο!

"Και αν εγώ δεν θέλω να συναντηθούμε;"

Άλλη μια γενναία γουλιά βότκας μου καίει τον οισοφάγο, όχι τόσο όμως όσο η προηγούμενη.

Κατευθείαν απαντάει. Γαμώτο, άλλη δουλειά δεν έχει να κάνει;

"Ξέρω πως θες. Αύριο στις 5. Έξω από το σπίτι της Άλισον. Θα σε περιμένω"

Χριστέ μου! Πόσο μεγάλη ιδέα έχει για τον εαυτό του ο Κύριος Σπουδαίος;

Αφήνω το κινητό στο σκαμπό εκνευρισμένη και αποτελειώνω το ποτό μου.

<<Κούκλα πως τα περνάς;>> η Κιμ με πιάνει από την μέση και κολλάει το σώμα της στο δικό μου για να χορέψουμε.

Α μάλιστα. Την άφησα για πόσο; Μισή ώρα; Μια; Πότε πρόλαβε και ήπιε όλη την κάβα;

<<Τέλεια. Λέω να πηγαίνω σιγά σιγά>> απαντάω και την πιάνω να κοιτάζει τα αγόρια πίσω μου με το στόμα ανοιχτό.

Αλήθεια. Δεν θέλω να ξέρω τι γίνεται πίσω από την πλάτη μου.

<<Σε. Καμία. Περίπτωση!>> τσιρίζει και με ξανακοιτάζει. <<Ακόμη δεν ήρθαμε και εσύ θες να φύγεις;>>

<<Τέτοια πάρτι δεν είναι του γούστου μου και το ξέρεις!>> ένα ακόμη μήνυμα έρχεται στο κινητό μου και αμέσως σπρώχνω στην άκρη την Κιμ για να δω.

Άγνωστο;

Ο Στέφαν;

Το ανοίγω, όσο η Κιμ μπουκώνεται με τα κρακεράκια.

"Είσαι ακόμη στο πάρτι;"

Κοιτάζω τριγύρω μου τον πανικό και παίρνω μια βαθιά ανάσα.

"Για ποιον λόγο ρωτάς;"

Δαγκώνω τα νύχια μου περιμένοντας την απάντησή του.

"Βαριέσαι να φανταστώ;"

Χαμογελάω και το χέρι της Κιμ τυλίγεται γύρω από τον λαιμό μου.

"Έχεις τίποτα στο μυαλό σου;"

Η Κιμ μου λέει κάτι που δεν καταλαβαίνω και την σπρώχνω προς την Λόρεν που έρχεται δίπλα μας και χορεύουν ένα αργό ερωτιάρικο τραγούδι.

"Είμαι απέξω. Έρχεσαι;"

Δεν το σκέφτομαι καν.

Κοιτάζω τα κορίτσια για μια στιγμή. Θα τα καταφέρουν οι δύο τους; Ελπίζω...

Σηκώνομαι όρθια και τραβάω το φόρεμα όσο πιο χαμηλά γίνεται. <<Εγώ φεύγω με ταξί>> τους φωνάζω για να με ακούσουν και κουνούν καταφατικά και οι δύο το κεφάλι τους. Χαιρετώ την μισολυπόθημη Άλισον, παίρνω το μπουφάν και την τσάντα μου από ένα δωμάτιο που κυριολεκτικά είναι γεμάτο με μπουφάν και βγαίνω σχεδόν τρέχοντας έξω στο κρύο.

Και σχεδόν αμέσως σταματάω.

Για ποιον λόγο τρέχω μωρέ; Θα νομίζει πως βιάζομαι να τον συναντήσω.

Που δεν ισχύει κάτι τέτοιο...

<<Όμορφη;>> ακούω την φωνή κάποιου και αμέσως γυρίζω πίσω μου τρομαγμένη. Στέκεται δίπλα από την καγκελόπορτα και με χαιρετάει χαμογελώντας σατανικά. Πλησιάζω με γρήγορα βήματα προς το μέρος του. <<Τελικά δεν αντέξαμε μέχρι αύριο>> σχολιάζει και παίρνει το τζακετ του από το απλωμένο μου χέρι.

<<Βασικά αντέξαμε, μιας και είναι περασμένες 12>> τον διορθώνω και γελάει. Μου αναγνωρίζω πάντως το γεγονός ότι ακόμη και πιωμένη, μπορώ να τον διορθώσω. Όχι, μπράβο μου. <<Τι; Γιατί γελάς;>>

Κουνάει το κεφάλι του. <<Που θέλεις να πάμε;>>

Ανασηκώνω τους ώμους μου και κοιτάζω τον σχεδόν άδειο δρόμο. <<Ε ξέρω γω; Να με πας ίσως σπίτι μου;>> προτείνω και ξαναγελάει.

Τόσο αστεία είμαι ρε γαμώτο;

<<Μπαα είναι νωρίς ακόμη. Πάμε στο δικό μου να αράξουμε;>> προτείνει και γουρλώνω τα μάτια μου. <<Σου υπόσχομαι ότι δεν θα γίνει τίποτα και πως θα είσαι στο σπίτι σου πριν καν ξημερώσει>> προλαβαίνει να πει και το γαλάζιο στα μάτια του λάμπει κάτω από το λίγο φως της λάμπας.

Έχει γαλάζια μάτια; Ποτέ δεν έχω γνωρίσει κάποιον με τόσο ανοιχτά μάτια...

Κοιτάζω το ρολόι μου. 12:24. Πολλές ώρες ακόμη μέχρι να ξημερώσει. 

Κάπου εδώ, εάν ήμουν νηφάλια, σίγουρα θα απέρριπτα αυτή την άκρως δελεαστική πρόταση και θα έτρεχα μέχρι το σπίτι μου. Δεν τον ξέρω καν. Φοβάμαι να πάω σπίτι του. Μπορεί να θέλει να με βιάσει ή δεν ξέρω και εγώ τι άλλο.

Αλλά εγώ το είπα. Ακόμη και μια σταγόνα οινοπνεύματος στον οργανισμό μου, με κάνει άλλο άνθρωπο.

<<Άντε καλά>> ξεφυσάω και απλώνει το χέρι του για να με αρπάξει και να με οδηγήσει προς το αυτοκίνητο.



~~~

Τι ζητάω ρε παιδιά; 

Έναν Στέφαν θέλω και εγώ.

ΠΟΛΛΑ ΖΗΤΑΩ ΓΑΜΩΤΟ;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top