64. "Μαμά, Σ' Αγαπάω".
Είναι απίστευτο, αλήθεια, το ποσό εύκολα αλλάζουν τα πράγματα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, χάνεις τη γη κάτω απ' τα πόδια σου.
Και είναι τόσο περίεργο αυτό που νιώθω μέσα μου αυτή τη στιγμή. Βρίσκομαι στο παιδικό μου δωμάτιο, μπροστά από τον ολόσωμο καθρέφτη μου και χτενιζω ξανά και ξανά τα μαλλιά μου, λες και με αυτόν τον τρόπο θα δώσω λύση στα προβλήματά μου.
Τύψεις, αυτό νιώθω.
Είχα τόσο χρόνο μπροστά μου, χρόνο που δεν εκμεταλλεύτηκα, στιγμές που απέφυγα, αναμνήσεις που απαξίωσα και δεν έζησα ποτέ μου.
Ίσως κι αυτή να είναι η τιμωρία μου στη τελική.
Επέλεξα να φύγω μακριά, έβαλα μια ερωτική απογοήτευση πάνω από εκείνη.
Και τώρα που το λέω, νιώθω περισσότερες τύψεις· δεν μετανιώνω.
Είναι αυτή η ξεχωριστή θέση που έχει ο έρωτας μέσα μας. Μας κερδίζει σιγά-σιγά, μας κυριεύει εξ ολοκλήρου, όλα τα άλλα, μαγικά, έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Οικογένεια, φίλοι, δουλειά. Στο μυαλό σου γυρίζουν δύο όμορφα μάτια, πάντα είναι όμορφα για 'σένα.
Είναι περίεργο, αλήθεια.
Ο έρωτας σου ανοίγει τα μάτια ή εντέλει σε τυφλώνει; Ποτέ μου δεν κατάλαβα.
Περνάω ξανά τη βούρτσα μέσα από τα μαλλιά μου.
Έχω κάνει τόσα πειράματα πάνω τους που πλέον το κοντό ξανθο, καμένο, καρέ μου, μοιάζει κι αυτό...πεθαμένο.
Ίσως πρέπει να σκεφτώ σοβαρά τη πρόταση της κυρίας Γιάννας να μου τα ξυρισει γουλί...
Ξεφυσάω με τις ανόητες σκέψεις μου, όταν ακούω τον χτύπο στη πόρτα του δωματίου μου.
«Είσαι έτοιμη κορίτσι μου;» ρωτάει κ πατέρας μου. Τα μάτια του είναι κόκκινα από το κλάμα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σπασμένα, μοιάζει να γέρασε δέκα χρόνια μέσα σε μόλις έναν μήνα.
«Χτενίζω τα μαλλιά μου και κατεβαίνω.» απαντάω. Εκείνος γνέφει και φεύγει, κλείνοντας τη πόρτα πίσω του. Ευτυχώς, δεν σχολιάζει το γεγονός ότι χτενιζα τα μαλλιά μου και τις δύο προηγούμενες φορές που ανέβηκε πάνω.
Δεν έχω αποφασίσει αν είμαι ηλίθια ή αν είμαι απλώς...άνθρωπος, μια γυναίκα με αδυναμίες.
Με εκείνον να είναι η μεγαλύτερη όλων.
Η απώλεια που βιώνω έχει σκίσει κάθε τι μέσα μου, μα η πληγωμένη μου καρδιά δεν πάει να παίρνει τους επιδεσμους που της δίνει αυτός ο ηλιθιος ο έρωτας. Κολλά, κομμάτι-κομματι προσεκτικά, ελπίζοντας αυτό να αρκεί να τη κάνει να χτυπά ξανά στον ζωηρό της ρυθμό.
Ίσως η σκέψη μου να γυρίζει σε αυτόν γιατί είναι το μόνο που μπορώ να ελέγξω στη ζωή μου, μα δεν έχω τα κότσια να το κάνω.
Πάει ένας χρόνος που χώρισα με τον Βασίλη.
Ένας χρόνος που ψάχνω να βρω τον εαυτό μου, ποια ήμουν πριν τον γνωρίσω.
Στα 34 μου πλέον, αυτό φαντάζει δυσκολότερο απ' όσο περίμενα...
Πόσο μάλλον τώρα.
«Σεληνάκι μου, πρέπει να φύγουμε.» λέει μαλακά ο αδερφός μου.
«Χτενίζω τα μαλλιά μου.» απαντάω για ακόμη μια φορά.
Η μορφή του αδερφού μου, στέκεται πίσω από τη δική μου. Με δάκρυα στα μάτια, παίρνει τη χτένα από τα τρεμάμενα χέρια μου και την αφήνει αθόρυβα στο έπιπλο δίπλα μας. Τα χέρια του με γυρίζουν και το σώμα του εγκλωβίζει το δικό μου σε μια σφιχτή αγκαλιά.
«Ηρέμησε σε παρακαλώ.» ακούω τη φωνή του κάπου μακριά, μα δεν μπορώ να ηρεμήσω. Το σώμα μου συσπάται στους λυγμούς που βγαίνουν από κάπου βαθιά μέσα μου, τα δάκρυα κυλούν ασταμάτητα στα μάτια μου.
«Δεν μπορώ να αναπνεύσω.» οι λέξεις βγαίνουν με δυσκολία από τα χείλη μου.
Ο αδερφός μου χαϊδεύει απαλά τη πλάτη μου «Πάρε βαθιές ανάσες, αδελφούλα.» λέει γλυκά «Όλα θα πάνε καλά, δεν θα σε αφήσω.»
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και απομακρύνομαι.
«Τα γάμησα όλα.» λέω έντρομη. Τα χέρια μου έρχονται στον λαιμό μου, λες και με αυτόν τον τρόπο θα φύγει ο κόμπος που με εμποδίζει να μιλήσω...να αναπνεύσω.
«Δεν γάμησες τίποτα, ηρεμήσε...» η πόρτα του δωματίου μου ανοίγει και δύο όμορφα ματάκια μας κοιτούν παραξενεμένα.
«Σωτήρη, άσε τη θεία ήσυχη!» ακούγεται η Νίκη από πίσω του. Όταν μπαίνει μέσα και με βλέπει, τρέχει να με αγκαλιάσει.
«Ηρέμησε, σκέψου στο σχολείο. Θυμάσαι; Γούσταρα τόσο πολύ τον Πέτρο που είχα εγκατασταθεί σπίτι σας. Εσύ με έβριζες και κλεινώσουν στο δωμάτιό σου για να δεις την αγαπημένη σου σειρά, θυμάσαι;» λέει με κομμένη ανάσα.
Γνεφω καταφατικά, προσπαθώντας να ηρεμήσω «Και η μάνα μου ρωτούσε ποτέ θα τον παντρευτείς να ησυχάσει κι αυτή.» γελάω, με δάκρυα στα μάτια, στην ανάμνηση.
Ο αδερφός μου μας αγκαλιάζει «Χριστέ μου, την είχα πρήξει ότι εγώ στα 30 θα είμαι τρεις μήνες στη Μύκονο και θα παρταρω με πουτανες και κοκες.»
Ξάφνου με πιάσει νευρικό «Χριστέ μου, εντελει δεν πήγες ποτέ.» τα χεράκια του ανιψιού μου αγκάλιασαν τα πόδια μου.
«Γιατί δεν πήγες, μπαμπά;» ρωτάει αθώα.
«Άλλαζα πάνες στην αδερφή σου, αγόρι μου.» γελάει ελαφρά, ανακατεύοντας τα μαλλιά του.
«Τι είναι πουτανες και κοκες;» ρωτάει ξανά με αφέλεια.
Ο Πέτρος γουρλωνει τα μάτια, η Νίκη είναι έτοιμη να τον σκοτώσει, όταν ανοίγει η πόρτα και η μεγάλη μου ανιψιά, η Ιωάννα, μπαίνει μέσα στο δωμάτιο.
«Πως είσαι, θεία;» λέει γλυκά.
«Καλά είμαι μωρό μου, εσύ πως είσαι;» σηκώνει αδιάφορα τους ώμους «Δεν έχει νόημα να στεναχωριέμαι, δεν θα αλλάξει κάτι.» λέει σκληρά, μα σοβαρά.
Με τρομάζει η ωριμότητα αυτού του παιδιού.
«Αχ, όλα από τη θεία πια!» λέω αγκαλιαζοντας τη.
«Έλα, θεία οπότε σε συμφέρει μοιάζω σε 'σένα και όποτε βγάζω γλώσσα, στη μαμά. Αποφάσισε.»
Ναι, σίγουρα κόρη της Νίκης.
«Πάμε όμως, ο παππούς με έβαλε να σας φωνάξω, θα αργήσουμε.» λέει, δίνοντάς μου ένα φιλί στο μάγουλο. «Προχώρα, βλαμμένο.» λέει χτυπώντας ελαφρά το πίσω μέρος του κεφαλιού του Σωτηράκι.
«Ιωάννα!» γρυλλίζει η Νίκη. «Ίδια ο πατέρας σου, ανάθεμα τον.» μουρμουρίζει κατεβαίνοντας τις σκάλες.
«Εγώ τελικά σε ποιον μοιάζω;» ρωτάει πονηρά.
«Σε όποιον μας βολεύει, προχώρα, μικρό σκατό.» λέει ο Πέτρος, μα το ερωτευμένο του βλέμμα δεν περνάει απαρατήρητο.
Έχει μια κάποια αδυναμία στη κόρη του, ο,τι θέλει τον κάνει.
«Είσαι έτοιμη;» ρωτάει ο αδερφός μου όταν μένουν ξανά μόνοι μας.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
Θα είναι αυτός εκεί; Θα έχει μάθει τη τροπή που έχει πάρει η ζωή μου; Έχουμε κόψει κάθε ίχνος επικοινωνίας το τελευταίο τετράμηνο...
Την τελευταία φορά που...
Ανατριχιάζω και μόνο στη σκέψη του σώματος του πάνω στο δικό μου, αυτή τη γνώριμη, αγαπημένη μου αίσθηση.
Ανάγκη.
Να το ξέρει άραγε; Να τον νοιάζει ακόμα;
Και τι δεν θα έδινα να τον έχω δίπλα μου...
«Ναι, πάμε.»
___________________________________
Πρόσωπα γύρω μου κλαίνε ασταμάτητα. Με βλέπουν και κλαίνε, με αγκαλιάζουν και κλαίνε, μιλάνε για 'μένα και κλαίνε.
Δεν είμαστε εδώ για εμένα, θέλω να φωνάξω, μα μου είναι αδύνατο.
Τα κορίτσια, οι αγαπημένες μου φίλες, δεν έχουν φύγει στιγμή από πλάι μου.
Ο πατέρας μου είναι σε μια γωνιά καθισμένος, κλαίει ασταμάτητα και δεν μπορώ παρά να πονέσω στην αδύναμη και ραγισμένη του όψη.
Ο αδερφός μου έχει αναλάβει τις 'δημόσιες σχέσεις', όπως λέω, και συζητάει με συγγένειες και μη.
Αυτό που όλοι θέλουν να μάθουν λεπτομέριες, σοκαρισμένοι.
Πως έγινε;
Τι έγινε;
Γιατί έτσι ξαφνικά;
"Έτσι ξαφνικά;" θέλω να ουρλιάξω, μα δεν βγαίνει φωνή.
Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Που ήταν όταν εκείνη τους χρειαζόταν; Υποκριτές που θυμήθηκαν την ύπαρξη της τόσο αργά.
Πάντα έτσι δεν γίνεται άλλωστε;
Στο τέλος όλοι μας θυμούνται.
Όταν μας χάσουν.
Σκαναρω γύρω μου τον χώρο, σχεδόν αδιάφορα και βαριεστημένα. Μόνο εγώ μέσα μου ξέρω πως νιώθω.
Θέλω να τον δω, θέλω να είναι εδώ, μαζί μου.
Όπως μπαίνουμε μέσα στην εκκλησία σιγά-σιγά, μου λένε πως πρέπει να μπω και εγώ.
Το κάνω ασυναίσθητα, υπακούω άβουλα.
Δεν έχω ξαναπάει σε κηδεία, δεν ξέρω απ' αυτά, κάνω απλώς ό,τι μου λένε.
Κάθομαι δίπλα στον πατέρα μου ενώ ο αδερφός μου, όρθιος ακόμα, δεν ξέρει αν αντέχει να μείνει όρθιος, αν πρέπει να κάτσει κάτω μαζί μας.
Δίπλα μου κάθεται η Νίκη. Το χέρι της σφίγγει το μπούτι μου όταν νιώθω δύο χέρια να χαϊδεύουν απαλά τους ώμους μου. Αφήνομαι στιγμιαία στο γνώριμο άγγιγμα, όταν νιώθω δύο χείλη να φιλούν το κεφάλι μου τρυφερά.
«Βασίλη;» ψελλίζω κλαίγοντας. Ξέρω πως είναι αυτός χωρίς καν να τον κοιτάξω.
«Σςς, ηρεμήσε, όλα θα πάνε καλά.» ψιθυρίζει απλώς στο αυτί μου.
Η τελετή αρχίζει και ξάφνου, δεν είμαι εκεί. Τα πόδια μου τρέμουν, το κεφάλι μου γυρίζει.
Ζαλίζομαι, θέλω να κάνω εμετό, δεν μπορώ να αναπνεύσω.
Την αποχαιρετώ, ήταν πάντοτε τόσο όμορφη. Το όμορφο της πρόσωπο χλωμό, μα τα χαρακτηριστικά της τόσο ήρεμα. Τα μπλε μάτια της σφραγισμένα, με πληγώνουν.
Τόσο όμορφα ματιά, τόσο κρίμα να μένουν για πάντα κλειστά...
Χάιδευω τα μαύρα της μαλλιά και ξεφυσάω, προσπαθώντας να ηρεμήσω τα αναφιλητα μου.
«Μαμάκα μου...» ψελλίζω κλαίγοντας «Σ' αγαπάω, θα μου λείψεις τόσο πολύ...»
Και μετά τίποτα.
__________
Ακούω γέλια από κάτω και προσπαθώ να σηκώσω αργά το κεφάλι μου, μα μου είναι αδύνατο. Το ρίχνω ξανά πίσω στο στρώμα και μουρμουρίζω στο ποσό βαρύ το νιώθω.
«Πως είσαι, ομορφιά μου;» ο τόνος του γλυκός, τα δάχτυλά του χαϊδεύουν απαλά τα μαλλιά μου, απομακρύνοντας κάποιες τούφες από το πρόσωπό μου.
«Το κεφάλι μου θα σπάσει.» παραδέχομαι. Το στομάχι μου ανακατεύεται, αλλά το ρίχνω στο ότι δεν έχω φάει κάτι τις δύο τελευταίες μέρες.
«Θέλεις λίγο νερό;» γνέφω αρνητικά.
«Μου έλειψες.» παραδέχομαι σιωπηλά. Χαϊδεύει το μάγουλο μου και ξεφυσα «Σεληνακι...»
«Σε θέλω.» παραδέχομαι.
«Δεν κάνουμε καλό ο ένας στον άλλο.» λέει τρυφερά.
«Εσύ με θέλεις ακόμα;» αγνοώ την απάντησή του.
«Από τη μέρα που σε γνώρισα δεν σταμάτησα στιγμή να σε θέλω, μωρό μου. Όμως μεγαλώσαμε, δεν είμαστε πια γι' αυτά.»
«Δεν σε πήραν και τα χρόνια.» ο εκνευρισμός μου, του περνάει αδιάφορος πλέον.
«Είμαι 40, Σελήνη μου.» λέει, λες και μου διαφεύγει «Θέλω να κάνω οικογένεια, θέλω να προχωρήσω.»
«Και εγώ σε κρατάω πίσω;» λέω με παράπονο.
«Πιέζουμε κάτι που δεν τραβάει πλέον.» λέει απαλά. Δεν απαντάω κάτι, δεν ξέρω αν έχει άδικο ή όχι, δεν έχω το μυαλό να το σκεφτώ αυτό.
«Την παλεύεις;» με ρωτάει μαλακά «Δεν είχα ιδέα.»
«Εγώ ζήτησα να μην σου πουν κάτι.» λέω με δάκρυα στα μάτια. Σηκώνω το βλέμμα μου για να συναντήσω το δικό του «Σιχάθηκα να μένεις μαζί μου από υποχρέωση, από τύψεις.» λέω κλαίγοντας.
Με τα δάχτυλά του σηκώνει το πρόσωπό μου από το πιγούνι. Τα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου. Ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλο του.
«Δεν έμεινα ποτέ μαζί σου από υποχρέωση, ούτε από τύψεις. Έχουμε περάσει πολλά μαζί. Σε αγαπάω όσο δεν αγάπησα καμία άλλη, παρ' το χαμπάρι επιτέλους.» λέει. Υπάρχει ένταση στη φωνή του.
«Δεν αντέχω.» λέω κλαίγοντας με λυγμούς «Κάνω το ένα λάθος μετά το άλλο.» λέω με παράπονο.
«Όλοι κάνουμε λάθη, Σελήνη μου.»
«Συγγνώμη.» δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω.
«Γιατί ζητάς συγγνώμη, καρδούλα μου;» δεν απαντάω, απλώς τον κοιτάζω κλαίγοντας. Μόλις συνειδητοποιεί τον λόγο που απολογούμαι, γρήγορα έρχεται από πίσω μου, τα σώματά μας κουμπώνουν, τα μπράτσα του αγκαλιάζουν σφιχτά το σώμα μου και το κεφάλι του βυθίζεται στη λακκούβα του λαιμού μου, αφήνοντας ένα φιλί.
«Δεν ήταν δικό σου λάθος.» η φωνή του τραχιά, μοιάζει να γρατζουνάει τον λαιμό του, παλεύει για να βγει.
«Δεν πρόσεξα όσο έπρεπε.» λέω με παράπονο.
«Ήταν να συμβεί, μην γίνεσαι σκληρή με τον εαυτό σου.»
Κλείνω τα μάτια μου, οι σκέψεις με κατακλύζουν.
Πριν δύο χρόνια
«Βασίλη, για όνομα του Θεού, άσε με.» μουρμουράω. Τα χέρια του τρέχουν στο σώμα μου ενώ το δικό του με πιέζει περισσότερο πάνω στον τοίχο.
«Δεν μπορώ να αντισταθώ ποτέ σε 'σένα.» λέει τριβοντας τη στύση του στα οπίσθια μου. Γυρίζω, ξαφνιαζοντας τον και τον σπρώχνω.
«Ρε πανάθεμα σε, δεν με αφήνεις σε ησυχία. Είμαι κομμάτια.» προσπαθώ να τον αποφύγω.
Τα χαρακτηριστικά του σκληραίνουν «Συμβαίνει κάτι, Σελήνη;» ρωτάει απολύτως σοβαρά.
«Τώρα τι έπαθες;» ρωτάω έκπληκτη.
«Με αποφεύγεις.» δηλώνει.
«Έλα ρε μωρό μου τώρα.» κάνω αδιάφορα, βάζοντας γάλα στα δημητριακά μου.
«Ξέρεις ότι δεν έχουμε κάνει καθόλου σεξ; Εδώ και δύο βδομάδες;» λέει με παράπονο.
«Σοβαρά τώρα;» προσπαθώ να μην γελάσω στο ποσό μωρό ακούγεται. Σαν να μην τον άφησε η μαμά του να βγει να παίξει με τους φίλους του.
«Σελήνη, δεν είναι αστείο.» λέει με πείσμα. Δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να συγκράτηση το χαμόγελο μου.
Κάθομαι πάνω στον πάγκο της κουζίνας και του κάνω νόημα να πλησιάσει «Ελα εδώ βλάκα.» λέω τρυφερά.
Πλησιάζει, θιγμενος και βολεύει το σώμα του ανάμεσα στα πόδια μου. Είναι ακόμα ερεθισμένος.
«Τι;» λέει παιδικά.
«Πρέπει να μου τα χαλάς όλα;» λέω χαϊδεύοντας τα γενιά στο σαγόνι του. Τα χείλη μου αφήνουν ένα απαλό φιλί στα δικά του. Δαγκωνω το χείλος του πριν ψιθυρίσω «Είμαι έγκυος.» λέω με ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη.
«Τι;» ψελλίζει. Κάνει ένα βήμα πίσω. Κοίταζει εναλλάξ το πρόσωπό μου και τη κοιλιά μου. Τα χέρια του τυλιγονται γύρω από τη μέση μου και με σηκώνει στην αγκαλιά του.
«Τι κάνεις ρε τρελέ;» αναφωνώ.
Με αφήνει προσεκτικά στο κρεβάτι και ανεβαίνει από πάνω μου. Αιωρείται πάνω από τη κοιλιά μου «Έχω να πω δυο λογάκια με τη μάνα σου, εσύ ύπνο.» λέει τρυφερά, αφήνοντας ένα φιλί κάτω από τον αφαλό μου. Το κεφάλι του ανασηκωνεται και με κοίταζει, με τα γένια του να γρατζουνούν τη κοιλιά μου.
«Και τώρα η δύο μας!»
__________
Τώρα
«Τι σκέφτεσαι;» ρωτάει. Τα χέρια του χαϊδεύουν απαλά τα μαλλιά μου, τον αγκαλιάζω σφιχτά, οι χτυποι της καρδιάς του με ηρεμούν αισθητά.
«Μου λείπει αυτό.» παραδέχομαι. Με σφίγγει στιγμιαία στην αγκαλιά του και αφήνει ένα φιλί στον κρόταφό μου.
«Και εμένα, και εμένα μωρό μου.»
«Θα μπορέσουμε να είμαστε μαζί πιστεύεις;»
Σιωπή.
Κλείνω τα μάτια μου, οι αναμνήσεις με χτυπούν αλύπητα.
2 χρόνια πριν
Η μανία που με έχει πιάσει με τη καθαριότητα δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ από που πηγάζει. Ο Βασίλης έχει φέρει πόσα λουτρινα στο δωμάτιο που προορίζεται να γίνει το παιδικό, αυτά βγάζουν διαρκώς χνούδια και τα νεύρα μου δεν είναι πολύ στα καλά τους!
«Βασίλη, σου το ορκίζομαι, αν φέρεις κι άλλο αρκούδι, θα φύγεις μαζί με αυτό!» μουρμουράω καθώς το καθαρίζω.
«Είσαι υπερβολική.» με κοροϊδεύει. Τοποθετεί τα τρόφιμα που αγόρασε στη θέση τους και μου κάνει νόημα στη σακούλα με τα γλυκά που αγόρασε «Όλα τα αγαπημένα σου.» προσπαθεί να με καλοπιάσει.
«Δεν πιάνουν αυτά σε 'μένα!» λέω με στενεμενα μάτια. Αυτός κάνει να με πλησιάσει, αλλά σηκώνω το φρύδι ενώ αυτός σηκώνει τα χέρια στον αέρα.
«Ό,τι πεις, αφεντικό!» γελάω κρυφά κάπως βαδίζω προς το δωμάτιό μας. Αμέσως η διάθεση μου χαλάει.
Έλεος με αυτή τη σκόνη!
Κάνω για αρχή τα χαμηλά που μου είναι πιο εύκολα και έπειτα πατάω πόνο κρεβάτι και το κομοδίνο ώστε να κάνω το συνθετο δίπλα από τη κρεβατοκάμαρά μας.
Μια ζαλάδα όμως με εμποδίζει να συνεχίσω.
«Γαμωτο σου, Σελήνη τι κάνεις εκεί!» ακούω τον Βασίλη να φωνάζει καθώς οι δυνάμεις μου εγκαταλείπουν. Τα άκρα μου παραλύουν και πέφτω, χτυπώντας στη γωνία του κομοδίνου.
Κάπου εκεί πήρε και τη κάτω βόλτα η ζωή μου.
__________
Σας είχα καιρό στην αναμονή, οπότε θεώρησα πως έπρεπε να το σπασω στα δύο και να συνεχίσω το γράψιμο του
τελευταίου κεφαλιού μες τη βδομάδα.
Τι έχετε να πείτε;
Σας ευχαριστώ πολύ για την υποστήριξη ❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top