6. "Νίκη, η ψυχολόγος."

*Χευυυυυ
Πείτε μου τη γνώμη σας, τι σας αρέσει και τι όχι. Νιώθω μια μεγάλη ανασφάλεια γι'αυτό το βιβλίο ❤️🤷🏼

___

Ξεκλειδώνω λίγο αργότερα την εξώπορτα του σπιτιού μου και ανοίγοντάς τη, βλέπω τη Νίκη με τον Πέτρο στον καναπέ να βλέπουν τηλεόραση.

«Καλώς τα πιτσουνάκια.» αναφωνώ πονηρά. Η Νίκη πετάγεται όρθια τη στιγμή που ο αδερφός μου πετάει προς το μέρος μου τη μπλούζα του, η οποία κατέληξε στο φωτιστικό δίπλα μου.

«Παραλίγο να ρίξεις κάτω το αγαπημένο φωτιστικό της μαμάς.» λέω δυνατά, χαιρέκακα.

«Τι πήγε να κάνει;!» φωνάζει η μαμά μου από τη κουζίνα.

Ναι, το ήξερα ότι η μαμά ήταν σπίτι!

«Τίποτα μωρέ, ακούς τη Σελήνη και εσύ;» λέει δήθεν αδιάφορα. Σχεδόν με έχει σκοτώσει με το βλέμμα του.

Η μαμά μου έρχεται στο σαλόνι κρατώντας μια πετσέτα στα χέρια της.

Αυτή η γυναίκα ήταν πάντοτε όμορφη και γλυκιά, δίνοντας τη δική της έννοια σε αυτές τις δύο λέξεις. Δείχνει πολύ μικρότερη από τα 40 της, με το αψεγάδιαστο πρόσωπό της, χωρίς ίχνος από μακιγιάζ, μέσα στις φόρμες της και τα κατάμαυρα μαλλιά της πιασμένα σε μια πρόχειρη αλογοουρά.

Εγώ και ο αδερφός μου είμαστε πραγματικά κλώνοι της μητέρας μας καθώς έχουμε πάρει και οι δύο τα μαύρα μαλλιά της, τα μεγάλα μάτια, τη γαλλική μύτη και τα φουσκωτά χείλη της. Στο μόνο που διαφέρω εγώ, είναι πως κληρονόμησα τα κάστανα ματιά του πατέρα μου, σε αντίθεση με τον Πέτρο που έχει τα γαλάζια ματιά της μητέρας μας.

Πάντοτε θα τον ζηλεύω λιγάκι γι' αυτό το γεγονός.

«Πέτρο, αν έσπασες κάτι, θα σε βάλω τα το καθαρίσεις με τη γλώσσα από το πάτωμα.» τον κατσαδιάζει απευθείας. Εκείνος αμέσως πετάγεται όρθιος και αγκαλιάζοντάς τη από τους ώμους, αφήνει ένα φιλί στο μάγουλό της. «Ασ' τα αυτά που ξέρεις,»

«Έλα, αφού με αγαπάς κατά βάθος.» κάνει τα γλυκά ματάκια.

Γλείφτη!

Δεν μπορώ να ασχοληθώ μαζί του αυτή τη στιγμή.

«Συγγνώμη, αλλά παίρνω τη κολλητή μου και φεύγω. Βρείτε τα μεταξύ σας!» χαμογελάω απολογητικά στη μητέρα μου και αγνοώ τον Πέτρο καθώς σέρνω, κυριολεκτικά, την Νίκη από το χέρι.

«Κάτσε ρε παιδί μου, θα μου βγάλεις το χέρι!» παραπονιέται μόλις φτάνουμε στο δωμάτιο μου. Κλειδώνω τη πόρτα πίσω μας και πετάω την τσάντα στο γραφείο μου.

«Πρέπει να σου πω!» λέω λαχανιασμένη. Πολύ γυμναστική για σήμερα, κυριολεκτικά έτρεχα στις σκάλες.

«Γιατί κλείδωσες τη πόρτα ρε;» με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια.

«Πέτυχα τον Ρούς στο μετρό.» μπαίνω απευθείας στο ψητό.

«Ναι, μου το είπες αυτό. Παρακάτω!» λέει ανυπόμονα πλέον.

«Ήμασταν μαζί ρε μαλάκα! Μέχρι Αγία Μαρίνα!»

Τα μάτια της γουρλώνουν περισσότερο, αν αυτό είναι δυνατό, και αναφωνεί «Ω, να σου γαμήσω!» καθώς μου κάνει νόημα να κάτσω στο κρεβάτι. Κάθομαι ήρεμα και τη βλέπω να κάθεται με προσποιητή ψυχραιμία στη καρέκλα του γραφείου μου.

Το κάναμε από μικρές αυτό. Όταν είχαμε να πούμε κάτι σημαντικό, για εμάς τουλάχιστον, η μια στην άλλη, καθόμασταν εναλλάξ στη καρέκλα με τα ροδάκια και στο κρεβάτι, ανάλογα με το ποια είχε να μιλήσει και ποια να ακούσει.

Ναι, η Νίκη ήταν από μικρή η ψυχολόγος μου και είμαι περήφανη που εντέλει κατέληξε να σπουδάσει ακριβώς αυτό· ψυχολογία.

«Προσπαθώ με τα χίλια ζόρια να μην τσιρίξω, να μην φωνάξω, να μην κάνω ένα κάρο ερωτήσεις, διαλέγοντας να σε αφήσω να μου εξιστορήσεις πρώτα εσύ τα γεγονότα και ύστερα να καλύψω τα κενά που θα μου αφήσεις, με τις ερωτήσεις μου.» κάνει μια παύση και είμαι προετοιμασμένη γι' αυτό που θα ακολουθήσει.

«Αλλά δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή! Κάθεσαι εδώ και πόση ώρα και με κοιτάς σαν κλαμμένο κουτάβι, για να μην πω μαλάκας, και με αφήνεις να σκέφτομαι σενάρια με δημόσιο σεξ ανάμεσα σε'σένα και τον Ρούς, μες το μετρό!» λέει γρήγορα και μπερδεμένα.

«Παιδί μου, είσαι ηλίθια;» κρατιέμαι να μην γελάσω, όμως παρ' όλα αυτά αγαπώ εκείνη και το αδιάκοπο παραλήρημά της. «Σοβαρέψου!» συνεχίζω.

«Δεν παίχτηκε σεξάκι ε;» κοίτα να δεις που απογοητεύτηκε κιόλας· θα τρελαθώ!

«Μαλακία ε;» ειρωνεύομαι.

«Ε, λίγο. Μου χάλασε τα όνειρα.» ξεφυσά και αμέσως τεντώνει τη πλάτη της. «Ας σοβαρευτούμε λοιπόν! Λοιπόν, πέτυχες τον Ρούς στο μετρό. Πως αισθάνεσαι γι 'αυτό;»

Όταν παίρνει αυτό το σοφιστικέ και σοβαρό ύφος, οφείλω να ομολογήσω ότι με φρικάρει λίγο.

«Μπερδεμένη;» ακούστηκε πιο πολύ σαν ερώτηση.

«Μάλιστα. Για τι συζητήσατε;» ρωτάει.

Δεν ξέρω από που να αρχίσω. Με τρομάζει το γεγονός ότι θυμάμαι τα πάντα, ακόμη και τα κόμματα, τις τελείες... Όμως όταν ήρθε η ώρα να ανοίξω το στόμα μου και να τα εξιστορήσω, δεν έβγαινε συλλαβή.

«Μιλήσαμε για...διάφορα. Για τη δουλειά του, για τα παιδιά της σχολής... Αυτά νομίζω.»

«Φαίνεσαι αρκετά ενθουσιασμένη για να συζητήσατε μονάχα γι' αυτά.» με ξέρει τόσο καλά...

«Μου είπε να πάω να πιούμε στο κλαμπ που δουλεύει και να με γυρίσει αυτός σπίτι το πρωί.»

«Το τσίμπησες το γκομενακι ρε γαμώτο. Αντέ γειά! » ουρλιάζει. Της κάνω νόημα να σκάσει. Εκτός του ότι δεν θέλω να ακούσει τίποτα ο Πέτρος και η μάνα μου, ο πατέρας μου κοιμάται γιατί δουλεύει αύριο πρωί-πρωί.

Ακούμε ένα χτύπημα στη πόρτα και αμέσως η Νίκη σχηματίζει με τα χείλη της τη λέξη «συγγνώμη». Η πόρτα ανοίγει και το κεφάλι του αδερφού μου πετάγεται σαν να μην πω τι...

«Γιατι χαίρεστε τόσο; Τα βρήκες με τον μπουχέσα;» ρωτάει. Τι μου τον θύμισε τώρα κι αυτόν...

Μάρκος Μπουχέσας -ναι, αυτό είναι το επίθετό του, τραγικό;- ο πρώην μου. Γνωριστήκαμε στο φροντιστήριο, χωρίσαμε όταν πλησίαζαν οι πανελλήνιες. Είχε πει πως χρειαζόταν χρόνο για να διαβάσει...

Στη πραγματικότητα πηδούσε τη Μαίρη, όμως αυτό δεν είναι της παρούσης.

«Οχι, βέβαια.» λέω θιγμένη. Εντάξει, ναι, έκανα το σφάλμα να υποκύψω μια φορά, πόσες πια; Δεν είμαι τόσο χαζή.

(Α/Ν δεν παίρνω κι όρκο)

«Βρήκες γκόμενο;»

«Τς, όχι.»

Σηκώνει αδιάφορα τους ώμους, παίρνοντας μια αστεία γκριμάτσα αδιαφορίας «Αναμενόμενο.» λέει πριν κλείσει τη πόρτα.

Κωλόπαιδο!

«Ασ, τον πάνω μου, θα τον κανονίσω μετά. Συνέχισε!» λέει ανυπόμονη.

«Του είπα πως γυρίζω σπίτι και άμα είναι να το κάνουμε καμία άλλη φορά, αλλά δεν μου είπε κάτι.»

«Και μετά;»

«Ηθελε να με γυρίσει σπίτι ρε Νίκη...» κόντεψα να βάλω τα κλάματα μόλις συνειδητοποίησα πως ούτε ο Μάρκος δεν μου είχε φερθεί τόσο όμορφα...

Στην πραγματικότητα, δεν ξέρω αν το είχε κάνει κάποιο άλλο αγόρι στο παρελθόν...

Παίρνει μια γλυκιά έκφραση «Εντάξει, νομίζω πως μόλις το έβαλα στη καρδιά μου. Έχεις την έγκριση της κουμπάρας σου για τον γάμο!» λέει.

«Έχει κι άλλο.» ελπίζω να μην φαίνομαι όσο ονειροπαρμένη νιώθω αυτή τη στιγμή... «Του είπα να μην με γυρίσει και πως μένω κοντά.» εισέπραξα ένα δολοφονικό βλέμμα εδώ «Με ρώτησε αν έχω viber και μου είπε να γράψω τον αριθμό του και να του στείλω ένα μήνυμα μόλις φτάσω σπίτι.»

Σιωπή.

«Και ακόμα να το κάνεις μωρή;!» φωνάζει, όμως στα πλαίσια ενός ψιθύρου. Ξέραμε και οι δύο πως θα ερχόταν ξανά η κουτσομπόλα, ο αδερφός μου, αν την άκουγε πάλι να φωνάζει τόσο ενθουσιασμένη.

Ψοφάει για κάτι τέτοια...

Ιδιαίτερα για να πλακώνει στο ξύλο τα αγόρια μου... Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

«Δεν ξέρω, νομίζω δεν θέλω να του στείλω.» λέω.

«Γιατί ρε; Είσαι χαζή; Θα έχει ανησυχήσει ρε...» αγνοώ το τελευταίο σχόλιο· πολύ που νοιάστηκε τώρα ο Ρουσσάκης αν ζω ή αν πέθανα... «Και τι εννοείς νομίζεις ότι δεν θέλεις; Χαζή είσαι;»

«Δεν πρέπει να του στείλω!» λέω δυναμικά. Είναι πολύ καλός για να είναι αληθινός. Κάτι σίγουρα πάει λάθος μαζί του!

«Πίπες! Η ερώτηση που πρέπει να κάνεις στον εαυτό σου είναι η εξής: Δεν θέλω να του στείλω γιατί είμαι μια παλιοκότα ή δεν μπορώ να του στείλω επειδή είμαι καθυστερημένη. Διάλεξε.» λέει με ένα προσποιητό χαμόγελο.

Δεν ξέρω τι να πω...

«Ρίσκαρε για μια φορά στη ζωή σου. Εξάλλου, δεν θα πεις και την ιστορία της ζωής σου ρε μαλακα! Ένα «Έφτασα. Καλό βράδυ.» και τέλος.» έτσι όπως το λέει, δεν ακούγεται τόσο άσχημο...

Ξεφυσάω και ακούω τον ήχο εισερχόμενου μηνύματος από το βαιμπερ. Το πιάνω βαριεστημένα στο χέρι μου, καθώς η Νίκη με κοιτάζει σαν να θέλει να με πνίξει.

Ορκίζομαι πως αν είναι η θεία, η αδερφή της μαμάς μου, από την Αυστραλία, θα τη βρίσω. Βρίσκει κι αυτή κάτι ώρες να στείλνει να δει τι κάνουμε...

Και όχι, δεν ξέρω γιατί δεν στέλνει στην αδερφή της...

Την αγαπάω κατά βάθος την γλυκιά μου!

Βάζω το αποτύπωμα στη συσκευή και σκαλωμένη αντί για το όνομα της θείας μου, βλέπω ένα όνομα που σίγουρα δεν περίμενα...

Γουρλώνω τα μάτια μου έκπληκτη.

«Νίκη;»

«Τι είναι ρε; Με τρομάζεις. Έπαθε τίποτα η Άντζελα;» η θεία μου.

«Μου έστειλε!»

__________________________________

Τώρα της έστειλε ο Μάρκος, κανένας άλλος πρώην; Δεν ξέρω...

Πάντως η Ρουσσάκης, μια φορά, τον αριθμό της δεν τον έχει.

Σωστά;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top