02

Δεν έχω λόγια για να εκφράσω αυτά που συμβαίνουν στην χώρα μας. Είναι λυπητερό να βλέπεις ανθρώπους να σπαράζουν έχοντας χάσει τις περιουσίες τους.

Ειλικρινά, μέσα από την καρδιά μου, εύχομαι όλη αυτή η τραγωδία να τελειώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Όσοι/ες μένετε σε περιοχές που κινδυνεύουν, σας παρακαλώ να μείνετε ψύχραιμοι και να προσευχηθείτε ώστε να υπάρξει ένα αίσιο τέλος.

Οτιδήποτε χρειαστείτε, μπορείτε να μου στείλετε μήνυμα ανά πάσα ώρα και στιγμή. Γνωρίζω ότι αυτή δεν είναι καν βοήθεια, αλλά θέλω να ξέρετε πως όλοι εμείς που αυτή την στιγμή έχουμε μια στέγη πάνω από το κεφάλι μας και δεν είμαστε εκτεθειμένοι σε κίνδυνο, είμαστε δίπλα σας με τον κάθε δυνατό τρόπο!


~~~

Είχα διαβάσει κάποτε ένα ρητό σε ένα βιβλίο που για πολύ καιρό με απασχολούσε:

<<Η χειρότερη από όλες τις ψυχικές καταστάσεις είναι η αδιαφορία. Πρέπει να πιστεύεις. Η έλλειψη πίστης είναι καταστροφή όχι μόνο για τον άνθρωπο αλλά και για τις κοινωνίες>>

Αυτό το είχε πει ο Felicite Robert de Lamennais, ένας Γάλλος συγγραφέας που δεν νομίζω να είναι τόσο γνωστός -ακόμη και τώρα, 167 χρόνια μετά τον θάνατό του- όσοι άλλοι Γάλλοι συγγραφείς.

Πάντως, συμφωνώ με τον τύπο. Η αδιαφορία για κάποιο πρόσωπο είναι όντως κάτι άσχημο. Αλλά είναι όντως το χείριστο; Θέλω να πω, τι φάση; Αυτός ο άνθρωπος είχε νιώσει και τις άλλες άσχημες ψυχικές καταστάσεις και μετά έκατσε και σκέφτηκε ότι: "Ναι ρε παιδιά. Η αδιαφορία είναι η χειρότερη από όλες. Ας το πω σε κάποιους για να σταματήσουν να το ψάχνουν και να το θεωρούν ως δεδομένο;"

Εντάξει, δεν τον κατηγορώ, προφανώς (όλο και κάτι παραπάνω θα ήξερε), αλλά εγώ θεωρώ ότι το χειρότερο από όλα είναι η λήθη. Το να ξεχνάς πράγματα, τα οποία δεν θες -κάποτε τα αγάπησες πραγματικά- όχι επειδή έχεις Αλτσχάιμερ ή κάτι τέτοιο, αλλά επειδή σιγά σιγά ξεθωριάζουν και σβήνονται από την μνήμη σου, παρόλο που προσπαθείς να τα κρατήσεις με νύχια και με δόντια.

Συμβαίνει. Ασυναίσθητα βέβαια, οπότε δεν μπορείς να ρίξεις το φταίξιμο πάνω σου. 

Ενώ από την άλλη αυτός που αδιαφορεί για κάποιον δεν το κάνει χωρίς να το θέλει. Προφανώς, θέλει να σου δείξει ότι "ει, σόρυ, αλλά είμαι αλλού", οπότε, κοινώς, σε γράφει.

Ναι, τώρα που το σκέφτομαι η λήθη είναι όντως χειρότερη. Από κάθε άποψη.

Η αναπόφευκτη λήθη μάλιστα.

Ο ήχος του κινητού μου με βγάζει από τις περίπλοκες σκέψεις μου. Κοιτάζω την οθόνη. Η Κιμ.

<<Έλα>>

<<Φιλενάδα είμαι απέξω και κορνάρουμε εδώ και μισή ώρα. Που στο καλό είσαι;>>η τσιριχτή φωνή της φίλης μου μπορεί να μου προκαλέσει πονοκέφαλο.

<<Συγνώμη, σε 5 κατεβαίνω!>> της το κλείνω και σηκώνομαι αυτόματα όρθια προσπαθώντας να ισιώσω το κοντό φόρεμα που αναγκάστηκα να φορέσω.

<<Μέιβ! Τα κορίτσια είναι από κάτωωω>> μπαίνει στο δωμάτιο η μαμά μου και με το που με βλέπει χαμογελάει πονηρά.

<<Μην. Πεις. Τίποτα>> την απειλώ και χαζογελάει. <<Έστω και μια κουβέντα και αμέσως φοράω πυτζάμες>> ξανακοιτάζομαι στον καθρέφτη. Τουλάχιστον είναι μαύρο το φόρεμα και όχι, ευτυχώς Θεέ μου, όχι κόκκινο (όπως ήθελε η  συγκλονισμένη μάνα μου να φορέσω λες και είμαι καμία του δρόμου). Βέβαια είναι υπερβολικά κοντό για τα γούστα μου.

Τουλάχιστον πλάτη, στήθος και χέρια είναι καλυμμένα από ένα λεπτό ύφασμα. Μόνο τα πόδια μου (τα 2.5/3 για την ακρίβεια) είναι εκτεθειμένα. Και πάω στοίχημα ότι όλα τα λαίμαργα βλέμματα των κυνηγόσκυλων που θα βρίσκονται εκεί πέρα, θα πέφτουν πάνω τους. 

<<Είσαι κούκλα όμως>> με φτύνει και την αγριοκοιτάζω μέσα από τον καθρέφτη.

Ρολάρω τα μάτια μου όταν την βλέπω να με πλησιάζει και να τραβάει με τα χέρια της την άκρη του φορέματός μου μπας και κατέβει λιγάκι. <<Φεύγω>> διώχνω τα χέρια της από πάνω μου. <<Μην με περιμένεις>> της δίνω ένα φιλί στο μάγουλο και προσπαθώντας να μην φάω καμία τούμπα με τα χαμηλά τακούνια μου, κατεβαίνω άχαρα τα 5 σκαλοπάτια που χωρίζουν το δωμάτιό μου από το σαλόνι.

<<Να προσέχεις με τα τακούνια μου>> ακούω την μαμά να φωνάζει από το δωμάτιό μου. <<Αν τα δω να είναι έστω και λίγο λερωμένα, βρες τρύπα να κρυφτείς>> χαμογελάω και αφού αρπάξω το μπουφάν και την τσάντα μου βγαίνω έξω χτυπώντας απαλά την πόρτα.

[...]

<<Σοβαρά τώρα, αυτή η Άλισον είναι στην τάξη μας;>> ρωτάω καθισμένη στο μεσαίο κάθισμα των πίσω θέσεων στο τζιπάκι της Λόρεν.

<<Αμέ και μάλιστα κάθεται ακριβώς πίσω σου>> απαντάει η Λόρεν και γελάμε όλες δυνατά.

<<Δεν μου λες εσύ>> γυρνάει η Κιμ προς το μέρος μου. <<Πως και αποφάσισες να έρθεις σήμερα;>>

Ανασηκώνω τους ώμους. <<Μάλλον με έπεισαν τα 248 μηνύματα που μου στείλατε>> αποφεύγω να πω για την συζήτηση με την μητέρα μου. Γιατί ξέρω ότι αν θίξω πάλι αυτό το θέμα, θα αρχίσω να κλαίω στην αγκαλιά της Λόρεν για άλλη μια φορά.

<<ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΥΠΕΚΥΨΕΣ>> φωνάζουν και οι δύο ταυτόχρονα. <<Η παλιά Μέιβ επέστρεψε δηλαδή;>>

Ακούω την ελπίδα στις φωνές τους και γυρίζω προς το παράθυρο για να κοιτάξω τον ουρανό. <<Έτσι νομίζω>>

Είμαι σίγουρη ότι ανταλλάσσουν ένα αισιόδοξο βλέμμα και επιλέγω να το αγνοήσω ρίχνοντας την πλάτη μου στα καθίσματα.

Λίγο αργότερα το αυτοκίνητο σταματάει έξω από ένα σπίτι και η Λόρεν τραβάει απότομα το χειρόφρενο. <<Έφτασε η ώρα, δεν νομίζεις;>> με κοιτάζει από τον καθρέφτη και σκύβω το κεφάλι μου για να πειράξω τα νύχια μου.

<<Εξάλλου αυτός έχασε μια τέτοια γκομενάρα>> με δείχνει η Κιμ και χαμογελάω.

Γνέφω αρκετές φορές και προσπαθώ να ανασυγκροτήσω τα συναισθήματά μου. <<Πάμε να παρτάρουμε;>> φωνάζει ξανά η Λόρεν.

<<Μέχρι τελικής πτώσεως!>> απαντάω και βγαίνουμε από το αυτοκίνητο.

Και ναι. Οφείλω να ομολογήσω πως οι προσδοκίες μου για ένα ήσυχο πάρτι (κάτι που παρακαλούσα να συμβεί) ανατράπηκαν εντελώς από την στιγμή που πάτησα το πόδι μου εκεί μέσα. Το σπίτι της Άλισον έχει μετατραπεί κυριολεκτικά σε μπιτσόμπαρο.

Το μόνο που βλέπεις είναι άπειρα κορμιά να λυκνίζονται και να χορεύουν κυριολεκτικά μέχρι τελικής πτώσεως.

Και το θέμα είναι πως ακόμη είναι 9μιση.

Η Άλισον είναι αυτή που μας εντοπίζει σχεδόν αμέσως και έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μας κρατώντας ένα πλαστικό ποτήρι, το οποίο αν η όσφρησή μου δεν με απατά, είναι σίγουρα βότκα με κάτι ακόμη.

<<Κορίτσιααααααα ήρθατεεεεε!!!>> φωνάζει για να ακουστεί πάνω από την μουσική και αμέσως μας παίρνει μια μια αγκαλιά. Δεν προλαβαίνουμε να αρθρώσουμε λέξη, αρπάζει τα μπουφάν μας και εξαφανίζεται σε έναν διάδρομο.

<<Ω αυτή έχει γίνει ήδη κουρούμπελο!>> μου λέει η Λόρεν στο αφτί και γνέφω καταφατικά. Μέχρι τις 12 πάω στοίχημα ότι θα κοιμάται στο πάτωμα.

Προσπαθούμε να περάσουμε σπρώχνοντας τα ιδρωμένα και γλιτσιασμένα κορμιά των συμμαθητών μας και επιτέλους παίρνουμε ανάσα όταν φτάνουμε στην τεράστια κουζίνα. Η Κιμ σχεδόν αμέσως εξαφανίζεται με την δικαιολογία ότι πρέπει οπωσδήποτε να "ζουζουνίσει" με τον Μαρκ aka το αγόρι της τις τελευταίες 3μιση εβδομάδες και λίγο αργότερα επίσης φεύγει η Λόρεν για να μιλήσει με κάτι παλιούς της φίλους από το φροντιστήριο.

Οπότε εγώ μένω για άλλη μια φορά μόνη τρώγοντας κάτι ξεχασμένα κρακεράκια και αποφεύγοντας οποιαδήποτε πιθανότητα να πιάσω κουβέντα με κάποιον.

Χμ.. τώρα που το σκέφτομαι θα έλεγε κανείς πως είμαι αντικοινωνική.

Α ναι. Είμαι.

<<Μόνη;>> ένα χέρι αγγίζει ελαφρά τον ώμο μου και γυρίζω απότομα.

Δεν μπορούσα να σκεφτώ πως κερδίζω το λόττο;

Ρολάρω τα μάτια μου και αφήνω το μπολ στον πάγκο. <<Για την ακρίβεια η παρέα μου είναι αλλού>> απαντώ και εντοπίζω τα κορίτσια που πλέον χαζογελούν παρέα με την ομάδα πόλο του σχολείου μας.

Συγνώμη. Από πότε το σχολείο μας έχει ομάδα πόλο;

<<Και σε άφησαν μόνη;>> ξαναρωτάει ο τύπος και χαμογελάω. <<Κακό. Δεν νομίζεις;>> πίνει μια γουλιά από το ποτό του και στηρίζεται στον πάγκο δίπλα μου.

Ωραία, το λέω φόρα παρτίδα για να ξεμπερδεύουμε. Είναι κούκλος. 

Αν σου πιάσει την κουβέντα ένας άγνωστος που -εντάξει- δεν τον λες και κούκλος, στην καλύτερη περίπτωση είναι άβολο και σίγουρα ψάχνεις τρόπο για να εξαφανιστείς όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Αν από την άλλη, είναι κουκλί... τότε ναι, παίζεις μπάλα άφοβα!

<<Δεν είμαι η ψυχή της παρέας>> παραδέχομαι και τον κοιτάζω από πάνω μέχρι κάτω, χωρίς να με καταλάβει.

Δεν φαίνεται για μεγαλύτερος. Υποθέτω στην ηλικία μου... Άντε, ένα χρόνο μικρότερος, αν και λίγο δύσκολο. Τους ξέρω όλους από την προηγούμενη τάξη.

Πέρα από την ομάδα πόλο.

Παίρνω πάλι το μπολ με τα κρακεράκια και κοιτάζω ευθεία μπροστά.

<<Να πάρω;>> ρωτάει κοιτώντας τα και γνέφω αόριστα.

Να πιάσω κουβέντα; Θα πιάσω κουβέντα.

<<Εσύ γιατί είσαι μόνος;>> αποφεύγω να τον κοιτάξω και πίνω μια γουλιά από το τζιν μου.

<<Ποιος σου είπε ότι έχω παρέα;>> γυρνάω αυτόματα και γελάει με την έκφρασή μου. Παίρνει το μπολ από τα χέρια μου και πλησιάζει λίγο περισσότερο προς το μέρος μου. <<Πάμε λίγο έξω;>> ρωτάει και αμέσως σηκώνομαι όρθια.

Ναι ξέρω. Το "πάμε λίγο έξω" σίγουρα σημαίνει μόνο ένα πράγμα. Και για να είμαι ειλικρινής, οι προθέσεις μου για αυτό το πάρτι, σίγουρα δεν ήταν τέτοιου είδους.

Αλλά, σε παρακαλώ. Πως μπορείς να αρνηθείς σε ένα τέτοιο μωρό;

Ευτυχώς το μεγάλο μπαλκόνι είναι από την πλευρά της κουζίνας, οπότε δεν περνάμε ανάμεσα από τον ιδρωμένο όχλο. 

Βγαίνει πρώτα εκείνος και έπειτα απλώνει το χέρι του προς τα εμένα, λες και δεν μπορώ να περπατήσω από μόνη μου.

Α. Άκυρο.

Μάλλον είδε ότι πηγαίνω σαν μαούνα σε 9 μποφορ με αυτά τα σκατοτάκουνα.

Όκευ, παίρνω πίσω όλες μου τις κακές σκέψεις.

Με το που πατάω το πόδι μου έξω, αμέσως το κρύο με ακινητοποιεί. <<Τι συμβαίνει;>> ρωτάει μόλις βλέπει ότι έχω κοκκαλώσει.

Αναρωτιέμαι που σκατά έχει βάλει το μπουφάν μου η μεθυσμένη Άλισον και αν άραγε θα το ξαναδώ ποτέ.

<<Κάνει λίγο κρύο χμ;>> απαντάω και καλά χαλαρή και τον προσπερνάω βγαίνοντας περισσότερο έξω. Αμέσως τον βλέπω να βγάζει το τζιν τζάκετ του και να μου το προσφέρει.

<<Ορίστε. Φόρα το>>

Γελάω. <<Βάλτο σε παρακαλώ. Δεν σου ζήτησα να μου το δώσεις. Δεν είμαι σαν αυτές που->>

<<Πολύ μιλάς>> με διακόπτει και περνάει το τζάκετ πάνω από τους ώμους μου χαϊδεύοντας απαλά το μπράτσο μου. Ανοίγω το στόμα μου για να διαμαρτυρηθώ αλλά με σταματάει ξανά <<Δεν κρυώνω, μην μιλήσεις>>

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και παρόλο που είμαι εκνευρισμένη που πρώτον, μου έδωσε το τζάκετ του χωρίς να θέλω και δεύτερον, με διέκοψε δύο ολόκληρες φορές, του χαμογελάω. <<Ευχαριστώ, υποθέτω>> βάζω τα μανίκια κανονικά και αμέσως η θερμοκρασία του σώματός μου επιστρέφει στο φυσιολογικό.

Και τότε θυμάμαι ότι δεν έκανα την πιο βασική ερώτηση.

<<Πως είπαμε ότι σε λένε;>>

Χαμογελάει. Μόνο αυτό ξέρει να κάνει; Τι φάση;

<<Δεν είπαμε>> 

<<Δεν θα πούμε;>>

Απλώνει το χέρι του προς το μέρος μου <<Στέφαν, χάρηκα>>

Ανταποδίδω την χειραψία. <<Μέιβ και εγ->> το χέρι του τραβάει απότομα το δικό μου και αμέσως τα χείλη του προσγειώνονται στα δικά μου.

Με τραβάει περισσότερο προς το σώμα του και ομολογώ ότι κάτι τέτοιο δεν το περίμενα.

Αφήνει το χέρι μου και με αγκαλιάζει από την μέση, όσο αυτό το φιλί μάλλον δεν έχει τελειωμό.

Αν δεν τα είχα τσούξει λιγάκι, σίγουρα δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσω και να φιλιέμαι με έναν άγνωστο στο μπαλκόνι μιας κοπέλας που ούτε καν θυμάμαι, αλλά χευ, είμαι μόνη, όμορφη και ελεύθερη.

Γιατί να μην το κάνω;

Λίγο αργότερα είναι αυτός που τραβιέται λαχανιασμένος και με κοιτάζει στα μάτια. <<Αύριο. Θα σε περιμένω εδώ στις 5>>

<<Εεε;>> ρωτάω ακόμη ζαλισμένη έπειτα από αυτό που προηγήθηκε.

Μου αφήνει κάτι στο χέρι και με φιλάει για άλλη μια φορά <<Πάρε με τηλέφωνο>> μουρμουρίζει στο αφτί μου και φεύγει αφήνοντάς με μόνη και ζαλισμένη στο μπαλκόνι.

<<ΕΙ! ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΗΛΕΦ...ΩΝΟ ΣΟΥ;>> φωνάζω αλλά είναι άφαντος.

Ανοίγω το χέρι μου και βλέπω ένα χαρτάκι με το όνομά του και έναν αριθμό.

Για δες! Μάλλον αυτό είναι το κινητό του...



~~~

Ορίστε το δεύτερο κεφάλαιο αγαπημένοι μου♥

Τα λέμε σύντομα♥

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top